Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024

Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἱερουσαλήμ συγκρινομένη μέ τόν θρίαμβο τοῦ Ρωμαίου Καίσαρος Τίτου στήν Ρώμη μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ τοῦ Ναοῦ καί τήν διάλυση τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ τό 70 μ.Χ.

 

(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ-24 Ἀπριλίου 2016)

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

          Πρό ἕξι ἡμερῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα καί τήν ἑπομένη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τόν τετραήμερον Λάζαρο εἰσῆλθε στά Ἱεροσόλυμα καί ὁ λαός τῶν Ἰουδαίων τόν ὑποδέχθηκε μέ ἐνθουσιασμό καί ἐγκαρδιότητα.

  1. Τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Κυρίου μας ἀναφέρουν καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές μέ ἐλαφρές παραλλαγές πού δέν θίγουν τόν πυρήνα τοῦ γεγονότος.

α΄. Τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο

«ταν πλησίασαν στά εροσόλυμα κι φτασαν στήν Βηθσφαγή, κοντά στό ρος τν  λαίων, ησος στειλε δύο μαθητές λέγοντάς τους: Πηγαίνετε στό χωριό πού εναι πέναντί σας, καί θά βρετε μέσως να θηλυκό γαϊδούρι δεμένο, μαζί μέ τό πουλάρι του. Νά τά λύσετε καί νά μο τά φέρετε. Κι ν σς πε κανένας τίποτε, νά το πετε πώς τά χρειάζεται Κύριος. Κι ατός θά τά στείλει μέσως. Αὐτά γιναν γιά νά κπληρωθε κενο πού εχε πε Θεός μέ τά λόγια τοῦ προφήτη: Πέστε στή θυγατέρα Σιών: Ἰδού, ὁ βασιλιάς σου ρχεται σ’ σένα πράος καβάλα ἐπάνω σέ γαϊδούρι καί ἐπάνω σέ πουλάρι, γέννημα ποζυγίου. Οἱ μαθητές πγαν κι καναν πως τούς πρόσταξε ησος·  ἔφεραν τό γαϊδούρι καί τό πουλάρι του, βαλαν ἐπάνω τους τά ροχα τους κι κενος κάθισε ἐπάνω σ’ ατά. Οἱ πιό πολλοί πό τό πλθος στρωναν τά ροχα τους στό δρόμο, ν λλοι κοβαν κλαδιά πό τά δέντρα καί τά στρωναν στό δρόμο. Καί τό πλθος, σοι βάδιζαν μπροστά Του κι σοι κολουθοσαν, κραύγαζαν: Δόξα στόν Υό το Δαβίδ! Ελογημένος ατός πού ρχεται σταλμένος πό τόν Κύριο! Δόξα στόν ψιστο Θεό! ταν μπκαν στά εροσόλυμα, ναστατώθηκε λη πόλη, καί λεγαν: Ποιός εναι ατός; Καί τό πλθος λεγε: Ατός εναι   προφήτης ησος, πό τή Ναζαρέτ τς Γαλιλαίας. Ὁ ησος μπκε στό ναό το Θεο κι δίωξε λους ατούς πού πουλοσαν καί γόραζαν στό χρο το ναο, καί ναποδογύρισε τά τραπέζια τν ργυραμοιβν καί τά καθίσματα ατν πού πουλοσαν περιστέρια. Καί τούς επε: Γραφή λέει: οκος μου πρέπει νά εναι οκος προσευχς· σες μως τόν κάνατε σπήλαιο ληστν. Ἐκεῖ στό ναό τόν πλησίασαν κουτσοί καί τυφλοί, καί τούς θεράπευσε. Ὅταν εδαν ο  ρχιερες καί ο γραμματες τά θαύματα πού κανε, καί τά παιδιά νά φωνάζουν μέσα στό ναό καί νά λένε δόξα στόν Υό το Δαβίδ, γανάκτησαν καί το επαν: Δέν κος τί λένε ατοί; Κι ησος τούς λέει: Καί βέβαια τ’ κουσα. λλά κι σες δέ διαβάσατε ποτέ στήν  Γραφή πώς πό τό στόμα τν νηπίων καί τν βρεφν κανες νά βγε τέλειος μνος; Τούς φησε καί βγκε ξω πό τήν πόλη, στήν Βηθανία, καί διανυκτέρευσε κε».[1]

          β΄.Τό κατά Μᾶρκον εὐαγγέλιο

«Ὅταν πλησίασαν στά εροσόλυμα, στή Βηθσφαγή καί στή Βηθανία, κοντά στό ρος τν  λαιν, στειλε ησος δύο πό τούς μαθητές Του, καί τούς λέει: Πηγαίνετε στό πέναντι χωριό καί μόλις μπετε μέσα σ’ ατό θά βρετε να πουλάρι δεμένο, στό ποο κανένας νθρωπος κόμη δέν χει καθίσει. Λύστέ το καί φέρτέ το. Ἐάν κανείς σς ρωτήσει γιατί τό κάνετε ατό; νά το πετε Κύριος τό χρειάζεται καί μέσως στερα θά τό στείλει πάλι πίσω. Αὐτοί πγαν καί βρκαν τό πουλάρι δεμένο κοντά σέ μία αλόπορτα ξω στό δρόμο καί τό λυσαν. Μερικοί π’ ατούς πού στέκονταν κε τους ρώτησαν: Τί συμβαίνει καί λύνετε τό πουλάρι; Οἱ μαθητές τούς πάντησαν πως τούς επε ησος, κι κενοι τούς φησαν. Ἔφεραν τότε τό πουλάρι στόν ησο, βαλαν ἐπάνω σ’ ατό τά ροχα τους κι κενος κάθισε ἐπάνω του. Πολλοί στρωσαν τά ροχα τους στό δρόμο κι λλοι κοβαν κλαδιά πό τά δέντρα καί τά στρωναν στό δρόμο. Ὅσοι βάδιζαν μπροστά καί σοι κολουθοσαν πό πίσω κραύγαζαν: Δόξα στό Θεό! Ελογημένος ατός πού ρχεται σταλμένος πό τόν Κύριο! Εὐλογημένη βασιλεία το πατέρα μας Δαβίδ, πού ἔρχεται στό νομα το Κυρίου! Δόξα στόν ψιστο Θεό! Μπῆκε ησος στά εροσόλυμα καί πγε στό ναό. φο ριξε μία ματιά σ’ λα γύρω του, πειδή εχε κιόλας βραδιάσει, γύρισε μέ τούς δώδεκα μαθητές στή Βηθανία...

«Ὅταν ρθαν πάλι στά εροσόλυμα, μπκε ησος στό ναό κι ρχισε νά διώχνει ατούς πού πουλοσαν κι γόραζαν στό χρο το ναο. ναποδογύρισε τά τραπέζια τν ργυραμοιβν καί τά καθίσματα ατν πού πουλοσαν περιστέρια. Ἐπίσης δέν πέτρεπε νά μεταφέρει κανείς πράγματα διά μέσου του ναο. Δίδασκε καί τούς λεγε: Δέ λέει Γραφή τι οκος μου πρέπει νά εναι οκος προσευχς γιά λους τους λαούς;  σες μως τόν κάνατε σπήλαιο ληστν. Τά πληροφορήθηκαν ατά ο γραμματες καί ο Φαρισαοι καί ο ρχιερες, κι ναζητοσαν τρόπο νά τόν ξοντώσουν. Τόν φοβονταν μως, γιατί λαός ντυπωσιαζόταν μέ τή διδασκαλία του. Ὅταν βραδίασε, ησος βγκε ξω πό τήν πόλη».[2]

γ΄. Τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο

«Ὕστερα ἀπ’ αὐτά πού εἶπε, προχώρησε μπροστά ἀπό τούς ἄλλους βαδίζοντας γιά τά Ἱεροσόλυμα. Ὅταν ἔφτασε κοντά στή Βηθσφαγή καί τή Βηθανία, κοντά στό βουνό πού ὀνομάζεται ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπό τούς μαθητές του λέγοντας: Πηγαίνετε στό ἀπέναντι χωριό καί, μόλις μπεῖτε σ’ αὐτό, θά βρεῖτε ἕνα πουλάρι δεμένο, στό ὁποῖο κανένας ἄνθρωπος ὡς τώρα δέν ἔχει καθίσει. Λύστε το καί φέρτε το. Ἄν κάποιος σᾶς ρωτήσει γιατί τό λύνετε, νά τοῦ ἀπαντήσετε ὅτι ὁ Κύριος τό χρειάζεται. Πῆγαν λοιπόν οἱ μαθητές καί βρῆκαν τό πουλάρι νά στέκεται ὅπως τούς εἶχε πεῖ. Ὅταν τό ἔλυναν, οἱ κάτοχοί του τούς ρώτησαν: Γιατί λύνετε τό πουλάρι; κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: Τό χρειάζεται ὁ Κύριος. Τό ἔφεραν τότε στόν Ἰησοῦ, καί, ἀφοῦ ἔριξαν ἐπάνω στό πουλάρι τά ροῦχα τους, ἀνέβασαν σ’ αὐτό τόν Ἰησοῦ. Καθώς προχωροῦσε, ἔστρωναν κάτω στό δρόμο τά ροῦχα τους. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς πλησίαζε πιά στό σημεῖο πού κατηφορίζει ἀπό τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅλο τό πλῆθος τῶν μαθητῶν του ἄρχισαν νά δοξάζουν χαρούμενοι τό Θεό μέ δυνατή φωνή γιά ὅλα τά θαύματα πού εἶδαν. Κι ἔλεγαν: Εὐλογημένος ὁ βασιλιάς πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εἰρήνη στόν οὐρανό, καί δόξα στόν ὕψιστο Θεό! Μερικοί ὅμως ἀπό τούς Φαρισαίους τοῦ εἶπαν μέσα ἀπό τό πλῆθος: Διδάσκαλε, νά ἐπιτιμήσεις τούς μαθητές σου. Κι ἐκεῖνος τούς ἀποκρίθηκε: Πρέπει νά ξέρετε πώς, ἄν αὐτοί σωπάσουν, οἱ πέτρες θά κραυγάσουν. Ὅταν πλησίασε καί εἶδε τήν πόλη, ἔκλαψε γι’ αὐτήν καί εἶπε: Μακάρι νά ἤξερες κι ἐσύ, ἔστω καί τήν ἡμέρα αὐτή, τί θά μποροῦσε νά σού χαρίσει τήν εἰρήνη. Τώρα ὅμως αὐτό μένει κρυφό ἀπό τά μάτια σου. Γιατί θά ρθοῦν γιά σένα ἡμέρες πού οἱ ἐχθροί σου θά σέ ζώσουν μέ χαρακώματα, θά σέ περικυκλώσουν καί θά σέ πολιορκήσουν ἀπό παντοῦ. Θά ἀφανίσουν κι ἐσένα καί τά παιδιά σου καί δέ θά σοῦ ἀφήσουν πέτρα ἐπάνω στήν πέτρα. Κι ὅλα αὐτά, γιατί δέν ἔδωσες σημασία τήν ἡμέρα πού σ’ ἐπισκέφτηκε ὁ Θεός. Ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό ναό κι ἄρχισε νά διώχνει ἀπό κεῖ τούς πωλητές καί τούς ἀγοραστές λέγοντάς τους: Ἡ Γραφή λέει ὅτι ὁ οἶκος μου θά εἶναι οἶκος προσευχῆς· ἐσεῖς ὅμως τήν κάνατε σπήλαιο ληστῶν». Κάθε ἡμέρα δίδασκε στό ναό, οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως, οἱ γραμματεῖς καί οἱ προύχοντες τοῦ λαοῦ ζητοῦσαν εὐκαιρία νά τόν ἐξοντώσουν. Δέν ἔβρισκαν ὅμως τόν τρόπο, γιατί ὅλος ὁ λαός, ὅταν τόν ἄκουγε, κρεμόταν ἀπό τά χείλη του»[3].

δ΄. Ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο

«Τήν λλη μέρα (δηλαδή τήν ἑπομένη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου), τό μεγάλο πλθος πού εχε ρθει γιά τή γιορτή το Πάσχα, ταν κουσαν τι ρχεται ησος στά εροσόλυμα, πῆραν κλαδιά φοινικις, καί βγκαν πό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν, καί κραύγαζαν: Δόξα στό Θεό! Ελογημένος ατός πού ρχεται σταλμένος πό τόν Κύριο! Ελογημένος βασιλιάς το σραήλ! Ὁ ησος εχε βρε να γαϊδουράκι καί κάθισε πάνω του, πως λέει Γραφή: Μή φοβσαι θυγατέρα μου, πόλη τς Σιών· Ἰδού, βασιλιάς σουρχεται σ’ σένα. Σέ γαϊδουράκι ἐπάνω καθισμένος. Αὐτά στήν ρχή δέν τά κατάλαβαν ο μαθητές του· ταν μως ησος νυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τά θυμήθηκαν. τι εχε γράψει γιά ἐκενον Γραφή, ατά καί το καναν. Ὅλοι, λοιπόν, κενοι πού ταν μαζί μέ τόν ησο, ταν φώναξε τό Λάζαρο πό τόν τάφο καί τόν νάστησε πό τούς νεκρούς, διηγονταν σα εχαν δε. Γι’ ατό, ρθε τό πλθος νά τόν προϋπαντήσει, πειδή μαθαν τι ατός εχε κάνει τό θαυμαστό ατό σημεο. Οἱ Φαρισαοι τότε επαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πώς ναβολή δέν φελε· νά πού λος κόσμος τρεξε πίσω του».[4]

* * * * *

  1. Ὁ Θρίαμβος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Στρατηγοῦ Φλαβίου Τίτου

Ὁ ἀρνησίθρησκος Ἰουδαῖος ἱστορικός Φλάβιος Ἰώσηπος περιγράφει στό ἔργο του «Ὁ Ἰουδαϊκός Πόλεμος» τήν ἐπανάσταση τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν Ρωμαίων πού ἄν καί ἦταν Ἰουδαῖος ὑπηρέτησε μέ θαυμασμό τούς Ρωμαίους. Στό ἔργο του πού ἀναφέραμε περιγράφει τόν θρίαμβο τοῦ Ρωμαίου Καίσαρος Στρατηγοῦ Φλαβίου Τίτου Βεσπασιανοῦ πού κατέστειλε τήν ἐπανάσταση τῶν Ἰουδαίων, κατάστρεψε τήν Ἱερουσαλήμ, γκρέμισε τόν Ναό τοῦ Θεοῦ καί νικητής ἐπέστρεψε στήν Ρώμη γιά νά ἑορτάσει τήν νίκη του.   

Ὁ Τίτος, ξεκίνησε γιά τήν προσχεδιασμένη του ἐκστρατεία στήν Αἴγυπτο καί διασχίζοντας μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα τήν ἔρημο ἔφτασε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, ἔχοντας ἀποφασίσει νά ἀποπλεύσει γιά τήν Ἰταλία, ἔστειλε στούς προηγούμενους σταθμούς τους τίς δύο λεγεῶνες πού τόν συνόδευαν, τήν πέμπτη στή Μυσία καί τή δέκατη πέμπτη στήν Παννονία. Ἀπό τούς αἰχμαλώτους, τούς ἀρχηγούς, Σίμωνα καί Ἰωάννη, μαζί μέ ἑπτακόσιους ἀπό τούς ὑπόλοιπους, τούς ὁποίους διάλεξε γιατί ξεχώριζαν σέ ὕψος καί ὀμορφιά, διέταξε νά μεταφεθοῦν ἀμέσως στήν Ἰταλία, ἐπιθυμώντας νά τούς παρουσιάσει στόν θρίαμβο. Μετά ἀπό ταξίδι τόσο εὐχάριστο ὅσο θά ἐπιθυμοῦσε, ἡ Ρώμη τόν ὑποδέχτηκε καί τόν καλωσόρισε τόσο θερμά ὅσο καί τόν πατέρα του· ἀλλά γιά τόν Τίτο ἦταν ἀκόμα πιό λαμπρή ἡ ὑποδοχή γιατί τόν δέχτηκε καί τόν ἀπάντησε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του. Τό πλῆθος τῶν πολιτῶν ἔνοιωσε ἐκστατική χαρά βλέποντας τούς τρεῖς τους ἑνωμένους. Προτοῦ περάσουν πολλές μέρες, ἀποφάσισαν νά γιορτάσουν τά κατορθώματά τους σέ κοινό θρίαμβο, παρ’ ὅλο πού ἡ σύγκλητος εἶχε ψηφίσει χωριστό θρίαμβο γιά τόν καθένα. Ἀνακοινώθηκε ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία θά γιορταζόταν ἡ νίκη, καί οὔτε ψυχή ἀπό τούς ἀμέτρητους κατοίκους δέν ἔμεινε σπίτι: Ὅλοι βγῆκαν καί κατέλαβαν ὅλες τίς θέσεις ὅπου ἦταν δυνατόν νά κάτσουν, ἀφήνοντας χῶρο ἴσα-ἴσα γιά νά περάσουν ἐκεῖνοι πού θά ἔβλεπαν.

 Ὁ στρατός, ἤδη ἀπό τή νύχτα, βάδισε κατά λόχους καί τάγματα, ὑπό τίς διαταγές τῶν διοικητῶν τους, καί παρατάχθηκε, ὄχι γύρω ἀπό τίς θύρες τοῦ ἄνω παλατιοῦ, ἀλλά κοντά στόν ναό τῆς Ἴσιδος, γιατί ἐκεῖ ξεκουράστηκαν ἐκείνη τή νύχτα οἱ αὐτοκράτορες. Τήν αὐγή, ἐμφανίστηκαν ὁ Βεσπασιανός καί ὁ Τῖτος, στεφανωμένοι μέ δάφνη καί ντυμένοι μέ τίς παραδοσιακές πορφυρές στολές, καί προχώρησαν πρός τόν δρόμο τῆς Ὀκταβίας. Ἐκεῖ τούς περίμενε ἡ σύγκλητος, οἱ ἄρχοντες καί οἱ ἱππεῖς. Μπροστά ἀπό τίς στοές εἶχε στηθεῖ βῆμα καί ἐπάνω του δίφροι ἀπό ἐλεφαντόδοντο, ἐπάνω στούς ὁποίους πῆραν τή θέση τους μόλις ἔφτασαν. Ἀμέσως, ὁ στρατός ἐπευφήμησε, ἀποδίδοντας στόν καθένα πλῆθος μαρτυρίες τῆς ἀνδρείας του. Ἐκεῖνοι χωρίς ὅπλα φοροῦσαν μεταξωτές ἐσθῆτες καί ἦταν στεφανωμένοι μέ δάφνες. Ὁ Βεσπασιανός δέχτηκε τίς ἐπευφημίες τους, τίς ὁποῖες ἤθελαν νά συνεχίσουν, κι ἔκανε σῆμα γιά νά σιγήσουν. Στήν ἀπόλυτη σιγή πού ἐπικράτησε σηκώθηκε ὄρθιος καί, καλύπτοντας τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κεφαλιοῦ του μέ τόν μανδύα του, ἔκανε τίς πρέπουσες εὐχές. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Τῖτος. Μετά τίς εὐχές, ὁ Βεσπασιανός, ἀφοῦ μίλησε μέ συντομία πρός τό κοινό, ἔστειλε τούς στρατιῶτες στό ἐθιμικό πρωινό πού προσφέρεται ἀπό τούς αὐτοκράτορες, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀποσύρθηκε στήν πύλη, ἡ ὁποία εἶχε πάρει τ’ ὄνομά της ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπ’ αὐτήν περνοῦν πάντα οἱ θρίαμβοι. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπόφαγαν καί φόρεσαν ἐνδυμασίες κατάλληλες γιά τόν θρίαμβο, θυσίασαν στούς θεούς τῶν ὁποίων τά ἀγάλματα βρίσκονταν στήν πύλη κι ἔστειλαν τόν θρίαμβο νά περάσει μέσα ἀπό τά θέατρα, ὥστε νά ἔχει καλύτερη θέα τό πλῆθος.

 Εἶναι ἀδύνατον νά περιγράψουμε ἐπάξια τό μέγεθος καί τή μεγαλοπρέπεια ἐκείνου τό θεάματος, ἀπ’ ὅποια ἄποψη κι ἄν τό δεῖ κανείς, εἴτε ἀπό τήν καλλιτεχνία τῶν ἔργων εἴτε ἀπό τήν ποικιλία τοῦ πλούτου ἤ τή φυσική τους σπανιότητα. Γιατί σχεδόν ὅλα ὅσα εὐτύχισαν νά ἀποκτήσουν ποτέ οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα ὁ ἕνας κι ἄλλα ὁ ἄλλος, ἀξιοθαύμαστα καί πολυτελῆ, παρουσιάστηκαν ὅλα μαζί ἐκείνη τήν ἡμέρα γιά νά ἐπιδείξουν τό μεγαλεῖο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντικείμενα ἀπό χρυσάφι, ἀσήμι καί ἐλεφαντόδοντο, σέ κάθε δυνατή μορφή τά ἔβλεπες ὄχι σάν νά μεταφέρονταν σέ πομπή, ἀλλά νά ρέουν σάν ποτάμι· ἔβλεπες ὑφάσματα, ἄλλα ἀπό τήν πιό σπάνια πορφύρα κι ἄλλα κεντημένα μέ τήν τέχνη τῶν Βαβυλωνίων μέ τέλειες εἰκόνες· διαφανεῖς λίθοι, ἄλλοι τοποθετημένοι σέ χρυσά στεφάνια κι ἄλλοι σέ ἄλλες κατασκευές, πέρασαν σέ τόση ἀφθονία, ὥστε καταλάβαμε ὅτι ἦταν λάθος ὅτι τούς θεωρούσαμε σπάνιους. Περνοῦσαν ἐπίσης καί ἀγάλματα θεῶν τους, θαυμαστοῦ μεγέθους καί ὄχι κατώτερης τέχνης, κι ὅλα τους ἦταν κατασκευασμένα ἀπό πολύτιμα ὑλικά. ΙΙολλά εἴδη θηρίων περνοῦσαν, καλυμμένα ὅλα μέ κατάλληλα στολίδια. Τό πλῆθος τῶν ἀκολούθων πού ὁδηγοῦσαν τήν κάθε ὁμάδα τῶν ζώων ἦταν ντυμένο μέ ἀλιπόρφυρα ἐνδύματα κεντημένα μέ χρυσό· ἐνῶ ἐκεῖνοι πού ἐπιλέχτηκαν νά συμμετάσχουν στήν πομπή, εἶχαν ἐπάνω τους διαλεχτά στολίδια καταπληκτικοῦ πλούτου. Ἐπιπλέον, ἀκόμα καί μέσα στό πλῆθος τῶν αἰχμαλώτων, δέν ὑπῆρχε κανείς πού νά μήν εἶναι στολισμένος, ἐνῶ ἡ ποικιλία καί τό κάλλος τῶν ἐνδυμάτων τους ἔκρυβαν τή δυσάρεστη ὄψη πού προερχόταν ἀπό τίς κακώσεις τοῦ σώματος. Ἀλλά τίποτα στήν παρέλαση δέν προκάλεσε μεγαλύτερο θαυμασμό ἀπό τήν ἐπιδειξη τῶν φορητῶν σκηνῶν τοῦ θεάτρου, πράγματι, τό μέγεθός τους προκαλοῦσε ἀνησυχία καί φόβο σχετικά μέ τή σταθερότητά τους, καθώς πολλές ἦταν τριώροφες ἡ τετραώροφες, ἐνῶ ἡ πολυτέλεια τῆς κατασκευῆς ἦταν πηγή εὐχαρίστησης καί ἔκπληξης. Πολλές ἦταν περιβλημένες μέ ὑφάσματα κεντημένα μέ χρυσή κλωστή, κι ὅλες εἶχαν χρυσά καί ἐλεφάντινα σκαλισμένα πλαίσια. Ὁ πόλεμος ἀπεικονιζόταν σέ πολλές ἀναπαραστάσεις, διάφορες μεταξύ τους, προσφέροντας ζωντανές εἰκόνες τῶν στιγμῶν του. Στό ἕνα σημεῖο ἀπεικονιζόταν πλούσια χώρα ἀφανισμένη, ἀλλοῦ ὁλόκληρες φάλαγγες τῶν ἐχθρῶν σκοτωμένες, ἄλλους νά ἔχουν τραπεῖ σέ φυγή κι ἄλλους νά αἰχμαλωτιζονται· τείχη ὑπερβολικοῦ μεγέθους νά ἔχουν γκρεμιστεῖ ἀπό τίς πολιορκητικές μηχανές, ἰσχυρά φρούρια νά ἔχουν καταληφθεῖ, πόλεις καλά ὀχυρωμάνες νά ἔχουν ὑποταχθεῖ ἐντελῶς καί ὁ στρατός νά εἰσέρχεται μέσα ἀπό τίς πύλες τῶν τειχῶν, περιοχές πλημμυρισμένες στό αἷμα, τά χέρια ἐκείνων πού ἦταν ἀνίκανοι νά ἀντισταθοῦν σηκωμένα σέ ἱκεσία, ναοί νά ἔχουν παραδοθεῖ στίς φλόγες, σπίτια νά γκρεμίζονται ἐπάνω στά κεφάλια τῶν ἰδιοκτητῶν, καί μέσα σέ γενική ἐρημία καί κατήφεια, ποτάμια νά ρέουν ὄχι μέσα ἀπό καλλιεργημένη γῆ, οὔτε προσφέροντας νερό σέ ἀνθρώπους καί ζῶα, ἀλλά μέσα ἀπό χώρα πού ἀκόμα φλέγεται ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές· γιατί σέ τέτοιες δυστυχίες εἶχαν καταδικαστεῖ οἱ Ἰουδαῖοι ὅταν βυθίστηκαν στόν πόλεμο. Ἡ τέχνη καί τό μεγαλεῖο τούτων τῶν κατασκευῶν καθρέφτιζε τώρα τά γεγονότα σέ ἐκείνους πού δέν τά εἶχαν ζήσει, ὡσάν νά συνέβαιναν μπροστά στά μάτια τους. Σέ κάθε σκηνή εἶχε τοποθετηθεῖ ὁ στρατηγός πού κατέλαβε τήν πόλη στή στάση πού βρέθηκε. Ἀκολουθοῦσαν ἐπίσης καί πολλά πλοῖα. Τά λάφυρα μεταφέρονταν χύμα, ἐκτός ἀπό τά διαπρεπέστερα ὅλων ἐκεῖνα ἀπό τόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων.  Ἦταν μία χρυσή τράπεζα, πολλῶν ταλάντων σέ βάρος, καί λυχνοστάτης παρομοίως ἀπό χρυσό, ἀλλά κατασκευασμένος μέ διαφορετικό τρόπο ἀπ’ αὐτόν πού χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή ζωή. Ἕνας κεντρικός ἄξονας ἦταν μπηγμένος σέ βάση, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξεῖχαν λεπτοκαμωμένοι μίσχοι, σέ σχῆμα τρίαινας, ἐνῶ μία σφυρήλατη χάλκινη λυχνία ἦταν τοποθετημένη στήν ἄκρη κάθε μίσχου· αὐτές οἱ λυχνίες ἦταν ἑπτά, δηλώνοντας τήν τιμή, πού προσδίδουν στόν ἀριθμό αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι. Τελευταία ἀπ’ ὅλα τά λάφυρα, μεταφερόταν ὁ ἰουδαϊκός νόμος. Στή συνέχεια, ἀκολούθησε μεγάλη ὁμάδα πού μετέφερε ἀγάλματα νίκης, ὅλα φτιαγμένα ἀπό χρυσό καί ἐλεφαντόδοντο. Πίσω τους, ὁδηγοῦσε τό ἅρμα του ὁ Βεσπασιανός καί τόν ἀκολουθούσε ὁ Τῖτος, ἐνῶ ὁ Δομετιανός ἵππευε πίσω ἀπ’ αὐτούς, μέ διαπρεπῆ ἐνδυμασία καί ἱππεύοντας ἄλογο πού ἀπό μόνο του ἦταν ἀξιοθέατο.

 Ἡ θριαμβευτική πομπή κατέληξε στόν ναό τοῦ Καπιτώλιου Δία, στόν ὁποῖο μόλις ἔφτασαν σταμάτησαν· γιατί ἦταν παλιό ἔθιμο νά περιμένουν ἐκεῖ μέχρι νά ἀνακοινωθεῖ ἡ ἐκτέλεση τοῦ στρατηγοῦ τοῦ ἐχθροῦ. Αὐτός ἦταν ὁ Σίμωνας τοῦ Γιώρα, τόν ὁποῖον, ἀφοῦ πέρασε μέ τήν πομπή ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους, τόν ἔδεσαν μέ σχοινί ἀπό τόν λαιμό καί τόν ἔσυραν στήν ἀγορά, ἐνῶ ταυτόχρονα τόν μαστίγωναν ἐκεῖνοι πού τόν ὁδηγοῦσαν, γιατί σύμφωνα μέ τά νόμιμα τῶν Ρωμαίων ἐκεῖ πρέπει νά ἐκτελοῦνται οἱ καταδικασμένοι σέ θάνατο γιά κακουργήματα. Μόλις ἀνακοινώθηκε τό τέλος του καί χαιρετίστηκε ἀπό ὅλους μέ ἐπευφημίες, ἄρχισαν τίς θυσίες, τίς ὁποῖες πρόσφεραν μέ τίς νενομισμένες εὐχές, καί κατόπιν ἀποσύρθηκαν στό παλάτι. Μερικούς τούς δεξιώθηκαν στό τραπέζι τους, ἐνῶ γιά ὅλους τούς ὑπόλοιπους εἶχαν γίνει προετοιμασίες νά δειπνήσουν σέ διάφορα σπίτια. Γιατί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἡ πόλη τῆς Ρώμης γιόρταζε τά ἐπινίκια τῆς ἐκστρατείας ἐνάντιον τῶν ἐχθρῶν της, τόν τερματισμό τῶν ἐμφύλιων ταραχῶν, καί τήν ἔναρξη τῶν ἐλπίδων της γιά εὐδαιμονία.

  1. Ἀφοῦ τειλείωσαν οἱ θριαμβευτικές τελετές καί ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία στηρίχτηκε σέ στέρεα βάση, ὁ Βεσπασιανός ἀποφάσισε νά χτίσει ναό τῆς Εἰρήνης. Αὐτός ὁλοκληρώθηκε πολύ γρήγορα καί μέ τρόπο πού ξεπερνοῦσε κάθε ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Καθώς, ἐκτός ἀπό τή χορηγία ἄφθονων χρημάτων μέ τά ὅποια χτίστηκε, καλλωπίστηκε μέ ἀρχαία ἀριστουργήματα ζωγραφικῆς καί γλυπτικῆς, ὄντως, μέσα σέ τοῦτο τό ἱερό συσσωρεύτηκαν καί ἀποθηκεύτηκαν ὅλα τά ἀντικείμενα γιά τά ὁποία ἄνθρωποι περιπλανιοῦνταν σ’ ὅλον τόν κόσμο γιά νά τά δοῦν, καθώς καθένα τους βρισκόταν καί σέ ἄλλη χώρα. Σ’ αὐτόν τόν ναό ἐπίσης ἀφιερώθηκαν τά χρυσά σκεύη ἀπό τόν ναό τῶν Ἱεροσολύμων, πού ἦταν καί τό καμάρι του. Ἀλλά τόν νόμο τους καί τά πορφυρά παραπετάσματα τοῦ σηκοῦ πρόσταξε νά φυλαχτοῦν στό παλάτι[5].

* * * * *

  1. Σχόλια

Σαράντα χρόνια ἀργότερα ὁ ἀρνησίθρησκος Ἰουδαῖος, ὁ ἱστορικός Φλάβιος Ἰώσηπος, χρειάσθηκε μακροσκελεῖς σελίδες γιά νά περιγράψει μία ἄλλη θριαμβευτική εἴσοδο στήν ὁποία παραβρέθηκε κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ εὐαγγελιστές στήν θριαμευτική εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ· ἀλλά οἱ δύο διηγήσεις ἐμφανίζονται σάν νά εἶναι γραμμένες ἐπίτηδες γιά νά βρεθεῖ ἡ μία σέ ἀντίθεση τῆς ἄλλης.

α΄. Ἐκείνη τοῦ ἐξωμότη Ἰουδαίου περιγράφει τόν θρίαμβο ἐκείνου πού κατέστρεψε λίγο πρίν τήν Ἱερουσαλήμ καί εἰσέρχεται στήν εἰδωλολατρική Ρώμη ἀνάμεσα σέ ἀφάνταστη αἴγλη καί δύναμη. Ἡ διήγηση τῶν εὐαγγελιστῶν περιγράφει τόν θρίαμβο Ἐκείνου πού θά εἶναι ὁ καταστροφέας τῆς εἰδωλολατρικῆς Ρώμης καί πού τώρα εἰσέρχεται στήν Ἱερουσαλήμ μέ ταπεινώτατη ἐμφάνιση καί κλαίγοντας γιά τήν ἐγγύς καταστροφή αὐτῆς τῆς πόλεως.

β΄. Ὁ θριαμβευτής τῆς Ρώμης κλείει τήν πομπή του φονεύοντας στούς πρόποδες τοῦ Καπιτωλίου τόν ἀρχηγό τῶν ἐχθρῶν, πού ἔσερναν ἁλυσσοδεμένο πίσω ἀπό τήν ἀκολουθία. Ὁ θριαμβευτής τῆς Ἱερουσαλήμ τελειώνει μέ τό νά φονευθεῖ ὁ ἴδιος, ἔπειτα ἀπό τό θρίαμβο μίας
ἡμέρας.

γ΄. Στή Ρώμη, ἔπειτα ἀπό τίς ἑορτές, τίθενται τά θεμέλια ἑνός νέου εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ ἀφιερωμένου στή ρωμαϊκή εἰρήνη. Στήν Ἱερουσαλήμ ἀγγέλλεται ὅτι ὁ χειροποίητος Ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ θά ἀποβεῖ ἕνας σωρός ἐρειπίων, καί ἀντιθέτως θά τεθοῦν τά θεμέλια ἑνός ἀχειροποίητου Ναοῦ,[6] ὅπου θά λατρεύεται ὁ ζωντανός Θεός «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ»[7].

δ΄. Ὑπάρχει ἐν τούτοις ἕνα σπουδαιότατο σημεῖο στό ὁποῖο οἱ δυό διηγήσεις συμφωνοῦν, τό σημεῖο ὅπου βεβαιώνουν ὅτι ὁ καθένας ἀπό τούς θριαμβευτές εἶναι ὁ Μεσσίας : Γιά τούς εὐαγγελιστές ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ ξυλουργός τῆς Ναζαρέτ[8] κατά τό «ατόν πού προανάγγειλε Μωυσς στό νόμο, καί ο προφτες τόν βρήκαμε· εναι ησος, γιός το ωσήφ πό τή Ναζαρέτ»[9]. Γιά τόν ἐξωμότη Ἰουδαῖο ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Τῖτος Φλάβιος Βεσπασιανός, γεωργός πού γεννήθηκε στή Φαλακρίνη κοντά στή Ριέτη τό ἔτος 9 μ.Χ.[10].

Συγκρίνοντας σήμερα ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό τούς δυό θριάμβους πρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Ἰουδαῖος, κακῶς ὑποκινούμενος ἀπό τήν ἀποστασία του, ἔπεσε σέ μεγάλο σφάλμα.

ε΄. Ἄν καί ταπεινώτατος ὁ θρίαμος τῆς Ἱερουσαλήμ, ὑπῆρξε ἐγκάρδιος καί ἀσφαλῶς περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο τῆς Ρώμης. Ὁ Ἰωάννης (ιβ΄, 16 καί συνέχ.) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἐγκαρδιότητα ὑπῆρξε μεγάλη ἀκόμα καί ἐκ μέρους ἐκείνων τῶν πολιτῶν τῆς Ἱερουσαλήμ πού ἦταν μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἤ εἶχαν ἀκούσει τήν διήγηση ἀπό τούς μάρτυρες. Ἡ ἐγκαρδιότητα τῶν μαθητῶν χωρίς ἀμφιβολία ἦταν ἐξίσου μεγάλη ἐν τούτοις ἐμψυχωνόταν ἀπό κίνητρα ἐπιπόλαια καί χωρίς νά διακρίνουν τά βαθιά αἴτια τοῦ τί συνετελεῖτο, γιατί κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἴδιου εὐαγγελιστοῦ «Αὐτά στήν ρχή δέν τά κατάλαβαν ο μαθητές του· ταν μως ησος νυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τά θυμήθηκαν. Ὅ,τι εχε γράψει γιά κενον Γραφή, ατά καί το καναν»[11]. Τέλος, ὁ ἐνθουσιασμός τῶν μαθητῶν βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ ὄχλου, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐξυψωθεῖ σέ πιό ὑψηλές καί πνευματικές σκέψεις γιά ἐκεῖνο τόν συντομώτατο ἀνθρώπινο θρίαμβο τοῦ διδασκάλου τους.

στ΄. Ἀλλ’ ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὑπαγόρευσε τόν θριαμβευτικό χαρακτήρα τῆς ἐκδηλώσεως. Ἐπειδή οἱ Φαρισαῖοι ἔμεναν πάντα Φαρισαῖοι, ἀκόμα καί μέσα στόν γενικό ἐνθουσιασμό, καί ἐξάλλου ἔβλεπαν καλά ὅτι θά ἦταν πολύ ἐπικίνδυνο νά παύσει ὁ ἐνθουσιασμένος ὄχλος, μερικοί ἀπ’ αὐτούς σκέφθηκαν νά προστρέξουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπαν: «Διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου»[12], σάν οἱ πιό πολλοί ἀπ’ τούς πρωτεργάτες ἐκείνης τῆς ἐκδηλώσεως νά ἦταν μαθητές κι ὄχι οἱ Ἰουδαῖοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε : «Πρέπει νά ξέρετε πώς, ἄν αὐτοί σωπάσουν, οἱ πέτρες θά κραυγάσουν»[13].

Ἡ διαμαρτυρία ἀνανεώθηκε σέ λίγο ὅταν κατά τήν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, ὁμάδες παιδιῶν πού ἔτρεξαν μέσα στό πλῆθος ἄρχισαν νά κραυγάζουν : «Ὡσαννά τῷ υἱῷ Δαυίδ»[14], κάτω ἀπό τή μύτη τῶν ἀρχιερέων καί τῶν Γραμματέων. Τά διακεκριμένα αὐτά πρόσωπα, ἐρεθισμένα ἀπό τίς κραυγές τῶν μυξιάρικων παιδιῶν, διαμαρτυρήθηκαν στόν Ἰησοῦ: «Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν;». Τή φορά αὐτή ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε : «λλά κι σες δέ διαβάσατε ποτέ στήν  Γραφή πώς πό τό στόμα τν νηπίων καί τν βρεφν κανες νά βγε τέλειος μνος;»[15]. Τό ἀναφερόμενο ἐδάφιο[16] ἦταν σκοπιμώτατο, γιατί ἐκεῖ ὁ ποιητής ἀντιτάσσει τόν ἄδολο ὕμνο πού τά παιδιά καί τά θηλάζοντα ὑψώνουν στό Θεό στήν ἀναγκαστική σιωπή πού ἐπέβαλαν οἱ ἐχθροί του: Ἄν λοιπόν τά παιδιά στό Ναό δόξασαν τό Θεό, οἱ ἱερεῖς καί οἱ Γραμματεῖς μποροῦσαν εὔκολα νά θεωρηθοῦν μεταξύ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ μένοντας σιωπηλοί.   

Παραπομπές

[1]  «Καί ὅτε ἤγγισαν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὰς λέγων αὐτοῖς· πορεύθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστέλλει αὐτούς. τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. πορευθέντες δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· τίς ἐστιν οὗτος; οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· οὗτός ἔστιν ᾿Ιησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Καὶ εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς. ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ» Ματθαίου κα΄ 1-17.

[2] «Καί ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.  Καὶ εἰσῆλθεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα

«Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσωσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύετο ἔξω τῆς πόλεως» Μάρκου ια΄ 1-11, 15-19.

[3] «Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς ῾Ιεροσόλυμα.  καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰπών· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον;  οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν ᾿Ιησοῦν. πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ. ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων λέγοντες· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις. Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ, λέγων ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ, καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου· ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν,  καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοὶ λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου. Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζοντας λέγων αὐτοῖς· γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ, καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων» (Λουκᾶ ιθ΄ 28-48)

[4] «Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν» (Ἰωάννου ιβ΄ 12-19)

[5] Ἱστορία Ἰουδαϊκοῦ πολέμου πρός Ρωμαίους, Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Φιλολογική Ὁμάδα Κάκτου, Ἰωσήπου βιβλίο 7, §§120—162.

[6] Μάρκου ιδ΄, 58

[7] Ἰωάννου δ΄ 23

[8] Μάρκου στ΄ 3.

[9] «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆτες εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» Ἰωάννου α΄ 46.

[10] Ἰουδαϊκός Πόλεμος, βιβλίο στ΄ §§312-313.

[11] «ταῦτα οὐκ ἔγνωσαν αὐτοῦ οἱ μαθηταί τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη Ἰησοῦς τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ» Ἰωάννου ιβ΄ 16.

[12] Λουκᾶ ιθ΄ 39

[13] «Λέγω ὑμῖν, ἐάν οὗτοι σιωπήσουσιν, οἱ λίθοι κράξουσιν» (Λουκᾶ ιθ΄, 40).

[14] Ματθαίου κα΄ 9.

[15] «Ναί, οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω (ἔφτιαξες) αἶνον;» Ματθαίου κα΄, 16.

[16] Ψαλμοῦ η΄, 3.

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images