Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς
«Οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθίους β,12).
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πὼς κατὰ τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς στάλθηκε ἀπ᾿ τὸ Χριστὸ πάνω στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους κι ἔτσι συνέστησε τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔκτοτε τὴν καθοδηγεῖ σὰν Πνεῦμα Χριστοῦ. Ὅλοι μας, σχεδόν, ξέρουμε τὴν Προσευχὴ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν... ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης πηλῖδος...». Ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρουμε λίγο-πολὺ ὅλοι. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅμως ὅλοι τὸ ἴδιο καλὰ τί σημαίνουν αὐτὰ γιὰ τὴ ζωή μας. Τὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅλα αὐτὰ σὰν κάτι ἱερό, ποὺ μᾶς παραδόθηκε ἀπ᾽ τὸ παρελθόν δὲν καταλαβαίνουμε ὅμως πολὺ καλὰ πόσο σπουδαῖα εἶναι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ ζωή μας. Ἡ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐκαιρία γιὰ ν’ ἀναλύσουμε σύντομα τὴ βιωματικὴ σημασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καί, πρῶτα - πρῶτα, κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ ξέρει τί ἡ Ἁγία Γραφὴ κι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώδη πράγματα διδάσκουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο σὲ σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος -διδάσκουν- δὲν εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Πλάστη καὶ Δημιουργοῦ Του, εἰκόνα ἀληθινὴ τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀνθρωποειδές, μὲ πολὺ ἀνεπτυγμένα πολλὲς φορὲς ταλέντα στὴν ἐπιστήμη, στὴν τέχνη, στὴ φιλοσοφία ὄχι ὅμως στὴν ἀνθρωπιά, σ᾿ ὅ,τι δηλ. κάνει τὸν άνθρωπο ἀληθινὸ ἄνθρωπο, σύμμορφο μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, τὸ ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὸν ἄνθρωπο σημαίνει μιὰ σχέση καὶ ἀναφορά, οὐσιαστικὸ προσανατολισμὸ καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση ἀπ᾿ τὸ Θεό. Ἐξάλλου, ὅμως, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὸν ἄνθρωπο σημαίνει μιὰ δύναμη φωτιστικὴ καὶ ἁγιαστικὴ ποὺ καθοδηγεῖ, ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν ἀληθινό του προορισμό, στὸ Χριστό. Μ᾿ ἄλλα λόγια ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν δέχεται πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα αὐτονόμο πλᾶσμα ἀκόμα κι’ ὅταν φαντάζεται ὁ ἴδιος πὼς γυρνάει μόνο γύρω ἀπ’ τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι πλασμένος, ὥστε νὰ ζεῖ πάντοτε «ἐν ἀναφορᾷ» πρὸς κάτι τι ἔξω ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό του, εἴτε αὐτὸ τὸ κάτι εἶναι ὁ Θεός, εἴτε ἕνα ὁποιοδήποτε ὑποκατάστατο τοῦ Θεοῦ, συνήθως φοβερὸ καὶ τρισάθλιο. Αὐτὸ τὸ πολὺ σπουδαῖο ἀνθρωπολογικὸ θέμα στὴν Καινὴ Διαθήκη μορφοποιεῖται ὡς ἑξῆς: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὴ σωστὴ ἀναφορά του στὴν πραγματικότητα, στὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Θεός ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε ἡ ὕπαρξή του ἔχει ἀναφορὰ στὶς ἀντίθεες δυνάμεις κι ἔχει μέσα του τὸ πνεῦμα τοῦ Πονηροῦ. ᾽Ανάλογα χωρίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας: Μέχρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ἦλθε τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία κυριαρχόταν καὶ δυναστευόταν ἀπ᾿ τὶς δυνάμεις τῶν πονηρῶν Πνευμάτων, τοῦ πνεύματος τοῦ μίσους, τοῦ ψεύδους, τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀδικίας. Δὲν ὑπῆρχε στὴ σωστὴ ἔννοια ἀνθρώπινη «κοινωνία» ἀλλὰ ἁπλὴ συμβίωση. Ἡ Πεντηκοστὴ κι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους σημαίνει τὴν ἀρχὴ μιᾶς καινούργιας ἐποχῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς νέας κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα στὰ μέλη της: μιὰ ζωὴ ἀλήθειας, γνησιότητας, δικαιοσύνης, εἰρήνης καὶ ἀγάπης, οὐσιαστικῆς ἑνότητας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ συνέστησε καὶ συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία τῶν ἁγίων μέσα στὸν κόσμο, ἀπ᾿ τὴν Πεντηκοστὴ μέχρι σήμερα, εἶναι κάτι, χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε τί εἶναι ἄνθρωπος στὴν ἀληθινὴ οὐσία του μποροῦμε νὰ καταλάβουμε, οὔτε τί εἶναι ἀληθινὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἐννοοῦμε, χωρὶς τὸ Πνεῦμα, οὔτε τί εἶναι ὁ Χριστὸς μέσα μας οὔτε τί εἶναι ἡ βασιλεία Του ἀνάμεσά μας. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ Πεντηκοστἡ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα: εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς Καινῆς Κτίσεως, τοῦ νέου ἀνθρώπου καὶ τῆς νέας κοινωνίας. Γιὰ νὰ καταλάβουμε λίγο καλύτερα αὐτὰ τὰ δυὸ σημεῖα θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴ βοήθεια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Παῦλος ὀνομάζει στὴν ᾽Επιστολή του πρὸς Γαλάτας τὴν κατάσταση τοῦ σωστοῦ ἀνθρώπου «ἐν πνεύματι» κατάσταση καὶ τὴν ἀνώμαλη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου «ἐν σαρκὶ» κατάσταση. Ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά τῆς πρώτης; Εἶναι ἡ «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστιν νόμος». Αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἡ ζωή του παράγει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀγαθοὺς καρποὺς ὄχι σὰν συνέπεια τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιβολῆς κάποιου νόμου ἀλλὰ σὰν τὸ καρποφόρο δένδρο, ποὖναι ριζωμένο στὸ κατάλληλο χῶμα, ἀναπνέει στὸ κλῖμα ποὺ τοῦ ταιριάζει, κι ὅλη του ἡ ὑφὴ εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ μὴ παράγει τίποτε ἄλλο παρὰ καλοὺς καρπούς. «Κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστιν νόμος». Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς «ἐν σαρκί»; Εἶναι «ἡ πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρις, ζῆλος, θυμός, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις». Τὸ πρῶτο εἶδος ἀνθρώπου ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Παῦλο «πνευματικός», ἐνῶ τὸ δεύτερο «σαρκικὸς» ἢ «ψυχικός». Πρέπει νὰ προσέξουμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Γιατὶ στὴν κοινὴ γλώσσα μας «πνευματικὸς» λέγεται ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐπιστῆμες καὶ ξέρει πολλὰ πράγματα ἢ μὲ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα. Μιλᾶμε τόσο συχνὰ γιὰ πνευματικούς ἀνθρώπους καὶ πνευματικὲς ἐκδηλώσεις. Ἡ ἔννοια ὅμως αὐτὴ τῆς πνευματικότητας, ὅσο κι᾽ ἂν ἀξίζει τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸ θαυμασμὸ μας, πολλὲς φορές, καταρχὴν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν πνευματικότητα, δηλ. μὲ τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τοὺς περιγράφει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος. Γιὰ ἔνα χριστιανό, μ᾿ ἄλλα λόγια, ὅσο πλούσια κι ἂν εἶναι ἡ γνώση, κι ὅσο ὑψηλὴ ἡ καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία, κι ἡ διεισδυτικότητα τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ, δὲν μποροῦν ὅλα αὐτὰ νὰ χαρακτηρισθοῦν σὰν γνήσια πνευματικὰ φαινόμενα, ἂν δὲν εἶναι δεμένα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ «κοινωνία», δηλ. τὴν οὐσιαστικὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἑνότητα, ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει «κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. ιγ΄, 13) καὶ τονίζει ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ, ὁ καθένας κατὰ τὴν δική του Πεντηκοστή, στὸ Βάπτισμά του, «οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθίους β,12). Τό «πνεῦμα τοῦ κόσμου» ἔχει μέσα του τὸ ψεῦδος, τὸ μῖσος καὶ τὴ διαίρεση. Τὸ «πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ» φέρνει τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δικαιοσύνη. Γ ι᾽ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος προτρέπει «τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος» (Ἐφεσίους δ΄, 3). Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα σὲ τεχνικούς, οἰκονομικούς, πολιτιστικοὺς ἢ ἄλλους ἀνθρώπινους παράγοντες. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει πὼς εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προϊὸν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅλοι οἱ ἄλλοι παράγοντες, ποὺ φαίνεται πὼς ἑνώνουν τοὺς ἀνθρώπους, δὲν τελεσφοροῦν σὲ τελευταία ἀνάλυση δημιουργοῦν νέες διαιρέσεις. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους εἶναι ἕνα θαῦμα, ποὺ ἐπιτελεῖ μυστηριωδῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στοὺς ἀνθρώπους.