«ἰδοὺ ἐγώ, πάρειμι»
Τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ὁ ποταμὸς ᾿Ιορδάνης. Οἱ δύο μεγάλοι καὶ ἱστορικοὶ σταθμοὶ τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως. Στὸ Σινᾶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἑνός, τοῦ Μόνου, τοῦ ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ. Στὸν Ἰορδάνην «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Στὸ Σινᾶ ἐν μέσῳ ἀστραπῶν καὶ βροντῶν καὶ γνόφου καὶ θυέλλης-σύμβολα τῆς θείας παντοδυναμίας-ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «Ἄκουε, ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεός σου εἷς ἐστί».- Καὶ «Ἐγώ εἶμι Κύριος ὁ Θεός σου» (Ἐξόδου κ΄ 2). Κτυπᾶται ἡ πλάνη καὶ διαλύεται ἡ πολυθεΐα, γιά νά ἀναστηλωθεῖ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία, ἡ πίστη στὸν Ἕνα, τὸν Μόνον, τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Στὸν ᾿Ιορδάνη διακηρύσσεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐν τῷ Σινᾷ ἀποκαλυφθέντα Θεόν, ἡ τελεία, ἡ πλήρης ἀλήθεια καὶ γνώση τοῦ Ἑνὸς μὲν ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ θεότητα, Τριαδικοῦ ὅμως ὡς πρὸς τίς ὑποστάσεις καὶ τὰ πρόσωπα ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, βροντοφωνεῖ τὸ Σινᾶ. Τριαδικὸς εἶναι ὁ «εἷς Θεός, Τριὰς ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετος, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα», διακηρύττει ὁ ᾿Ιορδάνης. Πιστεύετε στὸν ἕνα Θεόν, λέγει σ’ ὅλους μας τὸ Σινᾶ. Προσκυνεῖτε Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον, διακελεύεται πρὸς ὅλους μας ὁ ᾿Ιορδάνης.
Δύο ἀποκαλύψεις πρὸς φωτισμὸ καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλ᾽ οὔτε ἡ πρώτη οὔτε ἡ δευτέρα θὰ ἐλάμβανε χώρα, ἂν ὁ ἄνθρωπος κρατοῦσε καλά, ἀπρόσβλητον καὶ ἀμείωτον, τὸ «κατ᾽ εἰκόνα» καὶ προχωροῦσε σταθερὰ στὸ «καθ᾽ ὁμοίωσιν». Διότι θεόπλαστος ὁ ἄνθρωπος, θεοειδῆ εἶχε καὶ τὴν ψυχήν του ἄκακη, ἁγνή, καθαρή ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς ρύπους, μὲ θετικὴ φορὰ πρὸς τὸν ἅγιον Θεὸν καὶ Πατέρα, τὸν πάνσοφον Πλάστην, τὸν πανάγαθον Δημιουργόν του. Αὐτὸ ἦταν τὸ φυσικό. Ἀλλ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔμεινε στὴν φυσική του κατάσταση ἀθῶος, ἄκακος, φυσιολογικός, ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ ἀγαθὸς Θεός. Ὁ ἄνθρωπος ἀντί, ὅπως τό φυσικό, νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεόν, στράφηκε πρὸς τὸν πονηρόν· τὸν πονηρόν πρόσεξε, τὸν πονηρὸν ἄκουσε, στὸν πονηρόν ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἔπεσε. Ἁμάρτησε καὶ ἔπεσε. Σκοτίσθηκε ψυχικῶς, γιὰ νὰ μὴ βλέπει «καθώς ἐστι» τὴν ἀλήθεια, νὰ μὴ τὴν ἀποδέχεται, νὰ μὴ τὴν πιστεύει. Ἐλάτρευσε τότε «τὴν κτίσιν παρά τὸν κτίσαντα». Προσκύνησε ψευδεῖς θεούς. Ἔτσι ἔχασε τὸν Θεόν του, ἀπεμακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα του. Νὰ τὸν ἐπανεύρει µόνος του ἀδύνατον. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀδύνατον νὰ τὸ ἐπιτύχει. Παρὰ τὸν πόθο ποὺ εἶχε, δὲν τὸν εὕρισκε τὸν Θεόν. Χρειαζόνταν ὁ Θεὸς νὰ βρεῖ τὸν ἀνθρωπον· νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, νὰ αὐτοφανερωθεῖ. Νά πεῖ ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπον· «ἰδοὺ ἐγώ, πάρειμι». Ἔπρεπε ὁ Θεὸς ὁ ἐπουράνιος νὰ γίνει ἐπίγειος ἄνθρωπος· νὰ συγκαταβεῖ, νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ζήσει µαζί τους, νὰ συμµερισθεῖ τοὺς πόνους καὶ τοὺς κόπους τους, νὰ λαλήσει στήν ψυχή τους, νὰ λαλήσει στὴν καρδία τους, νὰ τοὺς ὑψώσει πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ τοὺς φανερώσει «τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλεν Ἰησοῦν Χριστόν», νὰ κάνει τὴν πλήρη καὶ τελεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἀποκάλυψη, γιὰ νὰ παύσει ἡ πλάνη τοῦ πονηροῦ καὶ ἐπικρατήσει τοῦ Θεοῦ ἡ ἀλήθεια.
Καὶ αὐτὸ ἔγινε μέ τίς δύο ἀποκαλύψεις. Ἡ πρώτη στὸ Σινᾶ, ἡ δευτέρα στὸν Ἰορδάνην. Ἡ πρώτη δι’ ἀνθρώπου, τοῦ προφήτου Μωϋσέως. Ἡ δευτέρα διὰ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ πρώτη ἀτελής, τὸ πρῶτον στάδιον τῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ δευτέρα πλήρης καὶ τελεία. Ἡ πρώτη εἶναι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἡ ἀποκάλυψις. Ἡ δευτέρα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κατὰ τὴν πρώτη ἀκούει ἡ ἀνθρωπότητα, ὅτι «ὁ Θεὸς εἷς ἐστι». Κατὰ τὴν δευτέρα βλέπει στὸν ᾿Ιορδάνη πλῆρες τῆς ἀληθείας τὸ φῶς, καὶ προσκυνεῖ τὸν Υἱὸν βαπτιζόµενον, τὸν Πατέρα μαρτυροῦντα τὴν υἱότητα τοῦ Σωτῆρος, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον βεβαιοῦν τὴν θεότητα τοῦ βαπτιζομένου. ᾽Αποδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος τὴν πρώτην ἀποκάλυψιν γίνεται ᾿Ισραηλίτης. Ἐγκολπούμενος τὴν δευτέρα γίνεται Χριστιανός, καὶ ἀγωνιζόμενος τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀναδεικνύεται Χριστιανὸς «τέλειος καὶ ὁλόκληρος, ἐν μηδενὶ λειπόµενος», σέ πίστη καὶ εὐσέβεια καὶ ἀρετή, μέτοχος τῆς σωτηρίας, ἄξιος τῆς θείας, τῆς αἰωνίου βασιλείας «ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. α΄ 17).
Εἶναι μεγίστη, ἀνεκτίμητος δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ἡ ἀληθινή, ἡ Ὀρθόδοξος Πίστη. Μέγα ἀσύγκριτο προνόµιο νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι καὶ ζωντανὰ µελη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ἄς κρατήσουμε τὴν πίστη αὐτή, γιὰ νὰ κρατήσουμε καὶ τὴν σωτηρία. Μὲ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν διακήρυξη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς στὸν Ἰορδάνη «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».