Εἰσαγωγή
Οἱ τελευταῖες ἡμέρες
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ἡ χρονολογική διαίρεση αὐτῶν τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς ἐπί γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τοποθετεῖται χρονολογικά καλύτερα στόν Μᾶρκο στούς ἄλλους εὐαγγελιστές. Αὐτός ξεχωρίζει σαφῶς τήν νύχτα μεταξύ τῆς Κυριακῆς καί τῆς Δευτέρας (ια΄, 11-12), τή νύχτα μεταξύ τῆς Δευτέρας καί τῆς Τρίτης (ια΄, 19-20), τήν ἡμέρα τῆς Τετάρτης (ιδ΄, 1), τήν ἡμέρα τῆς Πέμπτης (ιδ΄, 12) καί τήν ἑσπέρα της (ιδ΄,17) καί τέλος τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς (ιε΄, 1), τό ἀπόγευμά της (ιε΄, 25. 33) καί τήν ἑσπέρα της (ιε΄,42) πού ὑπῆρξε ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Γιά τίς πρῶτες μέρες οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές εἶναι πιό ἀκαθόριστοι. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει τή γενική πληροφορία ὅτι ὁ Ἰησοῦς σ’ αὐτή τήν ἑβδομάδα “ἦν τάς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τάς δέ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τό ὄρος, τό καλούμενον Ἐλαιών. Καί πᾶς ὁ λαός ὤρθριζεν πρός αὐτόν ἐν τῷ ἱερῷ ἀκούειν αὐτοῦ” (Λουκᾶ κα΄, 37-38).
Ἡ διανομή σέ κάθε μία ἀπ’ αὐτές τίς μέρες τῶν γενονότων πού ἀναφέρονται ἀπό τούς τέσσερεις εὐαγγελιστές δέν ὁδηγεῖ σέ βέβαια συμπεράσματα. Ἀκολουθώντας ἀκόμα τήν χρονολογική διανομή τοῦ Μάρκου, τά γεγονότα καί οἱ ὁμιλίες τοῦ Ἰησοῦ πρίν ἀπό τό τελευταῖο δεῖπνο θά ἀφοροῦσαν κατά μέγιστο μέρος τήν Τρίτη, ἐνῷ γιά τήν Δευτέρα καί τήν Τετάρτη θά ἔμεναν πολύ λίγα. Μπορεῖ λοιπόν αὐτός ὁ προσδιορισμός ν’ ἀνταποκρίνεται στή σειρά τῶν γεγονότων, ἀλλά μπορεῖ ἐπίσης πολύ καλά νά εἶναι ἀποτέλεσμα συντακτικῆς διατάξεως: ἡ τελευταία αὐτή ὑπόθεση φαίνεται ἀκόμα ἐπιβεβαιωμένη γιά μερικά γεγονότα, ὅπως τό διώξιμο τῶν ἐμπόρων ἀπό τό Ναό, πού ὁ Μᾶρκος φαίνεται νά τοποθετεῖ σ’ αὐτή τή Δευτέρα, καί τό δεῖπνο τῆς Βηθανίας (§ 501), πού φαίνεται ὅτι τοποθετεῖται στήν Τετάρτη.
Βεβαίως ἡ δρᾶσις τοῦ Ἰησοῦ σ’ αὐτές τίς τελευταῖες μέρες ὑπῆρξε ἐντονωτάτη καί πολύ δίκαια μποροῦμε νά συμπεράνωμε ὅτι μᾶς τήν διηγήθηκαν μόνον ἐν μέρει. Ἡ λαϊκή εὔνοια, κρατώντας ἀκόμα δύο ἤ τρεῖς μέρες μετά τή θριαμβευτική Κυριακή, προφύλασσε ἀρκετά τόν Ἰησοῦ ἀπό τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων καί τοῦ ἐπέτρεπε νά παραμένει κατά τήν ἡμέρα στήν Ἱερουσαλήμ διδάσκοντας καί συζητώντας δημοσίως στό Ναό, ὅπου ὁ λαός τόν ἀνέμενε μέ ἀγωνία, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Λουκᾶς. Τή νύχτα ἀντιθέτως, ὅταν ὁ λαός ἐλάχιστα θά μποροῦσε νά πράξει καί οἱ ἄρχοντες τά πάντα, ὁ Ἰησοῦς ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν κακόπιστη πόλι καί διασχίζοντας τόν χείμαρρο τῶν Κέδρων, ἀποσυρόταν στό κοντινό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου βρισκόταν τόσο τό φιλικό χωριό τῆς Βηθανίας, ὅσο καί ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ, πού ἦταν ἕνας τόπος κοντινός καί προσφιλής στόν Ἰησοῦ. Λοιπόν, τό μοναδικό ἐμπόδιο στό νά ξεσπάσει τό μῖσος τῶν ἀρχόντων ἦταν ἡ εὔνοια τοῦ λαοῦ. Ἀλλά οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι ἤξεραν τέλεια ὅτι τέτοια εὔνοια εἶναι ὅ, τι τό πιό εὐμετάβλητο καί ἀσταθές μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ καί περίμεναν αὐτή τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά τήν ἀλλάξουν αἰφνίδια χωρίς δημοσία ἀναταραχή. Μέ τέτοια ἀναμονή πέρασαν τίς τέσσερεις αὐτές ἡμέρες.