Ἀνευφημήσωμεν» θεοφόρους Πατέρες
Στήν ἐποχή μας πού τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί γίνονται ἀνακατατάξεις καί ἀναθεωρήσεις σ’ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς καί κυρίως τά παραδεδομένα περνοῦν αὐστηρή δοκιμασία ἐπιβιώσεως, ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ νά
Ἀκόμη, καί σήμερα μετά ἀπό χίλια ἑξακόσια χρόνια περίπου, ὁ κάθε μελετητής καί «ἐραστής» τῶν λόγων καί τῆς «βιοτῆς» τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικῶν διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσει καί νά διαλεχθεῖ μαζί τους.
Ἀναγνωρίσ0ηκαν ὡς «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔλαβαν ἀντάξια τή θέση τῶν «παιδαγωγῶν καί μεγάλων διδασκάλων τῆς οἰκουμένης». Ὡς μεγάλοι Ἱεράρχες διακόνησαν τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου ὡς «ἐπίγειοι Ἄγγελοι».
Ὁ «μέγας ἱεροφάντωρ Βασίλειος», «ὁ θεορρήμων Γρηγόριος» καί «ὁ Ἰωάννης ὁ χρυσοῦς τήν γλῶττα» διατηροῦνται στή μνήμη τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς οἱ κατεξοχήν ἅγιοι Πατέρες Της.
Συχνά ἀκούγεται ὁ λόγος γιά ἐπιστροφή στούς Πατέρες· στή μελέτη τῶν κειμένων τους· στή σπουδή τῆς θεολογίας τους· στή γνωριμία τῆς βιοτῆς τους. Τί ὅμως εἶναι ὁ ἅγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας Ἰδιαίτερα γιά μᾶς τούς Ἑλληνορθοδόξους οἱ ἅγιοι Πατέρες «δέν πρέπει νά ἀποτελοῦν μία παρακαταθήκη... δέν εἶναι παλαιά εἰκονίσματα ἑνός ἱστορικοῦ ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου. Οὔτε ἀποτελοῦν φυλακτά γιά φύλαξη καί συντήρηση. Εἶναι ζωντανές πηγές γιά ἄντληση ζωῆς. Εἶναι κεφάλαια γιά ἐκμετάλλευση. Εἶναι κατεξοχήν ὁδηγοί, γιατί ἀσχολήθηκαν μέ φλέγοντα ζητήματα καί ἀγωνίσθηκαν στό κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου στίβου» (Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος, Ἀθήνα 1979, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή» σελ. 6).
Ὅπως πολύ σωστά ἔχει γραφεῖ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦνται ἐκεῖνα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τά ὁποῖα, λόγω τῆς ταπεινοφροσύνης τους ἐνώπιον τῆς ἀλήθειας, τῆς εὐρύτητος καί γνησιότητος τῆς πίστεώς τους, δέχονται τό δῶρο τῆς θείας Χάριτος ὄχι μόνο νά ἀφομοιώσουν, ἀλλά καί νά ἐκφράσουν πιστά τή καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Γιατί ἐκεῖνο πού ἐκφράζουν δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀτομική σκέψη τους ἤ οἱ προσωπικές τους πεποιθήσεις, ἀλλά ἡ συνείδηση ὁλόκληρης της Ἐκκλησίας.
Οἱ Πατέρες μιλοῦν ἀπό τά βάθη τοῦ καθολικοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεολογία τους κινεῖται καί ἀναπτύσσεται στό ἐπίπεδό της καθολικότητος· ἔχει τίς ρίζες καί τά θεμέλιά της στήν κοινωνία ὅλων τῶν πραγμάτων. Μέ τήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τή νήψη, τήν κοινωνία στά ἐκκλησιαστικά μυστήρια καί μέ τήν ὅλη πολιτεία τους ἔχουν διευρύνει τόσο πολύ τήν καρδιά τους, τό νοῦ, τήν ψυχή τους, ὥστε ἔχουν ἐπιτύχει νά αἰσθάνονται καί νά σκεπτονταί καί νά ἐνεργοῦν μ' ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι προφῆτες τῆς «ζώσης ἀληθείας». Δέν εἶναι «ἀκαδημαϊκοί» διδάσκαλοι καί σοφοί τοῦ κόσμου. Κατά τόν μέγαν Μακάριον τόν Αἰγύπτιον, εἶναι «οἱ φιλόσοφοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ πορεία τούς κατευθύνεται καί μέ τή διάσταση τῆς αἰωνιότητος. «Οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ ὑπερώου τῆς Πεντηκοστῆς ἐκάθησαν καί ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» καί αὐτοί «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου»(Πράξεων β΄, 3). Γι’ αὐτό καί ἡ θεολογία τους δέν εἶναι ἐγκεφαλική καί διανοητική, ἀλλά βιωματική «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Ἡ γνησιότητά τους βρίσκεται στήν πατερική σκέψη, στήν πατερική νοοτροπία, στό πατερικό φρόνημα. Καί βέβαια αὐτή ἡ ἐπιστροφή ἀπαιτεῖ διευκρινίσεις. Ἡ προσκόλληση τῶν ὀρθοδόξων στούς Ἁγίους Πατέρες δέν εἶναι ἁπλή προσκόλληση στό παρελθόν καί τήν ἀρχαιότητα. Ἐκεῖνο πού ἀναζητοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι πρώτιστα στούς Πατέρες εἶναι ἡ πλήρης καί ἀνόθευτη Ἀποστολική Διδαχή. Οἱ Πατέρες ἐνδιαφέρουν τούς Ὀρθοδόξους ὄχι τόσο ὡς μάρτυρες τῆς ἀρχαιότητος, τῆς ἀρχαίας πίστης, ὅσο τούς ἐνδιαφέρουν ὡς μάρτυρες τῆς ἀληθοῦς πίστης. Αὐτή τήν ἀλήθεια τήν παρέλαβαν ἀπό τόν Κύριο καί τήν παρέδωσαν σέ μᾶς οἱ Ἀπόστολοι. Μάρτυρες δέ καί ἐγγυητές αὐτῆς τῆς Παραδόσεως εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί μας ἐγγυῶνται καί μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση ἤ δική μας ἐφεύρεση. Ἀλλά μαρτυροῦν πώς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀλήθειά τοῦ Κυρίου, πού Αὐτός μέ τούς Ἀποστόλους παρέδωκε στήν Ἐκκλησία. Νά ὁ λόγος πού ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιμένει στήν ἀνάγκη νά ἀποκτήσουμε τόν νοῦν καί τό φρόνημα τῶν Πατέρων.
Ἡ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καί μάλιστα ὡς τῶν κατεξοχήν μεγάλων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχει αὐτή τήν ἐπικαιρότητα γιά τό σημερινό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς οἱ γνησιότεροι μάρτυρες καί ἐγγυητές τῆς ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας μᾶς καταθέτουν τά μέτρα καί τά ὅρια, μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινεῖται καί νά ἐνεργεῖ καί νά δραστηριοποιεῖται ἡ ὅλη βέβαια ζωή μας, ἀλλά κυρίως τό παιδευτικό καί ἀναμορφωτικό ἔργο τοῦ σχολείου, τῆς οἰκογένειας καί τῆς Ἐκκλησίας.