Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
(Γ΄ Βασιλειῶν ιδ΄, 1-20, 26-31. ιζ΄, 1-19, 21. Δ΄ Βασιλειῶν 2, 1-12 )
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
- Ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Δαβίδ ὁ υἱός τοῦ Σολομῶντος Ρ ο β ο ά μ. Αὐτός ὅμως ἦταν πολύ σκληρός καί ἀπότομος καί γι’ αὐτό οἱ Ἰσραηλῖτες δέν ἔμεναν καθόλου εὐχαριστημένοι μαζί του.
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσέως οἱ Ἰσραηλῖτες ἦταν χωρισμένοι σέ 12 φυλές. Οἱ ἀπόγονοι δηλαδή καθενός ἀπό τούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ ἀποτελοῦσαν καί ἀπό μιά «φυλή», πού εἶχε τό ὄνομα τοῦ προγόνου τους καί κατοίκησαν σ’ ὁρισμένη περιοχή τῆς Χαναάν (Παλαιστίνης)
Ἐκτός, λοιπόν, ἀπό τίς φυλές τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Βενιαμίν, ὅλες οἱ ἄλλες φυλές, οἱ 10 ὑπόλοιπες φυλές, ἔκαναν ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ Ροβοάμ καί ἔκαναν δικό τους βασιλέα τόν Ἱεροβοάμ, ἕνα ἀπό τούς αὐλικούς του Σολομῶντος.
Ἔτσι τό Κράτος τῶν Ἰσραηλιτῶν χωρίσθηκε σέ δυό ἐχθρικά μεταξύ τῶν βασίλεια: Το ἕνα, μέ Βασιλέα τόν Ροβοάμ, εἶχε πρωτεύουσα τήν Ἰερουσαλήμ πού εἶχε καί τόν Ναό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ἀποτελοῦσαν οἱ φυλές τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Βενιαμίν καί ἐλέγετο «Βασίλειον τοῦ Ἰούδα». Τό ἄλλο, μέ βασιλέα τόν Ἱεροβοάμ, εἶχε πρωτεύουσα τήν Σαμάρεια, χωρίς Ναό. Αὐτό ἀποτελοῦσαν οἱ δέκα ἄλλες φυλές καί ὀνομάσθηκε «Βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ δυό φυλές, πού ἔμειναν πιστές στόν βασιλέα Ροβοάμ, ἔμειναν πιστές καί στόν ἀληθινό Θεό, στόν Θεό τῶν πατέρων τους, κι ἐξακολούθησαν νά Τόν λατρεύουν στόν μεγάλο Ναό, πού εἶχε κτίσει στήν Ἱερουσαλημ ὁ πατέρας του, ὁ Σολομώντας.
Οἱ ἄλλες φυλές ὅμως, πού ἔκαμαν δικό τους χωριστό Βασίλειο μέ τόν Ἱεροβοάμ, δέν εἶχαν αὐτό τό εὐτύχημα, νά μείνουν πιστές στόν ἀληθινό Θεόν. Γιατί ὁ Ἱεροβοάμ, γιά νά κάνει πιό βαθύ τή διαίρεση τοῦ λαοῦ του ἀπό τό βασίλειο τοῦ Ἰούδα, ὄχι μονάχα δέν ἄφηνε τούς ὑπηκόους του νά πηγαίνουν στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπως πρίν, γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ τους μά ἔκανε καί κάτι ἄλλο χειρότερο ἀκόμα. Ἔκτισε καί δυό ναούς στίς κορυφές δυό ψηλῶν βουνῶν καί σ’ αὐτούς, μαζί μέ τίς τελετές τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας, ἀνακάτευσε καί ἔθιµα εἰδωλολατρικά, καί ἀκόμα, γιά νά εὐχαριστήσει τούς εἰδωλολάτρες, πού ἦταν ἐκεῖ γύρω, ἔστησε καί χρυσά μοσχάρια, ὅπως εἶχαν οἱ γείτονές τους, πού τά λάτρευαν γιά Θεούς! Κι’ ἔτσι σιγά-σιγά ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ ἄρχισε νά ξεχνᾶ τήν πατρογονική του, τήν ἀληθινή, θρησκεία!...
Τά ἴδια καί χειρότερα ἔκαναν ἔπειτα καί οἱ διάδοχοί τοῦ Ἱεροβοάμ.
- Ἕνας ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Ἱεροβοάμ, ὁ χειρότερος, ἦταν ὁ Ἀ χ α ά β, πού εἶχε γυναίκα τήν σκληρή καί παμπόνηρη εἰδωλολάτρισσα Ἰ ε ζά β ε λ. Στήν ἐποχή τοῦ Ἀχαάβ ἡ εἰδωλολα-τρεία εἶχε θεριέψει στό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, πού βασίλευε ὁ Ἀχαάβ καί ἡ Ἰεζάβελ, καί οἱ πιστοί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ κινδύνευαν ἀκόμη καί τήν ζωή τους.
Τότε ζοῦσε, σ’ ἕνα ἐρημικό μέρος τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Προφήτης Ἠλίας. Αὐτός τόλμησε νά παρουσιασθεῖ στόν Ἀχαάβ καί νά τοῦ μιλήσει γιά τό μεγάλο του ἁμάρτημα, γιά τήν εἰδωλολατρεία πού ὑπεστήριζε, καί τοῦ εἶπε πῶς δέν ἦταν δυνατό νά τήν ἀφήσει ἀτιμώρητη ὁ ἀληθινός Θεός.
-«Δέν θά βρέξει, εἶπε ὁ προφήτης Ἠλίας στόν Ἀχαάβ, ἄν δέν παρακαλέσω ἐγώ τόν Θεόν νά βρέξει»!
Ὁ Ἀχαάβ, βέβαια, δέν τό ἐπίστευσε αὐτό καί πολύ θύμωσε γιά τό θάρρος τοῦ Προφήτη.
Μά ὁ δίκαιος Θεός ἄκουσε τοῦ Προφήτη τόν λόγο. Κλείσθηκε ὁ οὐρανός. Μήτε μία σταγόνα νερό δέν ἔπεφτε πιά στό δυστυχισμένο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, καί οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν τρομερά, γιατί μήτε γί αὐτούς μήτε γιά τά ζῶα τους δέν μποροῦσε νά δώσει ἡ γῆ λίγη τροφή.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἔμενε μακρυά σέ μια ἐξοχή, κοντά σ’ ἕνα ποταμάκι, καί ὁ Θεός τοῦ ἔστελνε τήν τροφή του κάθε μέρα. Ἕνας κόρακας τοῦ πήγαινε ψωμί τό πρωί καί κρέας τό βράδυ!
Ὅταν στέρεψε τό ποταμάκι ἐκεῖνο, ὁ Προφήτης Ἠλίας πῆρε διαταγή ἀπό τόν Θεόν, κι’ ἐπῆγε ἀκόμη μακρύτερα καί, μέσα σ’ ἐκείνη τήν µεγάλη πείνα, ζήτησε ἀπό μιά εἰδωλολάτρισσα χήρα γυναίκα νά τόν φιλοξενήσει στό φτωχικό της. Ἐκείνη ἡ δυστυχισμένη δέν εἶχε παρά μονάχα λίγο ἀλευράκι καί λιγάκι λάδι, γιά νά κάνει γιά κεῖνο τό βράδυ μια τηγανίτα νά φάει μέ τό παιδί της. Καί ὅμως πρόθυμα δέχθηκε στό σπίτι της τόν Προφήτη. Καί μοιράσθηκαν μαζί του τό φαγητό ἐκείνης τῆς βραδυᾶς.
Μά μήτε τό ἀλεύρι τῆς φτωχῆς χήρας λιγόστεψε, µήτε τό λάδι ἔλειψε!
Ὁ Θεός εἶχε κάνει τό θαῦμά Του! Καί ἐξακολούθησε αὐτό τό θαῦμα ὅλο τό καιρό, πού ὁ Προφήτης ἔμενε στό φτωχικό τῆς χήρας !
Ἐνῶ ὅλα ἐπήγαιναν καλά στό σπίτι της καλῆς γυναίκας, τό μονάκριβό ἀγόρι της ἀρρώστησε ξαφνικά βαρειά καί πέθανε σέ λίγο!
Καί τότε ἡ δυστυχισµένη, ἡ χαροκαμμένη μάνα, νόμισε πώς ἦταν πολύ ἁμαρτωλή, καί δέν ἦταν ἄξια νά φιλοξενεῖ τόν ἅγιο Προφήτη, κι, ὁ Θεός τήν τιμώρησε, τάχα, γι’ αὐτό! Γι’ αὐτό μέ βαθύ παράπονο, μέ λυγμούς καί μέ δάκρυα γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶπε.
-«Ἅγιε μου Προφήτη, γιατί ἦρθες σ’ ἐμένα; Γιά νά βγοῦν στό φανερό τά κρίματά μου καί νά χάσω τό παιδί μου;»
Πόνεσε ὁ Προφήτης Ἠλίας, τῆς εἶπε λόγια παρηγορητικά, καί ἔπειτα πῆγε μαζί της κοντά στό κρεββάτι, πού ἦταν τό νεκρό παιδί. Τῆς εἶπε νά τόν ἀφήσει μόνο. Καί, σάν ἔμεινε μόνος του ὁ Προφήτης, γονάτισε καί προσευχήθηκε θερμά στό Θεό, κι’ ἔπιασε τό πεθαμένο ἀγόρι ἀπό τό χέρι. Καί τό παιδί κουνήθηκε, ἄνοιξε τά μάτια του, σηκώθηκε καί κάθησε στό κρεββάτι του κι’ ἄρχισε νά μιλάει! Ἦταν ζωντανό. Εἶχε ἀναστηθεῖ!
Φώναξε τότε τή μητέρα ὁ Προφήτης καί τῆς ἔδωσε τό παιδί της, ζωντανό, κι’ ἐκείνη δέν ἤξερε πῶς νά φανερώσει τήν χαρά της καί τήν εὑγνωµοσύνη της.
Καί οἱ τρεῖς μαζί δοξολόγησαν τότε τόν Θεόν, πού ἔδιωξε τήν λύπη ἀπό τό εὐλογημένο σπίτι κι’ ξανάφερε ἐκεῖ μέσα τήν χαρά!
- Τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες εἶχαν περάσει ἀπό τότε, πού ὁ Προφήτης Ἠλίας εἶπε στόν Ἀχαάβ πώς δέν θά ἔβρεχε, κι’ ἀκόμα δέν εἶχε βρέξει. Καί λαός πεινοῦσε καί διψοῦσε καί ὑπέφερε τρομερά. Πολλοί ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες εἶχαν καταλάβει τό κακό, πού εἶχαν κάνει, κι’ ἄρχισαν νά μετανοοῦν, μά ἡ σκληρή Ἰεζάβελ ἔκανε ὅτι μποροῦσε, γιά νά δίνει δύναμη στούς Ἱερεῖς τῶν ψεύτικων Θεῶν, τῶν εἰδωλολατρῶν. Τόσο πολύ μάλιστα εἶχαν σκοτισθῆ ὅσοι ἐξακολουθοῦσαν νά μένουν πιστοί στήν εἰδωλολατρεία ἀκόμα, ὥστε στό μεγάλο μπρούντζινο ἄγαλμα ἑνός ψεύτικου Θεοῦ, πού τόν ἔλεγαν Βάαλ, θυσίαζαν ἀνθρώπους, καί, πρό πάντων, μικρά παιδιά, γιά νά παύσει, τάχα, τό κακό τῆς ἀνομβρίας καί τῆς πείνας.
Τότε ὁ Προφήτης Ἠλίας ἔκανε ἕνα μεγάλο θαῦμα. Μέ τήν προσευχή του κατέβασε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό μπροστά σ’ ὅλο τόν κόσμο καί στούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ! Ὁ περισσότερος κόσμος πίστευσε τότε πώς ὁ Θεός τοῦ Προφήτη ἦταν ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ Ἠλίας προσηυχήθηκε κι' ἔπεσε ἄφθονη βροχή στήν γῆ, πού εἶχε νά ποτισθεῖ τόσα χρόνια! Ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ τώρα μίσησε περισσότερο τόν Προφήτη Ἠλία κι’ βάλθηκε νά τόν σκοτώσει. Μά, ὁδηγημένος ἐκεῖνος ἀπό τό Θεό ἔφυγε ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ βασιλείου της καί τράβηξε γιά τό ἱερό ἐκεῖνο βουνό, τό Χωρήβ πού ὁ Μωυσῆς εἶχε δεῖ ἄλλοτε τήν ἀναμμένη βάτο. Ἐκεῖ ὁ Προφήτης μπῆκε σέ μιά σπηλιά καί προσηυχήθηκε θερμά, ζητώντας νά δεῖ κι ἐκεῖνος τό Θεό, ἄν ἦταν δυνατό... Ἔγινε τότε σίφουνας μεγάλος κι’ τράνταξε ἡ σπηλιά! Ὁ Προφήτης νόμισε, πῶς ἐρχόταν ἔτσι ὁ Θεός. Μά ὁ Θεός δέν ἦταν στόν σίφουνα...Ἔγινε ἔπειτα τρομερός σεισμός, πού ἔκανε τό βουνό νά κουνηθεῖ ! Ὁ Προφήτης νόμισε πώς ἔρχεται ὁ Θεός μά ὁ Θεός δέν ἦρθε μέ τόν σεισμό... Φάνηκε, ἔπειτα, φωτιά µεγαλη, σάν νά καιγόταν ὅλο τό βουνό. Μά μήτε στήν φωτιά δέν ἦταν τώρα ὁ Θεός. Κι ὅταν πέρασαν αὐτά ὅλα τά τροµερά πράγματα, ἀκούσθηκε σάν ἕνα ἐλαφρό ἀεράκι, καί μια γλυκειά δροσούλα μπῆκε μέσα στή σπηλιά, πού ἦταν ὁ Προφήτης γονατιστός, καί τοῦ χάϊδεψε τό πρόσωπο. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Θεός! Καί ὁ Προφήτης σκέπασε ἀπό εὐλάβεια τό κεφάλι του κι’ ἔσκυψε κάτω καί προσκύνησε κι’ ὁ Θεός τοῦ εἶπε:
-«Μή φοβᾶσαι, Ἠλία. Ἐγώ εἶμαι μαζί σου. Πολλοί εἶναι ἀκόμα ἐκεῖνοι, πού πιστεύουν στό ὄνομά Μου. Μόνον φρόντισε νά χειροτονήσεις τόν Ἐλισσαῖον γιά Προφήτη, νά μείνη ἐκεῖνος στήν θέση σου, γιατί ἐσύ θά φύγεις πιά ἀπό τήν γῆ».Ὅταν ἔπαυσε νά μιλεῖ ὁ Θεός, ὁ Προφήτης σηκώθηκε ἐπάνω καί, δυναμωμένος τώρα στήν ψυχή, ἔφυγε ἀπό τό βουνό καί βρῆκε τόν Ἐλισσαῖο, καί τόν εὐλόγησε καί τοῦ µετέδωσε τήν δύναμη τοῦ Προφήτη, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός.
Περπατοῦσαν μιά μέρα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος σέ μιά ὄμορφη ἔρημο ἔξοχη, κι' ὁ Ἐλισσαῖος ἄκουσε μέ προσοχή τά σοφά λόγια τοῦ μεγάλου Προφήτη... Μά ἐκεῖ, πού περπατοῦσαν, ἕνα πύρινο σύννεφο μπῆκε, ξαφνικά, ἀνάμεσά τους καί τούς χώρισε. Τό πύρινο σύννεφο πῆρε μαζί του τόν Ἠλία καί τόν ἀνέβασε ζωντανό ψηλά πρός τόν οὐρανό !...
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἀναφέρεται σέ πολλά μέρη τῆς Καινῆς Διαθήκης:
α΄. Παρίσταται μετά τοῦ Μωϋσέως συνομιλώντας μέ τόν Κύριο κατά τήν Μεταμόρφωση (Ματθαίου ιζ,3. Μάρκ. θ΄,4. Λουκᾶ, θ΄,30).
β΄. Ἀναφέρεται ἀπό τόν Κύριο ὡς τύπος Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ (Ματθαίου ια΄,13-14. ιζ΄, 12), πού ἦρθε «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού», ὅπως προεῖπε ὁ Γαβριήλ πρός τόν Ζαχαρία (Λουκᾶ α΄,17), καί στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Μαλαχίου (δ΄,4), «ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἐλθεῖν τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ».
γ'. Ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων ρωτᾶται ὁ Βαπτιστής Ἰωάννης, ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας (Ἰωάννου α΄, 21) καί ἀπό μερικούς ἀπό τόν Ἰουδαϊκό λαό αὐτός ὁ Κύριος θεωρεῖται ὡς ὁ Προφήτης Ἠλίας (Ματθαίου στ΄,14. Μάρκου στ΄,15. Λουκᾶ θ΄, 8. 19).
δ’. Ἀπό τόν Κύριο ἀναφέρεται ἡ «ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡλίου» ἀνομβρία καί ὁ λιμός καί ἡ παρά τῇ Σαραφθίᾳ χήρα φιλοξενία τοῦ Προφήτου (Λουκᾶ δ΄, 25-26).
ε΄. Οἱ υἱοί Ζεβεδαίου ἀναφέρουν τό ἀπό τόν Ἠλία γενόμενο θαῦμα τοῦ πυρός καί, ζητοῦν νά τόν μιμηθοῦν, γιά νά τιμωρήσουν τούς Σαμαρεῖτες, ἐπιτιμῶνται ὅμως ἀπό τόν Κύριου σάν ἀγνοοῦντες ἀκόμη τό πνεῦμά Του (Λουκᾶ θ, 54-56).
- Ἐπίσης ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Ἰακώβου ε΄, 17-18): «Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθής ἡμῖν, καί προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μή βρέξαι, καί οὐκ ἔβρεξεν ἐπί τῆς γὴς ἐνιαυτούς τρεῖς καί μήνας ἕξ καί πάλιν προσηύξατο, καί ὁ οὐρανός ὑετόν ἔδωκε καί ἡ γῆ ἐβλάστησε τόν καρπόν αὐτῆς »
* * * * *
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
- Ὁ Προφήτης Ἠλίας κατέχει ἐπίσημη θέση στήν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία, καί εἶναι ὁ μόνος Προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἡ μνήμη ἑορτάζεται τόσο πανηγυρικά, σέ μᾶς εἶναι γνωστότατος καί ἀπολαμβάνει μεγάλο σεβασμό ἀπό τόν Ἑλληνικό λαό, πού στίς κορυφές πολλῶν λόφων καί βουνῶν τῆς Ἑλλάδας ἔχει ἱδρύσει ναΰδρια τοῦ Προφήτη καί πολλές ἄλλες λαϊκές παραδόσεις καί ἔθιμα σχετίζονται μέ τήν μνήμην του.
- Ἡ μνήμη τοῦ Προφήτου ἑορτάζεται στήν ὁρθόδοξη Ἐκκλησίας μας στίς 20 Ἰουλίου καί ὑπάρχει πλούσια ἀσματογραφία, ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας παραθέτουμε στήν συνέχεια:
Κ ά θ ι σ μ α.
Θεῷ δι’ ἀρετῆς ἀκραιφνῶς ᾠκειώθης, οὐράνιον ζωήν ἐπί γῆς βιωτεύσας· ζωήν δέ τῆς χάριτος κεκτημένος, μακάριε, σοῖς φυσήμασι παῖδα θανόντα ἐγείρεις· μένεις δ’ ἄφθαρτος κρείττων εἰσέτι θανάτου, Ἠλία θεόπνευστε.
Ἐ ξ α π ο σ τ ε ι λ ά ρ ι ο ν.
Φῶς ἐν πυρίνῳ τεθρίππῳ οὐρανοδρόμον σέ δεῖξαν ἁρματηλάτην, Ἠλία, οὐ κατηνάλωσεν ὅλως· πῦρ γάρ ἐν γλώττῃ πηλίνη εἵλκυσας κάτω καί ἀπεξήρανας ὄμβρους.
Ἀ π ο λ υ τ ί κ ι ο ν.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας Ἐλισσαίῳ τήν χάριν, νόσους ἀποδιώκει καί λεπρούς καθαρίζει. Διό καί τοῖς τιμῶσιν αὐτόν βρύει ἰάματα.
Στόν Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού ἀναγιγνώσκονται περικοπές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού περιέχουν τίς διηγήσεις γιά τά θαύματα καί τήν ἀνάληψη τοῦ Προφήτου Ἠλία, δηλαδή
1) Γ’ Βασιλειῶν ιζ΄, 1-24.
2) Γ΄ Βασιλειῶν ιη΄,17-46. ιθ΄, 1-21
καί 3) Δ΄ Βασιλειῶν β΄, 1-15.
- Ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Προφήτου Ἠλία ἑορτάζεται καί μέ τούς λοιπούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τή Κυριακή πρό τῶν Χριστουγέννων.
- Ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἐκτός τῆς μέ τούς ἄλλους Προφῆτες συνήθη ἐξεικονίσεώς του στίς τοιχογραφεῖες τῶν ὀρθοδόξων ναῶν, εἰκονογραφεῖται συχνά σέ φορητές εἰκόνες. Πάντοτε εἰκονίζεται ὡς γέροντας μέ ἄτακτα λευκά μαλλιά καί γενειάδα, περιβεβλημένος μηλωτή καί νά κάθεται μέσα σέ σπήλαιο, στό ὁποῖο φαίνετα ἕνα κοράκι νά τοῦ φέρνει τήν τροφή του.
Ἐπίσης, ὁ Προφήτης Ἠλίας εἰκονογραφεῖται στήν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τόν Μωϋσή, στεκόμενος μέ εὐλάβεια δίπλα στόν Ἰησοῦ Χριστό.