Τό «Διψῶ» τοῦ Ἰησοῦ
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
«Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἤδη πάντα τετέλεσται...λέγει δ ι ψ ῶ ».
(Ἰωάν. 19, 28)
Τά τελευταῖα λόγια ἑνός ἑτοιμοθανάτου μᾶς εἶναι πάντα προσφιλῆ καί σεβαστά. Κοντά στό κρεβάτι τοῦ ἀγαπημένου μας, προσπαθοῦμε ν’ ἀκούσουμε τήν ὕστατη ἐπιθυμία του καί νά ἐκπληρώσουμε πιστά τήν ὑστερνή θέλησή του. Βαθιά προσηλωμένοι στό ὠχρό πρόσωπό του, καρφώνουμε τό βλέμμα μας στά χείλη του καί τεντώνουμε τό αὐτί μας γιά νά συλλάβουμε τά ἀδύνατα καί ψιθυριστά λόγια του, πού πολλές φορές θά ἀποτελέσουν γιά μᾶς ἕνα πρόγραμμα ζωῆς καί θά εἶναι μία ὤθηση σέ νέα σχέδια.
Τά λόγια πού θά ἀκούσουμε ἐπιθυμοῦμε νά τά σκεπτώμαστε, νά τά μελετᾶμε καί νά τά ἐπαναλαμβάνουμε ἀκούραστα καί στερεότυπα στούς ἄλλους. Ἀποτελοῦν τό συνηθισμένο θέμα ὁμιλίας τῆς ἡμέρας τῆς κηδείας καί τῶν πρώτων ἡμερῶν μετά τόν ἐνταφιασμό. Εἶναι λόγια γεμάτα ἀναμνήσεις, προγραμματικά, ἀνεξάντλητα σέ ἀγάπη καί οἶκτο, σέ τρυφερότητα κι ἔννοια. Εἶναι λόγια πού ἐπισφραγίζουν μία ζωή καί βοηθοῦν στό ξεκίνημα μίας ἄλλης.
Κι ἄν αὐτό συμβαίνει γιά τά τελευταῖα λόγια τῶν συγγενῶν μας, τῶν συνεργατῶν μας, τῶν προσφιλῶν μας προσώπων, τῶν μεγάλων φυσιογνωμιῶν, τί πρέπει νά συμβαίνει γιά τά λόγια Ἐκείνου, πού ἦταν συνάμα Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας, ὁ μοναδικός Διδάσκαλος μας καί ὁ πραγματικός Σωτήρας μας;
Γι’ αὐτό, ἄς πλησιάσουμε κι ἐμεῖς τόν θεῖο Ἐσταυρωμένο γιά μᾶς καί κοντά, πολύ κοντά, νά προσπαθήσουμε ν’ ἀκούσουμε τά τελευταῖα λόγια Του, τήν ὕστατη ἐπιθυμία Του.
Ι
- Ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν ἀπό τρεῖς ὧρες σ χ ε δ ό ν κ α ρ φ ω μ έ- ν ο ς ἐπάνω στό ἀτιμωτικό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τό σῶμα Του ἦταν ὅλο πληγές. Ἀπό τά τρυπημένα χέρια καί πόδια Του ἔτρεχε ἄφθονο αἷμα καί ἀπό τήν ἀγκαθοστεφανωμένη κεφαλή Του ἔπεφταν χονδροί θρόμβοι αἵματος. Ἡ ἐξάντληση ἦταν γενική καί τό φάσμα τοῦ θανάτου ἔρχοταν γοργά νά δώσει τέρμα κι ἀνάπαυση στό βασανισμένο Σῶμα. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἕνα ἄλλο ἀκόμα μαρτύριο βασάνιζε τόν μεγαλομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ. Τ ό μ α ρ τ ύ ρ ι ο τ ῆ ς δ ί ψ α ς. Μέ τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, μέ τήν ἀπώλεια τοῦ αἵματος, μέ τούς φρικτούς πόνους τῶν τραυμάτων Του, ὁ λάρυγγας, ὁ οὐρανίσκος καί ἡ γλῶσσα τοῦ Ἐσταυρωμένου ξεράθηκαν, στέγνωσαν τά σωθικά Του. Ἀβάστακτο μαρτύριο δίψας δοκίμαζε ὁ θεῖος Λυτρωτής.
Πραγματικά, μαρτύριο δυσβάστακτο κι ἀφόρητο! Μεγάλο τό μαρτύριο τῆς δίψας! Ὁ θάνατος ἀπό τή δίψα εἶναι πιό σκληρός ἀπό πολλούς θανάτους.
Τρομερή λοιπόν δίψα δοκίμαζε ὁ μεγαλομάρτυρας τοῦ Γολγοθᾶ κι ἔφθανε αὐτή καί μόνη γιά νά ὁδηγήσει στό θάνατο.
Σ’ αὐτή τήν κατάσταση καί μέ αὐτό τόν πόνο ἐκφράζει ὁ θεῖος Ἐσταυρωμένος τήν ὕστατη ἐπιθυμία Του καί μέ φωνή ἐξαντλημένη, τόσο ὅμως ὥστε ν’ ἀκουσθεῖ ἀπό τους δημίους Του κι ἀπό τά προσφιλῆ πρόσωπα, πού ἀπό μακριά παρακολουθοῦσαν τήν ἀγωνία Του λέει:
«δ ι ψ ῶ».
Ὁ Ἰησοῦς, πού πρίν ἀπό λίγο εἶχε ἀρνηθεῖ τόν ἐσμυρνισμένο οἶνο, τώρα ἀπορρόφησε ἀπό τό σφουγγάρι τό ὑγρό.
ΙΙ
- «Δ ι ψ ῶ», λοιπόν, φώναξε ὁ Χριστός. Ποιός διψοῦσε; Διψοῦσε Ἐκεῖνος πού ἔπλασε ὅλες τίς πηγές τῶν ὑδάτων, Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τά νέφη καί τήν βροχή, Ἐκεῖνος πού χάραξε τά ρεύματα τῶν ποταμῶν, Ἐκεῖνος πού περιέβαλλε «τήν γῆν ἐν νεφέλαις», Ἐκεῖνος πού εἶναι τό ζωντανό νερό καί προσκαλεῖ ὅποιον διψᾶ νά πάει κοντά Του, Ἐκεῖνος πού ὑποσχέθηκε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπό τό δικό Του νερό δέν θά διψάσει ποτέ, ἀλλά γιά πάντα θά μείνει χορτασμένος. Διψοῦσε λοιπόν Ἐκεῖνος, πού ἔχει καί δίνει τό ἀθάνατο καί αἰώνιο νερό. Ἡ πηγή, λοιπόν, στέρεψε; Ἡ πηγή διψοῦσε; Εἶχε ἀνάγκη ἀπό νερό; Ὄχι, ἡ πηγή δέ στέρεψε, γιατί ἔχει πάντα «ρήματα ζωῆς αἰωνίου»[1] καί εἶναι τό «Ὕδωρ τό ζῶν»[2], ἀλλ’ ἐκφράζει τή δίψα Του γιά νά δείξει:
α΄. Ὅτι εἶναι τέλειος ἄνθρωπος καί γι’ αὐτό δοκιμάζει ὅλες τίς ἀνθρώπινους στερήσεις καί τίς πιό ἀκραῖες. Μέ τίς στερήσεις Του θεράπευσε τίς πληγές τῆς ψυχῆς μας ἀπό τά πάθη.
Ὅπως μέ τό ἀγκαθοστεφάνωμα ἐξευμενίζει τόν Πατέρα του γιά τήν ὑπηρηφάνειά μας, μέ τό τρύπημα τῶν χεριῶν ἐξιλεώνει γιά τίς ἀδικίες μας, μέ τό μαστίγωμα τῆς σαρκός του τήν ἀσέλγειά μας, ἔτσι καί μέ τήν δίψα του μᾶς ἐξιλεώνει γιά τίς λαιμαργίες μας, κάθε μέλος τοῦ σώματος ὑπέστη καί ἕνα ξεχωριστό βασανιστήριο γιά τήν ἐξιλέωση μιᾶς ὡρισμένης ἁμαρτίας μας.
β΄. Ἐκφράζοντας τήν ἐπιθυμία αὐτή θέλει ν ά ἐ κ π λ η ρ ώ σ ε ι κατά γράμμα τήν προφητεία, πού ἔλεγε «καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν μέ ὄξος»[3] προφητεία πού εἶχε πεῖ πολλά χρόνια πρίν ὁ προφητάναξ Δαβίδ.
γ΄. Θέλει προπαντός νά γ ί ν ε ι δικό μας ὑ π ό δ ε ι γ μ α. Θέλει νά μᾶς διδάξει νά μή διστάζουμε νά ἐκφράζουμε τόν πόνο μας, ὅταν πρέπει, γιατί ὅπως τό κῦμα χάνεται μέσα στό κῦμα ἔτσι κι ὁ δικός μας πόνος θά χαθεῖ ὅταν ταπεινά ποῦμε τίς δυσκολίες μας στούς συνανθρώπους μας. Τό νά ἐκφράζουμε τήν ἀνάγκη μας στούς ἄλλους ταπεινά καί ὑποτεταγμένα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτό μία πράξη ἀξιόμισθος καί τιμᾶ τόν Θεό, καί μᾶς ἐπιτρέπεται καί μποροῦμε ἄφοβα νά τό κάνουμε. Τό νά κλεινόμαστε ἐγωιστικά καί ὑπερήφανα στόν ἑαυτό μας δέν ἀρέσει στόν Θεό.
δ) Ἀ λ λ ά δ ι ψ ο ῦ σ ε ὁ Χ ρ ι σ τ ό ς κ α ί γ ι ά κ ά τ ι ἄ λ λ ο. Διψοῦσε καί διψᾶ γιά τίς ψυχές, διψᾶ γιά τή σωτηρία τῆς δικῆς μας ψυχῆς. Δέν εἶναι μόνο ἡ σωματική δίψα πού κατατρώγει τά σωθικά τοῦ Λυτρωτοῦ, εἶναι κι ἡ δίψα τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν πού καίει τήν καρδιά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός διψᾶ γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διψᾶ γιά τήν ψυχή τῶν ἁμαρτωλῶν καί καλεῖ ὅλους νά ἔλθουν κοντά Του καί νά χορτάσουν τήν φλογερή τους δίψα. Γι’ αὐτό ἦλθε στόν κόσμο, γι’ αὐτό θυσιάζει τήν ζωή Του πάνω στό Γολγοθᾶ, γι’ αὐτό ἔχυσε τό πολύτιμο αἷμα Του. Διψᾶ γιά ὅλους τούς ἁμαρτωλούς ὁ μεγαλομάρτυρας τοῦ Γολγοθᾶ καί ζητεῖ ἀπ’ ὅλους ν’ ἀλλάξουν ζωή καί νά γίνουν παρηγορητές Του καί ξεδιψαστές Του.
Ἀφοῦ λοιπόν τώρα ξέρουμε τόν πόνο τοῦ Λυτρωτοῦ, ξέρουμε γιατί διψοῦσε στόν Σταυρό καί διψᾶ, θά συνεχίσουμε νά κωφεύουμε στήν ἐπιθυμία Του; Ὄχι. Μέ σταθερή θέληση πρέπει νά βαδίσουμε καί νά Τοῦ προσφέρουμε ἀντί ξύδι τά δροσερά νερά τῶν ἀποφάσεών μας, νά Τοῦ προσφέρουμε τίς ἱερές ὑποσχέσεις μας, ὅτι θά καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά μείνουμε πιστοί στίς ὑποχρεώσεις μας, στά χριστιανικά καθήκοντά μας, ὅτι θά κόψουμε κάθε δεσμό μέ τήν ἁμαρτία καί πρόθυμα θά Τοῦ προσφέρουμε ὅλη μας τήν ψυχή.
Ἰησοῦ, θεῖε Λυτρωτά µας, ἀντηχεῖ ζωηρὰ στὰ αὐτιά µας ἡ ἐκφραστική σου ἐπιθυμία. ᾽Ακοῦμε μὲ πόνο τὴ λέξι αὐτὴ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ πονεµένα χείλη σου: Δι ψ ῶ. Διψᾶς γιὰ τὴν ψυχή µας. Θέλεις νὰ τὴν κάνης δική Σου. Τὴν θέλεις κοντά Σου. Σὺ ποὺ ἤσουν ἀπόλυτα εὐτυχισμένος, τρισµακάριστος κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Πατρός Σου, ἄφησες τὴ δόξα Σου, ἔγινες ἄνθρωπος, ἦλθες στὴ γῆ µας καὶ ζήτησες νὰ μᾶς πάρης µαζί Σου γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσης στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς χάριτος καὶ τώρα στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπιγείου ζωῆς Σου, τώρα ποὺ τελειώνει ἡ ἀποστολή Σου, τώρα προτοῦ πῆς τὸ «τετέλεσται», τώρα μᾶς ξαναλὲς ὅτι «διψᾶς», ὅτι ζητᾶς τὴν ψυχή µας γιὰ νὰ ἐπισφραγίσης τὸ ἔργο Σου, τὴν ἀποστολή σου. Ὦ γλυκύτατέ μας Ἰησοῦ, δὲν μᾶς ὑπολείπεται τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἐπιθυµία Σου. Ζητᾶς τὴν ψυχή μας. Σοῦ τὴν ἀφιερώνομε. Σοῦ τὴν δίνοµε ὁλόκληρη, χωρὶς προσκολλήσεις, χωρὶς ἐπιφυλάξεις. Ὁλόκληρη τὴν δίνοµε σὲ Σένα, τὸν Λυτρωτὴ καὶ τὸν Εὐεργέτη µας. Πάρτην κοντά Σου. Γι’ αὐτὴ ποὺ ἔδωσες τὸ αἷμα, θυσίασες τὴ ζωή Σου, ἄφησες τὸ θρόνο κι ἔγινες ἄνθρωπος, ἔπαθες, ὑπέφερες κι ἀπέθανες στὸ Σταυρό. Ὦ καλέ µας
Ἰησοῦ, σὲ ποιόν ἄλλον νὰ τὴν δώσωμε; Ποῦ ἀλλοῦ νὰ στραφοῦμε; Ἐσένα καὶ μεῖς διψοῦμε. Ἐσὺ µόνον εἶσαι ἱκανὸς νὰ χορτάσης τὴ δίψα µας. Σὲ Σένα προστρέχουµε. Στὰ ἄχραντα πόδια Σου προσπίπτοµε. Διψοῦμε γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιατὶ σήµερα περισσότερο ἀπὸ ἄλλοτε ἀναγνωρίζομε ὅτι τὰ σφάλµατά µας προξένησαν τήν τρομερή δίψα, πού αἰσθάνθηκες στό σταυρό. Οἱ ἁμαρτίες τῆς λαιμαργίας τῆς ἡδυπάθειας, ἔκαναν νά κολλήσει ἡ γλώσσα Σου στό λάρυγγά Σου. Τό ἀναγνωρίζουμε καί θέλουμε τώρα μπροστά στό σταυρό Σου νά σοῦ ζητήσουμε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας γιά νά Σέ ξεδιψάσουμε.
Διψοῦμε ἀπό ε ἰ ρ ή ν η καί παρηγοριά. Οἱ ἁμαρτίες καί τά σφάλματά μας θόλωσαν τά ἤρεμα νερά τῆς συνειδήσεώς μας καί γευθήκαμε τό βρομερό βοῦρκο ἀντί τό δροσιστικό νερό πού Σύ μᾶς πρόσφερες. Σήμερα μπροστά στά πόδια Σου αἰσθανόμαστε τή δίψα πού καίει τόν ἐσωτερικό μας κόσμο καί ζητοῦμε Σύ, μεγάλε ξεδιψαστή, νά μᾶς δώσεις τήν εἰρήνη τῆς συνειδήσεως καί τήν γαλήνη τῆς ψυχῆς.
Διψοῦμε ἀπό χ α ρ ά κ α ί ἀ γ ά π η, τά δυό μεγάλα ἀγαθά τῆς ζωῆς αὐτῆς. Αὐτά τά στερηθήκαμε μέ τά σφάλματά μας καί τίς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν Σου, ἀξιαγάπητε Ἰησοῦ, στεῖλε τες στήν ψυχή μας, γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία Σου, γιατί ὅπου ἀγάπη καί χαρά ἐκεῖ βρίσκεσαι καί Σύ. Χάρισε αὐτά τά δῶρα Σου γιά νά ξεδιψάσει ἡ διψασμένη μας ψυχή. Σύ, πού εἶσαι ἡ ἀστείρευτη πηγή κάθε χαρᾶς καί ἀγάπης. «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου, ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ»
Ὦ Ἰησοῦ, διψοῦμε γιὰ Σένα ὅπως Ἐσὺ γιὰ μᾶς. Στὰ πόδια τοῦ σταυροῦ Σου, Σοῦ ὑποσχόμεθα ὅτι ποτὲ στὸ μέλλον δὲ θὰ σοῦ προξενήσωµε δίψα μὲ τὰ σφάλματά µας καὶ τὶς ἁμαρτίες µας. Σοῦ ὑποσχόμεθα ὅτι μὲ τὴ διαγωγή µας καὶ μὲ τὰ ἔργα µας θὰ συµβάλωμε νὰ ξεδιψάσωµε τὴ φλογερή Σου δίψα καὶ θὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ ὅλες τὶς χάριτες ζήλου καὶ ἀφοσιώσεως ποὺ θὰ μᾶς στείλης. ᾿Επιθυμοῦμε νά µείνωμε πιστὰ ὄργανα τῆς θείας Σου χάριτος. Σοῦ ζητοῦμε μόνο νὰ μᾶς συγχωρέσης κάθε µας σφάλμα, θεληματικὸ κι ἀθέλητο, καὶ νὰ μᾶς δώσης τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν µας, τὴν εἰρήνη τῆς συνειδήσεώς µας καὶ τὴ σταθερότητα νὰ μὴ σὲ πικράνωμε ποτὲ πιά. Μιὰ εἶναι ἡ ἐπιθυμία µας: νὰ βλέπωμε χορτασμένη τή δίψα Σου καί μεῖς νά συμβάλλουμε στό ξεδίψασμά Σου. Αὐτό θά εἶναι ἡ παρηγοριά μας καί ἡ χαρά μας. Κι ἔτσι μιά μέρα θά ἀκούσωμε τή γλυκιά Σου φωνή πού θά μᾶς λέγη: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν˙ ἐδίψησα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι πιεῖν» καί θά χαροῦμε γιά πάντα τήν ἔνδοξό Σου ἀνάστασι, σέ ὅλη τήν αἰωνιότητα.