«Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου»
Δημοσιεύθηκε 16.11.2023
α΄. Ἡ Ἱ ε ρ ά μ ε λ έ τ η
Πόσο ἐπιθυμοῦν οἱ ἄνθρωποι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ πόσο πόθο τοῦ ζητοῦσαν νά τούς τό διδάξει!
«Νομοθέτησόν με τὴν ὁδὸν τῶν δικαιωμάτων Σου καὶ ἐκζητήσω αὐτὴν διὰ παντὸς» (Ψαλμός 118, 32).
Ἔχουμε σκεφθεῖ πόσο πρέπει νά εἶναι εὐτυχής ἐκεῖνος πού αὐτή τήν «ὁδόν τῶν δικαιωμάτων» τοῦ Θεοῦ τήν ἔχει ἐνώπιόν του, ἀνοικτή ὅποια ὥρα θέλει.
Τήν χάραξε ὁ Κύριός μας καί ἔγινε ἄνθρωπος πρός χάριν μας καί μᾶς ἄφησε τήν ἀσφαλέστερη πυξῖδα πού θά μᾶς ὁδηγήσει σ’ αὐτή. Ὁ Δαυΐδ ἔχει συνθέσει ἕνα ὁλόκληρο Ψαλμό (118) γιά νά ὑμνήσει τήν ὠφέλεια πού ὁ πιστός θά ἐπιτύχει μελετώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ: «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψαλμοῦ 118, 105).
Δέν εἶναι ἀρκετό νά διαβάζεται μόνο καί νά μελετᾶται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνάγκη καί νά ἐφαρμόζονται ὅσα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς διδάσκει. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔψαλλαν : «Συνέτισόν με καὶ ἐξερευνήσω τὸν νόμον Σου καὶ φυλάξω αὐτὸν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου» (Ψαλμός 118, 33). Καί ἔτσι προσπαθοῦσαν νά κάνουν σέ ὅλη τήν ζωή τους. Ὅσοι τό ξέχασαν αὐτό ὄχι μόνον δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀπεναντίας καί ἔγιναν χειρότεροι διότι ἐνῶ ἤξεραν τό ὀρθό δέν τό ἔπρατταν. Τέτοιοι εἶχαν καταντήσει οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τούς ὁποίους ἐκαυτηρίασε μέ ἐκεῖνα τά «Οὐαί» (Ματθαίου 23).
Πρέπει λοιπόν ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος νά εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνον «ἀκροαταί» ἀλλά καί «ποιηταί», δηλαδή ἐκτελεσταί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
β΄. Ἡ δ ι δ α σ κ α λ ί α τ ῆ ς π ί σ τ ε ω ς
Εἶναι γνωστό ὅτι τόσο οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ὅσο καί οἱ μετέπειτα πού πίστευσαν στό Εὐαγγέλιο στά διάφορα μέρη τῆς οἰκουμένης ἀσπάσθηκαν τήν χριστιανική διδασκαλία καί δέχθηκαν νά βαπτιστοῦν, ἀφοῦ προηγουμένως ἄκουσαν γι’ αὐτή. Τοῦτο ἄλλωστε ἦταν πολύ φυσικό, διότι ὅπως ἔγραφε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «πῶς εἶναι δυνατόν νά πιστεύσει κάποιος, χωρίς ν’ ἀκούσει; καί πῶς θ’ ἀκούσει ἐάν δέν διδαχθεῖ; » (Ρωμαίους ι΄, 14).
Ἀλλ’ ἐνῶ ἀπό τά πρῶτα κεφάλαια τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου γίνεται λόγος γιά τούς πρώτους Χριστιανούς φαίνεται ὅτι γιά νά γίνουν δεκτοί στό Βάπτισμα ἦταν ἀρκετό ν’ ἀποδεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι τίς γενικές ἀρχές τῆς πίστεως στόν Χριστό, ὅπως τίς ἐξέθεσαν οἱ Ἀπόστολοι στά πρῶτα κηρύγματά τους, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀρχίζει νά γίνεται συστηματικότερη ἡ διδασκαλία καί γιά τούς ἤδη βαπτισμένους, ἀλλά καί γιά τούς μέλλοντες νά βαπτιστοῦν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐμφανίζονται οἱ λεγόμενες «Κατηχητικές Σχολές» ἀπό τίς ὁποῖες πιό περίφημες στήν Ἱστορία ἔμειναν οἱ Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἀντιόχειας καί τῶν Ἱεροσολύμων πού ἐξελίχθηκαν σέ Θεολογικές Σχολές γιά ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά γίνουν ἐργάτες τοῦ θείου λόγου καί λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι γνωστό ἐπίσης καί ἀπό τήν Λειτουργία μας, ὅτι ὑπῆρχε παλιότερα στήν Ἐκκλησία ἐκτός ἀπό τούς πιστούς καί ἡ τάξη τῶν κατηχουμένων, ἐκείνων δηλαδή πού διδάσκονταν, κατηχοῦνταν στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά γίνουν ἄξιοι νά βαπτιστοῦν καί νά εἰσέλθουν στήν τάξη τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτούς, ὅπως εἶναι γνωστό ἐπιτρεπόταν νά παρακολουθοῦν τήν θεία Λειτουργία ἀπό τόν πρόναο ἤ τόν νάρθηκα μέχρι τῆς ἀναγνώσεως τῶν θείων Γραφῶν καί μετά τό κήρυγμα ἦταν ὑποχρεωμένοι νά ἀποχωρήσουν ἀπό τόν Ναό. Μέ τήν γενική ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπικράτησε καί ὁ θεσμός τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, δηλαδή ἡ συνήθεια νά βαπτίζουν οἱ Χριστιανοί τά παιδιά τους ὅταν ἦταν νήπια καί ὁ Ἀνάδοχος ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μποροῦσε νά εἶναι ἁπλῶς ὁ ἐγγυητής γιά τήν τήρηση τῆς πίστεως ἀπό τόν ἐνήλικα βαπτισμένο, ἀνέλαβε τώρα τήν ὑποχρέωση καί νά φροντίζει μαζί μέ τούς γονεῖς βέβαια γιά τήν κατήχηση τοῦ μικροῦ νεοφώτιστου, ὅταν θά ἔφθανε στήν κατάλληλη ἡλικία. Ἀλλά εἶναι φανερό ὅτι αὐτή ἡ κατήχηση θά ἔπρεπε νά γίνεται ἀπό τά κατάλληλα ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐθύνη αὐτῆς καί ὑπό τήν παρακολούθησή της.
Σήμερα οἱ συνθῆκες ἐπιβάλλουν ὄχι τόν ἐπανευαγγελισμό τῶν ἀνθρώπων ἀλλά τόν εὐαγγελισμό. Ἡ ἀμέλεια τῶν γονέων γιά τήν θρησκευτική ἀγωγή τῶν τέκνων της, ἡ πολύμορφη διάδοση θρησκευτικῶν ἀλλοτρίων ἀρχῶν καί παραδόσεων πρός τό εὐαγγέλιο, ἡ σύγχυση καί οἱ πλάνες ἐπιτάσσουν τήν συστηματική διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης πίστης, τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας (Β΄ Πρός Τιμόθεον, δ΄, 3), τῆς σώζουσας ἀλήθειας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέγοντας ὅτι : «Γι’ αὐτό καί προσθέτει, λέγοντας, «ἀλλά γίνε πρότυπο τῶν πιστῶν στό λόγο, στή συναναστροφή, στήν ἀγάπη, στή πίστη, στήν ἁγνότητα,» παρέχοντας τόν ἑααυτό σου πρότυπο καλῶν ἔργων σέ ὅλα. Δηλαδή, τό παράδειγμα τῆς ζωῆς γίνε ἐσύ, στεκόμενος μπροστά σάν μιά εἰκόνα, σάν νόμος ἔμψυχος, σάν κανόνας καί ὑπόδειγμα καλοῦ βίου» (Ὁμιλία ΙΓ΄, Στήν Α΄ Πρός Τιμόθεον Ἐπιστολήν, ΕΠΕ 23, σ. 331). Ἐπισημαίνει πόσο βλάπτει τό κακό παράδειγμα καί ἡ συμπεριφορά πού καταδικάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού δέν ἑλκύει τούς ἀνθρώπους πρός τόν Χριστόν, τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία.