Συνέντευξη
μέ τόν Μητροπολίτη Καισαριανῆς, Βύρωνος & Ὑμηττοῦ
Δανιήλ
γιά τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο
μέ τήν συμπλήρωση ὀκτώ ἐτῶν ἀπό τήν κοίμησή του
28.1.2008-2016
Ἐπειδή συμπορεύθηκα στήν ζωή μου ὑπέρ τά τριάντα χρόνια μέ τόν Μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλο (1974-2008) καί διηκόνησα τήν Ἐκκλησία ἀπό ἐξέχουσες ἐπιτελικές ἐκκλησιαστικές διακονίες γνωρίζω πολύ καλά πῶς αἰσθανόταν ὁ ἴδιος κατά τήν ἄσκηση τῆς θεοφιλοῦς ἀρχιεπισκοπικῆς ποιμαντορίας του. Ἔτσι θα ἐπισημάνω τά σημαντικότερα πού σφράγιζαν τήν προσωπικότητά του.
1) Δέν ἦταν ἡττοπαθής. Δέν παρῃτεῖτο, ὅταν εἶχε δίκαιο. Τό ὑπερασπιζόταν μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. Ἀντίθετα πίστευε, ὅτι ὁ πνευματικός ἡγέτης προμαχεῖ, ὑπερασπίζεται, θυσιάζεται γιά τίς ἀρχές του. Ἔλεγε σέ κρίσιμες στιγμές «ὁ ποιμήν ὁ καλός ἔμπροσθεν τῶν προβάτων πορεύεται καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ» (Ἰώαννου ι΄ 11). Συμβούλευε ὅτι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά εἶναι οὐραγοί τῆς κοινωνίας, ἀλλά ἐμπροσθοφυλακή καί ἀνιχνευτές.
2) Δεχόταν τίς ποικίλες προκλήσεις τῆς κοινωνίας ὡς εὐκαιρίες νά διακηρύξει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔλεγε ὅτι «ἐάν σιωπήσω οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκᾶ ιθ΄ 40). Πίστευε, ὅτι ἔπρεπε ὁ ἴδιος ὄχι μόνον ὡς Ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλά καί ὁ κάθε κληρικός νά εἶναι «ἕτοιμος νά δώσει λόγον παντί τῷ αἰτοῦντι περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέτρου γ΄, 15).
Ὁ Χριστός ἔλεγε εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή, τό φῶς, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐλπίδα, ἡ λύτρωση, ἡ Ἀνάσταση. Αὐτά ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι καί αὐτά καλεῖται ἡ Ἐκκλησία νά προσφέρει καί νά διαφυλάξει. Εἶναι τά προσόντα τῆς ζωῆς ἡ οὐσία τοῦ βίου πού πρέπει νά προβάλλουμε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.
3) Δέν φοβήθηκε ποτέ τίς ἐπιθέσεις πού δέχθηκε παρά τήν πικρία πού τοῦ προκαλοῦσαν. Καί δέν ἦσαν λίγες, ἀλλά συνεχεῖς καί ἐπάλληλες, καθημερινές σ’ ὅ, τι κι ἄν ἔλεγε ἤ κι ἄν ἔπραττε. Ἕνα σύστημα ἐργαζόταν μεθοδικά ἀκατάπαυστα νά τόν ἀπαξιώνει, νά τόν ἐκθέτει, νά τόν κατακρίνει, νά τόν χλευάζει, νά τόν μειώνει. Ἔπτυαν στό πρόσωπό του καθημερινῶς. Ὁ ἴδιος ὅμως μᾶς ἔλεγε αὐτές οἱ δριμεῖες ἐπιθέσεις μέ χαλιβδώνουν. Χρησιμοποιοῦσε τό παράδειγμα μέ τό καρφί πού ὅσο τό κτυπᾶς τόσο βαθύτερα εἰσέρχεται καί συνεπῶς δυσκολότερα ἀποτραβιέται. Ἐμένα μέ πολεμοῦν ἐπειδή θέλουν νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία ἔλεγε κατά τόν λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς «πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα τῆς ποίμνης» (Ματθαίου κστ΄ 31)
4) Ἐνδιαφερόταν συνεχῶς γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀδιαφοροῦσε γιά τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, τῆς κοινωνίας καί ἑνός ἑκάστου ἀνθρώπου. Πονοῦσε γιά τούς πάσχοντες, τούς παραπαίοντες νέους στά ναρκωτικά, στήν πορνεία, στόν παρασιτισμό, στήν ἀνεργία κατά τόν ἀποστολικό λόγο «τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; » (Πρός Κορινθίους Β΄ ια΄, 29).
Ἐπαναλάμβανε συχνά τό ἀξίωμα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ὅτι ὕψιστος κριτής μετά τόν Θεό εἶναι ὁ λαός καί ὅπως «ὁ Θεός οὐ μυκτηρίζεται» (Πρός Γαλάτας στ΄, 7) τό ἴδιο καί ὁ λαός.
Ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα εἶναι αὐτό πού συμπεριλήφθη καί στό Σύνταγμα τῆς Πατρίδος μας ὅτι ἡ τήρησή του ἐπαφίεται στό λαό.
Βλέπετε, ὅτι οἱ πολιτικοί δανείζονται τούς κανόνες καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἐνῷ συγχρόνως ἀπαξιώνουν τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή Της πού ἐνέπνευσε αὐτούς τούς κανόνες.
Γι’ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε, τόν ἀποδέχθηκε, τόν ἄκουσε τόν πίστεψε καί τόν ἐμπιστεύθηκε .
5) Ἤθελε νά εἶναι ὅπως θά λέγαμε σήμερα ἐπίκαιρα ἐνεργός πολίτης. Θεωροῦσε ἀπαξίωση τήν ἀσφάλεια τῆς ἀπραξίας, νά παραμένει στό ὑποτιμητικό περιθώριο τῆς κοινωνίας καί τῆς ζωῆς. Ἡ δράση τόν ἔτρεφε. Ἡ κάθε ὥρα του, ἄν καί ποτέ δέν τοῦ ἐπαρκοῦσαν, ἦταν δημιουργική.
6) Ἐργαζόταν συνεχῶς καί δημιουργοῦσε. Ὅσα ἀδυνατοῦσαν νά πράξουν ἄλλοι ἀναλάμβανε νά τά διεκπεραιώσει ὁ ἴδιος μέ ἐπιτυχία. Ἐργαζόταν νύχτα καί ἡμέρα.
7) Ἀντιμετώπιζε μέ μακροθυμία τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του σέ τέτοιο σημεῖο πού μερικοί τήν παρεξηγοῦσαν θεωρώντας την ἀδυναμία του.
Παρέστην μάρτυς σέ σκηνές πού μερικοί ἀπό τούς πιό σκληρούς ἐπικριτές του καί μάλιστα γιά θέματα πού οἱ ἴδιοι παραποιοῦσαν ἤ μεγαλοποιοῦσαν σκόπιμα ἤρχοντο καί τοῦ ζητοῦσαν συγγνώμη. Κι ἐκεῖνος τούς ἔδιδε τήν εὐχή του.
8) Δέν ἔκρυψε ποτέ τίς ἀρχές του τίς σκέψεις του, τίς ἐπιδιώξεις του. Ὅπως μᾶς ἔλεγε «σκέπτομαι φωναχτά». Αὐτό πολλοί τό ἐκμεταλλεύτηκαν πιστεύοντας, ὅτι κατά τό κοινῶς λεγόμενο «τόν ψάρευαν». Ἀλλά ὁ ἴδιος ἦταν ἕνα ἀνοιχτό βιβλίο.
Ἐμεῖς πού τόν ζήσαμε μπορούσαμε νά προβλέψουμε τήν ἀντιδρασή του ἤ τήν ἀπόφασή του σέ ὑποθέσεις πού τόν ἀπασχολοῦσαν.
Κρυφή διπλωματία, μηχανορραφίες, δολοπλοκίες, ὕπουλες ἐπιθέσεις ποτέ δέν χρησιμοποίησε ἴσως γι’ αὐτό ἦταν «εὐάλωτος» ἀπό τούς ἐπικριτές του.
Τίς μάχες τίς ἔδιδε κατά πρόσωπο μέ γενναιότητα, ἀξιοπρέπεια καί ὅλες τίς δυνάμεις του
9) Ἐνθουσιαζόταν ἀπό τά μεγάλα ὁράματα γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν κοινωνία, γιά τήν Πατρίδα, γιά τήν οἰκογένεια, γιά τήν παιδεία. Ἀντλοῦσε ἀπό τήν πνευματικότητα τῆς παραδόσεώς μας καί τῆς ἱστορίας μας ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς πρότυπα καί ἀγωνιζόταν νά τά προβάλλει ἐνώπιον πάντων.
10) Ἐφήρμοζε τό «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος... ἀπρόσκοπτοι γίνεσθε καὶ ᾿Ιουδαίοις καὶ ῞Ελλησι καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι». (Πρός Κορινθίους Α΄ ι΄ 24, 32-33)
Αἰσθανόταν ὅτι ὤφειλε νά φροντίζει ὅλους καί ὁ ἴδιος εἶχε παραιτηθεῖ ἀπό ὅλα. Δέν διεκδίκησε ὁ,τιδήποτε γιά τόν ἑαυτό του.