«Οἱ εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον»
(Πράξεων η΄, 4)
Τά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ, σύμφωνα μέ τίς Πράξεις, οἱ διωγμοί προέρχονται κυρίως ἀπό τούς θρησκευτικούς ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ παρά ἀπό τίς ρωμαϊκές ἀρχές. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀκόμα μοτίβο πού συνδέει τήν ἐμπειρία τῶν ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ μέ αὐτή τοῦ Ἰησοῦ. Τά ὀνόματα πού δίδονται μᾶς ἐπιτρέπουν νά διεισδύσουμε στήν πολιτική ἀντιπαράθεση τῆς Ἰερουσαλήμ τοῦ 1ου αἰώνα. Γιά παράδειγμα στίς Πράξεις (4,6) ἀναφέρονται διάφορα μέλη μιᾶς ἰσχυρῆς δυναστείας ἀρχιερέων: «Ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερέας, ὁ Καϊάφας, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἀλέξανδρος καί ὅσοι ἄλλοι κατάγονταν ἀπό οἰκογένεια ἀρχιερατική».
Τό θέμα τοῦ μαρτυρίου γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά συνεχιστεῖ σέ ὅλες τίς Πράξεις. Στό 5,17-21, ὁ Λουκᾶς ἀφηγεῖται τή θαυμαστή ἀπόδραση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τή φυλακή καί τήν τολμηρή τους, ἐπιστροφή στό Ναό, ὅπου συνέχισαν τό κήρυγμά τους. Ἕνα παρόμοιο γεγονός θά συμβεῖ στόν Πέτρο (Πράξεων 12,6-11), ἐνῶ ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας θά διαφύγουν ἀπό θαῦμα ἀπό τή φυλακή στούς Φιλίππους (Πράξεων 16,25-34), μέ ἀποτέλεσμα νά πιστέψουν ὁ δεσμοφύλακας καί ἡ οἰκογένειά του.
Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς καί οἱ πρῶτοι Γαλιλαῖοι μαθητές του μιλοῦσαν προφανῶς ἀραμαϊκά, ἡ ἑλληνική γλώσσα καί πολιτισμός ἔχει ἀφήσει τά σημάδια της στήν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἰδιαίτερα οἱ ΙΟΥΔΑΙΟΙ τῆς Διασπορᾶς πού εἶχαν ἐπιστρέψει στήν ἁγία πόλη, μιλοῦσαν κυρίως ἑλληνικά. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς εἶχαν τίς δικές τους συναγωγές ἐκεῖ: μία ἑλληνική ἐπιγραφή πού βρέθηκε στήν Ἱερουσαλήμ ἀναφέρεται σέ μία Συναγωγή πού κτίστηκε ἀπό κάποιον Θεόδοτο, γιό τοῦ Βενέτου, γιά ὄφελος τῶν ξένων ταξιδιωτῶν. Στίς Πράξεις ἀναφέρετε μία «Συναγωγή τῶν Λιβερτίνων» (ἴσως ἀπογόνων ἰουδαίων πού εἶχε πάρει ὁ Πομπήϊος, σκλάβους στή Ρώμη) καί συναγωγές γιά ἑλληνόφωνους ἀπό τή Βόρεια Ἀφρική, τήν Κυρήνη καί τήν Ἀλεξάνδρεια (Πράξεων 6,9).
Αὐτή ἡ γλωσσική διάκριση ἀνάμεσα σέ ἑλληνόφωνους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ καί ἐκείνους πού εἶχαν ὡς πρώτη γλώσσα τά ἀραμαϊκά ἐπηρέασε τήν πρώτη ἐκκλησία τῆς Ἰερουσαλήμ. Οἱ Πράξεις ἀναφέρουν ἐντάσεις ἀνάμεσα στούς «ἑλληνόφωνους» καί τουύς «ἑβραιόφωνους» γιά τήν καθημερινή διανομή τροφίμων σέ μία ἀπό τίς πιό τρωτές οἰκονομικά ὁμάδες, τίς χῆρες (Πράξεων 6,1). Ἑπτά ἄντρες ὁρίζονται ἀπό τούς Ἀποστόλους γιά νά ἐπιβλέπουν τή διαχείριση τῶν φιλανθρωπικῶν πράξεων τῆς κοινότητας. Τά ἑλληνικά τους ὀνόματα ὑποδηλώνουν ὅτι ἦταν ὅλοι μέλη τῆς ἑλληνιστικῆς ὁμάδας «διάλεξαν τό Στέφανο, ἄνθρωπο γεμᾶτο πίστη καί Ἅγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τόν Φίλιππο, τόν Πρόχορο, τόν Νικάνορα, τόν Τίμωνα, τόν Παρμενᾶ καί τόν Νικόλαο ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στόν ἰουδαϊσμό» (Πράξεων 6,5). Μέ ἐξαίρεση τόν τελευταῖο, ὅλοι εἶναι πιθανότατα ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς. Ὁ Νικόλαος μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἀπό τούς προσήλυτους πού παρουσιάστηκαν στήν Ἰερουσαλήμ τήν Πεντηκοστή. Ἡ πόλη του, Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἡ τρίτη μεγαλύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας θά παίξει σημαντικό ρόλο στήν ἱστορία τῶν Πράξεων γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στόν εὐρύτερο κόσμο τῶν Ἐθνικῶν.
Δύο ἀπό αὐτούς τούς ἑπτά, ὁ Στέφανος καί ὁ Φίλιππος, θά ἐπικρατήσουν στά ἑπόμενα ἕξι κεφάλαια τῶν Πράξεων. Πράγματι, οἱ δραστηριότητές τους, νά κηρύττουν καί νά ἐπιτελοῦν σημεῖα, δείχνει ὅτι ἡ ἐξουσία τους ἦταν μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τήν ἁπλή πρακτική διαχείριση (Πράξεων 6,2. Τό ἑλληνικό ρῆμα διακονεῖν/ περιμένω στό τραπέζι, ὁδήγησε στό χαρακτηρισμό αὐτῶν τῶν ἑπτά ὡς τῶν πρώτων ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ διακόνων. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα διακονία σημαίνει ἀνιδιοτελής προσφορά ὑπηρεσιῶν).
Τό μαρτύριο τοῦ Στέφανου.
Ὁ Στέφανος μέ τό κήρυγμά του προκαλεῖ τήν ἐχθρότητα μερικῶν ἀπό τούς ἑλληνόφωνους ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ καί βρίσκεται μπροστά στό Μεγάλο Συνέδριο γιά νά ἀνακριθεῖ ἀπό τόν ἀρχιερέα. Ἡ ἀπολογία τοῦ Στέφανου (Πράξεων 7,2-53) ἔχει μερικές φορές θεωρηθεῖ ἕνα μανιφέστο τῆς θεολογίας τῶν ἑλληνόφωνων. Ξαναλέει τήν ἱστορία τῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἐκλεκτό Του λαό: τήν κλήση τοῦ Ἀβραάμ, τή διαμονή στήν Αἴγυπτο, τήν περιπλάνηση στήν ἔρημο μέ τό Μωϋσῆ, τήν ἐγκατάσταση καί τήν ἵδρυση τῆς βασιλείας. Δίνεται ἔμφαση στή ζωή τοῦ Ἰσραήλ στούς ξένους τόπους, ὅπου λάτρευαν τόν Θεό στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ἡ ὁποία εἶχε μέσα τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης. Ἀπό κεῖ προέρχεται τό κορύφωμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Στέφανου: «Ὁ Ὕψιστος, ὅμως, δέν κατοικεῖ σέ χειροποίητους ναούς» Πράξεων 7,48). Ἰδιαίτερες ὁμοιότητες ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀνάμεσα στήν ὁμιλία τοῦ Στέφανου καί στή θεολογία τῆς ἐπιστολῆς πρός Ἑβραίους.
Ἡ περιγραφή τοῦ μαρτυρίου τοῦ Στέφανου πρέπει νά εἰδωθεῖ σάν μία ἀκόμη διήγηση Πάθους, στήν ὁποία ὁ Στέφανος ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ Κυρίου του. Ἡ σύλληψή του (Πράξεων 6,11-15) ἤδη ὑπαινίσσεται αὐτό: ὁ Στέφανος κατηγορεῖται γιά βλασφημία ἐνῶ ψευδομάρτυρες καταγγέλλουν ὅτι τόν ἄκουσαν νά ζητάει τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ. Καθώς τελειώνει ἡ ὁμιλία τοῦ Στέφανου καί τόν περιτριγυρίζουν αὐτοί πού θά τόν λιθοβολήσουν, ὁ Λουκᾶς μᾶς θυμίζει τή διήγησή του γιά τό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς, ὁ Στέφανος προσεύχεται νά γίνει δεκτό τό πνεῦμα του (Πράξεων 7,59. Βλ. ἐπίσης Λουκᾶ 23,46). Καί ὅπως ὁ Ἰησοῦς ἔτσι καί ὁ Στέφανος προσεύχεται γιά τούς ἐκτελεστές του (Πράξεων 7,60. Βλέπε ἐπίσης 23,34).
Ὁ λιθοβολισμός τοῦ Στέφανου ὁριοθετεῖ τή διακριτική εἴσοδο τοῦ Παύλου καί ἀπό τήν Ταρσό στή σκηνή τῶν Πράξεων. Ἐδῶ ἀποκαλεῖται μέ τό βενιαμινίτικο ὄνομα Σαούλ (Φιλιππησίους 3,5). Ὁ Σαούλ δέν συμμετέχει στόν λιθοβολισμό. Συνδέεται ὡ στόσο ἔμμεσα μ’ αὐτόν, ἐπειδή οἱ μάρτυρες κατηγορίας ἀπέθεταν τά ροῦχα τοῦ Στέφανου στά πόδια του καί ἀναφέρεται, ὅτι ἐπικροτοῦσε τήν θανάτωση τοῦ Στέφανου (Πράξεων 7,58, 8,1). Αὐτό μᾶς προετοιμάζει γιά τό ρόλο του ὡς διώκτη τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ δεύτερη φάση ἐξάπλωσης τοῦ Εὐαγγελίου ἀρχίζει στό ὄγδοο κεφάλαιο, καθώς ὁ διάκονος Φίλιππος κινεῖται πρός τό βορρά, στή Σαμάρεια. Ἡ διατύπωση «στήν πόλη της Σαμάρειας» (Πράξεων 8,5) ἐννοεῖ ὅτι ὁ Φίλιππος ἐπισκέφθηκε τήν πόλη μ’ αὐτό τό ὄνομα πού εἶχε μετονομαστεῖ σέ Σεβάστεια ἀπό τόν Ἡρώδη τό Μέγα πρός τιμή τοῦ αὐτοκράτορα Αὐγούστου. Μερικά ἀρχαῖα χειρόγραφα γράφουν «σέ μία πόλη τῆς Σαμάρειας», ἀναφέρονται ἑπομένως στό ἔδαφος πού κατέχουν οἱ Σαμαρεῖτες, μεταξύ τῆς Ἰουδαίας στό νότο καί τῆς Γαλιλαίας στό βορρά.
Οἱ Σαμαρεῖτες ἀπόγονοι τῶν βορείων φυλῶν, εἶχαν τή Σαμαρειτική Πεντάτευχο καί ἡ λατρεία τους ἐπικεντρωνόταν στό ὄρος Γεριζίμ. Δέν ὑπῆρχε συμπάθεια ἀνάμεσα σέ αὐτούς καί στούς ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ, οἱ ὁποῖοι δέν τούς θεωροῦσαν γνήσιους Ἰσραηλῖτες. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη περιγράφει μία συνάντηση ἀνάμεσα στόν Ἰησοῦ καί μία γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια, πού καταλήγει στό νά ἐπιστρέψουν πολλοί Σαμαρεῖτες (Ἰωάννης 4). Οἱ Πράξεις, ὡστόσο, ἀναφέρουν μόνο τήν ἀποστολή στή Σαμάρεια τή μετά τό Πάσχα περίοδο, στή διακονία του Φιλίππου ὁ Φίλιππος θά ὑπερβεῖ ἀκόμη περισσότερο τά ὅρια, βαφτίζοντας ἕνα εὐνοῦχο ἀπό τήν αὐλή τῆς αἰθιόπιας βασίλισσας (Πράξεων 8,26-40). Ἀργότερα θά ἐγκατασταθεῖ μαζί μέ τίς τέσσερις προφήτισσες κόρες του στήν παραθαλάσσια Καισάρεια (Πράξεων 21,8. Ἡ μεταγενέστερη παράδοση τήν συνδέει μέ την Ἱεράπολη στή Μικρά Ἀσία).
Ἀλλά ἡ ἀποστολή στή Σαμάρεια δέν εἶναι μία μεμονωμένη δραστηριότητα ἑνός ἀνεξάρτητου εὐαγγελιστή. Οἱ Πράξεις δείχνουν ὅτι ἡ διακονία τοῦ Φιλίππου ἐπικυρώνεται ἀπό τούς ἐπιφανεῖς Ἀποστόλους τῆς Ἱερουσαλήμ Πέτρο καί Ἰωάννη. Μέσω τῶν Ἀποστόλων ἡ προσήλυτοι Σαμαρεῖτες δέχονται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπικυρώνοντας ἔτσι τό προηγούμενο βάπτισμα τους ἀπό τό Φίλιππο. Ἡ δεύτερη φάση τῆς διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καί πραγματώνει τό «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον» (Πράξεων η΄, 4)