Κυριακή Δ΄ Ματθαίου (2.07.2023)
Μακάριος καί τρισμακάριος ὁ Ρωμαῖος στρατιωτικός τῆς Καπερναούμ, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού προκάλεσε τόν θαυμασμό καί τούς ἐπαίνους τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἐκεῖνος, πού ἡ πίστη του στάθηκε τόσο μεγάλη, τόσο ἀδίστακτη, τόσο στέρεη, τόσο ὡραία, ὥστε τό εὐαγγέλιο νά τήν παρουσιάζει σάν πρότυπο γιά μίμηση, σάν ἀκρότατο ὑπόδειγμα.
Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ, ὁ ἑκατόνταρχος ἐκεῖνος ἐμφανίστηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε: «Κύριε ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στό σπίτι ἀπό παράλυση καί ὑποφέρει φοβερά».
Δέν πρόσθεσε τίποτε ἄλλο. Ἐκθέτει ἁπλῶς ἐκεῖνο πού τοῦ συμβαίνει, ἐκεῖνο πού τόν λυπεῖ. Νά τό πρῶτο δεῖγμα τῆς μεγάλης του πίστεως, πού σέ λίγο θά ξετυλιγόταν ὁλόκληρη, θά φανερωνόταν μέ ἀναντίρρητο τρόπο. Ἐξομολογεῖται στόν Ἰησοῦ τό ζήτημα του καί σταματᾶ, χωρίς νά τόν συνοδεύει μέ τήν παράκληση ἐκείνη, πού θά ἦταν τόσο φυσικό νά ἐπακολουθήσει. Δέν λέγει: «Κύριε, κάνε τό δοῦλο μου καλά». Τό θεωρεῖ ὁλότελα περιττό γιατί ξέρει, ὅτι ἐκεῖνος πού τόν ἀκούει γι’ αὐτό βρίσκεται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, γιά νά ἐλαφρώσει κάθε πόνο, νά θεραπεύσει κάθε πληγή, νά σβήσει κάθε θλίψη. Ξέρει, ὅτι ὁ Θεός θέλει σφοδρότερα ἀπό ἐμᾶς τήν ἐξαφάνιση κάθε ἀγκαθιοῦ, πού εἶναι πηγμένο στήν καρδιά μας. Μᾶς συμπονεῖ πιό πολύ ἀπό ὅτι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας.
Καί πραγματικά, ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται εὐθύς ἀμέσως στόν ἑκατόνταρχο:
-«Ἐγώ θά ἔρθω καί θά τόν θεραπεύσω»
Αὐτή ἡ ἀπάντηση θά ἔπρεπε νά γεμίσει χαρά καί ἱκανοποίηση τόν ἱκέτη ἐκεῖνο. Ἀλλά δέν συνέβη αὐτό.
Ἀκοῦστε τί εἶπε ὁ ἑκατόνταρχος τότε:
-«Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τή στέγη μου. Πές μονάχα ἕνα λόγο καί θά γίνει καλά ὁ δοῦλος μου». Δέν θεωρεῖ σωστό νά βάλει σέ κόπο τόν Κύριο καί νά τόν φέρει στό σπίτι του. Προπαντός δέν τολμᾶ νά τόν ὑποδεχτεῖ ἐκεῖ. Γιατί ἔχει βαθιά συναίσθηση, πώς εἶναι ἕνας ἁμαρτωλός, πού δέν ἀξίζει τέτοια τιμή. Δές τήν στάση τῆς μεγάλης πίστεως. Δέν εἶναι γεμάτη θράσος, δέν εἶναι ἀπαιτητική, δέν εἶναι ὑψηλομέτωπη . Εἶναι γονατιστή, ἔμφοβη, ταπεινή.
«Ὄχι», λέει ὁ ἑκατόνταρχος, «δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ φιλοξενήσω κάτω ἀπό τή στέγη μου». Ἀλλά μήπως χρειάζεται τά 'χα νά διανύσεις μέ τά πόδια σου τήν ἀπόσταση, πού σέ χωρίζει ἀπό τόν παραλυτικό ὑπηρέτη μου; Ἐγώ σέ πιστεύω ὄχι μέ προϋποθέσεις ὄχι μέ πλαγιοδρομία. Σέ πιστεύω ἀπόλυτα. Εἶσαι ὁ παντοδύναμος Θεός, πού ὅλα μπορεῖς νά τά κατορθώσεις μέ μόνο ἕνα σου λόγο. Χωρίς νά κινηθεῖς, χωρίς νά περάσεις ἀπό καμιά ὑλική διαδικασία. Εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού μέ σένα ἔγιναν ὅλα. Εἶσαι ὁ Λόγος, πού ἔχτισε τά πάντα. Πώς, λοιπόν, νά μήν ἀρκέσει μόνο ἡ φωνή σου γιά νά σηκώσεις ἀπό τό κρεβάτι ἕνα βασανισμένο πλάσμα σου, ὅταν αὐτή ἡ φωνή ἔβγαλε ἀπό τό τίποτε τό πᾶν, πού ὑπάρχει στήν κτίση;
Καί ὁ ἑκατόνταρχος συνεχίζει, προβάλλοντας ἕνα εὔγλωττο παράδειγμα ἀπό τήν ἴδια του τή ζωή, ἕνα παράδειγμα πού τοῦ στηρίζει τήν πίστη.
«Νά λέγει καί ἐγώ σάν στρατιωτικός, πού ἔχω κάτω ἀπό τίς προσταγές μου ἕναν ἀριθμό λεγεωνάριων, εἶμαι μιά μικρογραφία δική σου, ἕνας συμβολικός ἴσκιος σου. Λέγω στόν ἕνα στρατιώτη, πήγαινε, καί πηγαίνει. Λέω στόν ἄλλον, ἔλα ἐδῶ, καί ἔρχεται». Ἔτσι, ξέρω πολύ καλά, ὅτι συμβαίνει καί μέ σένα, Κύριε. Ἔχεις κάτω ἀπό τίς προσταγές σου ὅλους τούς νόμους τῆς κτίσεως, ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ κόσμου. Ἐσύ εἶσαι, πού σήκωσες τά νερά τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης καί τήν ἔκανες βατή, γιά νά περάσει ὁ διάλεκτος σου λαός καί νά βγει ἀπό τήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Ἐσύ εἶσαι πού σταμάτησες τόν ἥλιο πάνω ἀπό τήν Γαβαών καί τήν σελήνη πάνω ἀπό τό φαράγγι τοῦ Αἰλών γιά νά νικήσει ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή τούς πέντε Βασιλεῖς . Ἐσύ εἶσαι, πού ἔκανες νά γλυκαθοῦν τά νερά τῆς Ἰεριχοῦς ἀπό τόν Ἐλισαιέ. Ἐσύ εἶσαι πού σήκωσες τό γιό τῆς Σωμανίτιδος καί ἔσωσες μέσα ἀπό τήν ἀναμένο κάμινο τούς τρεῖς παῖδας καί ἀπό τόν λάκκο τῶν λιονταριῶν τόν Δανιήλ. Γιατί, λοιπόν, νά ἀμφιβάλλω, ὅτι θά κάνεις καλά ἀπό μακριά καί τόν ὑπηρέτη μου, προστάζοντας τήν ἀρρώστια νά φύγει καί καλώντας τήν ὑγεία νά ἔρθει;
Θαύμασε, ἀναφέρει τό εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς σάν ἄκουσε αὐτά τά λόγια. Γύρισε, λοιπόν, καί εἶπε σέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν: σᾶς βεβαιώνω, πώς οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλῖτες δέν βρῆκα τόση πίστη. Τήν βρῆκα σέ αὐτόν τόν ἀλλόφυλλο, πού δέν ἀνήκει στόν διαλεχτό λαό μου. Σᾶς προειδοποιῶ, λοιπόν, ὅτι ὅπως αὐτός ὁ ἑκατόνταρχος, ἔτσι κι ἄλλοι πολλοί θά ἔρθουν ἀπό Ἀνατολή καί Δύση καί θά λάβουν μέρος στό αἰώνιο συμπόσιο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ. Γιατί τό εὐαγγέλιο μου, πού ἐσεῖς οἱ ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν δέν δεχθήκατε, θά ριζοβολήσει στίς καρδιές, πού κάθονταν στή σκιά τοῦ θανάτου. Κι ἐσεῖς, ὁ περιούσιος λαός, πού πρῶτοι-πρῶτοι ἔπρεπε νά τό πιστέψετε, θά μείνετε ἔτσι ἔξω ἀπό τήν βασιλεία μου.
Ὕστερα, γυρίζοντας πάλι στόν ἑκατόνταρχο, τοῦ εἶπε: «πήγαινε καί ἄς σοῦ γίνει σύμφωνα μέ τήν πίστη σου»
Καί ὁ Εὐαγγελιστής προσθέτει: «καί ἔγινε καλά ὁ ὑπηρέτης του ἐκείνη τήν ἴδια ὥρα»
Τί θά μπορούσαμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, νά προσθέσουμε ἐμεῖς σέ ὅσα εἶπε καί ἔκανε ὁ Ἰησοῦς μπροστά σέ μία τέτοια πίστη. Τίποτε ἄλλο παρά νά σπεύσουμε νά τήν μιμηθοῦμε, νά γίνουμε μαθητές της. Γιατί αὐτήν ἀκριβῶς τήν πίστη ζητάει ὁ Κύριος ἀπό ὅσους εἶναι ἀληθινά δικοί του. Καί αὐτήν πάντα βραβεύει καί τιμᾶ καί ἱκανοποιεῖ.