« Ἀρχιστράτηγος Κυρίου παραγέγονα»
Πρῶτοι ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δημιουργήθηκαν οἱ Ἄγγελοι ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τόν Θεό:
«Γιατί τά πάντα δί αὐτοῦ ἦρθαν στήν ὕπαρξη, ὅσα στόν οὐρανό κι ὅσα στή γῆ, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, θρόνοι καί κυριότητες ἀρχές καί ἐξουσίες, ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι πλασμένο δί αὐτοῦ κι αὐτόν ἔχει σκοπό του» (βλ. Πρός Κολοσσαεῖς α΄, 16)
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο: «Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν αὐτό ἀρκετό στήν ἀγαθότητα, τό νά κινεῖται μόνο μέ τήν σκέψη της, ἀλλά ἔπρεπε νά διασκορπισθεῖ τό ἀγαθό καί νά ἐξαπλωθεῖ, εἰς τρόπον ὥστε νά γίνουν περισσότερα τά εὐεργετούμενα (διότι αὐτό ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀπείρου ἀγαθότητας), κατ’ ἀρχήν μέν δημιουργεῖ μέ τήν σκέψη τούς ἀγγέλους καί τίς οὐράνιες δυνάμεις. Καί ἡ σκέψη της γίνεται ἔργο τό ὁποῖο συμπληρώνεται ἀπό τόν Λόγο καί ὁλοκληρώνεται ἀπό τό Πνεῦμα. Καί ἔτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, ὑπηρέτες τῆς πρώτης λαμπρότητας, τίς ὁποῖες πρέπει νά θεωρήσουμε εἴτε νοερά πνεύματα, εἴτε πῦρ κατά κάποιο τρόπο ἄυλο καί ἀσώματο, εἴτε ὡς κάποια ἄλλη φύση, ἡ ὁποία ταιριάζει ὅσο τό δυνατόν περισσότερο πρός τά λεχθέντα» (Λόγος 38 «Εἰς τά Θεοφάνεια, δηλαδή τήν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος» § 9 Migne P.G. 36, 320).
Τό ὄνομα Ἄγγελος εἶναι δηλωτικό ὄχι τῆς οὐσίας, ἀλλά τῆς ἰδιότητας καί διακονίας του, διότι ἀναγγέλλει στούς ἀνθρώπους τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἄγγελος εἶναι: «Οὐσία νοερή, ἀεικίνητη, αὐτεξούσια, ἀσώματη, λειτουργός τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει λάβει τήν ἀθανασία στήν φύση κατά χάρη» (Ἔκδοσις Ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως, ΙΙ, Γ΄. Migne P.G. 94, 865)
Οἱ Ἄγγελοι κατατάσσονται σέ ἐννέα τάγματα κατά ἀνοδική κλίμακα, ἀπό τούς κατώτερους στούς ἀνώτερους ὡς ἑξῆς: Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἀρχαί, Ἐξουσίαι, Δυνάμεις, Κυριότητες, Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ. Ἔργο τῶν ἀγαθῶν Ἀγγέλων εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ διακονία στήν διακυβέρνηση τοῦ κόσμου καί ἡ ὅλη ἐκπλήρωση τοῦ θείου θελήματος, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ προστασία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ χρησιμοποίησή τους ἀπό τόν Θεό «γιά νά ὑπηρετοῦν ἐκείνους πού πρόκειται νά κληρονομήσουν τήν αἰώνια ζωή (Πρός Ἑβραίους α΄, 14)
Ἄν ρίξουμε ἕνα βλέμμα στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, θά παρακολουθήσουμε μέ θαυμασμό τήν πορεία τῶν δύο Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς Δημιουργίας αὐτοί πρωτοστατοῦν στή χαριτόβρυτη Ἐδέμ, φυλάσσοντας τίς πύλες τοῦ Παραδείσου μέ τό πλῆθος τῶν Ἀγγέλων, πού ἀσίγητα ὑμνοῦν τήν Τρισήλιο Θεότητα. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἐμφανίζεται ὡς ὁ δυνατός, ὁ ἄρχων πολεμιστής καί διώκτης παντός κακοῦ, πού κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ Ἑωσφόρου ἀναφωνεῖ πρός τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων τό βροντερό: «Στῶμεν καλῶς», πού σήμαινε τήν ὑποταγή στόν μέγα Κυβερνήτη τοῦ Ἀπείρου. Ὁ ἴδιος στέλλεται στόν Ἀβραάμ, ἐντολοδόχος στή θυσία τοῦ Ἰσαάκ, καί κρατᾶ τό χέρι τοῦ πατέρα, καθώς ἑτοιμάζεται νά βυθίσει τό μαχαίρι στόν τράχηλο τοῦ παιδιοῦ του. Σώζει τόν Λώτ καί τήν οἰκογένειά του ἀπό τό πῦρ τῶν Σοδόμων, λυτρώνει τόν πατριάρχη Ἰακώβ ἀπό τά δολοφονικά χέρια τοῦ Ἠσαῦ. Προπορεύεται ὡς ὁδηγός καί προστάτης στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ κατά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν Αἰγυπτίων καί μέ τή στήλη τοῦ πυρός καί τῆς νεφέλης διευκολύνει τήν ὁδοιπορία του στήν ἔρημο. Στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν τόν ἐρωτᾶ ποιός εἶναι, ἀπαντᾶ μέ ἀληθινή μεγαλοπρέπεια: « Ἐγώ Ἀρχιστράτηγος Κυρίου νυνί παραγέγονα».
Σέ κάθε καμπή τῆς βιβλικῆς ἱστορίας διαφαίνεται ἡ παρουσία του. Ἐμψυχώνει τόν Γεδεών καί τόν Δανιήλ, ὅταν μπροστά σέ ὑπέρτερους ἐχθρούς στέκουν ἀδύναμοι. Ὅπως τ’ ὄνομά του συμβολίζει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ παρουσία τοῦ χαρίζει νικηφόρα τρόπαια κατά τῶν ἐναντίων καί χαλυβδώνει τήν ψυχή στόν ἀγώνα κατά τοῦ κακοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος, πού, καθώς πιστεύει ὁ λαός μας, στέκει στήν ἐπιθανάτια κλίνη τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ὁδηγήσει τήν ψυχή του πρός τόν κόσμο τῆς αἰωνιότητος.
Δίπλα του, ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἀρχιστράτηγος πολεμιστής μέ τήν πύρινη ρομφαία, ἰσότιμος στέκει ὁ πανεύμορφος Ἀρχάγγελος τῆς χαρᾶς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ὁ θαυμαστός Γαβριήλ, πού τ’ ὄνομά του σημαίνει «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Πολλές εὐεργεσίες πρόσφερε στήν ἀνθρωπότητα. Στήν Παλαιά Διαθήκη φανερώνεται στό ὅραμα τοῦ Δανιήλ κι’ ἀκόμα προλέγει στόν ἴδιο τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὕστερα ἀπό τετρακόσια ἐνενήντα χρόνια (ἑβδομήκοντα ἑβδομάδας ἐτῶν). Τόν βλέπομε ἰδιαίτερα νά πρωτοστατεῖ στήν Καινή Διαθήκη, ὅταν φέρνει τό μήνυμα τῆς χαρᾶς στόν πρεσβύτη Ζαχαρία, ἀναγγέλλοντάς του τή γέννηση τοῦ Προδρόμου. Παίρνοντας μέρος στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, διασχίζει τά γαλάζια πλάτη καί κατεβαίνει στή Ναζαρέτ καί προσφέρει τόν χαιρετισμό τῶν Οὐρανῶν στήν ἁγνή Μαρία, φέρνοντας καί τό μεγάλο μήνυμα τῆς σωτηρίας μέ τήν γέννηση τοῦ Κυρίου.
Γιά τοῦτο τόν Ἀρχάγγελο ἕνας ἱερός ὑμνογράφος λέει πώς, φτάνοντας στή στέγη τῆς Παρθένου, στάθηκε μέ ἀπορία, διαλογιζόμενος πῶς νά χαιρετίση τήν Κόρη καί μέ ποιά λόγια νά εὐαγγελισθεῖ τό μέγα μυστήριο. Ξάφνου τινάζοντας τά λευκά φτερά του προχωρεῖ καί λέγει :
«Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σου !»