«Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε»
(Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 9)
Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ σύνολο τῶν βαπτισμένων συγκροτοῦν καὶ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία. Ἀβάπτιστος δὲν δύναται νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἐντάσσεται ὁ ἄνϑρωπος στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποκτᾶ ὅλα τὰ δικαιώματα ποὺ ἔχουν οἱ πιστοί. Τὰ µέλη, τῆς Ἐκκλησίας ζοῦν σὲ ἕνα συγκεκριµένο τόπο καὶ σὲ μία συγκεκριμένη ἐποχὴ (ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ), πορεύονται ὅμως πρὸς τὰ ἔσχατα μὲ τὴν προσδοκία νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματϑαίου κε΄ 34).
Ὅσο χρόνο ζοῦν στὴν γῆ, ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστο (Ματϑαίου κη΄ 20), νὰ ἁγιάζονται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (Πρός Τιμόθεον Α΄, δ΄, 3) μὲ τὰ ἅγια μυστήρια, νὰ αὐξάνουν καὶ νὰ προοδεύουν στὴν πνευματικὴ ζωὴ μέ τήν ἀπόκτηση, τῶν ἀρετῶν, κατὰ τὴν ἀποστολυκὴν προτροπή, «νὰ ἀνέχεσϑε μὲ ἀγάπη, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ προσσταϑεῖτε νὰ διατηρεῖτε, μὲ τὴν εἰρήνη ποὺ σᾶς συνδέει μεταξύ σας, τὴν ἑνότητα ποὺ δίνει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσίους δ’ 2-3).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ παραστατικὲς εἰκόνες γιὰ νὰ περιγράψει τήν Ἐκκλησία. Ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία:
α΄. «Σῶμα Χριστοῦ» ποὺ ἔχει κεφαλὴ, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μέλη ὅλους τοὺς βαπτισμένους (Πρός Κορινθίους Α΄, ιβ΄, 12-27).
β΄. «Θεοῦ γεώργιον» (Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 9) στὸ ὁποῖο ὅλοι ἐμεῖς ἐργαζόμαστε γιὰ νὰ καρποφορήσει.
γ΄. «Θεοῦ οἰκοδομή» (Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 9) ποὺ πρέπει οἱ οἰκοδομοῦντες νὰ κτίζουν τίς ψυχὲς ἁγιασμένες ποὺ νὰ λάμπουν κοσμημένες μὲ τὶς ἀρετές (Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 10-15),
δ΄. «Ναὸν Θεοῦ» (Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 16-17), ἀφοῦ κατοικεῖ μέσα στοὺς βαπτισμένους καὶ ἀνάμεσά τους τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Ἐνορία μας
Οἱ βαπτισµένοι ποὺ ζοῦν στὰ ὅρια μιᾶς συγκεκριμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς συγκροτοῦν τήν Ἐνορία. Ἐνορία σηµαίνει ὅτι κατοικοῦν ἐντὸς τῶν ὁρίων μιᾶς συγκεκριμένης ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς, ποὺ ἔχει κέντρο τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἐνορίες συγκροτοῦν τὴν Μητρόπολη. Οἱ Μητροπόλεις τὴν Τοπική Ἐκκλησία, ὅπως π.χ. σὲ μᾶς τῆς Ἑλλάδος. Οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες (Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλες) τὴν Καθολική Ἐκκλησία.
Ἡ πυραμοειδής αὐτὴ κλιμάκωση δὲν τέμνει τὴν Ἐκκλησία σὲ μικρότερα τμήματα. Ἀντιθέτως κάθε Ἐκκλησιαστικὴ Δοµή, ὅσο μικρὰν καὶ ὁλιγάριθμη κι ἂν εἶναι ἀποτελεῖ πλήρη καὶ τέλεια Ἐκκλησία μὲ ὅλα τὰ γνωρίσματα καὶ τὰ δικαιώµατα καὶ τὰ µέλη της μετέχουν στὸ ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἱεραρχική δομή κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
«Γι’ αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν καθένα στὴν ὁρισμένη του ϑέση: πρῶτα ἔρχονται οἱ ἀπόστολοι, σὲ δεύτερη ϑέση, οἱ προφῆτες, σὲ τρίτη οἱ διδάσκαλοι καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ϑαυματουργοί, οἱ ϑεραπευτές, αὐτοὶ ποὺ παραστέκονται στὶς ἀνάγκες, οἱ διαχειριστές, ὅσοι λαλοῦν διάφορα εἴδη γλωσσῶν. Δὲν εἶναι ὅλοι ἀπόστολοι οὔτε ὅλοι προφῆτες οὔτε ὅλοι διδάσκαλοι. Δὲν εἶναι ὅλοι ϑαυματουργοὶ οὔτε ὅλοι ϑεραπευτὲς οὔτε ὅλοι λαλοῦν γλῶσσες καὶ οὔτε ὅλοι ξέρουν πῶς νὰ τὶς ἐξηγοῦν» (Πρός Κορινϑίους Α΄ ιβ΄, 28-30).
«Αὐτός (δηλαδὴ ὁ Θεός), σὲ ἄλλους ἔδωσε τὸ χάρισμα τοῦ Ἀποστόλου, σὲ ἄλλους τοῦ Προφήτου, σὲ ἄλλους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ σὲ ἄλλους τοῦ Ποιμένα καὶ Διδασκάλου» (Πρός Ἐφεσίους δ΄, 11).
Ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων πληροφορούμαστε πῶς ζοῦσαν τὰ µέλη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
«Ὅλοι οἱ πιστοὶ ζοῦσαν σὲ ἕνα τόπο καὶ εἶχαν τὰ πάντα κοινά: πουλοῦσαν ἀκόμη καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους, καὶ μοίραζαν τὰ χρήματα σὲ ὅλους, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καϑενός. Κάϑε ἡμέρα συγκεντρώνονταν μὲ ὁμοψυχία στὸν ναό, τελοῦσαν τὴν θεία Εὐχαριστία σὲ σπίτια, τρώγοντας τὴν τροφή τους γεμᾶτοι χαρὰ καὶ μὲ ἁπλότητα στὴν καρδιά. Δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοὺς ἐκτιμοῦσε. Καὶ ὁ Κύριος προσέθετε κάϑε ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία αὐτοὺς ποὺ σώζονταν» (Πράξεων β΄ 44-47).
Σύμφωνα μὲ τήν περικοπή ἡ, ζωή τους περιστρεφόταν σὲ τρεῖς ἄξονες.
Πρῶτον: στὴν προσευχὴ καὶ στὴν λατρεία τοῦ Θεου, ποὺ ἔχει κέντρο της τὴν τέλεση, τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν μετάληψη, τοῦ ἁγίου Σώματος καὶ τοῦ τιµίου Αἵματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δεύτερον: στὴν διδασκαλία, τὴν μελέτη, καὶ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τρίτον: στὴν ἀλληλεγγύη καὶ φιλαδελφία, ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὴν κοινοκτημοσύνη.
Αὐτὸς ὁ ἀποστολοπαράδοτος τρόπος ζωῆς συνεχίζεται µέχρι σήµερα σὲ ὅλες τὶς κοινότητες τῶν βαπτισμένων δηλαδή τὶς Ἐνορίες.
Ὁ Ἐπίσκοπός μας
Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ Προϊσταμένη Ἀρχὴ τῶν Ἐνοριῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διακονοῦν σὲ αὐτές. Αὐτὸ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ Κανονικὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο εἶναι Ἐπισκοποκεντρικὸ καὶ θεμελιώνεται ἐπὶ τῆς πνευματικῆς σχέσεως καὶ ἐξαρτήσεως Κλήρου καὶ Λαοῦ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Γι αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νά κατανοήσουμε, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ διοικητικός Προϊστάµενος, ἀλλὰ ἕνας στοργικὸς Πνευματικὸς Πατέρας, Ποιμένας καὶ Διδάσκαλος στὸν ὁποῖο ἔχει ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τήν ἐκλογή του, ἡ ἐπιμέλεια τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὀφείλουμε νὰ βλέπουμε, τὸν Ἐπίσκοπο, νὰ ὑπακούουμε στὶς ἐντολές του, νὰ μήν ἀσεβοῦμε σὲ αὐτὸν καὶ νὰ μή δυσανασχετοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος προσπαθεῖ νὰ διορθώσει τὰ ἐνίοτε κακῶς κείµενα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς πιστοὺς νὰ σέβονται, νὰ ὑπακούουν, νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ ἐκτιμοῦν τοὺς Ποιμένες τους, ποὺ ἐπιμελοῦνται τὶς ψυχές τους:
«Νὰ ϑυμάστε τοὺς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες σας, ποὺ σᾶς μετέδωσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ» (Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 7).
«Νὰ ἀκολουϑεῖτε πιστὰ καὶ νὰ ὑπακούετε τοὺς ἐκκλησιατικούς ἡγέτες σας. Γιατὶ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιά τὴν σωτηρία σας, ἐπειδὴ θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεό. Ἔτσι ἡ µέριμνά τους θὰ γίνεται μὲ χαρά, καὶ ὄχι μέ στενοχώρια, πράγμα ποὺ δὲν σᾶς συμφέρει» (Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 17).
Γράφει ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία του:
«Βλέποντας τὸν Ἐπίσκοπό σας γνώρισα ὅτι οὔτε ἀπὸ τὸ ἑαυτό του οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἀπόκτησε τὴν διακονία ποὺ ἀνήκει στὸ σύνολο, καὶ οὔτε ἀπὸ κενοδοξία, ἀλλὰ µέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Πρός Φιλαδελφεῖς § 1 ΒΕΠΕΣτ. 2 σελ. 306).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι οὐδεὶς ἐργαζόμενος ἀμείβεται καὶ οὐδεὶς ἀγωνιζόμενος στεφανοῦται «ἂν μὴ νοµίµως ἀθλήση» (Τιμοθέου Β΄, β΄, 5).
Ὅταν μία Ἱερὰ Μητρόπολη εἶναι καλῶς ὀργανωμένη, ὅταν μάχεται, ὅταν δραστηριοποιεῖται, ὅταν συντονίζει, ὅταν κινεῖται, ὅταν ζεῖ καὶ ἀγωνίζεται, τότε καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία προβάλλεται.
Κατὰ συνέπεια ἐπιβάλλεται ὅλα νὰ γίνονται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας «κατὰ τάξιν» καὶ «εὐσχηµόνως» (Πρός Κορινθίους Α΄, ιδ΄, 40), γιὰ νὰ ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.