Παῦλος Μελᾶς
Ὁ Πρωτομάρτυρας τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος
Ἐπιμνημόσυνη ὁμιλία
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Δ α ν ι ή λ
στήν ἐπέτειο τῶν 112 ἐτῶν τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ
(13.10.1904)
στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κεφαλαρίου
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ
(Κυριακή 16 Ὀκτωβρίου 2016)
Στήν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων καί στήν μνήμη τῶν ἀνθρώπων ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ Πρωτομάρτυρας τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα ὁ Ἀνθυπολοχαγός τοῦ Πυροβολικοῦ Παῦλος Μελᾶς, ὁ θρυλικός καπετάν Μίκης Ζέζας.
Μορφή τυλιγμένη μέ τό φωτοστέφανο τοῦ Μάρτυρα, ἰδανική, ἁγνή, ἱκανή νά ἐμπνεύσει τό παράδειγμα, νά δονήσει τίς ψυχές νά τίς φλογίσει, νά τίς ὠθήσει στῶν ἀξιῶν καί τοῦ καθήκοντος τίς πανύψηλες κορφές καί τελικῶς νά τίς ὁδηγήσει στήν θυσία.
Παῦλος Μελᾶς ἕνας ἥρωας μέ βαρύ γιά τήν Ἑλλάδα ὄνομα. Τό ἴνδαλμα τῆς νεότερης ἱστορίας. Μέ τό αἷμα του πού πότισε τή γῆ τῆς Μακεδονίας στερέωσε τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα.
Ἕνας νέος ἄνθρωπος μέ πολλές ἱκανότητες καί προσόντα πού ἔχασε τήν ζωή του χωρίς νά ἔχει ἐξακριβωθεῖ μέχρι σήμερα πῶς ἀκριβῶς σκοτώθηκε. Ἡ τραγική θυσία του ὅμως ἀπετέλεσε ἐφαλτήριο ἀγώνων γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας καί τήν ἐνσωμάτωσή της στόν Ἐθνικό κορμό.
Τά πρῶτα χρόνια
Ὁ Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε στή Μασσαλία στίς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1870. Ὁ πατέρας του Μιχάλης Γεωργίου Μελᾶς Ἠπειρώτης, ἐμπορευόταν στήν Μασσαλία. Ἡ μητέρα του Ἑλένη ἦταν κόρη τοῦ Βουτσινᾶ γνωστοῦ Κεφαλλονίτη μεγαλοεμπόρου στήν Ὀδησσό. Στά 1874 ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε στήν Ἀθήνα. Ἔτσι ὁ μικρός Παῦλος βρέθηκε σ’ ἕνα τελείως διαφορετικό περιβάλλον ὅπου κυριαρχοῦσε τό αἴσθημα καί τό σύνθημα «Ὅλα γιά τήν Πατρίδα». Ἦταν ἕνα μελαχρινό ἀγόρι μέ ὡραῖα χαρακτηριστικά πού ἔδειχνε, ὅτι θά ἐξελισσόταν σ’ ἕνα ψηλό ἄνδρα.
Τό 1886 εἰσῆλθε στή Σχολή Εὐελπίδων καί ἐξῆλθε ὡς Ἀνθυπολοχαγός τοῦ Πυροβολικοῦ στίς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1891. Τόν ἑπόμενο χρόνο νυμφεύθηκε τή Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη τοῦ τραπεζίτη καί πολιτικοῦ Στέφανου Δραγούμη, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε δύο παιδιά, τόν στρατιωτικό Μιχαήλ Μελᾶ (1894-1950) καί τή χημικό Ζωή Μελᾶ - Ἰωαννίδη (1898-1996)
Ὡραῖος ὡς Ἑλλην.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἦταν ὡραῖος ὡς Ἕλλην καί μεγαλούργησε. Μεγάλωσε μέ τήν ἑλληνική αὐτογνωσία καί αὐτοσυνειδησία. Γνώριζε ὅτι βάραινε στούς ὤμους του ἡ ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ἄντλησε ἀπό τίς καθαρές πηγές τῆς Παραδόσεως ὅλη τήν φρεσκάδα καί τήν δροσιά τῆς ὑπάρξεώς του. Ζυμώθηκε μέ τίς ὑψηλές ἰδέες καί τά ὁράματα ἑνός λαοῦ πού ἀγωνιζόταν νά γίνουν σεβαστά τά δίκαιά του πού ἄλλοι τά ἀπειλοῦσαν, ἄλλοι τά περιφρονοῦσαν, ἄλλοι τά ξεπουλοῦσαν.
Ἔγραφε στήν γυναίκα του Ναταλία πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν Μακεδονία.
«Ἀναλαμβάνω αὐτόν τόν ἀγώνα μέ ὅλη μου τήν ψυχήν καί μέ τήν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀναλάβω. Εἶχα καί ἔχω τήν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι δυνάμεθα νά ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καί νά σώσωμεν πολλά πράγματα. Ἔχω δέ τήν πεποίθησιν ταύτην ἔχω καί τό ὑπέρτατον καθῆκον νά θυσιάσω τό πᾶν, ὅπως πείσω καί Κυβέρνησιν καί κοινήν γνώμην περί τούτων».
Ὁ ἀγῶνας του.
Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα τόν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ κατάσταση στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία καί τόν ἀνησυχοῦσε ἡ δράση τῶν Βουλγάρων Ἀνταρτῶν Κομιτατζήδων, πού ἐπιδίωκαν μέ τήν ἀνοχή ἄν μή καί τήν ὑποστήριξη τῶν Τούρκων τήν προσάρτηση τῆς Μακεδονίας στή Βουλγαρία. Τόν ἐπηρέαζε ἔντονα ὁ Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ἐνῶ εἶχε πληροφόρηση ἀπό πρῶτο χέρι ἀπό τόν ἀδελφό της γυναίκας του Ἴωνα Δραγούμη, πού ὑπηρετοῦσε ὡς Ὑποπρόξενος στό Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1904, μαζί μέ ἄλλους τρεῖς ἀξιωματικούς, τούς Λογαχούς Ἀλέξανδρο Κοντούλη καί Ἀναστάσιο Παπούλα καί τόν Ἀνθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετεῖχε σέ μυστική ἀποστολή στή Μακεδονία μέ τό ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, ἀπό τό ὄνομα τοῦ γιοῦ του Μιχαήλ, πού τόν φώναζαν χαϊδευτικά Μίκη καί Ζέζας, ἀπό τό ὄνομα τῆς Κόρης του Ζωῆς, πού τή φώναζαν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν ἐντολῆς τῆς Κυβέρνησης Θεοτόκη. Ἡ ὁμάδα τῶν τεσσάρων Ἀξιωματικῶν, συνοδευόμενη ἀπό Μακεδόνες ἀγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στή Δυτική Μακεδονία, ἀλλά οἱ κινήσεις της ἔγιναν ἀντιληπτές ἀπό τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση τήν ἀνάκλησή τους. Ἔτσι, ὁ Μελᾶς μαζί μέ τούς τρεῖς ἄλλους Ἀξιωματικούς ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα στίς 29 Μαρτίου.
Τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1904, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στή Σχολή Εὐελπίδων, ζήτησε 2Οήμερη ἄδεια καί ἔκανε ἕνα δεύτερο ταξίδι στή Μακεδονία. Στό πλαστό διαβατήριό του ἀναγραφόταν τό ὄνομα Πέτρος Δέδες καί ὡς ἐπάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις ἔφθασε στήν Κοζάνη συναντήθηκε μέ τό ντόπιο Ἑλληνικό στοιχεῖο καί ἀποφασίστηκε ἡ συγκρότηση ἐνόπλων σωμάτων μέ τή στρατολόγηση ἀνδρῶν ἀπό τίς γύρω περιοχές καί ἡ ἀνάληψη ἄμεσης δράσης στή Δυτική Μακεδονία. Ἐπέστρεψε στήν Ἀθήνα στίς 3 Αὐγούστου γεμᾶτος αἰσιοδοξία γιά τήν ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα.
Μετά ἀπό 15 ἡμέρες ζήτησε κι ἔλαβε τετράμηνη ἄδεια ἀπό τό στράτευμα γιά νά ἀναλάβει ἐπίσημα τήν ἀρχηγία τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα στήν περιοχή τῆς Καστοριᾶς καί τοῦ Μοναστηρίου, κατόπιν ὑπόδειξης του Μακεδονικοῦ Κομιτάτου δηλαδή τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν ἀπευλευθέρωση τῆς Μακεδονίας πού εἶχε ἕδρα στήν Ἀθήνα. Λίγο πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή του ἐξομολογεῖτο στή γυναίκα του: «...Αἰσθάνομαι πολύ, ὁ δυστυχής, τήν εὐτυχίαν πού ἀφήνω· αἰσθάνομαι ὅτι μ’ ὅλον τόν ἀνήσυχον καί νευρικόν χαρακτήραν μου ὁ βίος ὁ ὁποῖος μου ἁρμόζει περισσότερουν εἶναι ὁ ἥσυχος καί ὁ οἰκογενειακός. Ἀλλ’ ἀπό τινός δέν ἠξεύρω τί ἔπαθα· ἔγινα ὄργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ὡς φαίνεται, ἀφοῦ ἔχει τήν ἰσχύν νά κατασιγάση ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματά μου καί νά μέ ὠθῆ διαρκῶς πρός τήν Μακεδονίαν».
Εὐαίσθητος ὡς ἄνθρωπος, σύζυγος καί πατέρας.
Σέ μία ἐπιστολή του ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀπό τήν Κοζάνη τήν Πέμπτη 22 Ἰουλίου 1904 σκιαγραφεῖ τά γεγονότα καί τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς ἀπό τήν ὁποία ἀποκαλύπτεται, ὅτι ἦταν ἕνας εὐαίσθητος ἄνθρωπος καί σύζυγος καί πατέρας.
«Σήμερα εἶμαι ἀκόμη πλέον εὐτυχής. Ναι, δέν θά χαθεῖ αὐτό τό Ἔθνος. Ἔχει τόσους καί τόσους καλούς πατριώτας, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἐπικρατήσει ὅταν τεθοῦν εἰς κίνησιν καί χρησιμοποιηθοῦν δεόντως αἱ δυνάμεις του.
Ἐβάλαμε (δηλαδή βαδίσαμε) 3 ὥρας καί 1/4 διά νά φθάσωμεν εἰς Σιάτισταν. Ὅλον τό μεταξύ Σιατίστης καί Κοζάνης μέρος εἶναι κατοικημένον ἀπό Κονιάρους (Μωαμεθανούς ἐλθόντας ἀπό τό Ἰκόνιον). Αὐτοί ἦσαν πρό 30 ἐτῶν μόλις τό φόβητρον τῶν ἑλληνικῶν καί ὀλιγαρίθμων χωρίων. Οἱ δυστυχεῖς χριστιανοί καί ὁδοιπόροι εὑρίσκονται διαρκῶς ἐν κινδύνῳ (...) εἶπα καί εἰς αὐτούς ὅ, τι καί εἰς τούς Κοζανίτας καί μέ ἐνθουσιασμό τά ἐπαραδέχθησαν (...).
Καληνύχτα, φίλησε τά παιδιά μου. Ὑποφέρω πολύ ὅταν σᾶς ἐνθυμοῦμαι, ἀλλά δέν ἠμπορῶ νά σᾶς λησμονήσω, ὅταν σᾶς ἐνθυμοῦμαι· ἀλλά δέν ἠμπορῶ νά σᾶς λησμονήσω παρόλη τήν διανοητική καί σωματική μου ἐργασία. Παῦλος.».
Ὁ ἐπιφανής Ἄνδρας.
Στίς 17 Αὐγούστου τό βράδυ, ἀποκοίμησε ὁ ἴδιος τά παιδιά του, καθισμένος ἀνάμεσα στά κρεββατάκια τους, κρατώντας τά χεράκια τους στά δικά του χέρια γιά ὥρα πολλή, βυθισμένος σέ παράξενους λογισμούς. Καί τήν ἄλλη μέρα, 18 Αὐγούστου, ἔφυγε πρωΐ - πρωΐ ἀλαφιασμένος, χωρίς νά τά φιλήσει, χωρίς νά τά δεῖ, ἀπό φόβο μήπως τήν τελευταία στιγμή ὁ Πατέρας νικοῦσε στήν τρικυμισμένη ψυχή του τόν Πατριώτη καί ἔμενε πίσω...Γιατί εἶχε κάνει τή δύσκολη ἐπιλογή του. Ἀναχωροῦσε γιά τήν Μακεδονία ἀποφασισμένος νά τά δώσει ὅλα γιά ὅλα στούς σκλάβους Μακεδόνες ἀδελφούς του. Συνήθιζε νά λέει καθημερινά :
«Ἑνός ἐπιφανοῦς ἀνδρός τό αἷμα, ἐάν ποτίσει τό χῶμα
τῆς Μακεδονίας,
θά ξυπνήσουν οἱ κοιμώμενοι,
θά ἐγκαρδιωθοῦν οἱ τρομοκρατηθέντες,
θά φυτρώσουν ἐπί τῆς εὐγενοῦς γῆς
ἐκδικηταί καί σωτῆρες».
Καί ἀφοῦ κανείς ἄλλος ἐπιφανής Ἕλληνας δέν διέθετε τήν ἐθνική εὐαισθησία νά θυσιαστεῖ γιά τή Μακεδονία, ἦταν ἀποφασισμένος νά μετατρέψει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του εἰς τό Ἱερόν Σφάγιον, τό «αἶρον τόν σταυρόν τοῦ μαρτυρίου» γιά τή νεκρανάστασή της, νά γίνει αὐτός ὁ «Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας τοῦ Γένους...» (Πρβλ. Ἰωάννου α΄ 29)
Ἡ καρδιά του, ἡ συνείδησή του ἔτσι τοῦ ἐπέτασσαν, ὅτι ἔπρεπε νά συμβεῖ. Μήπως οἱ Μακεδόνες δέν τό εἶχαν ἀποδείξει, ὅτι προσέβλεπαν στό πρόσωπό του, ὡσάν εἰς τόν Μεσσία; Μήπως δέν εἶχε διαγνώσει τή σαγήνη πού ἀσκοῦσε στήν ψυχή τους ἡ ἰδέα, ὅτι ἦταν ὁ γυιός τοῦ Δημάρχου Ἀθηναίων Μιχαήλ Μελᾶ; Ὁ γαμπρός τοῦ θερμοῦ πατριώτη, πού εἶχε πρωτοστατήσει σέ ὅλα τά ἀπελευθερωτικά κινήματα γιά τήν Μακεδονία, του –μετέπειτα Πρωθυπουργοῦ - Στεφάνου Δραγούμη; Μήπως δέν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα, τό ὅτι ἦταν ὁ κουνιάδος τοῦ Προξένου Ἴωνος Δραγούμη; Ὁ Ἕλληνας Ἀξιωματικός, ὁ ὁποῖος ἦταν πρόθυμος νά θέσει τή δική τους μοίρα ὑπεράνω τῆς δικῆς του;
Ἐνισχυόμενος ἀπό τήν θερμή πίστη του στόν ἀληθινό Θεό.
Ἡ χρονιά ἐκείνη τό φθινόπωρο εἶχε φτάσει πρώϊμο, ἄγριο καί παγερό στά μακεδονικά βουνά. Μά τίς καρδιές τῶν Μακεδόνων ζέσταινε ἡ παρουσία τοῦ Καπετάν Μίκη Ζέζα, πού μέ μαλακά λόγια τους μετάγγιζε ἐλπίδα, πίστη καί ἀφοσίωση στόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδοξία. Ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη φῶς καί ἀγάπη Χριστοῦ, πού τά ἀντλοῦσε ἀπό τή θυσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου.
Τό Σάββατο, 28 Αὐγούστου 1904, λίγες ὧρςς μετά τή διάβαση τῶν συνόρων, ἀπό τή θέση Μακροβούνι, μεταξύ Κρανιᾶς, Μηλιᾶς καί Περιβολιοῦ, ἔγραφε στή σύζυγό του γιά τή μεταρσίωση πού αἰσθάνθηκε κατά τή θεία μετάληψη τῆς προηγούμενης μέρας στό μοναστήρι τῆς Μερίτσας:
«Οὐδέποτε μέ τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρός Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χάριν ἡμῶν καί τῆς θείας θρησκείας Του ὑπέστη τό μαρτύριον. Τό μέγεθος τῆς θυσίας Του, τό μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Του, μ’ ἔκαμναν νά αἰσθάνομαι πόσον μικροί καί πόσον μακράν Αὐτοῦ εὑρισκόμεθα, ἀλλά συγχρόνως μ’ ἐνθάρρυναν. Πάντοπ Τόν ἐλάτρευσα διά τήν θρησκείαν Του καί Τόν ἐθαύμασα διά τήν θυσίαν Του. Ἐλπίζω νά μᾶς βοηθήσει. Αἰσθάνομαι τώρα ἰσχυρός, γενναῖος καί καλύτερος. Ἕτοιμος δέ νά κάμω τά πάντα».
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή οἱ ἀντιξοότητες ὀρθώνονταν γεμᾶτες φοβέρα ἀπέναντί του: Ἄγνωστα κακοτράχαλα ἐδάφη, κρημνοί, χαράδρες, βροχή ἀδιάκοπη πού ἔκαμνε τίς κάπες ἀσήκωτες, ἀστραπόβροντα, λασπουριά, πού καθήλωνε τά τσαρούχια στό ἔδαφος, πείνα ἀβάστατη, δίψα, δριμύτατο ψύχος πού πάγωνε τήν ἀνάσα. Κι ὁ πυρετός νά ἀποδεκατίζει τούς ἄντρες του, καθώς ἀναγκάζονταν νά τούς ἀφήνει πίσω. Καί σάν νά μήν ἔφταναν ὅλα αὐτά, ὁ ὁδηγός τούς Θανάσης Βάγιας λιποτάχτησε καί τούς πρόδωσε στά τουρκικά ἀποσπάσματα... Καταδίωξη, ἀνασφάλεια, ἡ παγάνα τοῦ Χάρου σέ κάθε τους βῆμα.
Φοβόταν ὁ Παῦλος, ὑπέφερε καί ἀγωνιοῦσε. Σκεφτόταν τήν οἰκογενειακή θαλπωρή στήν Ἀθήνα. τήν τρυφερή του σύζυγο καί τά πολυαγαπημένα του παιδάκια καί ἕνας κόμπος τοῦ ἔσφιγγε τήν καρδιά. Μά τίποτε δέν τόν λύγιζε, δέν τόν ἀποκαρδίωνε, δέν τόν γονάτιζε τόσο, ὥστε νά κάνει πίσω. Περνοῦσε μέ τά παλληκάρια του ἀπό πόλεις καί χωριά σάν ἀπόστολος τῆς ἀγάπης. Μονάχα μία φορά, γιατί τό ὁδοιπορικό τῆς θυσίας, πού δέν εἶχε γυρισμό, εἶχε πιά ἀρχίσει: Κρανιά, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Πεντάλοφος, Ζάντσικο, Κωσταράζι...
Πέμπτη, 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1904, ἐκεῖ στό Κωσταράζι, τί ἀνακούφιση! Τόν περίμενε τό συμβολικό, μά πολύτιμο γιά τόν ἴδιο δῶρο τοῦ «Κώστα Γεωργίου», τοῦ Δεσπότη Καστοριᾶς καί θερμουργοῦ τοῦ Ἀγώνα Γερμανοῦ Καραβαγγέλη: Μία ἱερή εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως καί πίσω ἡ ἀφιέρωση,
Τῷ πολυφιλήτῳ καί φιλοστόργῳ τέκνω μου
Φυλακτήριον
Κώστας»
Καί παρακάτω:
«Ἔντεινε καί κατευοδοῦ καί βασίλευε
καί κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου»
Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους.
Στίς 28 Αὐγούστου ὁ Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τά σύνορα, συνοδευόμενος ἀπό ἀρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες καί Κρῆτες, καί στά μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στήν Περιοχή τῆς Καστοριᾶς.
Σέ ἀπόσπασμα τῆς Ἐκθέσεως τοῦ Παύλου Μελᾶ πρός τό Μακεδονικό Κομιτᾶτο Ἀθηνῶν διεκτραγωδοῦνται οἱ δυσχυρέστατες συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες διεξήγετο ὁ ἀγῶνας γιά τήν Μακεδονία, κόποι, στερήσεις, ἀσθένειες, κίνδυνοι, καχυποψίες, δολιότητες καί πολλά ἄλλα.
« (...) μετά τό ἀτυχές τοῦτο γεγονός (ἐννοεῖ τό θάνατο τοῦ Φίλιππου Καπετανόπουλου) ἐπειδή ὁ στρατός ἔμεινε ἐν τῷ χωρίῳ, ἀπεσύρθην εἰς Λέχοβον, ὅπως ἀναπαύσω τούς ἄνδρας μου, οἱ ὁποῖοι ὅλοι σχεδόν ὑποφέρουσι ὑπό δυνατούς πυρετούς. Ἐπί 23 ἡμέρας συνεχῶς βρέχει καί πᾶν ὅ, τι κάμνωμεν γίνεται ὑπό βροχήν ραγδαίαν. Τάς περισσότερας νύχτας τάς διερχόμεθα ὑπό βροχήν ἔξω εἰς τά δάση. Ἤμην ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει εἰσέτι προσβληθεῖ ἀπό πυρετόν, ἀπό προχθές ὅμως κατελήφθην ὑπό αὐτοῦ. Ἐν τούτοις τό ἠθικό ὅλων μας εἶναι λαμπρόν καί εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά ἐξακολουθήσουμε τήν ἐργασία μας μέχρις οὗ ἐπιφέρωμεν ἰσχυρόν κλονισμόν εἰς τό δολοφονικόν Κομιτᾶτον πρό τοῦ ἐπερχομένου χειμῶνος. Ἡ ἐργασία μας δέν εἶναι εὔκολος, πρῶτον διότι οἱ Βούλγαροι πραγματικῶς πτοηθέντες προφυλάσσονται, καλά κρυπτόμενοι. Ὁ καιρός δέν μᾶς εὐνοεῖ, οἱ Τοῦρκοι εἰσπράκτορες περιφέρονται συνοδευόμενοι ὑπό ἰσχυρῶν ἀποσπασμάτων, ἀκριβῶς εἰς τά χωρία εἰς ἅ προτίθεμαι νά ἐνεργήσω (...) ».
Ὁ θάνατός του.
Στίς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 εἰσῆλθε στό χωριό Στάτιστα ἤ Στάτιτσα γιά νά ἀναπαυθεῖ αὐτός καί οἱ ἄνδρες του. Ὅμως, ὁ Βούλγαρος Ἀρχικομιτατζής δηλαδή ἀρχηγός τῶν Βουλγάρων Ἀνταρτῶν Μῆτρος Βλάχος, προκειμένου νά τόν βγάλει ἀπό τή μέση, εἰδοποίησε τίς Ὀθωμανικές Ἀρχές. Ἐπί τόπου κατέφθασε ἰσχυρό στρατιωτικό ἀπόσπασμα, ἀποτελούμενο ἀπό 150 ἄνδρες καί στή συμπλοκή πού ἀκολούθησε, ὁ Παῦλος Μελᾶς τραυματίστηκε σοβαρά στήν ὀσφυϊκή χώρα καί μετά ἀπό μισή ὥρα ἄφησε τήν τελευταία του πνοή.
Τό κεφάλι του ἀποκόπηκε ἀπό τούς συμπολεμιστές του καί τάφηκε στό ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στό Πισοδέρι μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα ἐκεῖ που στέκεται ὁ λειτουργός Ἱερεύς καί προσφέρει τήν ἀναίμακτο θυσία στόν οὐράνιο Θεό καί Πατέρα. Ἐκεῖ τάφηκε τό κεφάλι τοῦ παληκαριοῦ πού θυσιάσθηκε γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ὑπόδουλης Μακεδονίας γιά νά εὐοδώσει ὁ Θεός τούς ἀγῶνες γιά νά σταματήσει τήν καταδυνάστευση τοῦ Μακεδονικοῦ λαοῦ. Τό σῶμα του παραδόθηκε ἀπό τίς Ὀθωμανικές Ἀρχές στόν Μητροπολίτη Καστοριᾶς Γερμανό (Καραβαγγέλη) καί τάφηκε στόν βυζαντινό Ναό τῶν Ταξιαρχῶν στήν Καστοριά, ὅπου ἀναπαύεται καί ἡ κάρα του ἀπό τό 1950. Στόν ἴδιο ναό ἔχει ταφεῖ καί ἡ σύζυγός του Ναταλία, κατ’ ἐπιθυμία της.
Ἡ θυσία του.
Ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελά ἔγινε γνωστός στήν Ἀθήνα στίς 18 Ὀκτωβρίου καί συγκλόνισε τήν κοινή γνώμη, λόγω τοῦ ἀκέραιου καί ἁγνοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνδρός, ἀλλά καί τοῦ γνωστοῦ ὀνόματος τῆς οἰκογένειάς του, πού εἶχε μεγάλους δεσμούς μέ τήν Μακεδονία καί τήν κοινωνία τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ θυσία του σηματοδότησε τήν οὐσιαστική ἔναρξη τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, πού κορυφώθηκε μέ τούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913.
Κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἴωνος Δραγούμη ἀπό τό βιβλίου του μέ τίτλο «Μαρτύρων καί Ἡρώων Αἷμα, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1994» δανειζόμαστε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα
«Αὐτός (ἐννοεῖ τόν Παῦλο Μελᾶ) μᾶς ἔδειξε ἕνα δρόμο τόσους αἰῶνες τώρα ξεχασμένο καί εἶναι σά νά μᾶς λέγη μυστικά μέ μιά τοῦ χεριοῦ του κίνμηση.
-Ἡ πανώρια τούτη χώρα αἷμα διψᾶ καί ἀποζητάει ἀμέτρητα παλληκάρια. Ἀπό τόν Βορριᾶ πάντα γενεές βαρβάρων θά πλακώνουν γιά νά πνίξουν τήν ἑλληνική τή φύτρα. Ἕλληνες, ἡ φύτρα σας σέ γῆς ἑλληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει καί φυτρώνει. Γενεές κλεφτῶν ἄς στέκωνται παντοτεινά, σκοποί ἀκούραστοι, στά σύνορα τά βορεινά, γιά νά φυλάγουν τά Ἑλληνικά, τά ἅγια χώματα. Εἶναι ἀνοιγμένος τώρα, μπροστά στά θολωμένα μάτια σας καί στά μυαλά σας τά σκοτισμένα, ἕνας δρόμος ἀληθινός, δρόμος ζωῆς καί πολέμου. Ἄν θέλετε πάρετέ τον. Ἄν δέν σᾶς ἀρέση πάλι τοῦτος βρίσκονται καί ἄλλοι, ἀληθινοί καί αὐτοί, δρόμοι ζωῆς καί πολέμου· διαλέξετε καί πάρετε. Εἰδεμή, σαπίστε ἐκεῖ πού εἶσθε».
Τό χρέος μας.
Ὁ ἄνδρας στόν ὁποῖο ἀναφερόμαστε, θά δυσανασχετοῦσε πιθανόν ἀπό συστολή, ταπείνωση κι εὐαισθησία γιά τά λόγια πού εἰπώθηκαν ἤ θά εἰπωθοῦν γι΄ αὐτόν! Ἀπό παιδί μᾶς πληροφοροῦν ὅσοι τόν γνώρισαν καί τόν ἔζησαν ἦταν τόσο εὐαίσθητος καί ἤθελε νά τούς εὐχαριστεῖ ὅλους, ὥστε τά ἀδέλφια του τόν ἔλεγαν πειρακτικά «ὁ κύριος μήν ἐνοχλεῖσθε».
Ὁ ἄνδρας τόν ὁποῖο ξεχώρησε ἡ Ἱστορία καί ἐπένδυσε πάνω του σελίδες τιμῆς καί δόξας κι ἐμεῖς σήμερα τόν τιμοῦμε στήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του 112 χρόνια μετά. Αὐτός εὐγενικά μά σταθερά θά ἀρνεῖτο κάθε στόμφο καί τιμητικές ἐκφράσεις... καί μέ πόνο καί πικρό χαμόγελο θά μᾶς ἔδειχνε τόν δρόμο καί τόν τόπο πού θα’ πρεπε νά ἀκολουθήσουμε καί νά βρεθοῦμε ὑπηρετώντας ὅπως ὁ ἴδιος, ἕναν σκοπό, ἕναν στόχο, μία ἰδέα!...Ὅλα γιά τήν Πατρίδα.
Δανείζομαι τίς σκέψεις τῆς Ἑλίνας Μαστέλλου – Γιαννάκενα γιά τό πρόσωπο καί τήν προσφορά τοῦ μεγάλου Ἀγωνιστή καί Πατριώτη Παύλου Μελᾶ καί τήν παρακαταθήκη του στίς ἑπόμενες γενιές:
«Ἡ ἄλκιμος νεότης τῆς ἐποχῆς, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν Πρωτομάρτυρα Παῦλο Μελᾶ, σ’ ἕναν πολυμέτωπο, πολυνεκρό καί λυσσαλέο ἀγώνα. Οἱ κακουχίες, οἱ τεράστιες ἐλλείψεις, ἡ φρίκη κι ὁ θάνατος ἦταν τά μόνα δεδομένα πού γνώριζαν τά παλληκάρια ξεκινώντας γιά τόν Μακεδονικό Ἀγώνα. Κι ὅμως πήγαιναν! Γιατί εἶχαν ὁδηγο, εἶχαν στόχο, εἶχαν ἰδανικά καί φλόγα! Στό αἷμα τους κάλπαζε τό ἀρχαῖο κάλεσμα τῆς φυλῆς:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε...»
Μά ὁ ἀγώνας τους, ἡ θυσία τους ἔμειναν ἀδικαίωτα, ἀτέλειωτα καί καρτεροῦν...
Καί φθάνει καί στή δική μας τή γενιά, τό δίλημμα-κάλεσμα τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Νά διαλέξουμε ὡς ἄλλοι Ἡρακλεῖς τόν δρόμο ζωῆς καί πολέμου πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε «εἰδεμή, σαπίστε ἐκεῖ πού εἶσθε!», μᾶς φωνάζει...
Γολγοθᾶς αὐτός ὁ δρόμος... Καί ἡ ἐπιλογή μας; Δύσκολη ἀπόφαση... Τί θά γίνει λοιπόν;
Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά σ’ αὐτό τόν δρόμο ἐπέλεξαν, βάδισαν καί βαδίζουν πολλοί! Ἄλλοι μέ δυσκολία, μέ πόνο καί δάκρυ ἄλλοι, μά ὅλοι σταθερά, μέ ἀποφασιστικότητα καί δύναμη! Προχωροῦν τόν δρόμο τοῦ παλληκαριοῦ μας, ἀμέτρητοι ἥρωες καί μάρτυρες αὐτῆς τῆς Ἱστορίας αὐτοῦ του διαχρονικοῦ Ἑλληνισμοῦ· τά ἴχνη τους εἶναι ματωμένα. Ἀνάμεσά τους ξεχωρίζεις τόν στερνό Μαρμαρωμένο Βασιλιά μας Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο μέ τά ματωμένα του καμπάγια! Νά κι ὁ Πατρο-Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κουβαλάει τό σχοινί του, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος τήν σούβλα, ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης μέ τήν λαβωματιά στό μέτωπο, νά κι ὁ Παπαφλέσσας μπαρουτοκαπνισμένος καί ματωμένος... Καί προχωροῦν... Νά κι ὁ Παῦλος Μελᾶς γαλήνιος κι εὐθυτενής, ἀντικρύζει τήν Οὐράνια Βασιλεία... Ὁ καπετάν Κώττας κι ὁ καπετάν Ἄγρας μέ τά σχοινιά τῆς ἀγχόνης βαδίζουν πλάϊ του... Μισοκαμμένη ἡ δασκάλισσα τῆς Γευγελῆς Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου μέ τίς δασκάλες τῶν χωριῶν τῆς Καρατζόβας Ἀγγελική Φιλιππίδου καί Βελίνα Τράϊκου ματωμένες νά ἀκολουθοῦν... Ρημαγμένος ἀπό σφαῖρες καί μαχαιριές βαδίζει κι ὁ φαρμακοποιός ἀπό τό Μοναστήρι Φίλιππος Καπετανόπουλος... Ἀνάμεσά τους εἶναι χιλιάδες οἱ ἀνώνυμοι ἀπό τή Μακεδονία, τή Θράκη, τήν Ἀνατολική Ρωμυλία, τόν Πόντο, τήν Μικρά Ἀσία, τήν Κύπρο, τήν Κωνσταντινούπολη... Πιό πίσω κουτσαίνοντας ἀπό τά κρυοπαγήματα, ἀκρωτηριασμένοι πορεύονται οἱ ἥρωες τῆς ἐποποίας τοῦ 1940-1949, ξεχωρίζει ἡ Λέλα Καραγιάννη, ἡ Εὐτυχία Καλύβα, ὁ Δημήτριος Ψαρρός, ὁ πάπα-Σκρέκας καί τόσοι μάρτυρες... Πιό κάτω μία παρέα ἀπό νέους... Γρηγόρης Αὐξεντίου, Κυριάκος Μάτσης οἱ ἐννέα της ἄγχονης μέ τόν νεαρό ποιητή Εὐαγόρα Παλληκαρίδη στή μέση... Πίσω κι ἄλλοι πολλοί. Καί φθάνουμε στίς μέρες μας. Τρεῖς νέοι μέ στολή: Παναγιώτης Βλαχᾶκος, Χριστόδουλος Καραθανάσης, Ἕκτορας Γιαλοψός κι ὕστερα ἕνας μελανιασμένος ἀπό τό ξύλο νέος, εἶναι ὁ Τάσος Ἰσαάκ ἀπό τό Παραλίμνι τῆς Κύπρου καί πίσω του μ’ ἕνα ρυάκι αἷμα ν’ αὐλακώνει τό πρόσωπο καί τό λαιμό μέ μία μαύρη μπλούζα βουτηγμένη στό αἷμα, ὁ ξάδελφός του Σολωμός Σολωμοῦ...
Μήπως ἀνάμεσα στίς στρατιές ξεχωρίζει κάποιος καί τό περήφανο ΟΧΙ στό σχέδιο Ἀνάν του Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ;
Μήπως πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ὑπέρβαση, αὐτό τό βῆμα;
Νά ξεβολευτοῦμε ἀπό τήν καλοπέρασή μας; Νά ἀποδείξουμε κι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, γιά μία ἀκόμα φορά τήν διαχρονικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τῶν Ἰδανικῶν καί τῆς Θυσίας τῶν Ἡρώων καί Μαρτύρων μας;
Νά περάσουμε τό ὅριο καί νά μποῦμε στήν στενή ὁδό τῆς θυσίας;
Θά ἀκολουθήσουμε λοιπόν τόν δρόμο τῶν παλληκαριῶν, τόν δρόμο πού χάριξε πρίν 112 χρόνια ὁ Παῦλος Μελᾶς, ἤ θά σαπίσουμε ἐδῶ πού εἴμαστε; ».
(Ἀπό τό βιβλίο τῆς Ναταλίας Π. Μελᾶ, Παῦλος Μελᾶς (βιογραφία), ἐκδόσεις Πελασγός-Ἰωάν. Χρ. Γιαννάκενας, Ἀθήνα 2015-ε΄ ἔκδοση, σσ.7-9).
«Σέ σᾶς στρέφομαι, παιδιά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀγαπημένα Ἑλληνόπουλα, καί σᾶς ἐζορκίζω -ἄν ἔχετε νά ζοδέψετε ἐνέργεια, ἄς εἶναι καί μέτρια, ἄν ἔχετε νά κάψετε τίποτε περισσότερο ἀπό σπῖθες ἁπλές ἐνθουσιασμοῦ - μή λησμονεῖτε ποτέ τό θάνατο τοῦ Παλληκαριοῦ, ἀλλά προπάντων μή λησμονεῖτε τή ζωή του, τόν ἐνθουσιασμό του δηλαδή καί τή δύναμη καί τήν τόλμη, μή λησμονεῖτε καί τήν ἰδέα πού γιά κείνη δούλειψε καί ὑπέφερε, οὔτε τήν πανώρια χώρα, ὅπου ἐσκοτώθη, γιατί καί ἡ ἰδέα ἐκείνη καί ἡ χώρα θέλουν πολλούς ἀκόμα Ἧρωες.
Νά ζέρετε πώς ἄν τρέξουμε νά σώσουμε τή Μακεδονία, ἡ Μακεδονία θά μᾶς σώσει».
Ἴων Δραγούμης
«Μαρτύρων καί Ἡρώων αἷμα»