Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ

Δ α ν ι ή λ

 

  1. ΙΩΣΗΦ

                                                            Α΄.

Ἐπιπροσθέσει· υἱός τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ και΄τῆς Ραχήλ, γεννηθείς ἐν Μεσσοποταμίᾳ (Γενέσεως λ΄, 22-24) τῷ 1745 πρό Χριστοῦ· ἐν αὐτῷ ἐθαυμαστώθη ἡ θεία Πρόνοια, ἀνυψώσασα αὐτόν ἐν Αἰγύπτῳ ἀπό τῆς εἱρκτῆς εἰς τό ὕπατον πολιτικόν ἀξίωμα, ὅπως σώσῃ ἀπό φοβεροῦ λιμοῦ πλήθη ἀνθρώπων· ἔστι δέ ἡ τοῦ Ἰωσήφ ἱστορία διήγημα ἁπλούστατον, διδακτικώτατον καί τερπνότατον τῶν ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ φερομένων· ἐν αὐτῇ τρανῶς καταδεικνύεται, ὅτι ὅ ἡ θεία Πρόνοια, προστατεύουσα τήν εὐσέβειαν, πάσας ὑπέρ ἑαυτῆς ἀνατρέπει τάς κατ’ αὐτῆς σκευωρίας τῶν πονηρῶν, καί εἰς αἴσιον πέρας φέρει τόν εὐσεβῆ· ὁ Ἰωσήφ εἴτε ἐν δυστυχίαις, εἴτε ἐν εὐτυχίαις διατελῶν, ἀείποτε ἐν φόβῳ Θεοῦ ἔζη, καί τοῦτον ἀείποτε καί πανταχοῦ ὁδηγόν καί ποδηγέτην προὐτίθετο· οὕτω δέ ἑκατόν καί δέκα ἔτη τά πάντα βιούς, ἀπέθανε τῷ 1635 πρό Χριστοῦ· τά δέ ὀστᾶ αὐτοῦ, παραληφθέντα ὑπό τῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τήν ἐξ Αἰγύπτου ἔξοδον αὐτῶν, ἐτάφησαν ἐν Συχέμ (Ἐξόδου ιγ΄, 19. Ἰησοῦς τοῦ Ναυή κδ΄, 32)· νῦν δ’ ἐπί τοῦ τάφου τούτου πέπηκται Μωαμεθανικόν τέμενος.

Β΄.

Ὁ Γυιός τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ καί τῆς Ραχήλ (Γενέσεως λ΄, 1, 22-24). Ἦταν ποιμήν προβάτων καί ὁ Ἰακώβ τόν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους γυιούς του (Γενέσεως λζ΄, 2,3). Εἶδε ὄνειρα, πού εἶπε στούς ἀδελφούς του καί αὐτοί τόν φθόνησαν (Γενέσεως λζ΄, 5-11). Τά ἀδέλφια του τόν πούλησαν στούς Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους (Γενέσεως λζ΄, 27-28). Αὐτοί τόν ἔφεραν στήν Αἴγυπτο καί τόν πούλησαν στόν Πετεφρῆ, πού ἦταν αὐλικός τοῦ Φαραώ (Γενέσεως λθ΄, 1). Βρέθηκε στή φυλακή ἐξ αἰτίας τῆς γυναίκας τοῦ Πετεφρῆ, χωρίς νά ἔχη κάμει ἀδίκημα (Γενέσεως λθ΄ 20). Ἐξήγησε τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ καί γίνηκε δεύτερος μετά ἀπ’ αὐτόν (Γενέσεως μα΄, 1-49). Παντρεύτηκε τήν Ἀσενέθ κόρη τοῦ Ποτιφερά, ἱερέως τῆς Ὤν (Ἡλιουπόλεως) καί ἀπέκτησε γυιούς (Γενέσεως μα΄, 50). Ὅταν ὁ Ἰακώβ ἔστειλε τούς γυιούς του στήν Αἴγυπτο ν’ ἀγοράσουν τροφές ἐπειδή ἡ πεῖνα εἶχε ἐξαπλωθῆ καί στήν χώρα τους (Γενέσεως μβ΄, 1-3), ὁ Ἰωσήφ τελικά ἀναγνωρίστηκε στ’ ἀδέλφια του, τά ὁποῖα καί συγχώρησε (Γενέσεως μβ΄, με΄). Ὁ Ἰακώβ μέ τούς γυιούς του ἦλθε τελικά στήν Αἴγυπτο, ὅπου ἔμειναν ἐκεῖ ὡς ποιμένες προβάτων (Γενέσεως μστ΄-μζ΄). Ὁ Ἰωσήφ ἔθαψε τόν πατέρα του στή γῆ Χαναάν (Γενέσεως ν΄, 7,12,13). Ἔζησε 10 χρόνια καί ἀπέκτησε δυό γιούς, τόν Ἐφραΐμ καί τόν Μανασσῆ (Γενέσεως ν΄, 22 καί μη΄ 13). Πέθανε στήν Αἴγυπτο (Γενέσεως ν΄, 26). Ὁ Μωϋσῆς πῆρε τά ὀστᾶ τοῦ Ἰωσήφ μαζύ του, κατά τήν ἔξοδο τοῦ λαοῦ Ἰσραήλ (Ἐξόδου ιγ΄, 19).

  1. ΣΑΜΟΥΗΛ

                                                            Α΄.

Ὑπό Κυρίου ἀκουσθείς, (θεήκοος)· υἱός τοῦ Ἐλκανᾶ καί τῆς Ἄννης (Α΄ Σαμουήλ ἤ Βασιλειῶν α΄, 20)· ἐπίσημος προφήτης τῶν Ἑβραίων καί ὁ τελευταῖος τῶν Κριτῶν αὐτῶν (Πράξεων γ΄, 24. ιγ΄, 20). Ἦταν εὐγενέστατος καί ἁγνότατος στόν χαρακτήρα καί λευΐτης τό γένος (Α΄ Χρονικῶν ἤ Παραλειπομένων στ΄, 22-28). Ὁ Σαμουήλ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἀφιερωθείς ὑπό τῶν γονέων αὐτοῦ στόν Κύριο καί ἐνεχθείς ὑπ’  αὐτῶν εἰς Σηλώ πρός τόν Ἀρχιερέα Ἠλί, ἀνετράφη παρ’ αὐτοῦ παρά τῇ Σκηνῇ τοῦ Μαρτυρίου, ὅλος Ναζηραῖος καί θερμός λάτρης τοῦ Θεοῦ, παρ’ οὗ καί κατά τήν νεαράν αὐτοῦ ἡλικίαν ἐλάμβανε παραγγελίας (Α΄Σαμουήλ ἤ Βασιλειῶν γ΄). Οὕτω δέ ἀνδρωθείς, κατέστη Κριτής τῶν Ἑβραίων μετά τόν θάνατον τοῦ Ἠλί. Ἀπό τοῦ ζυγοῦ δ’ ἀπελευθερώσας τούτους, ἐν μεγίστῃ ἠθικῇ καταπτώσει διατελοῦντας, οὐ μόνον μετά θερμοῦ ζήλου, καί ἄκρας δικαιοσύνης ἐκυβέρνησεν αὐτῶν, ἀλλά καί ἠθικῶς προήγαγε, τήν παίδευσιν, καί τήν θρησκείαν, καί τήν πρόοδον, καί πάντα τά πρός εὐημερίαν ἄγοντα καλλιεργήσας μετά πολλοῦ τοῦ ζήλου καί ἀνυψώσας σύναμα καί τάς φυλάς. Ἐν γήρατι δέ διατελῶν, καί κατατρυχόμενος, οὐ μόνον ἀπό τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τῶν υἱῶν αὑτοῦ, ἀλλά καί παρ’ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ἀπομιμουμένου τά περίοικα ἔθνη, καί βασιλέα ἐπιμόνως ἀπαιτοῦντος, μετά λύπης μέν, οὐχ ἧττον καί κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ἐνδούς, ἔχρισε τόν μέν Σαούλ βασιλέα, τόν δέ Δαβίδ, διάδοχον τούτου, ἀπορριφθέντος ὑπό τοῦ Θεοῦ διά τάς πρός αὐτόν παραβάσεις. Μετά δέ ταῦτα πάντα ἀπέθανεν, ἄγων τό ὄγδοον καί ἐνενηκοστόν ἔτος τῆς ἑαυτοῦ ἡλικίας, 1058 πρό Χριστοῦ. Μετά τοῦτο ἐκγαταλειφθέντος τοῦ Σαούλ ὑπό τοῦ Θεοῦ, καί ὑπό πολλῶν δεινῶν πιεζομένου, καί εἰς μάγισσάν τινα καταφυγόντος, ὅπως τήν συμβουλήν τοῦ πνεύματος τοῦ Σαμουήλ ἐπικαλέσηται διά ταύτης, τό πνεῦμα τούτου, θείᾳ ἐπινεύσει, ἐνεφανίσθη, κομίζον πρός τόν ἐπικαλούμενον αὐτό βασιλέα προφητείαν, προλέγουσαν αὐτῷ τήν μέλλουσαν αὐτοῦ καταστροφήν.  

Β΄.Σαμουήλ Ὄνομα Θεϊκό

  1. Ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους μας, Ἀδάμ. Κοραῆς, ὑποστήριζε πώς «τά ἐννιά δέκατα τῶν ἀνθρώπων πού διέπρεψαν στή ζωή, στήν μητέρα τους ὀφείλουν τόν πυρῆνα τοῦ μεγαλείου τους». Γιά πόσους τοῦτο τό ἀπόφθεγμα ἀληθεύει δέν ξέρω, ξέρω ὅμως πώς κάποιους σάν τόν Σαμουήλ εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ σοφός μα , ὅταν ἔβγαζε τό παραπάνω συμπέρασμα. Ἀλήθεια, σὺ χριστιανή μητέρα, νά ’ξερες ποιὲς μεγάλες καὶ ἱερές δυνατότητες ἔχεις ἄναφορικά μὲ τὸ παιδί σου! Ὁ Σαµουηλ ἦταν τὸ παιδὶ ποὺ στοίχισε στήν Ἄννα προσευχές, δάκρυα καὶ ἀφοσίωση. Μὲ τέτοιο ὑλικὸ φτιάχτηκε ὁ μεγάλος προφήτης καὶ κριτής τοῦ ’Ισραήλ. Ἐσύ ὅμως! Ἄκουσε την ὅταν λέει «δέν θέλω ἀναβῆ, ἑωσοῦ τὸ παιδίον ἀπογαλακτισθῆ (α’ 22). Πόσα δάκρυα καὶ προσευχές, πόση ἀφοσίωση καὶ θυσία, σοῦ στοίχισε ὥς τά τώρα τό παιδί σου; Ὅταν ἡ εὐσεβής Μόνικα ἔκλαιγε καὶ προσευχόταν γιά τὸν ἄσωτο Αὐγουστῖνο της, ὁ γέρος ἐπίσκοπος μὲ πίστη τῆς ἔλεγε «ἀδελφή μου, θάρρος, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατόν ν' ἀφίση νὰ χαθῆ ἕνα παιδὶ τόσων δακρύων». Καὶ δὲν ἄφισε. Ὅπως καὶ τὸ δικό σου δὲν θ᾿ ἀφίση, ἂν σάν τήν Ἄννα καὶ σὰν τή Μόνικα, προσευχηθῆς καὶ κλάψης, ἂν ἀφοσιωθῆς καὶ θυσιάσης, γιά τὸ παιδί σου.
  2. «Τὸ δάνεισα στὸν Κύριο». Ὄμορφη τούτη ἡ ἔκφραση. Φαίνεται ἐδῶ, σὰν ὁ Κύριος νὰ ἔχη ἀνάγκη νά Τοῦ προσφέρουµε, νά Τοῦ δώσουµε γιά τὸ ἔργο Του. Καὶ δὲν εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τήν ἀλήθεια τοῦτο. Μήπως κάποτε καὶ γιά ἕνα γαϊδουράκι δὲν εἶπε ὁ Κύριος «ἄν σᾶς ρωτήσουν γιατί τὸ λύνετε, πῆτε ὅτι ὁ Κύριος τό ‘χει ἀνάγκη»! Πόσο μᾶλλον ἕνα παιδί, τό παιδί σου; Ἀλήθεια, ἐσύ χριστιανέ γονιέ, δάνεισες τό παιδί σου ἤ ἕνα ἀπό τά παιδιά σου, στόν Κύριο; Ποθεῖς καί προσεύχεσαι, νά ’χη καί ἡ δική σου οἰκογένεια ἕνα της ἀντιπρόσωπο στὴ χορεία τῶν ἐργατῶν τοῦ Κυρίου; Θυμήσου τὴν Ἄννα, τὸ πρῶτο της παιδὶ τὸ πρόσφερε στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τόν Ἴδιο τὸν Θεό. Τὸ μόνο Του παιδὶ τὸ ἔστειλε ἱεραπόστολο στὸν κόσμο.
  3. «Σαμούηλος δέ πεπληρωκῶς ἔτος ἤδη δωδέκατον» (ἀρχιαότ. V 10.4). Καὶ ἄν ἡ πληροφορία αὐτὴ τοῦ Ἰώσηπου δέν εἶναι ἀκριβὴς, γεγονὸς ὅμως εἶναι ὅτι τὸ παιδὶ ἦταν ὁ Σαμουήλ, ὅταν ἀπάντησε στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. «Λάλησον, Κύριε, διότι ὁ δοῦλος σου ἀκούει». Μήπως δέ καὶ τὰ παιδιὰ μας, μ’ ὅση ἁπλότητα καὶ πίστη ὁ Σαμουήλ τό ‘κανε, δὲ θὰ μποροῦσαν ὅμοια ν’ ἀφιερωθοῦν στὸν Κύριο καὶ τὸ ἔργο Του. Ἕνας μικρὸς θυρωρὸς καὶ καντηλανάφτης, ἦταν τὸ πρῶτο ἔργο ποὺ ὁ Κύριος ἀνέθεσε στὸν Σαμουήλ. Καὶ ἐπειδὴ σέ τοῦτο φάνηκε «πιστὸς» σὲ πολλὰ τὸν κατέστησε, τὸν μεγαλύτερο τῶν κριτῶν καί τὸν πρῶτο τῶν προφητῶν. Παιδὶ, λοιπὸν, ἀκόμη ὅπως εἶσαι, ἔλα στὸν Κύριο καὶ στὸ ἔργο Του. Μικρὸς διάκονος ἄρχισε καὶ τοῦ Κυρίου ἡ εὐλογία καὶ τὸ μεγαλύτερο ἔργο εἶναι μπροστά σου.  
  1. Ἀπό τό έργο του, ἀξίζει πολύ νὰ µνηµονευθῆ ἡ πνευµατική ἀφύπνιση πού ὁ Κύριος τόν βοήθησε νὰ φέρη στόν Ἰσραήλ, στὴ Μισπᾶ (κεφ. ζ΄). Ἡ ὁμιλία του, μᾶς δίνει τὰ στάδια της ἐπιστροφῆς, µετανοίας καὶ πίστεως τῆς ψυχῆς, καθώς καί τῆς σωτηρίας πού χαρίζει ὁ Κύριος. Ὑπογραμµίστε λόγου χάρη στὴ Βίβλο σας: α) «'Εστέναζε πολύ καιρό». Καὶ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ κατάστασις κάθε ψυχῆς μακρυὰ ἀπό τόν Θεό; β) «Ἐάν ἐπιστρέψετε». Καὶ δὲν εἶναι ἀλήθεια πώς πολλοί µὲ τὰ χείλη µόνον ἐπιστρέφουν στόν Θεό; γ) «Ἀποβαλετε». Καὶ εἶναι ἀληθινὰ ἀπαραίτητος ὅρος ν’ ἀποδοκιμάση κανείς τὴν ἁµαρτία, πρίν ἔλθη στόν Κύριο. δ) «Ἑτοιµᾶστε τὶς καρδιές σας». Καὶ τὸ κήρυγµα µας τὶ ἄλλο σκοπὸ ἔχει, ἀπὸ τοῦ νὰ ἑτοιµάση τὶς καρδιές µας γιὰ τὸν Κύριο; ε) «Λατρέψτε μόνον τὸν Κύριο». Καὶ δὲν ἀληθεύει ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου τὄχουν σκεπάσει τόσα δηµιουργήµατα, πού ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ λατρεύη µαζὺ μὲ τὸν Κύριο; ς) «Θὰ σᾶς ἐλευθερώση ὁ Κύριος». Αὐτὸ τὸ µεγάλο ἔργο θά τὸ κάµη ὁ Κύριος, εἶναι δικό Του ἔργο ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
  1. Στὴ Ραμά εἶχε τὴ µόνιµη κατοικία του ὁ Σαµουήλ ὅµως μιὰ φορὰ τὸ χρόνο περιερχόταν τόν Ἰσραὴλ γιὰ νὰ τὸν τονώση στὴν πίστη νὰ κρίνη τὰ προβλήµατά του καὶ τὶς ὑποθέσεις του. Πόσο πιστὸς ἦταν αὐτὸς ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, στὸ ἔργο του, πόσο ἀκάµατος. Ἀληθινὸς ποιµένας στὸ ποίµνιο πού ὁ Θεός τόν εἶχε τάξει. Καὶ περισσότερο ἀπ' αὐτὸ στὴ Ραµά εἶχε σχολεῖο προφητῶν στὸ ὁποῖο «προΐστατο» ἡ πρώτη θεολογική σχολὴ ποὺ διαβάζω στὴ Βίβλο. Ἁπλή, οὐσιαστική, εὐλογηµένη.

Δυό συμπεράσµατα, ἄς μὴ φοβηθοῦμε νὰ βγάλουµε ἐδῶ. α) Κακό δὲν εἶναι γιὰ τὸ ἔργο τοὺ Θεοὺ νά καταρτιστῆς, νὰ µαθητεύσης, νὰ προετοιµαστῆς καὶ 6) Ἐάν ὁ Σαµουήλ ἦταν «προϊστάµενος ἐπ’ αὐτούς» καὶ ἡ  Κ.Δ. µᾶς συνιστᾶ «ν' ἀναγνωρίζουµε τούς προϊσταµένους ἡµῶν», ποτὲ ἄς μὴ ποῦµε πώς στὴν 'Εκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ἱεραρχία εὐθύνης καὶ διακονίας.

  1. Ὁ Σαµουήλ, ἕνας ἀπροσωπόληπτος ἐργάτης τοῦ Θεοῦ. Συγγένειες δὲν γνώριζε στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αµαρτία καὶ τὴν παρακοὴ τὴν ἔλεγχε καὶ ἄν τὴν εὕρισκε στὴν καλύβα τῆς Μισπᾶ, ὅσο καὶ ἄν τή συναντοῦσε στ' ἀνάκτορο τοῦ Σαούλ ἤ τοῦ Δαβίδ. Δέστε τον μὲ τί τόλμη µιλὰ μπροστὰ στὸν πανίσχυρο Σαούλ (ιγ΄, 13, ιε' 16. «ὁ Θεὸς σὲ ἀπέρριψε... ἐξέσχισεν ὁ Κύριος τὴν βασιλείαν ἀπὸ σοῦ».

Εἶναι σήμερα τὸ κήρυγµα τοῦ Χριστοῦ, ἀπηλλαγµένο ἀπὸ τῆς  συγγένειας τὴν κακὴ ἐπίδραση, ἤ ἀκόμη τῆς κοσμικῆς ἀρχῆς τὴν δουλόπρεπη εὐαρέσκεια. Πολύ φοβούμεθα πώς ὄχι.

  1. «Διότι θὰ μοῦ λείψη ὁ καιρός διηγούμενος περὶ...καὶ Σαμουήλ, οἵτινες διὰ τῆς πίστεως καταπολέμησαν βασιλείας εἰργάσθησαν δικαιοσύνην, ἐπέτυχον τὰς ἐπαγγελίας». Τέτοια ἦταν ἡ ζωή τοῦ Σαμουήλ. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος, μιὰ ζωή πίστεως καὶ ἀφιερώσεως στὸν Θεὸ.Ὑπηρέτησε τὸν Θεὸ, ὑπηρετώντας τὸ λαὸ του. Ἀπὸ Βαιθὴλ καὶ Γάλγαλ, μέχρι Μισπά καὶ Ραμά «περιεχόμενος». Κήρυττε, ἔκρινε, προφήτευε, διακονοῦσε.

Κύριε, στὴ μικρὴ μας ἐκκλησία, δῶσε μας κάποιον Σαμουήλ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸν δῶσε μας κάποια (κάποιες θὰ θέλαμε) Ἄννες.

Γ. Σαμουήλ

Ὁ τελευταῖος τῶν Κριτῶν (Α΄ Σαμουήλ ζ΄, 6, 15-17) καί ὁ πρῶτος τῶν προφητῶν (Α΄ Σαμουήλ γ΄, 20, Πράξεων γ΄, 24, ιγ΄, 20)

Ἦταν γυιός τοῦ Ἐλκανά καὶ τῆς Ἄννας ἀπὸ Ραμαθάϊμ-σοφίμ, ἐκ τοῦ ὄρους Ἐφραίμ. Τὰ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ γέννηση τοῦ Σαμουήλ δείχνουν ὅτι οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Ἡ στειρότης τῆς Ἄννας, τὴν ἔκανε ν’ ἀνοίξη μὲ παράπονο καὶ ἱκεσία τὴν πικραμένη της καρδιὰ στὸν Θεὸ, ὅμως ἐμπιστεύθηκε στὸν Θεὸ τὴν ἀπάντηση, ὑποσχέθηκε δὲ νὰ δώση στὸν Κύριο τὸν γυιὸ ποὺ εἶχε ζητήσει. Ὅταν ὁ Σαμουήλ γεννήθηκε κράτησε τὴν ὑπόσχεσή τη καὶ μόλις τὸ παιδὶ ἀπογαλακτίσθηκε τὸ ἔφερε στὴ Σηλὼ καὶ τὸ παρουσίασε στὸν Ἠλεί. Κατόπιν δόξασε τὸν Κύριο μὲ μιὰ προσευχὴ (καλεῖται· ὁ «Ὕμνος» της, β΄, 1 - 10). Ὁ Σαμουὴλ μεγάλωσε στὸν Οἶκο τοῦ Κυρίου καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Κύριο (β΄, 11- γ' 1), κάθε δὲ χρόνο ὅταν οἱ γονεῖς του ἔρχονταν νὰ θυσιάσουν στὴ Σηλώ, ἡ μητέρα του τοῦ ἔφερνε ἕνα «ἐπένδυμα». Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε μεγάλη πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάπτωσις. Οι γυιοὶ τοῦ ’Ηλεὶ ἦσαν ἀνάξιοι ἐκπρόσωποι τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος (βλ. καὶ ᾿Οφνεὶ καὶ Φινεὲς). Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, ὑπῆρχε λίγη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὅμως ὁ Κύριος κάλεσε τὸν Σαμουὴλ μιὰ νύκτα, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὴν ἐρχόμενη καταδίκη στὸν οἶκο τοῦ ᾽Ηλεί. Ὁ Κύριος εὐλόγησε τὸν Σαμουὴλ καὶ «δὲν ἄφινε νὰ πίπτη οὐδεὶς ἐκ τῶν λόγων αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν» (Α΄ Σαμ. γ'), «καὶ πᾶς ὁ Ἰσραὴλ ἐγνώρισεν ὅτι ὁ Σαμουὴλ ἦτο διωρισμένος εἰς, τὸ νὰ εἶναι προφήτης τοῦ Κυρίου». Ὁ ᾽Ηλεὶ πέθανε ὅταν ἔμαθε γιά τόν θάνατο τῶν γυιῶν του καὶ ὅτι πιάσθηκε ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους (δ’ 17,18). Λίγο μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Κιβωτοῦ στὸ λαὸ Ἰσραήλ, ὁ Σαμουήλ παρώτρυνε τὸ λα[ο νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς ξένους θεούς καὶ νὰ λατρεύουν μόνον τὸν Κύριο (ζ΄, 3). Ὅταν οἱ Φιλισταῖοι ἐφόβησαν τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐνῶ ἦταν μαζενένοι στὴν Μισπά, ὁ Σαμουήλ προσευχήθηκε γιὰ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ὁ Κύριος ἀπάντησε μὲ βροντὴ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Οἱ Φιλισταῖοι κατετροπώθησαν καὶ ὁ Σαμουὴλ ἔστησε ἕνα λίθο σὰν μνημεῖο τὸν ὁποῖο ἐκάλεσε «Ἔβεν -ἔζερ», (μέχρι τοῦδε ἐβοήθησεν ἡμᾶς ὁ Κύριος) (ζ΄, 7-12). Ὁ Σαμουήλ, Κριτὴς καὶ ἱερεύς, κατοίκησε στὴ Ραμά, ὅπου ἔκρινε τὸν Ἰσραήλ καὶ οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στὸν Κύριο. Περιώδευσε στὴ Βαιθὴλ, τὰ Γάλγαλα καὶ τὴ Μισπά, (ζ΄, 16), κρίνοντας τὸν Ἰσραήλ. Ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία κατέστησε τοὺς γυιούς του, Ἰωήλ καὶ Ἀβιὰ (Α΄ Σαμουήλ η΄, 1,2), κριτὰς στὴν Βὴρ-σαβεὲ. Ὁ λαὸς ὅμως, διαμαρτυρήθηκε στὸν Σαμουὴλ γιατὶ οἱ γυιοὶ του, δὲν «περιεπάτησαν εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ», ἀλλὰ δωροδοκοῦντο καὶ «διέστρεφον τὴν κρίσιν». Ἔτσι, ὁ λαὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ βασιλιά, γιὰ νὰ τοὺς κυβερνάη· «καθὼς ἔχουσι πάντα τὰ ἔθνη» (η΄ 1-6). Αὐτὸ δὲν ἄρεσε στὸν Σαμουὴλ, ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ τοὺς δώσει αὐτὸ ποὺ ἤθελαν καὶ νὰ τούς προειδοποιήση γιὰ τὸν τρόπο τοῦ βασιλέως. Ἔτσι ὁ Σαμουὴλ γνωρίστηκε μὲ τὸν Σαοὺλ, τὸν γυιὸ τοῦ Κείς, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε νά βρῆ τὶς ὄνους τοῦ πατέρα του, στὸ τέλος δέ τῆς πρώτης αὐτῆς συναντήσεώς τους, ὁ Σαμουὴλ ἔχρισε κρυφὰ τὸν Σαοὺλ βασιλιά (ι' 1). Βλέπε καὶ Σαοὺλ. Ὁ Σαμουὴλ εἶπε ἐπίσης στὸ λαὸ στὴ Μισπά «τὸν τρόπον τῆς βασιλείας, καὶ ἔγραφεν αὐτὸν ἐν βιβλίῳ, καὶ ἔθεσεν ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου» (ι' 25). Μετά τὴν νίκη τοῦ Σαοὺλ ἐναντίον τῶν ᾽Αμμωνιτῶν, πάλι ὁ Σαμουὴλ κάλεσε τοὺς Ἰσραηλῖτες εἰς Γάλγαλα ὅπου ἐπιβεβαιώθηκε ἡ βασιλεία τοῦ Σαοὺλ (ια’ 15). Ὁ Σαμουὴλ ἦταν τώρα γέρος καὶ ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴ δημόσια ζωὴ χάρη τοῦ βασιλιᾶ. Στὴν ὁμιλία του στὸν λαὸ ’Ισραὴλ τοὺς ὑπενθύμισε τὶς ἐπεμβάσεις τοῦ Κυρίου στὴ ζωὴ τους καὶ ἀκόμη τοὺς ὑπενθύμισε τὸ καθῆκον τους νὰ λατρεύουν τὸν Θεό. Κατόπιν ὁ Σαμουὴλ ἐπεκαλέσθη τὸν Κύριον νὰ ἐπιμαρτυρήση τὰ λόγια τοῦ προφήτη Του στέλνοντας βροντὲς καὶ βροχή, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ τῶν σίτων. Ὁ Κύριος ἔστειλε βροχὴ καὶ «πᾶς ὁ λαὸς ἐφοβὴθη σφόδρα τὸν Κύριο καὶ τὸν Σαμουὴλ» (ιδ’ 18). Ζήτησε τότε ὁ λαὸς ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ νὰ δεηθῆ γι’ αὐτοὺς στὸν Θεὸ (ιβ΄). Ὁ Σαμουὴλ ἐμφανίζεται ξανὰ, σὲ μιὰ διαμάχη μὲ τὸ Σαοὺλ (Α΄ Σαμ. ιγ΄, 8-14, ιε΄). Βλέπε Σαοὺλ. Μετὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς συναντήσεις τοῦ Σαμουὴλ μὲ τὸν Σαοὺλ, ὁ Σαμουὴλ ἐπέστρεψε στὴ Ραμὰ καὶ ἐπένθησε γιὰ τὸν Σαοὺλ (ιε΄34,35). Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Κύριος πάλι χρησιμοποίησε τὸν Σαμουὴλ γιὰ νὰ χρίση νέον βασιλιὰ καὶ τὸν ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, ὅπου ἔχρισε τὸν νεαρὸ βοσκὸ, Δαβίδ (ιστ΄ 1-13 μὲ Α΄ Χρ. ια΄, 3). Ἀργότερα, ὅταν ὁ Δαβίδ ἔφυγε ἀπὸ προσώπου τοῦ Σαούλ, γιὰ νὰ σωθῆ στὸν Σαμουὴλ στὴ Ναυϊώθ ἐν Ραμᾶ (ιθ΄ 18), ὅπου ὁ Σαμουὴλ προΐστατο μιᾶς ὁμάδας προφητῶν. Ὅταν ὁ Σαοὺλ ἦλθε εἰς καταδίωξη τοῦ Δαβίδ, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦλθε πάνω του καὶ ἄρχισε κι’ αὐτὸς νά προφητεύη (Α΄ Σαμ. ιθ΄, 23, 24).Ὁ Δαβίδ μὲ τὴ συνεργασία τοῦ Σαμουὴλ κατέστησαν τούς πυλωροὺς τῆς Σκηνῆς (Α΄ Χρ. θ΄, 22). Ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἐπιμελὴς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου, χαρακτηριστικὴ δὲ ἦταν ἡ προσήλωσή του στὴν πιστὴ τήρηση τοῦ Πάσχα (Β΄ Χρ. λε΄, 18). Ἐπίσης ὁ Σαμουὴλ ἦταν συγγραφεύς (παρ. Α΄ Σαμ. ι΄, 25 μὲ τὸν «Σαμουὴλ τὸν βλέποντα», Α΄ Χρ. κθ΄ 29). Ἡ ἰουδαϊκὴ παράδοσις τοῦ ἀποδίδει τὴν συγγραφὴ τῶν βιβλίων τῆς Βίβλου ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του. Ὁ Σαμουὴλ πέθανε ἐνῶ ὁ Σαοὺλ ἦταν ἀκόμη βασιλιὰς καὶ «συνήχθησαν πᾶς ὁ Ἰσραὴλ, καὶ ἔκλαυσαν αὐτὸν καὶ ἐνεταφίασαν αὐτὸν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐν Ραμᾷ» (Α΄ Σαμ. κε΄, 1). Ὁ Σαμουὴλ ἀναφέρεται καὶ σὲ διάφορα ἄλλα βιβλία τῆς Π.Δ. ὅπου ἀναγνωρίζεται σὰν ἄνθρωπος προσευχῆς. Στὸν Ψαλμό 99, 6 ἀναφέρεται ὅτι ἦταν, «μεταξὺ τῶν ἐπικαλουμένων τόν ὄνομα αὐτοῦ». Ἡ μεσιτεία τοῦ Σαμουὴλ φαίνεται στὸ Ἱερ. ιε΄, 1. Στὴν Κ.Δ. ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πέτρο (Πράξεων γ΄, 24) σὰν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προηνήγγειλαν τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς τῆς Κ.Δ. Ὁ ἀπ. Παῦλος τὸν ἀναφέρει σ’ ἕνα κήρυγμα του στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας (Πράξεων ιγ΄, 20). Στὸ Ἑβραίους ια΄, 22, ἀναφέρεται μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἡ πίστις τους εὐαρέστησε τὸν Θεὸ.     

ΔΑΝΙΗΛ

Α΄

Θεὸς ὁ κριτὴς μου.

Ὁ κληθεὶς Βαλτάσαρ ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Ναβουχοδονόσορ, προφήτης καταγόμενος ἐκ τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας τοῦ Δαβίδ. Ἀχθεὶς δὲ αἰχμάλωτος εἰς Βαβυλῶνα τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, βεσιλέως τοῦ Ἰούδα, ἤτοι τῷ 606 π.Χ. ἐξελέγη μετὰ τριῶν ἄλλων νέων, τοῦ Ἀνανία, Μισαὴλ καὶ Ἀζαρία, ἵνα διαμένῃ παρὰ τῇ αὐλῇ τοῦ  Ναβουχοδονόσορ. Ἐνταῦθα δὲ ἐξεπαιδεύθη καὶ ἐγένετο μύστης δεινὸς τῶν παρὰ τοῖς Χαλδαίοις ἐπιστημῶν. Ὤν αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἠρνεῖτο ἵνα ἅπτηται ὄχι μόνον τῆς ἐκ τῆς βασιλικῆς τραπέζης τροφῆς, ὡς τυπικῶς ἀκαθάρτου, ἀλλὰ καὶ τοῦ πρὸς τὰ εἴδωλα σεβασμοῦ, ὡς βλασφημίνα κατὰ τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τριετῆ δ’ ἐκπαίδευσιν ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ τρεῖς αὐτοῦ συναδελφοί ἀνεδείχθησαν οἱ ἱκανώτεροι τῶν λοιπῶν, καὶ οὕτω κατέλαβον ἐπισήμους θέσεις ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως. Ἐνταῦθα ὁ Δανιὴλ ἔδειξε τὰ προφητικὰ αὐτοῦ χαρίσματα, ἐξηγήσας ἐνύπνιόν τι τοῦ Ναβουχοδονόσορ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου διὰ τοῦτο καὶ προήχθη εἰς τὸ ἀξίωμα διοικητοῦ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ἀρχηγοῦ τῆς ἱερατικῆς καὶ τῆς τῶν λογίων τάξεως. Φαίνεται δέ, ὅτι ἀπουσίαζε, καθ’ ὅν χρόνον οἱ τρεῖς ἄλλοι παῖδες ἐρρίφθησαν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός. Μετὰ παρέλευσιν χρόνου τινὸς ἐξήγησε καὶ ἕτερον τοῦ Ναβουχοδονόσορ, ἐνύπνιον, καὶ εἶτα πάλιν, τὸ περιβόητο ἐκεῖνο τοῦ βασιλέως Βαλτάσαρ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου καὶ προήχθη εἰς θέσιν ἀνωτέραν, ἧς τέως κατεῖχεν (Δανιὴλ ε΄, 29 καὶ η΄, 27). Μετὰ τὴν ὑπὸ τῶν Μήδων καὶ Περσῶν ἅλωσιν τῆς Βαβυλῶνος ἐπὶ Κυξάρους καὶ Κύρου, ὁ Δανιὴλ διετήρει τὴν ἐν τοῖς βασιλείοις ὑψηλὴν αὐτοῦ θέσιν, καὶ ἀπήλαυε τῆς εὐνοίας τῶν ἡγεμόνων τούτων, ἐκτός βραχυχρονίου τινὸς περιόδου, καθ’ ἥν, ὑπὸ τοῦ μίσους τῶν ἀρχόντων πιεζόμενος ὁ βασιλεύς, ἐπέτρεψεν ἵνα ριφθῇ ὁ Δανιὴλ εἰς τὸ λάκκον τῶν λεόντων, ὅπερ ὅμως ἐπέδρασεν εἰς τὴν καταστροφὴν τῶν προκαλεσάντων τὴν ἀπάνθρωπην ταύτην τιμωρίαν. Καθ’ ὅλην τὴν ἐν Βαβυλῶνι διαμονὴν αὐτοῦ ὁ Δανιὴλ εἰργάζετο δραστηρίως, νηστεύων καὶ προσευχόμενος, ὑπὲρ τῆς ἐπανόδου τοῦ Ἰσραὴλ εἰς Ἱεροσόλυμα (Δανιὴλ θ΄). Ἐπέζησε δ’ ἵνα ἴδῃ τὴν ἐπιθυμίαν αὑτοῦ ἐκπληρουμένην, ἤτοι τοὺς Ἰουδαίους ἐπανακάμπτοντας, καὶ περ ἄγνωστον καὶ σχεδὸν ἀπίθανον, ὅτι αὐτὸς ἐπέστρεψε ποτε εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ. Περὶ τὸ τρίτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου ἀπεκαλύφθη αὐτῷ διὰ προφητικοῦ ὁράματος ἡ μέλλουσα κατάστασις τῶν Ἰουδαίων μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος.

Ὁ Δαινὴλ ἦν εἷς τῶν σπανίων καὶ ἁγνῶν χαρακτήρων, ἡ νεότης καὶ ἡ ἀνδρικὴ αὐτοῦ ἡλικία ἦσαν ἀφιερωμέναι τῷ Θεῷ. Διετήρει τὴν ἁγνότητα τοῦ χαρακτῆρος ἐν τῷ μέσῳ δεινῶν περιστάσεων. Βιῶν δὲ ἐν μέσῳ λαμπρᾶς καὶ μεγαλοπρεποῦς αὐλῆς, οὐδέποτε ἐπελάθετο τῶν καθηκόντων αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν, ὅν ὁμολόγει ἐνώπιον εἰδωλολατρῶν ἡγεμόνων, καὶ χάριν αὐτοῦ, ἐθυσίαζε καὶ θέσιν, καὶ προνόμια, καὶ πλούτη, καὶ δόξαν, ζωὴν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα. Ἡ ἱστορία τοῦ Δανιὴλ ἐστὶ λίαν τερπνὸν καὶ ὠφέλιμον ἀνάγνωσμα, καὶ μελέτη πρὸς τοῦς νέους, τοὺς εὐποροῦντας, καὶ τοὺς ἄνδρας τῆς πολιτείας.  

Β΄.

Δανιὴλ.

Προφήτης. Κυρία πηγὴ πληροφοριῶν, τὸ ὁμώνυμο βιβλίο του. Δὲν ἦταν ἱερεύς, ὅπως ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ. Ὅμως σὰν τὸν Ἠσαΐα, ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ «ἐκ σπέρματος βασιλικοῦ» (α΄ 3-6). Ὡδηγήθηκε νέος στὴ Βαβυλῶνα αἰχμάλωτος (α΄4), στὸ παλάτι τοῦ Ναβουχοδονόσορος, ἡ σοφία του δὲ ὑπερεῖχε τῶν ἄλλων. Ἐξήγησε κατὰ τό 2ο ἔτος τῆς βασιλείας του, τὸ ὄνειρο τοῦ Ναβουχοδονόσορος (603π.Χ.). Ἀκολούθως, οἱ 3 φίλοι του σώθηκαν θαυματουργικῶς ἀπὸ τὸ καμίνι (γ΄) καὶ μετὰ λίγα χρόνια, ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶδε τὸ δεύτερο ὄνειρό του. Τὰ γεγονότα ποὺ ἐξιστοροῦνται στὸ κεφ. ε’, τὸ γράψιμο στὸν τοῖχο κλπ. κατέστησαν τὸν Δανιὴλ τρίτον ἄρχοντα τοῦ βασιλείου.

Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ Δαρείου, ὅταν οἱ Μῆδο-Πέρσαι κατέλαβαν τὴ Βαλυλῶνα ὁ Δανιὴλ κατέλαβε ὕπατον ἀξίωμα (στ΄). Πιστὸς στὸν Θεὸ καὶ ἱκανὸς στὴν ὑπηρεσία του, προκάλεσε τὸν φθόνο τῶν ἄλλων ἀρχόντων καὶ τελικὰ ρίχτηκε στὸν λάκκο τῶν λεόντων, ἀπ’ ὅπου σώθηκε θαυματουργικά. Τὸ προφητικὸ του ἔργο, ἐξακολούθησε σ’ ὅλη  τὴ διάρκεια τῆς Αἰχμαλωσίας (α΄ 21). Πέθανε σὲ προχωρημένη ἡλικία. Μνημονεύεται στά Ἰεζεκιὴλ ιδ΄ 14, κη΄ 3, Α΄ Μάρκου β΄60, Ματθαίου κδ΄ 15, Μᾶρκου ιγ΄14, Ἑβραίους ια΄33. Βλ. καί Δανιὴλ βιβλίον Π.Δ. Α΄τομ. σελ. 148.

Τρεῖς Παῖδες

 

 

Μακαβαῖοι

 

Στέφανος

Α΄.

Εἷς τῶν ἑπτὰ διακόνων, τῶν κατ’ ἐντολὴν τῶν Ἀποστόλων τὸ πρῶτον ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας τῶν χριστιανῶν τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις ἐκλεχθέντων. Ἦν δ’ οὗτος σπουδαῖος ἀνήρ «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου», φαίνεται δέ ὤν τῶν Ἑβραίων Ἑλληνιστῶν, καὶ ἐγκρατὴς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων τῶν παρ’ αὐτοῖς, διὸ καὶ ἐξελέγη τοιοῦτος (Πράξεων στ, 1-16). Διὰ τῶν ἔργων αὐτοῦ, καὶ τῶν ὑπὲρ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀποδείξεων αὐτοῦ ὁ Στέφανος τὸ μῖσος καὶ τὸν χόλον ὑποθερμάνας τῶν Ἑβραίων, κατηγορήθη καὶ ἠνέχθη ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου, ὅπως δικασθῇ. Ἀπολογούμενος δὲ, ἀπέδειξεν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ἐστὶ ἀπόρροια τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ πλήρωσις τῶν τύπων καὶ τῶν προεικονισμάτων τούτου. Πρὸς δὲ ὅτι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ εἰσιν ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας. Αὕτη δὲ, ἡ παρρησία αὐτοῦ τοσούτῳ παρώξυνε τοὺς ἀπηνεῖς αὐτοῦ διώκτας, ὥστε οὗτοι εἰς ὀχλαγωγίαν μεταποιήσαντες τὴν δίκην, ἔσυραν αὐτὸν εἰς τὴν καταδίκην. Ἀτενίσαντες δὲ αὐτοῦ πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰπόντος «ἰδοὺ, θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους, καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα τοῦ Θεοῦ», οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ἤρξαντο λιθοβολεῖν αὐτόν. Θανατηφόρως δὲ φερομένων κατ’ αὐτοῦ τῶν λίθων, θεὶς τὰ γόνατα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, εἰπὼν, ἐκοιμήθη» (Πράξεων ζλ, 56,60).

Οὗτος δὲ ὁ διωγμὸς ἀντὶ καταστολῆς καὶ τρόμου θάρρος καὶ πρόοδον ἐνέσπειρεν ἐν τῷ χριστιανισμῷ. Τὸ δὲ «αἷμα τῶν μαρτύρων ἐγένετο ὁ σπόρος τῆς Ἐκκλησίας» καθὰ καὶ Τερτυλιανὸς φησι (Πράξεων η΄, 1, 4. ια, 19,21).

Τοῦτο δὲ, τὸ κατὰ τὸν θάνατον τούτου τοῦ πρωτομάρτυρος ἀνεξίκακον, καὶ αἱ ὑπὲρ τῶν θανατούντων αὐτὸν δεήσεις αὐτοῦ, καὶ πρὸς τούτοις τὸ ὅλον τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἐν τούτοις, πάντα ἀληθῇ ἀπομιμήματα τοῦ τρόπου τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ Χριστοῦ ὄντα, ἐπενήργησαν ἐπὶ τῆς διανοίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καὶ εἰς ἐπιστροφὴν ἡτοίμασαν αὐτὸν (Πράξεων κβ΄, 19,20).   

Β΄.

Στέφανος. Ἕνας ἀπὸ τοὺς 7 Διακόνους τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διακονοῦσαν «εἰς τὰς τραπέζας», ἀνάγκη ποὺ προέκυψε κατόπιν τοῦ γογγυσμοῦ τῶν ἑλληνιστῶν (Πράξεων στ΄, 1-6). Περιγράφεται ὡς «ἀνὴρ πλήρης πίστεως καὶ πνεύματος ἁγίου». Πέραν τῆς διακονίας του αὐτῆς «ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ», πρᾶγμα ποὺ σήκωσε τὴν ἀντίδραση τῶν ἀντιτιθεμένων, οἱ ὁποῖοι τελικὰ τὸν κατηγόρησαν, ὅτι μιλοῦσε ἐναντίον τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Νόμου. Ἡ ἀπολογία του στὸ Συνέδριον (ζ΄), ἦταν μία ἔξοχη σύνοψη τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀπὸ τῆς κλήσεως τοῦ Ἀβραάμ, ἕως τὴν ἔλευση «τοῦ Δικαίου». Τὸ τέλος τοῦ λόγου του, κάλυψε ἡ λυσσώδης ἀντίδρασις τῶν δικαστῶν του καὶ ὁ λιθοβολισμὸς του. Στὴ θυσία τούτη τοῦ Πρωτομάρτυρος ἦταν παρὼν καὶ ὁ διώκτης Σαῦλος (ζ΄ 58), ὁ μετέπειτα ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, στὸ πνεῦμα τοῦ ὁποίου σαφῶς ἐπενέργησε ἡ ὅλη μαρτυρία ζωῆς καὶ θανάτου τοῦ Στεφάνου (Πράξεων κβ΄ 19,20)

Νεανίσκοι

«Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ. γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα. ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν» (Α΄ Ἰωάννου β΄13-14).

Σαμψών.

Υἱὸς τοῦ Μανωὲ, Κριτὴς τῶν Ἑβραίων ἐπὶ εἰκοσαετίαν ὅλην, καὶ θεωρούμενος παρ’ αὐτῶν ὡς ὁ Ἡρακλῆς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Κριτ, ιγ΄-ιστ΄). Ἡ γέννησις αὐτοῦ προηγγέλθη τοῖς γονεῦσιν αὐτοῦ ὑπὸ του ἀγγέλου τοῦ Κυρίου. Ἦν δὲ μικρόθεν Ναζηραῖος, ἀπέχων τῶν μεθυστικῶν ποτῶν, καὶ πάσης μὴ καθαρᾶς τροφῆς. Ἀνδρωθεὶς δὲ, δικρίθη ἐπὶ τε ὑπερβαλλούσσῃ σωματικῇ ρώμῃ, ἐπὶ πολλῇ ἠθικῇ ἀδυναμίᾳ, καὶ ἐπὶ μεγίστοις ἀνδραγαθήμασιν, ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ φερομένοις, καὶ ἀείποτε διὰ τοῦτο ὑπὸ τῆς θείας προνοίας ποραγομένοις (Κριτ. ιγ΄ 25, ιδ΄ 6,19, ιε΄14, ιστ΄ 20, 28). Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ ἠλευθέρωται δι’ αὐτοῦ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς δουλείας ἤ καὶ τῶν πιέσεων τῶν Φιλισταίων. Σπουδαιότατον δὲ τῶν ἀνδραγαθημάτων τοῦ Σαμψών φέρεται τὸ ἡρωϊκὸν αὐτοῦ τέλος. Αἱ δὲ ἁμαρτίαι αὐτοῦ καὶ αἱ παρεκτροπαὶ κατήγαγον μὲν αὐτὸν εἰς περιφρόνησιν καὶ κακοδαιμονίαν, ἀλλ’ ἐπὶ τέλους ἐθριάμβευσεν ἡ πίστις καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις (Ἑβραίους ια΄, 32). Ἡ ἱστορία τοῦ Σαμψών, ἐπισταμένως ἐξεταζομένη, τὰ μάλιστα σαφηνίζει τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἀπατηλῶν τάσεων τῆς ἁμαρτίας, καὶ σαφῶς καταδείκνυσι τὴν χάριν καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, χεομένην ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας καὶ μετανοοῦντας (Κριτ. ιγ΄, 22).

Ἀβεσσαλώμ.

Α΄

Πατὴρ εἰρήνης.

Υἱὸς τοῦ Δαβίδ, καὶ Μααχά, τῆς συζύγου αὐτοῦ (Β΄ Σαμ. ἤ Βασιλειῶν γ΄, 3). Διεκρίνετο ἐπὶ τῷ κάλλει αὐτοῦ ὡς καὶ τῇ ὡραιότητι τῆς κόμης αὑτοῦ (Β΄ Σαμ. ἤ Β΄Βασιλειῶν ιδ΄, 25, 26), ἥτις κειρομένη, ἦν διακόσιοι σίκλοι.

Ἀνακαλυφθεὶς δέ, ὅτι τῇ συνεργίᾳ αὐτοῦ ἐφονεύθη Ἀμνών ὁ ὁμοπάτριος ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὁ μετὰ Θάμαρ τῆς ἀδελφῆς αὑτοῦ ἀσεβήσας, καὶ φοβηθεὶς τοῦ πατρὸς τὴν ὀργὴν, κατέφυγε παρὰ τῷ πάππῳ αὑτοῦ, βασιλεῖ τῆς Γεσσοὺρ, καὶ διέμεινε παρ’ αὐτῷ τριετίαν. Ἀλλὰ τῇ συμπράξει τοῦ Ἰωάβ ἐπέτρεψεν ὁ Δαβίδ τὴν ἐπάνοδον αὐτοῦ, καὶ ἐπανελθόντα φιλίως ὑπεδέξατο αὐτὸν (Β Σαμ. ἤ Βασιλειῶν ιδ΄). Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἦν λίαν μάταιος, φιλόδοξος καὶ ἀχάριστος. Διὰ ταῦτα ἅμα ἐπανελθὼν εἰς τὴν πρωτεύουσαν, διενοεῖτο νὰ ἐκθρνίσῃ τὸν πατέρα αὑτοῦ, καὶ νὰ βασιλεύσῃ αὐτὸς ἀντ’ ἐκείνου. Πρὸς δὲ τοῦτο ἤρξατο διενεργῶν δραστηρίως. Αἱ δὲ προσπάθειαι αὐτοῦ δὲν ἀπέβησαν ἐντελῶς ἄνευ ἀποτελέσματος, διότι, διαφθείρας πολλούς, καὶ στασιάσας κατὰ τῆς ἐξουσίας, κατόρθωσεν ἐπὶ τέλους νὰ ἀναγορευθῇ βασιλεύς ἐν Χεβρὼν.

Ὁ Δαβίδ τὴν πρόοδον ταύτην τοῦ υἱοῦ αὑτοῦ Ἀβεσσαλὼμ διαβλέπων, καὶ φειδόμενος τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ, ἀπεχώρησε τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ Ἀβεσσαλὼμ τὴν ἀποχώρησιν ταύτην τοῦ πατρὸς αὑτοῦ ὡς ἐντελῆ ἧτταν ἐκλαβὼν, καὶ τυφλούμενος ὑπὸ τῆς ἰδίας αὑτοῦ δοξομανίας, καὶ τῶν θελγήτρων τοῦ θρόνου, ὥρμησε πρὸς καταδίωξιν τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ συναφθεὶς μάχης, ἐντελῶς ἡττήθη, καὶ φεύγων ἐπὶ ἡμιόνου, ἐκρεμάσθη ἀπὸ δρυὸς, περιπλεχθείσης εἰς τοὺς κλῶνας ταύτης τῆς κεφαλῆς αὑτοῦ.

Οὕτω δ’ ἀνηρτημένος ἀνευρεθείς, ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Ἰωάβ, καὶ ἐτάφη ἐντός λάκκου εἰς τὸ δάσος. Οἱ δὲ νικηταὶ στρατιῶται ἔρριψαν κατὰ τοῦ τάφου λίθους πρὸς περιφρόνησιν (Β΄ Σαμ. ἤ Βασιλειῶν ιη΄17).

Οὕτω δὲ ἐτελείωσεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἡ ἐπανάστασιςμ τραπέντων τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ πάντων εἰς αἰσχρὰν φυγὴν.

Ἀλλ’ ἡ φιλόστοργος καρδία τοῦ Δαβὶδ τὰ μάλιστα ἐθλίβη ἐπὶ τῷ θανάτῳ τούτῳ τοῦ Ἀβεσσαλὼμ, ἅμα μαθοῦσα τοῦτον. Διὸ ὁ Δαβίδ κλαίων καὶ περιφερόμενος ἐκραύγαζεν «υἱέ μου Ἀβεσσαλὼμ, υἱὲ μου, υἱὲ μου Ἀβεσσαλὼμ! εἴθε νὰ ἀπέθνησκον ἐγὼ ἀντὸ σοῦ, Ἀβεσσαλὼμ   υἱὲ μου, υἱὲ μου» ! (Β΄ Σαμ. ἤ Βασιλειῶν ιη΄, 33).

Ὁ ἱερὸς συγγραφεύς σκοπίμως βεβαίως ἀναφέρει ἐν τῇ συνεχείᾳ ὅτι ὁ Ἀβεσσαλὼμ   ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ βασιλέως «ἔστησε δι’ ἑαυτὸν στήλην», ἥν ὠνόμασεν διὰ τοῦ ἰδίου αὑτοῦ ὀνόματος, ὡς ἐλπίζων ἴσως ὑπὸ ταύτην νὰ ταφῇ (Β΄, Σαμ. ἤ Βασιλειῶν ιη΄, 18) εἰς προσβολὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τῆς ματαιότητος καὶ ἀλλαζονείας τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἀβεσσαλὼμ κεῖται λαμπρὸν παράδειγμα τοῖς νέοις, τοῖς πρὸς τούς γονεῖς αὑτῶν ἀσεβοῦσιν, ὡς καὶ πᾶσι τοῖς ματαίοις, καὶ φιλοδόξοις καὶ ὑπὸ τοιούτων ἐν γένει παθῶν κατακυριευομένοις.

Β΄.

Ἀβεσσαλὼμ. Τρῖτος γυιὸς τοῦ Δαβὶδ, ἀπὸ τὴ Μααχὰ, κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γεσσούρ (Β΄ Σαμ. γ΄, 3). Ἐφόνευσε τὸν Ἀμνὼν καὶ κατέφυγε στὸν παπποῦ του (ιγ΄1-29) Συνομώτησε ἐναντίον τοῦ πατέρα του μέ τραγικὸ τέλος (ιη΄ 9-17). Ὁ Δαβίδ, τὸν θρήνησε μὲ πολὺ πόνο (ιη΄ 33, ιθ΄, 1). Σχ. Ψαλμοῦ γ΄.

Ὁ πλούσιος νέος (Ματθαίου ιθ΄, 20-22)

«Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ ῾Ιησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά»

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images