Ἡ θ ε ί α Κ ο ι ν ω ν ί α
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
«τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» (Πρός Κορινθίους ι΄, 16-17).
Καθώς οἱ μητέρες μεταχειρίζονται ἕνα πλῆθος ἐπιθέτων γιά νά ὀνομάσουν χαϊδευτικά αὐτά πού ἀγαποῦν, ἔτσι καί ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μέ πλεῖστα ὅσα ὀνόματα τιτλοφόρησε τό ὑπέρτατο καί γι’ αὐτή παμφιλέστατο τῶν μυστηρίων τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τό ἐκάλεσε Ἱερουργία, καθότι εἶναι τό ἱερώτατο ἀπ’ ὅλα τά ἔργα της.
Τό ἐκάλεσε Μυσταγωγία, διότι ὁδηγεῖ πρός ὅ, τι ἔχει μύχιο καί κρυπτό.
Τό ἐκάλεσε Εὐχαριστία, διότι εἶναι τό μόνο μέσο γιά νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη Της πρός τόν Εὐεργέτη.
Τό ἐκάλεσε Δωρεά, διότι παρέχεται – προσφέρεται ἐλευθέρως, χωρίς ἀντίτιμο καί ἀνταλλάγματα.
Τό ἐκάλεσε Θυσία, διότι μ’ αὐτό συνεχίζεται ἀναιμάκτως ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό καλεῖ Κοινωνία καί ἐπί τῆς λέξεως αὐτῆς ἐπικαλοῦμαι τήν προσοχή Σας
«Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν;» (Πρός Κορινθίους Α΄, ι, 16).
Ἔτσι ἐρωτᾶ ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἐξαίροντας καί τονίζοντας τήν ἐπιτυγχανομένη ἕνωση τῶν πιστῶν μέ τό Χριστό διά τοῦ μυστηρίου. Πρός τοῦτο φέρει στήν μνήμη μας τούς ἀθανάτους ἐκείνους λόγους τοῦ Λυτρωτοῦ μας: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἄγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάννου στ΄, 56) καθώς καί τούς ἄλλους ἐκείνους: «ἐγώ εἰμί ἡ Ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα· ὁ μένων ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει τόν καρπόν πολύν· ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάννου ι΄, 5).
Τό ἀποκομμένο ἀπό τήν ἄμπελο κλῆμα πού δέν ρουφᾶ τόν ζωτικό χυμό της μαραίνεται, ξηραίνεται καί ρίπτεται στό πῦρ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Χριστιανό, πού δέν μεταλαμβάνει τό Αἷμα καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Παραλύει καί αὐτός ὀλίγον κατ’ ὀλίγον. Τά πνευματικά χαρίσματα νεκρώνονται, καταλαμβάνει τήν ψυχή του ἀτονία καί καταντᾶ νεκρός πλέον γιά τόν Θεό. Ἐνῶ τό ἀντίθετο συμβαίνει σ’ αὐτόν πού κοινωνεῖ τό Αἷμα καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός μεταγγίζει στίς φλέβες του τήν ἰκμάδα τοῦ Θεανθρώπου· ἐγκεντρίζεται στήν καλλιέλαιο κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Πρός Ρωμαίους ια΄, 24)· ἀποβαίνει μικρόχριστος, τρέφει τήν ψυχή του μέ τό μάννα τῆς ἀθανασίας καί ζεῖ θεία ζωή. Ὁ ἀκοινώνητος ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος παραμένει νήπιο χωρίς μητέρα. Ἀντίθετα ὁ κοινωνῶν γίνεται νήπιο πού κρέμμεται στά στήθη τοῦ Χριστοῦ. Νήπιο πού αὐξάνεται, ἀκμάζει καί παχύνεται, διότι θηλάζει ἀπό τούς ζωτικούς κρουνούς τήν ζωή καί τήν ἀθανασία.
* * * * *
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλεῖ τό μυστήριο «κοινωνίαν τοῦ αἵματος καί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» καί ἀμέσως ἐκφέρει «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν». Συνεπῶς τό θεοσύστατο τοῦτο μυστήριο μᾶς ἑνώνει ἀφ’ ἑνός μέ τήν Κεφαλή μας τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί συγχρόνως ἀφ’ ἑτέρου μέ τούς λοιπούς ἀδελφούς. Ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό ἀποβαίνει καί κοινωνία τῶν πιστῶν μεταξύ τους, ἐφ’ ὅσον «εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν». Μία λειτουργική εὐχή τήν ὁποία μᾶς διεφύλαξε ἡ Ἀποστολική Διδαχή πού ἀπαγγέλει ὁ λειτουργός ὅταν προσφερόταν ὁ ἄρτος πρός καθαγιασμόν ἔχει οὕτως : «Ὧσπερ ἦν τοῦτο τό κλάσμα διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καί συναχθέν ἐγίνετο ἕν, οὗτω συναχθήτω Σου ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τήν Σήν βασιλείαν» (Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, 9, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 218, 15-18). Τό νόημα αὐτοῦ τοῦ παραθέματος εἶναι αὐτό. Καθώς λέγει αὐτός ὁ ἄρτος τόν ὁποῖο προσφέρομεν σέ Σένα, ὦ τοῦ παντός τροφοδότα, ἦτο πολύ διεσκορπισμένο ὡς σῖτος ἐπάνω στίς κλιτύες τῶν ὀρέων στούς σπαρτούς ἀγρούς καί τίς πλαγιές συνήχθη καί ἐζυμώθη καί ἔγινε ἄρτος εἷς, τοιουτρόπως οἱ πιστοί Σου, οἱ ὡς κόκκοι σίτου διεσκορπισμένοι ἀνά τήν γῆν καί ὑπό ποικίλων αὐτιῶν διεχωρισμένοι εἴθε νά ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί εἰς Ἐκκλησίαν ἀδιαίρετον καί μίαν φερομένην ἀδιασπάστως πρός τά ἄνω.
Ἐντεῦθεν τό «Ἀγαπήσωμε ἀλλήλους», τό ὁποῖον ἀκούουμε πρό πάσης κοινωνίας, ὅταν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Ἐντεῦθεν τό «Πάτερ ἡμῶν» πού ὑπενθυμίζει τήν κοινή καταγωγή τῶν μεταλαμβανόντων. Ἐντεῦθεν ἡ συγχώρηση καί ἡ συμφιλίωση μέ τούς ἐχθρούς πού ἀπαιτεῖται πρό πάσης Μεταλήψεως καί γιά τήν ὁποία λαμπρό παράδειγμα μᾶς παρέσχε ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὅταν συγχώρησε τούς σταυρωτές Του ἀπο τοῦ ὕψους τοῦ φρικτοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Γολγοθᾶ. Ἐντεῦθεν ἡ ἀδελφοποίση τῶν πάντων ἐνώπιον τοῦ Σφαγιαζομένου Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανισμός συναθροίζων τούς πιστούς στόν ναό σέ κάθε λειτουργία καί τελῶν τό ὑπερφυές Μυστήριον διαπλώνει ἐνώπιον τῶν ψυχῶν τους τήν θεία Ἀγάπη, πού ἐθυσιάσθη ἐπί τοῦ Σταυροῦ χάριν τῆς σωτηρίας τους προσφέρων αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα καί τούς προσκαλεῖ σέ μετάληψη γιά νά γίνουν «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρου α΄, 4) καί νά μεθέξουν ἀληθινῆς ἀμβροσίας. Μέ τήν θεία μετάληψη ἐμποτίζει τούς πιστούς μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ θείου Αἵματός Του τήν ἐσωτερική ὑπόσταση, τούς θεώνει, τούς ἀνυψώνει στήν θεία υἱοθεσία καί τούς καθιστᾶ κληρονόμους Θεοῦ, συγκληρονόμους Ἰησοῦ Χριστου (Πρός Ρωμαίους η΄, 17).