Κ Ρ Ι Σ Η
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ἡ ἀναμονή τῆς ἐπανόδου τοῦ Χριστοῦ ὡς Κριτῆ τῶν ζωντανῶν καί τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ µέρος τοῦ χριστιανικοῦ Πιστεύω σύμφωνα μέ τό ὁποῖο :κάθε ἄνθρωπος θά ἐμφανιστεῖ μπροστά Του γιά νά λογοδοτήσει γιά τίς πράξεις του. Τό θέµα δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση στήν ἱστορία τῶν θρησκειῶν: ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Ἑλλάδα γνώριζαν ἐπίσης µιά «κρίσιν τῶν νεκρῶν». ᾽Αλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἡ Καινή Διαθήκη ἀντιλαμβάνεται αὐτή τήν Κρίση πού γίνεται ἀπό τό Χριστό τήν ἔσχατη ἡμέρα δέν κατανοεῖται παρά µόνο σέ σχέση μέ τήν προγενέστερη ἀνάπτυξη.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἤδη ἕνα ἄρθρο πίστεως:
ἡ ἱστορία παρουσίαζε πλῆθος συγκεκριµένα παραδείγματα αὐτῆς τῆς Κρίσεως, ἐνῶ ἡ ἑσχατολογία συνεπαγόταν µιά ἐντυπωσιακή πραγµάτωσή της.
Παλαιά Διαθήκη
Στά ἑβραϊκά ἡ λέξη πού σηµαίνει συνήθως «κρίνω», ἐπιδέχεται καί µιά εὐρύτερη ἔννοια τόν ἡγέτη πού κυβερνᾶ ἕνα λαό[1]. Τέτοιοι ἦταν οἱ Κυβερνῆτες τῆς Καρχηδόνας, τέτοιοι εἶναι οἱ Κριτές τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀπό τήν κατάκτησή της ὥς τήν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας[2]. Μιά ἀπό τίς πιό σημαντικές ἁρμοδιότητες ὅλων τῶν Κυβερνητῶν εἶναι ἀκριβῶς ν᾿ ἀποφασίζουν στίς διενέξεις ὥστε ἡ δικαιοσύνη νά βασιλεύει στήν κοινωνία, νά ἐκφέρουν ἀποφάσεις πού προσδιορίζουν τό δίκαιο τοῦ καθενός καί, στήν ἀνάγκη τό ἀποκαθιστοῦν ἄν εἶχε παραβιαστεῖ, καταδικάζοντας τόν παραβάτη. Αὐτή ἡ δικαστική δραστηριότητα, ἀσκεῖται ἀπό τό Μωυσῆ καί τοὺς Πρεσβυτέρους πού τόν βοηθοῦν[3], ἀπό τό Σαμουήλ[4], ἀπό τούς βασιλεῖς[5], ἀπό τούς τοπικούς δικαστές καί ἰδιαίτερα ἀπό τούς ἱερεῖς[6]. Στήν πράξη, παρά τούς κανόνες τῆς νομοθεσίας, δέν εἶναι πάντα κατορθωτό νά διορθωθοῦν οἱ ἀδικίες, νά γίνουν σεβαστά τά δικαιώµατα τοῦ καθενός, νά τηρηθεῖ µέ ἀκρίβεια ἡ δικαιοσύνη. Αὐτό ὅμως παραμένει τό ἰδανικό πού δέ λείπει ποτέ ἀπό τήν εἰκόνα στίς περιγραφές τοῦ Βασιλιᾶ Μεσσία[7] καί στίς ἐμφανίσεις τοῦ ἐσχατολογικοῦ λαοῦ[8]. Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς ἐμπνέονται ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία, ὅταν μιλοῦν γιά τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ.
Ι. Οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ στήν Ἱστορία
- Ἡ πίστη στήν Κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι θεµελιακό στοιχεῖο, πού ποτέ δὲν ἀμφισβητεῖται. Ὁ Κύριος κυβερνᾶ τόν κόσµο καί ἰδιαίτερα τούς ἀνθρώπους. Ὁ Λόγος Του προσδιορίζει τό δίκαιο καί καθορίζει τούς κανόνες τῆς δικαιοσύνης. «Δοκιµάζει νεφροὺς καὶ καρδίας»[9], γνωρίζοντας ἔτσι µέ τέλειο τρόπο τούς δικαίους καί τούς ἐνόχους. ᾿Εξάλλου, ἀφοῦ κυριαρχεῖ πάνω στά γεγονότα, δέ γίνεται νά παραλείπει νά τά διαμορφώνει ἔτσι ὥστε τελικά οἱ δίκαιοι νά γλιτώνουν τή δοκιμασία καί οἱ φαῦλοι νά τιμωροῦνται[10]. Σ᾽ αὐτόν λοιπόν καταφεύγει κανείς αὐθόρμητα, ὡς στόν ὑπέρτατο δικαστή καί στόν ἐπανορθωτή τῶν ἀδικιῶν[11], Αὐτός εἶναι πράγματι ὁ οὐσιαστικός σκοπός τοῦ λειτουργήµατος τοῦ ὑπέρτατου κριτῆ. Ὅταν τοῦ ἀναθέτει κανείς μιά ὑπόθεση, ἐπικαλούμενος τήν ἐκδίκησή του, εἶναι περισσότερο γιά ν᾿ ἀποκατασταθεῖ τό παραβιασμµένο δίκαιο παρά ἀπό διάθεση ἐκδικητική. Οἱ Ψαλμοί ἀπηχοῦν τίς ἐπικλήσεις πού τοῦ ἀπευθύνουν οἱ καταδιωγµένοι δίκαιοι[12]. Ἄλλοτε τόν δοξάζουν γιατί κρίνει ὁλόκληρη τή γῆ[13], ἄλλοτε πάλι τόν ἱκετεύουν νά ἐνεργήσει ὥστε νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ ἀδικίες τῶν ἀνθρώπινων κριτῶν[14].
- Η ἱστορική ἐμπειρία προσφέρει ἐξάλλου στούς πιστούς συγκεκριµένα παραδείγματα αὐτῆς τῆς θεϊκῆς Κρίσεως, στήν ὁποία ὑπόκεινται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ὅλοι οἱ λαοί, Στήν ἔξοδο, ὁ Θεός «ἔκρινεν Αἴγυπτον», δηλ. τιμώρησε τό δυνάστη τοῦ ᾿Ισραήλ. τόν ὁποῖον ἤθελε νά ἀπελευθερώσει[15]. Οἱ τιμωρίες τοῦ ᾿Ισραήλ στήν ἔρημο, φανερά σημεῖα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν ὅλες δικαστικές ἀποφάσεις ἐνάντια στόν ἄπιστο λαό. Ἡ ἐξόντωση τῶν Χαναναίων κατά τήν κατάκτηση ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη παράδειγµα, πού δείχνει ταυτόχρονα τήν αὐστηρότητα καί τή μετριοπάθεια τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ[16]. Κι ἄν κανείς ἀναφερθεῖ στό παρελθόν, θά βρεῖ µιά ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ-Κριτῆ γιά κάθε συμφορά πού πλήττει τήν ἔνοχη ἀνθρωπότητα: στήν καταστροφή τῶν Σοδόµων[17], στόν Κατακλυσμό[18], στό προπατορικό ἁμάρτηµα[19]. Ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ λοιπόν μιά μόνιμη ἀπειλή γιά τούς ἀνθρώπους, ὄχι ἐπέκεινα τῆς ἱστορίας, ἀλλά µέσα σ᾿ αὐτήν. Κανένας ἁμαρτωλός δέ θά μποροῦσε νά τῆς ξεφύγει.
ΙΙ. Ἡ ἐσχατολογική κρίση
- Ἡ ὑπενθύμιση τῆς ἀπειλητικῆς Κρίσεως, ἡ ἀναγγελία τῆς ἐπικείμενης πραγµατοποιήσεώς της, ἀποτελοῦν µέρος τῶν οὐσιαστικῶν προφητικῶν θεμάτων. Ὁ Θεός βρίσκεται σέ ἀντιδικία µέ τό λαό Του: τόν προσάγει στό δικαστήριό Του, βγάζει ἐτυμηγορία καί ἑτοιμάζεται νά τήν ἐκτελέσει[20]. Ἡ ἰδέα ἐνυπάρχει σ᾿ ὅλες τίς προρρήσεις τιμωρίας[21]. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ᾽Αμώς, µεταλλάσσει τήν ἀναμονή τῆς Ἡμέρας τοῦ Γιαχβέ σέ ἐφιαλτική προοπτική[22]. Ὁ ᾿Ισραήλ, ἡ ἄπιστη σύζυγος, θά κριθεῖ σύμφωνα μέ τό δίκαιο πού ἐφαρμόζεται στίς περιπτώσεις µοιχείας[23]. Τά τέκνα του θά κριθοῦν σύμφώνα μέ τή συμπεριφορά καί τά ἔργα τους[24]. Ἄν αὐτή ἡ προοπτική τοῦ μέλλοντος φαίνεται σκοτεινή, δέν πρέπει μολαταῦτα νά λησμονεῖ κανείς ὅτι ὁ Θεός, πραγµατώνοντας τήν κρίση του, θά ξεχωρίσει τήν ὑπόθεση τῶν δικαίων ἀπό τήν ὑπόθεση τῶν ἐνόχων: τιμωρεῖ τούς δεύτερους µόνο καί µόνο γιά νά ἀπελευθερώσει καλύτερα τούς πρώτους[25]. Μέσα στό λαό του λοιπόν, ἕνα Ὑπόλειμμα δικαίων θά ξεφύγει ἀπό τήν Κρίση. Οἱ ἀποφάσεις του ἄλλωστε δέν ἀφοροῦν µόνο τόν ᾿Ισραήλ: ὅλοι οἱ λαοί ὑπόκεινται σ᾿ αὐτές, ὅπως τό βεβαιώνει ἤδη ὁ ᾽Αμώς μ᾿ ἕνα αὐστηρά δικαστικό ὕφος[26], πού ξαναβρίσκεται ἀκόμη καί στόν ᾿Ιεζεκιήλ[27]. Ὁ Ἱερεμίας σκιαγραφεῖ μιά γενική εἰκόνα αὐτῆς τῆς Κρίσεως τῶν ἐθνῶν[28]. Πίσω ἀπό τήν ἀναγγελία αὐτῶν τῶν μελλοντικῶν συμφορῶν, πρέπει νά δεῖ κανείς τήν ἀναμονή ἱστορικῶν γεγονότων πού θά ἐπισημάνουν, στό ἐμπειρικό ἐπίπεδο, τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἡ πρώτη ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές τίς συμφορές θά εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ καί ἡ διασπορά τοῦ ᾿Ισραήλ.
- Στούς µετά τήν ἐξορία Προφῆτες, τῶν ὁποίων οἱ ἐκφραστικοί τρόποι ἐξελίσσονται µέ κατεύθυνση πρός τά ἀποκαλυπτικά κείµενα, ἡ ἐπίκληση μιᾶς τελικῆς Κρίσεως, πού θά περιλαμβάνει τούς ἁμαρτωλούς ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί ὅλες τίς ἐχθρικές πρός τό Θεό καί τό λαό του τάξεις, ἀποτελεῖ τό ὑποχρεωτικό προοίμιο τῶν προφητειῶν τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός θά κρίνει τόν κόσµο µέ τή φωτιά[29]. Θά συναθροίσει τά ἔθνη στήν κοιλάδα τοῦ ᾿Ιωσαφάτ («Θεός-Κριτής»): τότε θά γίνει ὁ ἐσχατολογικός θερισμός καί ὁ τρύγος[30]. Τό βιβλίο τοῦ Δανιήλ περιγράφει μέ ἐφιαλτικές εἰκόνες αὐτή τήν Κρίση, πού θά τερματίσει τή διάρκεια τοῦ χρόνου καί θά ἐγκαινιάσει τήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου[31]. Ἡ ἐσχατολογία καταλήγει ἔτσι πέρα ἀπό τή γῆ καί τήν ἱστορία. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στό βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος, ὅπου βλέπει κανείς τούς δικαίους καί τούς ἀσεβεῖς νά παρουσιάζονται µαζί γιά νά λογοδοτήσουν[32]. Μόνο οἱ ἁμαρτωλοί θά πρέπει νά τρέµουν τότε, γιατί οἱ δίκαιοι θά προστατευτοῦν ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό[33], οἱ ἅγιοι τοῦ Ὑψίστου θά πάρουν µέρος στή βασιλεία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου[34]. Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ἐνάντια στήν ἁμαρτωλή ἀνθρωπότητα δέν πραγµατώνεται μόνο σέ ἰδιαίτερες κρίσεις πού ἀφοροῦν ἄτομα καί ἔθνη στήν πορεία τῆς ἱστορίας. Θά καταλήξει σέ µιά τελική ἀναμέτρηση πού θά ἀποτελέσει τήν κατ’ ἐξοχήν Κρίση, ὅταν θά φθάσει ἡ Ἡμέρα τοῦ Γιαχβέ.
- Θά πρέπει νά ἔχει κανείς πάντοτε ὑπόψη του αὐτή τήν προφητική προοπτική ὅταν διαβάζει τούς µετά τήν ἐξορία ψαλμούς. Ἡ προσφυγή στό Θεό-Κριτή φαίνεται ἐκεῖ ἀρκετές φορές σάν µιά ἔνσταση, προορισµένη νά ἐπισπεύσει τήν ὥρα τῆς τελικῆς Κρίσεως: «ὑψώθητι ὁ κρίνων τὴν γῆν, ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις!»[35]. Ψάλλεται προκαταβολικά ἡ δόξα τῶν ἐπίσημων αὐτῶν συναθροίσεων[36], µέ τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός θά δώσει τελικά δίκιο στούς φτωχούς του πού ὑποφέρουν[37]. Ἔτσι ἡ Κρίση ἀναμένεται µέ ἐλπίδα ἀπό τούς καταπιεσµένους, θύματα τῶν ἀσεβῶν, καί ἀπό τόν Ἰσραήλ, σκλάβο τῶν εἰδωλολατρῶν. Παρ᾽ ὅλα αὐτά παραμένει µιά ἐπίφοβη πιθανότητα: «καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν µετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν»[38]. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός, καί πῶς νά φανταστεῖ κανείς χωρίς φρίκη τήν ἀναμέτρηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ µέ τό Θεό; Ποιός θά μπορέσει νά ξεφύγει ἀπό τήν Κρίση, χωρίς µιά ἐνέργεια τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ;
* * * * *
Καινή Διαθήκη
Στόν Ἰουδαϊσμό τῆς ἐποχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ ἀναμονή τῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ, στήν ἐσχατολογική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἦταν γενική, μολονότι ἡ συγκεκριμένη της παρουσίαση δέν ὑπῆρξε καθόλου ἑνιαία καί συνεπής. Στά πρόθυρα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής τήν ἐπικαλεῖται, ὅταν ἀπει-
λεῖ τούς ἀκροατές του µέ τή μελλοντική ὀργή καί τούς πιέζει νά δεχτοῦν τό βάπτισμά του ὡς σημεῖο μετανοίας[39]. Τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ καί κατόπι τῶν ᾿Αποστόλων, μολονότι συνδέεται στενά μέ ὅσα κήρυξε ὁ Ἰωάννης, τροποποιεῖ σηµαντικά τά δεδοµένα τους, ἀφοῦ ἀπό τή στιγµή πού ὁ ᾿Ιησοῦς ἐμφανίζεται στόν κόσµο, ἐγκαινιάζονται οἱ ἔσχατοι καιροί: ἤδη πραγµατώνεται ἡ ἐσχατολογική Κρίση, ὅσο κι ἄν θά πρέπει νά ἀναμένεται ἡ ἕνδοξη ἐπιστροφή τοῦ Χριστοῦ γιά νά ἐκπληρωθεῖ τέλεια.
Ι. Ἡ κρίση μέσα στά Εὐαγγέλια
- Στά Συνοπτικά, τό κήρυγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀναφέρεται συχνά στήν Κρίση τῆς ἔσχατης ἡμέρας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά πρέπει τότε νά λογοδοτήσουν[40]. Μιά αὐστηρή καταδίκη περιμένει τούς ὑποκριτές γραμματεῖς[41], τίς πόλεις τῆς λίμνης πού δέν ἔδωσαν προσοχή στό κήρυγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ[42], τήν ἄπιστη γενιά πού δέ μετάνιωσε στό ἄκουσμά του[43], τίς πόλεις πού δέ θά δεχτοῦν τούς ἀπεσταλμένους του[44]. Ἡ κρίση τῶν Σοδόµων καί τῆς Γοµόρρας δέ θά εἶναι τίποτα μπροστά στή δική τους κρίση[45]: θά ὑποστοῦν τήν Κρίση πού καταδικάζει στή Γέεννα[46]. Αὐτές οἱ διδασκαλίες, ὅλο ἀπειλές, τονίζουν τό βασικό κριτήριο τῆς θεϊκῆς Κρίσεως : τή στάση πού τήρησαν οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στό Εὐαγγέλιο. Ἡ συμπεριφορά ἀπέναντι στόν πλησίον θά ὑπολογιστεῖ ἐπίσης: σύμφωνα μέ τό μωσαϊκό Νόμο, κάθε ἀνθρωποκτόνος ἔπρεπε νά παραδοθεῖ στήν ἀνθρώπινη κρίση. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό Νόμο, δέ χρειάζεται καί τόσο γιά νά παραδοθεῖ κανείς στή Γέεννα[47]! Θά πρέπει νά λογοδοτήσει κανείς γιά κάθε συκοφαντία[48]. Ὁ καθένας θά κριθεῖ σύμφωνα μέ τό µέτρο πού θά ἔχει ἐφαρμόσει γιά τόν πλησίον του[49]. Καί ἡ εἰκόνα αὐτῶν τῶν ἐπίσηµων συνεδριάσεων, ὅπου ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά ἔχει τό ρόλο τοῦ δικαστῆ[50], δείχνει τούς ἀνθρώπους νά γίνονται δεκτοί στή Βασιλεία ἤ νά καταδικάζονται στήν αἰώνια τιμωρία, ἀνάλογα µέ τήν ἀγάπη ἤ τήν ἀδιαφορία πού θά ἔχουν δείξει στούς ἄλλους.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα ἔγκλημα πού, περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἐπισύρει τή θεϊκή Κρίση. Εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρώπινη ἀπιστία ἔφθασε στό ἀποκορύφωμα τῆς κακίας της σέ µιά παρωδία νόµιµης κρίσεως: ἡ δίκη καί ἡ καταδίκη σὲ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[51]. Στή διάρκεια αὐτῆς τῆς ἄδικης κρίσεως, ὁ Ἰησοῦς ἐμπιστεύεται τόν Ἑαυτό του σ᾿ ᾿Εκεῖνον πού κρίνει δίκαια[52]. Γι’ αὐτό, ἀνασταίνοντάς τον, ὁ Θεός τόν ἀποκατέστησε στά δικαιώματά του. Ἡ ἐκτέλεση ὅμως μιᾶς (τόσο ἄδικης ἐτυμηγορίας ἐπέσυρε, σέ ἀντάλλαγμα, µιά ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ἐνάντια στήν ἔνοχη ἀνθρωπότητα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό πλαίσιο, ὅπου τό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου τοποθετεῖ τό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, συμπίπτει µέ τό παραδοσιακό σκηνικό τῆς Κρίσεως στήν ἐσχατολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης[53]. Ὁ θάνατος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι λοιπόν ἡ στιγµή ὅπου κρίνεται ὁ κόσµος. Ἡ μετέπειτα ἱστορία, ὥς τήν ἔσχατη Ἡμέρα, θά καθιστᾶ ἁπλῶς σαφή αὐτή τήν καταδίκη. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καταδίκη αὐτή θά ἀφορᾶ πρῶτα «τοὺς ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ», τούς πρώτους ἐνόχους[54]. Αὐτό ὅμως θά εἶναι µόνο «προοίμιο καί σημεῖο, πού θά ἀναγγείλει τήν τελική ἐπάνοδο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου, κριτῆ τῆς μεγάλης Ἡμέρας[55]. Ὁ κατάδικος τοῦ Πάθους, θύμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, θά ἐπιβάλει τότε στόν ἁμαρτωλό κόσµο µιά ἐντυπωσιακή καταδίκη.
- Τό εὐαγγέλιο τοῦ ᾿Ιωάννη ἀναπτύσσει αὐτή τή θεολογία, ἐπιµένοντας πάνω στήν ἐπικαιρότητα τῆς Κρίσεως µέσα στήν καρδιά τῆς ἱστορίας, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ᾿Ιησοῦ. Δέν ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὡς Υἱός τοῦ ᾽Ανθρώπου, ὁρίστηκε ἀπό τόν Πατέρα Κριτής τῆς ἔσχατης Ἡμέρας[56]. Στήν πραγματικότητα ὅμως, ἡ Κρίση πραγµατώνεται ἀπό τή στιγµή πού ὁ Πατέρας στέλνει τόν Υἱό του στόν κόσμο. Δέν τόν στέλνει γιά νά κρίνει τόν κόσµο: ἀντίθετα ἔρχεται γιά νά τόν σώσει[57]. Σύµφωνα ὅμως µέ τή στάση πού ὁ καθένας τηρεῖ ἀπέναντί του, ἡ Κρίση γίνεται ἄμεση: ὅποιος πιστεύει δέ θά κριθεῖ, ὅποιος δέν πιστεύει ἔχει ἤδη κριθεῖ γιατί ἀρνήθηκε τό Φῶς[58]. Ἡ κρίση εἶναι λοιπόν περισσότερο µιά ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου παρά µιά θεϊκή ἑτυμηγορία. Αὐτοί πού τά ἔργα τους εἶναι πονηρά προτιμοῦν τά σκότη ἀπό τό φῶς[59], καί ὁ Θεός δέν ἔχει παρά νά ἐγκαταλείψει στήν τύφλωσή τους αὐτούς τούς αὐτοϊκανοποιημένους ἀνθρώπους, πού καυχιοῦνται ὅτι βλέπουν καθαρά. Στούς ἄλλους ὅμως, ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς νά γιατρέψει τά µάτια τους[60] ὥστε, «πράττοντας τήν ἀλήθεια», νά ἔρθουν στό Φῶς[61]. Ἡ τελική Κρίση δέ θά κάνει τίποτε ἄλλο παρά νά
φέρει στό φῶς αὐτό τό διαχωρισμό πού γίνεται ἀπό τώρα μυστικά στίς καρδιές.
Καί ὁ ᾿Ιωάννης ἐπίσης ἀποδίδει ἰδιαίτερη σηµασία στή δίκη καί στό θάνατο τοῦ ᾿Ιησοῦ. Στό εὐαγγέλιό του ἡ δίκη διαρκεῖ ὅσο καί ἡ ἴδια ἡ διακονία, καί ὁ ᾿Ιησοῦς προσπαθεῖ µάταια νά ὁδηγήσει τούς Ἰουδαίους, τούς ὑποταγμένους στό Διάβολο καί στό φαῦλο κόσµο, νά κρίνουν μέ δικαιοσύνη[62]. Τό γεγονός εἶναι ὅτι θά παραδοθεῖ στόν Πιλάτο γιά νά καταδικαστεῖ σέ θάνατο[63]. Ἀλλά ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ θά σημάνει τήν Κρίση τοῦ κόσµου καί τήν ἧττα τοῦ Διαβόλου[64], σάν νά ἦταν ἡ ὕψωσή του στό σταυρό µιά ἐκ τῶν προτέρων πραγματοποίηση κατά κάποιο τρόπο τῆς ἔνδοξης ἐπανόδου του ὡς Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου. ᾽Απ᾿ αὐτή τή στιγµή θά μπορέσει νά στείλει τό Πνεῦμα στούς δικούς του: ὁ Παράκλητος µόνιµα θά ἐπιτιμᾶ τόν κόσµο ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι ὁ Ἀρχοντάς του ἔχει ἤδη κριθεῖ, δηλ. καταδικαστεῖ[65]. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖο πραγµατώνεται ἡ ἐσχατολογική Κρίση πού ἀνάγγειλαν οἱ προφῆτες: ἀπό τόν καιρό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πιά γεγονός δεδομένο, πάντοτε παρόν, τοῦ ὁποίου περιμένει κανείς µόνο τήν τελική ὁλοκλήρωση.
ΙΙ. Ἡ κρίση στό ἀποστολικό κήρυγμα
1.᾿Από τούς λόγους τῶν Πράξεων ὥς τήν ᾿Αποκάλυψη, ὅλοι οἱ μάρτυρες τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος παραχωροῦν σηµαντική θέση στήν ἀναγγελία τῆς Κρίσεως πού καλεῖ στή μετάνοια: ὁ Θεός ἔχει ὁρίσει τήν Ἡμέρα πού θά κρίνει δίκαια τήν οἰκουμένη διά τοῦ Χριστοῦ, πού τὀν ἀνάστησε ἀπό τούς νεκρούς[66]. ᾿Ακόμα καί µετά τή μεταστροφή, ἡ συγκεκριμένη ἀμεσότητα αὐτῆς τῆς Κρίσεως[67] ὑπαγορεύει τή στάση πού ἁρμόζει νά πάρει κανείς, γιατί ἡ Κρίση θά ἀρχίσει ἀπό τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ πρίν νά ἐπεκταθεῖ στούς ἀσεβεῖς[68], καί ὁ Θεός θά κρίνει τόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, χωρίς προσωποληψία[69]. ᾿Επίφοβη προοπτική, πού θά πρέπει νά προξενεῖ τρόμο στούς ἀτίθασους[70]. Σ᾽ αὐτή τήν αὐστηρή κρίση θά ὑποβληθοῦν οἱ πόρνοι καί οἱ µοιχοί[71] ὅλοι ὅσοι θά ἔχουν ἀρνηθεῖ νά πιστέψουν καί θά ἔχουν διαλέξει τό κακό[72], οἱ ἀσεβεῖς, οἱ Ψευδοδιδάσκαλοι, ἀκόμα καί οἱ ἐπαναστατημένοι ἄγγελοι[73], οἱ φαῦλοι ἐπίσκοποι[74] καί οἱ ἄπιστες χῆρες πού δὲν παραμένουν στή χηρεία τους[75]. Αὐτή τήν ἡμέρα τῆς ὀργῆς θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ δίκαιη Κρίση τοῦ Θεοῦ[76], πού θά εἶναι ἀδύνατο νά τήν ἀποφύγει κανείς[77], γιατί ὁ Θεός θά κρίνει ἀκόμα καί τίς πιό κρυφές πράξεις τῶν ἀνθρώπων[78]. Ὁ Χριστός θά ἐκτελέσει τότε τά καθήκοντα τοῦ Κριτῆ τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν[79]. Ἡ ᾿Αποκάλυψη ἀπεικονίζει μέ τρόπο τρομακτικό αὐτές τίς τελικές συνεδριάσεις[80], πού προοίµιό τους στά πλαίσια τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ ἡ Κρίση τῆς Βαβυλώνας, τῆς ἐχθρᾶς τοῦ Θεοῦ Πόλεως[81]. Γιατί ὁ Θεός, ἀποδίδοντας δικαιοσύνη στίς αἰτήσεις τῶν μαρτύρων πού τοῦ ζητοῦσαν νά κρίνει τήν ὑπόθεσή τους[82], θά ἐκδικηθεῖ τή Βαβυλώνα γιά τό αἷμα τῶν δούλων του[83]. Τέλος στή συντέλεια τοῦ χρόνου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ὑποβληθοῦν στή δοκιµασία τῆς φωτιᾶς πού θά ἀποδείξει τήν ἀξία τῶν ἔργων τους[84]. Ποιό θά εἶναι τότε τό κριτήριο αὐτῆς τῆς ἐξετάσεως; Ὁ Μωσαϊκός Νόμος, γιά ὅσους θά τόν ἐπικαλεστοῦν[85], ὁ Νόμος ὁ γραμμένος στή συνείδηση, γι᾽ αὐτούς πού δέ θά ἔχουν γνωρίσει παρά µόνο αὐτόν[86], ὁ Νόμος τῆς ἐλευθερίας, γιά ὅσους δέχτηκαν τό Εὐαγγέλιο[87]. ᾽Αλίμονο ὅμως σ᾿ ὅποιον θά ἔχει κρίνει τόν πλησίον του[88]: ὁ ἴδιος θά κριθεῖ σύμφωνα µέ τό μέτρο πού ἐφάρµοσε στούς ἄλλους![89]
- Σ᾽ αὐτούς τούς πίνακες τῆς τελικῆς Κρίσεως, πρέπει νά ληφθεῖ ὑπόψη καί τό εἰκονικό στοιχεῖο. Τό πιό σηµαντικό ὅμως ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: ἄν ἡ Κρίση εἶναι ὅπως τή λένε τά κείµενα, ποιός λοιπόν θά μπορέσει νά ξεφύγει ἀπ᾿ αὐτήν, ποιός λοιπόν τότε θά σωθεῖ; Πράγματι, ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται µέσα στήν ἱστορία ἐνάντια σ᾿ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα: ὅλοι εἶναι ἔνοχοι µπροστά του[90]. ᾿Από τότε πού ἡ ἁμαρτία εἰσχώρησε στόν κόσµο ἀπό τό σφάλμα τοῦ πρωτοπλάστου, µιά καταδικαστική ἀπόφαση ἀπαγγέλθηκε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους[91]. Κανείς δὲ θά μποροῦσε νά τήν ἀποφύγει μέ τίς προσωπικές του ἀξιομισθίες. Ἀλλά ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς πέθανε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν µας, αὐτός πού ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἦρθε «ἐν σαρκί», ὁ Θεός καταδίκασε τήν ἁμαρτία «ἐν σαρκὶ» γιά νά μᾶς ἁπαλλάξει ἀπό τά δεσµά της[92]. Τώρα λοιπόν ἀποκαλύπτεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὄχι αὐτή πού τιμωρεῖ, ἀλλά ἐκείνη πού δικαιώνει καί σώζει[93]. Ὅλοι ἄξιζαν τήν Κρίση του, ἀλλά ὅλοι δικαιώνονται χάρισμα µόνο ἄν πιστέψουν στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό[94]. Γιά τούς πιστούς δέν ὑπάρχει πιά καταδίκη[95]: ὁ Θεός τούς δικαιώνει, ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά τούς καταδικάσει[96]: Μέ τόν παλαιό Νόμο, ἡ διακονία τοῦ Μωυση ἦταν µιά διακονία καταδίκης, ἀλλά ἡ διακονία τῶν δούλων τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι διακονία χάριτος[97] καί καταλλαγῆς[98]. Αὐτό εἶναι πού μᾶς παρέχει πλήρη ἀσφάλεια τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως[99]: ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς ἐκδηλώθηκε ἤδη στό Χριστό, ὥστε νά µή φοβόμαστε πιά τίποτα. Ἡ φοβερή ἀπειλή τῆς Κρίσεως βαραίνει πιά µόνο πάνω στόν κόσμο τοῦ κακοῦ. Ὁ ᾿Ιησοῦς ἦρθε γιά νά μᾶς γλιτώσει ἀπ᾿ αὐτήν.
[1] Δανιήλ 9,12.
[2] Εἶναι ἡ περίοδος ἀπό τό 1426 ἕως 1116π.Χ. Βλ. Κριτῶν β΄, 16.
[3] Ἐξόδου ιη΄, 13-26.
[4] Α΄ Βασιλειῶν ζ΄, 16-8, 3.
[5] Β΄, Βασιλειῶν ιε΄ 5, 1-6 καί Γ΄, Βασιλειῶν γ΄, 16-28.
[6] Δευτερονομίου ιστ΄, 18 ἑξ. ιζ΄, 8-13.
[7] Ψαλμοῦ οα΄,1 ἑξ. Ἡσαΐου ια΄, 3 ἑξ. Ἱερεμίου κγ΄ 3, 5.
[8] Ἡσαΐου α΄, 17.26.
[9] Ἱερεμίου ια΄, 20 καί ιζ΄, 10.
[10] Βλ. Γενέσεως ιη΄, 23 ἑξ.
[11] Γενέσεως ιστ΄, 5 καί λα΄, 49. Α΄ Βασιλειῶν κδ΄, 4, 16 καί Ἱερεμίου ια΄, 20.
[12] Ψαλμοῦ θ΄, 20 καί κε΄, 1. λδ΄, 1, 24. νβ΄, 1.
[13] Α΄ Βασιλειῶν β΄, 10, Ψαλμοῦ ξστ΄, 5.
[14] Ψαλμός πα΄.
[15] Γενέσεως ιε΄, 14. Σοφία Σολομῶντος ια΄, 10.
[16] Σοφία Σολομῶντος ιβ΄, 10-22.
[17] Γενέσεως ιη΄, 20 καί ιθ΄, 13.
[18] Γενέσεως στ΄, 13.
[19] Γενέσεως γ΄, 14-19.
[20] Ἡσἂΐου γ΄, 13 ἑξ.
[21] Βλ. Ἡσαΐου α΄, 24 ἑξ. καί ε΄, 5 ἑξ.
[22] Ἀμώς ε΄, 18 ἑξ.
[23] Ἰεζεκιήλ ιστ΄, 38 καί κγ΄, 24.
[24] Ἰεζεκιήλ λστ΄, 19.
[25] Ἰεζεκιήλ λδ΄, 17-22.
[26] Ἀμώς α΄, 3-2,3.
[27] Ἰεζεκιήλ κε΄, 1-17.
[28] Ἱερεμίου κε΄, 10-38.
[29] Ἡσαΐου ξστ΄, 16.
[30] Ἰωήλ δ΄, 12 ἑξ.
[31] Δανιήλ ζ΄, 9-12,26.
[32] Σοφία Σολομῶντος δ΄, 20-5,23.
[33] Σοφία Σολομῶτος δ΄, 15 ἑξ. Βλ. γ,1-9.
[34] Δανιήλ ζ΄, 27.
[35] Ψαλμοῦ Ϟ γ΄, 2.
[36] Ψαλμοῦ οδ΄, 2-11. Ϟ5΄,12 ἑξ. Ϟ7΄, 7 ἑξ.
[37] Ψαλμοῦ ργθ΄, 13 ἑξ.
[38] Ψαλμοῦ ρμβ΄, 2.
[39] Ματθαίου γ΄ , 7-12 πρλ.
[40] Βλ Ματθαίου κε΄, 14-30.
[41] Μάρκου ιβ΄, 40 πρλ.
[42] Ματθαίου ια΄, 20-24.
[43] Ματθαίου ιβ΄, 30-42.
[44] Ματθαίου ι΄, 14 ἑξ.
[45] Ματθαίου ι΄, 23 ἑξ.
[46] Ματθαίου κγ΄, 33.
[47] Ματθαίου ε΄, 21 ἑξ.
[48] Ματθαίου ιβ΄, 36.
[49] Ματθαίου ζ΄, 1-5.
[50] Ματθαίου κε΄, 31-46.
[51] Μάρκου ιδ΄,63 πρλ. Βλ. Λουκᾶ κδ΄, 20. Πράξεων ιγ΄, 28.
[52] Α΄ Πέτρου β΄, 23.
[53] Ματθαίους κζ΄, 45.51 ἑξ.
[54] Ματθαίου κδ΄, 15 ἑξ πρλ.
[55] Ματθαίου κδ΄, 29 ἑξ.
[56] Ἰωάννου ε΄, 26-30.
[57] Ἰωάννου γ΄, 17. Βλ. η΄, 15 ἑξ.
[58] Ματθαίου γ΄, 18 ἑξ.
[59] Ματθαίου γ΄, 19 ἑξ.
[60] Ματθαίου θ΄, 39.
[61] Ματθαίου γ΄, 21.
[62] Ματθαίου ζ΄, 24.
[63] Ματθαίου ιθ΄, 12-16.
[64] Ματθαίου ιβ΄,31.
[65] Ματθαίου ιστ΄, 8.11)
[66] Πράξεων ιζ΄, 31. Βλ. κδ΄, 25. Α΄ Πέτρου δ΄, 5. Πρός Ἑβραίους στ΄, 2.
[67] Ἰακώβου ε΄, 9: «ἰδού ὁ κριτής πρὸ τῶν θυρῶν».
[68] Α΄ Πέτρου δ΄, 17.
[69] Α΄ Πέτρου α΄, 17. Βλ. Πρός Ρωμαίους β΄, 6.
[70] Πρός Ἑβραίους ι΄, 27-31. Βλ. Πρός Ρωμαίους ιβ΄, 19.
[71] Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 4.
[72] Πρός Θεσσαλονικεῖς Β΄, β΄, 12.
[73] Β΄ Πέτρου β΄, 4-10.
[74] Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 6.
[75] Πρός Τιμόθεον Β΄, ε΄, 12.
[76] Πρός Ρωμαίους β΄, 5.
[77] Πρός Ρωμαίους β΄, 3.
[78] Πρός Ρωμαίους β΄, 16. Πρός Κορινθίους Α΄, δ, 4.
[79] Πρός Τιμόθεον Β΄, δ΄, 1. Βλ. Πρός Ρωμαίους β΄, 16. Ἀποκαλύψεως ιθ΄, 11.
[80] Ἀποκαλύψεως κ΄,12 ἑξ. Βλ. ια΄, 18, ιστ΄, 5.
[81] Ἀποκαλύψεως ιδ΄, 8. ιζ΄, 1. ιη΄, 2-24.
[82] Ἀποκαλύψεως στ΄, 9 ἑξ. καί ιη΄, 20.
[83] Ἀποκαλύψεως ιθ΄, 2.
[84] Πρός Κορινθίους Α΄, γ΄, 13. Β΄ Πέτρου γ΄, 7.
[85] Πρός Ρωμαίους β΄, 12.
[86] Πρός Ρωμαίους β΄, 14 ἑξ.
[87] Ἰακώβου β΄, 12.
[88] Πρός Ρωμαίους β΄, 1 ἑξ.
[89] Πρός Ρωμαίους ιδ΄, 10 ἑξ. Ἰακώβου β΄, 13. δ΄, 11 ἑξ. ε΄,12.
[90] Πρός Ρωμαίους γ΄, 10-20. Βλ α΄, 18.
[91] Πρός Ρωμαίούς ε΄, 16.18.
[92] Πρός Ρωμαίους η΄, 3.
[93] Πρός Ρωμαίους γ΄, 21.
[94] Πρός Ρωμαίους γ΄, 3, 24 ἑξ.
[95] Πρός Ρωμαίους η΄, 1.
[96] Πρός Ρωμαίους η΄, 34.
[97] Πρός Κορινθίους Β΄, γ΄, 9.
[98]Πρός Κορινθίους Β΄, ε΄, 19 ἑξ.
[99] Α΄ Ἰωάννου δ΄, 17.