Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου
Πάλι στήν Καπερναούμ, τήν πόλη του, ὅπως τήν ἀποκαλεῖ ἐπαινετικά τό εὐαγγέλιο, ἔγινε καί τό θαῦμα πού ἐξιστορεῖ ἡ σημερινή περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδερφοί. Ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός εἶναι πολύ ἀγαπητός, ἐκεῖ καί τά θαυμάσιά του εἶναι πολλά, οἱ ἐκδηλώσεις τῆς δυνάμεως του συχνές.
Καθώς βάδιζε, διηγεῖται ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, τόν πῆραν ἀπό πίσω δύο τυφλοί , φωνάζοντας καί λέγοντας: «ἐλέησε μας, υἱέ τοῦ Δαυΐδ!»
Τόν πῆραν ἀπό πίσω, ἄν καί τά μάτια τους δέν ἔβλεπαν, ἄν καί περπατοῦσαν οἱ δύο αὐτοί οἱ ἄνθρωποι στό σκοτάδι. Ἡ πίστη τους ἦταν ἕνα σκοινί, πού εἶχαν ρίξει πάνω στόν Σωτήρα καί δεμένοι μέ αὐτό, μπόρεσαν νά τόν ἀκολουθήσουν ἀλάθητα, πατώντας τά ἴχνη τῶν βημάτων του. Δέν τόν ἀκολούθησαν, ὅμως, σιωπηλοί. Τοῦ φώναζαν καί τοῦ ἔλεγαν: «ἐλέησέ μας!».
Μεγάλο τό θαῦμα, πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς κατόπιν. Ἀλλά μεγάλη καί θαυμαστή καί ἡ δική τους ἀκολουθία, πού δέν ξεστράτισε μέσα στό ζόφο τῆς ἀορασίας καί δέν διακόπηκε μέσα στήν σιωπή τοῦ Ἰησοῦ. Διότι σέ ὅλο ἐκεῖνο τό διάστημα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν σταμάτησε, οὔτε ἀποκρίθηκε στίς ἐπικλήσεις τους. Συνέχισε νά βαδίζει σύροντάς τους ἀπό πίσω του καί δοκιμάζοντας ἔτσι κατά πόσο ἦταν γερό τό σκοινί πού τούς τραβοῦσε καί πού δέν ἦταν ἄλλο παρά ἡ πίστη τους.
Ἔτσι ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι πού θά τόν φιλοξενοῦσαν. Καί νά, σέ λίγο, βρίσκονται μπροστά του, τώρα πλέον πού εἶναι ἀκίνητος, οἱ δύο αὐτοί δρομεῖς τῆς πίστεως, οἱ δύο αὐτοί τυφλοί πού μπόρεσαν νά μήν χάσουν τόν προσανατολισμό τους καί πού δέν στέρεψαν οἱ φωνές τους μέσα στήν σιωπή τοῦ Κυρίου.
Τότε, τούς λέγει ὁ Ἰησοῦς:
-Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νά σᾶς τό κάνω αὐτό ;
Δέν τούς ρωτᾶ γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τούς παριστάμενους, γιά τούς ἄλλους, πού θά ἔπρεπε νά διαπιστώσουν ποιά ἦταν ἡ βάση ἐκείνη, πάνω στήν ὁποία ἔμελλε νά κάνει τό θαῦμα του σέ λίγο.
Τοῦ ἀπαντοῦν ἀδίστακτα, αὐθόρμητα, σταθερά:
-Ναί! Κύριε
Τότε ἐκεῖνος τούς ἄγγιξε μέ τά δάχτυλα του τά μάτια, λέγοντας:
-Ἄς γίνει σέ σᾶς σύμφωνα μέ τήν πίστη σας.
Ὄχι ἁπλῶς σύμφωνα μέ τήν ἀγάπη καί τήν παντοδυναμία μου, πού ὅλα τά κατορθώνουν. Ἀλλά σύμφωνα μέ τήν πίστη τήν δίκη σας. Γιατί αὐτή βραβεύω. Σέ αὐτήν ἀποκρίνομαι, σέ αὐτήν στηρίζω τό θαῦμα μου.
Καί ἄνοιξαν τά μάτια τους. Καί εὐθύς ὁ Ἰησοῦς τούς σύστησε ἔντονα:
-«Κοιτάξτε, νά μήν μαθευτεῖ αὐτό πού ἔγινε».
Δέν κάνω τά θαύματα μου, γιά νά προκαλέσω ἐντύπωση. Δέν εἶναι τίποτε τό θαῦμα μπροστά στό μυστικό γεγονός τῆς ἑνώσεως τῶν ψυχῶν μαζί μου. Δέν θά ἔρθουν κοντά μου οἱ ψυχές ἐπειδή κάνω σημεῖα καί τέρατα, ἀλλά ἐπειδή θά ἀγαπήσουν τόν νόμο μου καί θά ποθήσουν τήν ἀναγέννηση. Τά θαύματα δέ σώζουν μόνα τούς ὅσους τά βλέπουν. Δέν εἶναι αἰτία τῆς σωτηρίας, Ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς σωτηρίας. Λοιπόν, κοιτάξτε νά μήν τό μάθει αὐτό κανείς, νά μή διαδώσετε τί σᾶς συνέβηκε.
Κοιτάξτε! Τώρα βλέπετε. Προσπαθῆστε, ὅμως νά δεῖτε καί πνευματικά, γιατί δέν εἶμαι μονάχα ἐκεῖνος πού ἔφτιαξε τό κτιστό φῶς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Εἶμαι καί ὁ ἴδιος τό φῶς τοῦ κόσμου, φῶς κτιστό, φῶς πνευματικό. Δέν σᾶς ἄνοιξα μόνο τά σωματικά μάτια. Ἀλλά σᾶς ἀνοίγω καί τά μάτια τῆς ψυχῆς στό φῶς τῆς ἀλήθειας μου, στό φῶς τοῦ Ἁγίου μου θελήματος. Κοιτᾶξτε, λοιπόν, καί ἴδετε τήν ἐντολή μου αὐτή:
Δέν εἶναι ἀνάγκη νά διασαλπίζετε τήν εὐεργεσία, πού σᾶς ἔκανα. Εἶναι περιττό νά δείξετε τό ὄστρακο, πού εἶναι τό θαῦμα τοῦ ἀνοίγματος τῶν σωματικῶν σας ὀφθαλμῶν, ἐφόσον ὁ κόσμος δέν θά μπορέσει νά δεῖ τό μαργαριτάρι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐκείνου θαύματος, τό πιό μεγάλο καί ἀπείρως πιό θαυμαστό, πού εἶναι τό ἄνοιγμα τῶν ψυχικῶν σας ὀφθαλμῶν.
Ἀλλά ἐκεῖνοι συμπεριφέρθηκαν ἔτσι, ὥστε φάνηκε, ὅτι δέν ὑπάκουσαν στήν σύστασή του.
Μήπως, γιατί δέν ἔβλεπαν τόσο καθαρά πνευματικῶς, ὅσο ἔβλεπαν ὑλικῶς, καί ἔτσι δέν διέκριναν τήν ἀξία τῆς ἐντολῆς του; Ὄχι, ἀλλά γιατί εἶδαν τόσο καθαρά, ὥστε ἀντίκρισαν καί ὅτι ὑπῆρχε πίσω ἀπό τήν ἐντολή ἐκείνη.
Καί ἔτσι, ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό τό σπίτι, καταλήγει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, τόν διαφήμισαν σέ ὅλη ἐκείνη τή γῆ. Τόν διαφήμισαν. Αὐτόν καί ὄχι εἰδικά τό θαῦμα του ἐκεῖνο τό ὑλικό. Αὐτόν ὡς Φωστήρα τῶν ψυχῶν, καί ὄχι ἁπλῶς ὡς δωρητή τοῦ ὑλικοῦ φωτός. Αὐτόν ὡς Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης καί ὄχι μονάχα ὡς δότηρα τῆς ὑλικῆς ὁράσεως. Τόν διεφήμησαν, τόν κήρυξαν, τόν σάλπισαν, στίς ψυχές. Δέν παρέβησαν λοιπόν, τήν σύστασή του, ἀλλά ἀπείθησαν στήν ἐντολή του. Ἀλλά ἔκαναν κάτι, πού ἀπέδειξε, ὅτι εἶχαν ἀναβλέψει ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλά καί πνευματικά. Ὁ Ἰησοῦς τούς προειδοποίησε καί τούς προφύλαξε, γιά νά μήν κάνουν ἕνα ἄχρηστο κι ὄχι σωστό κήρυγμα. Ποιό θά ἦταν αὐτό; Νά τόν παρουσιάσουν ἁπλῶς ὡς Ἐκεῖνον, πού τούς ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος. Αὐτοί, λοιπόν, δέν περιορίστηκαν στό θαῦμα, ἀλλά διαφήμισαν τόν ἴδιο τόν ποιητή τοῦ θαύματος. Καί ἔτσι, ὄχι μόνο δέν παρήκουσαν τό θέλημα του, ὄχι μόνο δέν ἔπεσαν στό σφάλμα, ἀπό τό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς τούς προφύλαξε, ἀλλά καί ἔκαναν τό σωστό. Ζήτησαν νά μεταδώσουν ἕνα φῶς πολυτιμότερο ἀπό τό ὑλικό. Τό φῶς πού μαζί μέ τό ὑλικό πῆραν ἀπό τόν Ἰησοῦ, τό φῶς τῆς ἀλήθειας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ΣΩΤΗΡ τοῦ κόσμου.