Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024

Π ρ ο ϋ π ο θ έ σ ε ι ς

ἀποδοχῆς τῶν αἰτημάτων μας ἀπό τόν Θεό Πατέρα

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

            Μέ τήν προσευχή του ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος ἀπευθύνεται πρός τόν Πανάγαθο, Φιλάνθρωπο καί Παντοδύναμο Κύριο καί Θεό παρακαλώντας νά εἰσακούσει τήν δεήσή του καί νά ἐκπληρώσει τά αἰτήματά του. Ὡστόσο πρέπει νά γνωρίζει μέ ποιες προϋποθέσεις ἡ δέησή του γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Μελετώντες τήν ἁγία Γραφή διαπιστώνουμε ὅτι οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι:

  1. Πίστη-Ὁμολογία

α΄. ὁ Κύριος μας ἀναφέρθηκε στήν δύναμη τῆς πίστης λέγοντας στούς μαθητές Του :

 «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· Καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθαίου κα΄ 21-22)

Δηλαδή : «Καί τούς ποκρίθηκε ησος: «Σς βεβαιώνω, ν χετε πίστη χωρίς μφιβολία, χι μόνο θά κάνετε τό θαμα μέ τή συκιά, λλά κι ν πετε σ’ ατό τά βουνό, «σήκω καί πέσε στή θάλασσα», θά γίνει. Κι λα σα ζητήσετε στήν προσευχή μέ πίστη, θά τά λάβετε»

«Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν» (Μάρκου ια΄ 24)

Δηλαδή : «Γι’ ατό σας λέω: λα σα ζηττε ταν προσεύχεστε, νά πιστεύετε τι θά τά λάβετε, καί θά σς δοθον»

β΄.Ὅταν θεράπευσε τόν δοῦλο τοῦ Ἑκατόνταρχου στήν Καπερναούμ ἐπήνεσε τήν πίστη του, λέγοντας:

 «Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθαίου η΄ 10)

Δηλαδή : «Ὅταν τόν κουσε ησος, θαύμασε κι επε σ’ σους τόν κολουθοσαν: «Σς βεβαιώνω πώς τόση πίστη οτε νάμεσα στούς σραηλίτες δέ βρκα».

γ΄. Γιά  τήν θεραπεία τῆς γυναίκας μέ τήν ἐπί 12 χρόνια αἱμορραγία ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε ὅτι ὀφείλεται στήν πίστη της:

«Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθαίου θ΄ 20-22)

Δηλαδή : «Μιά γυναίκα, πού πέφερε πό αμορραγία δώδεκα χρόνια, τόν πλησίασε τότε πό πίσω καί γγιξε τήν κρη πό τό ροχο του. Γιατί λεγε πό μέσα της: «Καί μόνο ν γγίξω τό ροχο του, θά σωθ». Ὁ ησος γύρισε, τήν εδε καί τς επε: «χε θάρρος, κόρη μου, πίστη σου σέ σωσε». Κι πό τήν ρα κείνη θεραπεύτηκε γυναίκα»

δ΄. Οἱ χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων ἀγρυπνοῦντες καί προσευχόμενοι παρακαλοῦσαν τόν Θεός γιά τήν ἀποφυλάκιση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ Θεός δέχθηκε τήν θερμή προσευχή τους καί μέ θαυμαστό τρόπο ἐλευθέρωσε τόν ἀπόστολο Πέτρο ἀπό τήν φυλακή :

«Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων. συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς ᾿Ιωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη, καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε ᾿Ιακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον. Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο. ῾Ηρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν» (Πράξεων ιβ΄ 1-19)

Δηλαδή : «κείνη τήν ποχή, βασιλιάς ρώδης ρχισε τό διωγμό ναντίον μερικν μελν τς κκλησίας. Πρῶτα ποκεφάλισε τόν άκωβο, τόν δελφό του ωάννη. Κι ταν εδε τι ατό ρεσε στούς ουδαίους, ποφάσισε στή συνέχεια νά συλλάβει καί τόν Πέτρο. Ατό γινε τίς μέρες το Πάσχα. Τόν συνέλαβε, λοιπόν, καί τόν ριξε στή φυλακή, κι βαλε νά τόν φυλνε διαδοχικά τέσσερις μάδες πό τέσσερις στρατιτες στήν κάθε μία, σκοπεύοντας νά τόν φέρει σέ δημόσια δίκη μετά τό Πάσχα. Ἐνῶ Πέτρος ταν στή φυλακή, κκλησία προσευχόταν διάκοπα στό Θεό γι’ ατόν. Τή νύχτα πού «ρώδης πρόκειτο νά φέρει τόν Πέτρο, κενος κοιμόταν νάμεσα σέ δύο στρατιτες, δεμένος μέ δύο λυσίδες, καί δύο φύλακες μπροστά στήν πόρτα φύλαγαν σκοπιά. Ξαφνικά φανερώθηκε νας γγελος Κυρίου κι να φς λαμψε στό κελί. Ξύπνησε τόν Πέτρο σκουντώντας τόν στό πλευρό καί το επε: «Σήκω γρήγορα». μέσως πεσαν ο λυσίδες πό τά χέρια του. Ὁ γγελος συνέχισε: «βάλε τή ζώνη σου καί τά σανδάλια σου». Πέτρος τό κανε. στερά του λέει γγελος: «βάλε τά μάτιά σου κι κολούθησε μέ». Ὁ Πέτρος βγκε ξω καί τόν κολουθοσε. Δέν καταλάβαινε τι συνέβαιναν πραγματικά ατά πού γίνονταν μέσω το γγέλου, λλά νόμισε τι βλεπε ραμα. Πέρασαν τήν πρώτη φρουρά καί τή δεύτερη κι φτασαν στήν πύλη τή σιδερένια πού βγάζει στήν πόλη. Ατή νοιξε πό μόνη της, καί βγκαν ξω. Πέρασαν να στενό, κι μέσως γγελος ξαφανίστηκε. Τότε Πέτρος συνλθε καί επε: «Τώρα κατάλαβα πραγματικά τι Κύριος στειλε τόν γγελό του καί μέ γλίτωσε πό τά χέρια το ρώδη κι π’ ατό πού ο ουδαοι περίμεναν νά πάθω!» Ὅταν κατάλαβε πο ταν, πγε στό σπίτι τς Μαρίας, τς μητέρας το ωάννη πού τόν λεγαν καί Μάρκο. κε ταν μαζεμένοι ρκετοί καί προσεύχονταν. Ὅταν χτύπησε τήν ξώπορτα, βγκε μία πηρέτρια, Ρόδη, νά δε ποιός εναι. Κι ταν ναγνώρισε τή φωνή το Πέτρου, πό τή χαρά της δέν νοιξε τήν πόρτα, λλά τρεξε μέσα ναγγέλλοντας τι Πέτρος στέκεται μπροστά στήν ξώπορτα. Αὐτοί τς επαν: «Εσαι τρελή!» Ατή μως πέμενε τι εναι λήθεια. Ατοί λεγαν: «Εναι γγελός του». Ὁ Πέτρος στό μεταξύ χτυποσε πίμονα. πιτέλους το νοιξαν κι ταν τόν εδαν μειναν κατάπληκτοι. Αὐτός τούς κανε νόημα μέ τό χέρι νά σωπάσουν καί τούς διηγήθηκε πς Κύριος τόν βγαλε πό τήν φυλακή, καί συμπλήρωσε: «Διηγηθετε τά ατά στόν άκωβο καί στούς δελφούς». στερα φυγε πό τά εροσόλυμα καί πγε σ’ λλον τόπο. Ὅταν ξημέρωσε, γινε μεγάλη ναστάτωση στούς στρατιτες, γιά τό τί ραγε νά γινε Πέτρος. Ὁ ρώδης διέταξε νά ψάξουν νά τόν βρον καί, πειδή δέν τόν βρκε, νέκρινε τούς φύλακες καί διέταξε νά τούς κτελέσουν. στερα κατέβηκε πό τήν ουδαία καί μενε στήν Καισάρεια».

* * * * *

  1. Ἡ ἀδύναμη πίστη ἐμποδίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνάγεται ἀπό τά ἀκολουθοῦντα παραδείγματα:

α΄. Ἡ ὀλιγοπιστία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου

Ὅσο χρόνο ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀτένιζε μέ ἐμπιστοσύνη τόν Κύριο πού βάδιζε πάνω στά κύματα τῆς ταραγμένης λίμνης Γενησαρέτ ἦταν ἀσφαλής καί περπατοῦσε κι αὐτός πάνω στό νερό. Ὅταν ὅμως ἄρχισε νά φοβεῖται καί νά κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη του ἄν θά τά καταφέρει τότε ἄρχισε νά βυθίζεται. Ἔντρομος ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου πού ἔσπευσε νά τόν κρατήσει, ἀλλά τόν ἤλεγξε, λέγοντάς του :

«Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθαίου ιδ΄ 31)

Δηλαδή : «Ἀμέσως ησος πλωσε τό χέρι, τόν πίασε καί το λέει: «λιγόπιστε, γιατί σ’ πίασε μφιβολία;»

Ἡ ἀδύναμη πίστη καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀδύναμο.

β΄. Ἡ ἀπιστία τῶν συμπατριωτῶν Του στήν Ναζαρέτ.

Ὁ Κύριος στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεώς Του ἐπισκέφθηκε τήν Ναζαρέτ στήν ὁποία ζοῦσε καί εὑρίσκοντο ἐκεῖ καί οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς Του. Οἱ συμπατριῶτες Του ὅμως Τόν ὑποτίμησαν, ἐπειδή κατήγετο ἀπό ἄσημη οἰκογένεια, ἐπειδή Τόν θεωροῦσαν ἀγράμματο, καί Τόν εἰρωνεύτηκαν. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά ἐπιτελέσει θαύματα στηλιτεύοντας καί τήν ἀπιστία τους. 

«Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας μετῆρεν ἐκεῖθεν, καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις;  οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωσῆς καὶ Σίμων καὶ ᾿Ιούδας; καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.Καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Ματθαίου ιγ΄ 53-58)

Δηλαδή : «Μόλις τελείωσε ησος μ’ ατές τίς παραβολές, φυγε πό κε. Πῆγε στήν πατρίδα του καί τούς δίδασκε στή  συναγωγή τους, κι ατοί ποροσαν Κι λεγαν: «πό πο πέκτησε ατός τή σοφία τούτη κι ατές τίς θαυματουργικές δυνάμεις; Αὐτός δέν εναι γιός το ξυλουργο; μητέρα του δέν λέγεται Μαριάμ καί ο δερφοί το άκωβος, ωσς, Σίμων καί ούδας; Κι ο δερφές του δέ μένουν λες στόν τόπο μας; πό πο, λοιπόν, τά κατέχει λα ατά;» Κι ατό τούς δημιουργοσε μπόδιο νά τόν πιστέψουν. Τότε ησος τούς επε: «Δέν πάρχει προφήτης πού νά μήν τόν περιφρονον ο συμπατριτες του κι οκογένειά του». Και δέν κανε κε πολλά θαύματα ξαιτίας τς πιστίας τους»

«Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ηλιοὺ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη ᾿Ηλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ ᾿Ελισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος. καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα, καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν. αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο» (Λουκᾶ δ΄ 16-30)

Δηλαδή : «στερα ἦρθε στή Ναζαρέτ, ὅπου εἶχε μεγαλώσει. Τό Σάββατο πῆγε ὅπως συνήθιζε στή συναγωγή καί σηκώθηκε νά διαβάσει τίς Γραφές. Τοῦ ἔδωσαν τό χειρόγραφο μέ τά λόγια του προφήτη Ἠσαΐα. Ὁ Ἰησοῦς τό ξετύλιξε καί βρῆκε τό σημεῖο ὅπου ἦταν γραμμένο τό ἑξῆς: Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ κατέχει, γιατί ὁ Κύριος μέ ἔχρισε καί μ’ ἔστειλε ν’ ἀναγγείλω τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς φτωχούς, νά θεραπεύσω τούς τσακισμένους ψυχικά, στούς αἰχμαλώτους νά κηρύξω λευτεριά καί στούς τυφλούς ὅτι θά βροῦν τό φῶς τους νά φέρω λευτεριά στούς τσακισμένους, νά ἀναγγείλω τοῦ καιροῦ τόν ἐρχομό πού ὁ Κύριος θά φέρει τή σωτηρία στό λαό του.Ὕστερα τύλιξε τά χειρόγραφο, τό ἔδωσε στόν ὑπηρέτη καί κάθισε. Τά μάτια ὅλων στή συναγωγή ἦταν προσηλωμένα πάνω του. Ἄρχισε τότε νά τούς λέει: «Σήμερα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία πού μόλις ἀκούσατε».Ὅλοι συμφωνοῦσαν μαζί του· θαύμαζαν γιά τά γεμάτα χάρη λόγια πού ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα του, καί ρωτοῦσαν: «Αὐτός δέν εἶναι ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ:» Ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Ἀσφαλῶς θά μοῦ πεῖτε τήν παροιμία πού λέει, «γιατρέ γιάτρεψε τόν ἑαυτό σου. Ὅσα ἀκούσαμε ὅτι ἔγιναν στήν Καπερναούμ κᾶνε τά κι ἐδῶ στήν πατρίδα σου». Καί πρόσθεσε: «Σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας προφήτης δέν εἶναι δεκτός στήν πατρίδα του. Κι ἀλήθεια, ὑπῆρχαν πολλές χῆρες στήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία στόν Ἰσραήλ, ὅταν ὁ οὐρανός δέν ἔβρεξε γιά τρία χρόνια καί ἔξι μῆνες καί εἶχε πέσει μεγάλη πείνα σέ ὅλη τή γῆ. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔστειλε τόν Ἠλία σέ καμιά ἀπ’ αὐτές, παρά μόνο σέ μία χήρα στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας. Ἐπίσης τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἐλισαίου ὑπῆρχαν πολλοί λεπροί ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες, κανένας ὅμως ἀπ’ αὐτούς δέν καθαρίστηκε, ἐκτός ἀπό τό Νεεμᾶν τό Σύρο». Ὅλοι μέσα στή συναγωγή ἀκούγοντας τά αὐτά ἐξοργίστηκαν καί σηκώθηκαν καί τόν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τόν ἔφεραν ὡς τήν ἄκρη τοῦ βουνοῦ, πάνω στό ὁποῖο ἦταν χτισμένη ἡ πόλη τους, γιά νά τόν ρίξουν στόν γκρεμό. Αὐτός ὅμως πέρασε ἀπ’ ἀνάμεσά τους καί ἔφυγε»

γ΄. Ἡ ἀδυναμία τῶν Μαθητῶν νά θεραπεύσουν τό παιδί μέ τό δαιμονικό πνεῦμα.

Ὅταν ὁ Κύριος μεταμορφωνόταν στήν κορυφή τοῦ ὄρους στούς πρόποδες πού ἀνέμεναν οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα Μαθητές Του ἦλθε ἕνας δυστυχισμένος πατέρας παρακαλώντας τους νά θεραπεύσουν τό γιό του πού εἶχε δαιμονικό πνεῦμα. Οἱ Μαθητές δέν μπόρεσαν νά ἐκδιώξουν τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, γι’ αὐτό ὁ πατέρας παρεκάλεσε τόν Κύριο. Ὁ Κύριος θεράπευσε τό παιδί. Μετά οἱ Μαθητές εὑρεθέντες κατ’ ἰδίαν ρώτησαν τόν Κύριο γιά ποιό λόγο αὐτοί δέν κατώρθωσαν νά θεραπεύσουν τόν νέο καί ὁ Κύριος τούς ἐξήγησε ὅτι ὀφείλετο στήν ἀπιστία τους: 

«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθαίου ιζ΄ 20)

Δηλαδή : «Κι ησος τούς επε: «ξαιτίας τς πιστίας σας, σς βεβαιώνω πώς, ν χετε πίστη στω καί σάν κόκκο σιναπιο, θά λέτε σ’ ατό τό βουνό «πήγαινε πό δ κε», καί θά πηγαίνει· καί κανένα πράγμα δέ θά ’ναι δύνατο γιά σς»

           * * * * *

  1. Ταπείνωση

Ἡ Χαναναία ἄν καί εἰδωλολάτρισα ταπεινώθηκε δημόσια μπροστά στόν Χριστό ἱκετεύουσα νά θεραπεύσει τήν θυγατέρα της. Ἡ ταπείνωση της ἀπόσπασε τήν συμπάθεια καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου καί θεράπευσε τήν ἀσθενοῦσα κόρη της. 

α΄. Ἡ θεραπεία τῆς θυγατρός τῆς Χαναναίας πού βασανιζόταν ἀπό δαιμόνιο

«Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθαίου ιε΄ 21-28)

Δηλαδή : «ησος φησε τόν τόπο κενο κι ναχώρησε γιά τήν περιοχή τς Τύρου καί τς Σιδώνας. Τότε μία γυναίκα Χαναναία βγκε ξω πό τά ρια τς περιοχς ατς καί το φώναζε δυνατά: «λέησε μέ, Κύριε, Υέ το Δαβίδ. θυγατέρα μου βασανίζεται πό δαιμόνιο». Αὐτός δέν τς πάντησε οτε λέξη. Τόν πλησίασαν τότε ο μαθητές του καί τόν παρακαλοσαν: «Διξε τήν, γιατί μς κολουθε καί φωνάζει». Κι ατός ποκρίθηκε: «χω ποσταλε μόνο γιά τούς πλανεμένους σραηλίτες». Αὐτή μως ρθε καί τόν προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε μέ». Τότε ατός τς ποκρίθηκε: «Δέν εναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τν παιδιν καί νά τό πετάξει στά σκυλιά». Κι ατή επε: «Ναί, Κύριε, λλά καί τά σκυλιά τρνε πό τά ψίχουλα πού πέφτουν πό τό τραπέζι τν κυρίων τους».Τότε ησος τς πάντησε: «Μεγάλη εναι πίστη σου, γυναίκα! ς γίνει πως τό θέλεις». Κι πό κείνη τήν ρα γιατρεύτηκε θυγατέρα της».

  * * * * *

4.Ἐξομολόγηση

Γιά νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή τοῦ πιστοῦ καί ταπεινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό ἀπαραιτήτως πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν συναίσθηση τῆς πνευματικῆς καταστάσεώς μας, τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση, ὅπως δείχνουν τά παραδείγματα:

α΄. Ὁ ληστής πού σταυρώθηκε δίπλα στόν Κύριο μετανιωμένος γιά τήν γεμάτη κακουργήματα ζωή του ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως καί τόν συγχώρησε καί τόν εἰσήγαγε στόν Παράδεισο:  

«Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε.
 καὶ ἔλεγε τῷ ᾿Ιησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ
» (Λουκᾶ κγ΄ 39-43)

Δηλαδή : «Ἕνας ἀπό τούς κακούργους πού ἦταν κρεμασμένος στό σταυρό τόν βλαστημοῦσε καί τοῦ ἔλεγε: “Ἐάν ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, σῶσε τόν ἑαυτό σου κι ἐμᾶς». Ὁ ἄλλος στράφηκε σ’ αὐτόν, τόν ἐπιτίμησε καί τοῦ εἶπε: «Οὔτε τό Θεό δέ φοβᾶσαι ἐσύ; Δέν εἶσαι ὅπως κι ἐκεῖνος καταδικασμένος; Ἐμεῖς βέβαια δίκαια, γιατί τιμωρούμαστε γι’ αὐτά πού κάνομε· αὐτός ὅμως δέν ἔκανε κανένα κακό». Καί ἔλεγε στόν Ἰησοῦ: «θυμήσου μέ, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Σέ βεβαιώνω πώς σήμερα κιόλας θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»

β΄. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος κλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα μετά ἀπό ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πού τό ἀντιμετώπισε μέ θαυμασμό καί συντριβή ἐξομολογούμενος τήν ἁμαρτωλότητά του.

«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκᾶ ε΄ 1-11)

Δηλαδή : «Καθώς τά πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του γιά ν’ ἀκούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος στεκόταν στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στήν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτά καί ἐπλεναν τά δίχτυα. Ἐκεῖνος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπό τά ψαροκάικα, σ’ αὐτό πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, καί τόν παρακάλεσε νά τραβηχτεῖ λίγο ἀπό τήν ξηρά. Κάθισε στό ψαροκάικο καί ἀπ’ αὐτό δίδασκε τά πλήθη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, εἶπε στό Σίμωνα: «Πήγαινε στά βαθιά καί ρίξτε τά δίχτυά σας γιά ψάρεμα». Ὁ Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδή ὅμως τό λές ἐσύ, θά ρίξω τό δίχτυ». Ἀφοῦ τό ἔριξαν ἐπίασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα πού ἄρχισε νά σκίζεται τό δίχτυ τους. Μέ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους τους πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο νά ἔρθουν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνοι ἦρθαν καί γέμισαν καί τά δύο ψαροκάικα σέ σημεῖο πού νά κινδυνεύουν νά βυθιστοῦν. Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: «βγές ἀπό τό καΐκι μου, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Αὐτά τά εἶπε γιατί εἶχε κυριευτεῖ ἀπό δέος, αὐτός καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιά τά πολλά ψάρια πού εἶχαν πιάσει. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά παιδιά τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, πού ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε στό Σίμωνα: «Μή φοβᾶσαι, ἀπό τώρα θά ψαρεύεις ἀνθρώπους». Ὕστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τά ψαροκάικα στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα καί τόν ἀκολούθησαν».

γ΄. Ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα.

Ὁ Κύριός μας συνεχώρησε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα πού προσῆλθε στήν οἰκία τοῦ Φαρισαίου καί ἔλειψε μέ μῦρο καί τά δάκρυά τῆς μετανοίας της τά πόδια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ:   

« ᾿Ηρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ. δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας. καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην » (Λουκᾶ ζ΄ 36-50)

Δηλαδή : «Κάποιος Φαρισαῖος προσκάλεσε τόν Ἰησοῦ σέ γεῦμα. Ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου καί κάθισε στό τραπέζι. Στήν πόλη ἦταν κάποια ἁμαρτωλή γυναίκα· ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς γευματίζει στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε ἕνα ἀλαβάστρινο δοχεῖο μέ μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στά πόδια του καί κλαίγοντας ἔβρεχε μέ τά δάκρυά της τά πόδια του καί τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της τά φιλοῦσε καί τά ἄλειφε μέ τό μύρο. Ὅταν τό εἶδε αὐτό ὁ Φαρισαῖος πού τόν εἶχε προσκαλέσει, εἶπε ἀπό μέσα του: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν προφήτης, θά γνώριζε ποιά καί τί εἴδους γυναίκα εἶναι αὐτή πού τόν ἀγγίζει· γιατί εἶναι ἁμαρτωλή». Κι ἀπαντώντας σ’ αὐτές τίς σκέψεις ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Σίμων, ἔχω κάτι νά σού πῶ». «Πές μου Διδάσκαλε», εἶπε αὐτός. Δύο ἄνθρωποι χρωστοῦσαν λεφτά σέ κάποιον δανειστή· ὁ ἕνας πεντακόσια δηνάρια κι ὁ ἄλλος πενήντα. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχαν νά τά ἐπιστρέφουν, τά χάρισε καί στούς δύο. Πές μας λοιπόν, ποιός ἀπό τούς δύο θά τοῦ χρωστάει μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη;» Κι ὁ Σίμων ἀποκρίθηκε: «Νομίζω ἐκεῖνος στόν ὁποῖο χάρισε τά περισσότερα». «Ὀρθά ἔκρινες», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς καί ρίχνοντας τή ματιά του στή γυναίκα τοῦ εἶπε: «βλέπεις αὐτή τή γυναίκα; Ὅταν μπῆκα στό σπίτι σου, δέ μοῦ ἔπλυνες τά πόδια μέ νερό. Αὐτή, ἀντίθετα, μέ δάκρυα μου ἔπλυνε τά πόδια καί μοῦ τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της. Ἕνα φίλημα δέ μοῦ ’δωσες ἐνῶ αὐτή, ἀπό τή στιγμή πού μπῆκε, δέν ἔπαψε νά μοῦ φιλάει τά πόδια. Τό κεφάλι μου δέν μοῦ τό ἄλειψες μέ λάδι, ἐνῶ αὐτή μου ἄλειψε μέ μύρο τά πόδια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σέ βεβαιώνω πώς οἱ πολλές της ἁμαρτίες συγχωρήθηκαν, ὅπως δείχνει ἡ πολλή εὐγνωμοσύνη της. Σ’ ὅποιον συγχωροῦνται λίγες ἁμαρτίες, αὐτός δείχνει λίγη εὐγνωμοσύνη». Καί εἶπε στή γυναίκα: «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωρήθηκαν». Ὅσοι κάθονταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στό τραπέζι ἄρχισαν νά λένε μεταξύ τους: «Ποιός εἶναι αὐτός πού ἀκόμη καί ἁμαρτίες συγχωρεῖ:» Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε στή γυναίκα: «Ἡ πίστη σου σ’ ἔσωσε πήγαινε στό καλό»

 

δ΄. Ψαλμοί

Στούς Ψαλμούς περιέχονται καί οἱ τρεῖς αὐτές πρϋποθέσεις ἐμπιστοσύνη στό Θεό, ταπείνωση καί μετάνοια - ἐξομολόγηση.

Ὁ Ν΄ (50ος) Ψαλμός πού ἔχει ἐνταχθεῖ στίς Ἱερές Ἀκολουθίες ἀποτελεῖ ἐνδεικτικό παράδειγμα.

  1. Οἱ προτεραιότητες τῆς ζωῆς μας.

Στήν πνευματική ζωή πρέπει νά μάθουμε νά ἱεραρχοῦμε σωστά τίς ἀνάγκες μας, ὅπως ὑποδεικνύεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει τά πρτα πράγματα νά χουν τήν πρώτη θέση. Ὁ λόγος τοῦ Θεο μᾶς βοηθάει νά βροῦμε καί στή συνέχεια νά τοποθετήσουμε αὐτές τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς μας:

 

α΄. Τό πρῶτο καθῆκον μας στή ζωή εἶναι νά φροντίζουμε γιά τά πνευματικά ἀγαθά τοποθετώντας τίς βιοτικές μέριμνες καί ὑποθέσεις σέ δευτερεύουσα θέση, ἐμπιστευόμενοι τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτά, ὅπως ὑπέδειξε ὁ Κύριος:

            «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην ατοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθαίου στ΄ 33-34)

Δηλαδή: «Γι’ ατό πρτα π’ λα νά πιζητετε τή βασιλεία το Θεο καί τήν πικρότηση το θελήματός του, κι λα ατά θά κολουθήσουν. Μήν γωνιτε, λοιπόν, γιά τό αριο, γιατί αριανή μέρα θά χει τίς δικές της φροντίδες, φτάνουν ο γνοιες τς κάθε μέρας».

            Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνατρέψει αὐτή τήν τάξη μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ἐνδιαφέρονται γιά τά πνευματικά ἀγαθά ἐπειδή νομίζουν, ὅτι δέν εἶναι σημαντικά. Τά δέ βιοτικά νά μήν μποροῦν νά τά ἐξασφαλίσουν παρά τήν ἐργώδη προσπάθειά τους.

Τά αἰτήματα γιά τά πνευματικά ἀγαθά προτάσσονται καί στήν προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας τό γνωστό μας «Πάτερ ἡμῶν, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου». Πρῶτα αὐτά καί μετά  τά δικά μας καί καθημερινά.

 

β΄. Τό πρῶτο ἔργο στόν ἀγῶνα γιά τόν ἁγιασμό μας εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ, τῆς συνειδήσεως. Ὅταν αὐτά εἶναι καθαρά καί φωτεινά τότε ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι λουσμένη στό φῶς καί στήν ἀλήθεια, ὅπως δίδαξε ὁ Κύριος:

«Καθρισον πρτον τ ντς το ποτηρου κα τς παροψδος, να γνηται κα τ κτς ατν καθαρν » (Ματθαίου κγ΄ 26 )

Δηλαδή : «Καθάρισε πρτα τά σωτερικό του ποτηριο καί το πιάτου, γιά νά χει ξία καί ξωτερική τους καθαρότητα»

 

«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» (Ματθαίου στ΄ 22-23).

Δηλαδή : «Τό λυχνάρι το σώματος εναι τά μάτια. ν λοιπόν τά μάτια σου εναι γερά, λο τό σμα σου θά εναι στό φς. Ἄν μως τά μάτια σου εναι χαλασμένα, λο τό σμα σου θά εναι στό σκοτάδι. Κι ν τό φς πού χεις, μεταβληθε σέ σκοτάδι, σκέψου πόσο θά ’ναι τό σκοτάδι!»

 

γ΄. Ἡ πρώτη ὑποχρέωσή μας στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι νά συμφιλιωθοῦμε μέ τόν ἀδελφό μας:

«Πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου» (Ματθαίου ε΄ 24)

Δηλαδή : «Ἄφησε κε, μπροστά στό θυσιαστήριο το ναο, τό δρο σου, καί πήγαινε νά συμφιλιωθες πρτα μέ τόν δερφό σου, καί στερα λα νά προσφέρεις τό δρο σου»

Ὁ Κύριος μᾶς προέτρεψε νά λέμε στήν προσευχή μας: 

«Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθαίου στ΄ 12).

Πρῶτα συγχωροῦμε καί μετά ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός:

 

 

δ΄. Ἡ πρώτη ὑποχρέωσή μας στὶς ἀδελφικὲς σχέσεις πρίν διορθώσεις τόν ἄλλο εἶναι νά διορθώσεις τόν ἑαυτό σου:

«Πρῶτον ἔκβαλε τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου». (Λουκς στ΄ 42 ).

Δηλαδή : «Βγάλε πρῶτα ἀπό τό μάτι σου τό δοκάρι καί τότε θά δεῖς καθαρά καί θά μπορέσεις νά βγάλεις τό σκουπιδάκι ἀπ’ τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».

ε΄. Ἡ πρώτη πρόσφορά μας στόν Θεό θά πρέπει νά εἶναι ἡ πρόσφορα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτό  ἔπραξαν ὁ Θεσσαλονικεῖς, οἱ ὁποῖοι πρίν δώσουν τήν ἐλεημοσύνη τους γιά τούς χριστιανούς τῆς Παλαιστίνης «ἑαυτούς ἔδωκαν πρῶτον εἰς τόν Κύριον» (Β΄ Κορινθίους η΄ 5), πίστεψαν δηλαδή καί ἀφιερώθηκαν στόν Κύριο.

Πρίν προσφέρεις ὅ, τιδήποτε ὁ Θεός ζητεῖ νά Τοῦ προσφέρεις τήν ψυχή σου.

στ΄. Τήν πρώτη θέση στήν προσευχή μας ἔχουν οἱ ἄλλοι κατά τήν ἀποστολική προτροπή:

«Πρῶτον ποιεῖσθε δεήσεις ὑπέρ…πάντων» (Α΄Τιμόθεον β΄ 1).

Ἄν ἐργασθοῦμε μέ μεθοδικότητα καί ὑπομονή νά τίς πραγματοποιήσουμε αὐτές τίς προτεραιότητες στήν ζωή μας θά ἔχουμε δώσει νόημα στή ζωή  μας.

 

  1. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος προσευχόμενος παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ διάφορα θέματα. ῾Ο Θεὸς ἀπαντάει στὴν προσευχή αὐτή μὲ τρεῖς τρόπους.

῍Ας μελετήσουμε αὐτοὺς τοὺς τρόπους.

Α. Περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεὸς ἀπάντησε «ναί».

α´. ῞Οταν ὁ Πέτρος καταποντιζόνταν καὶ φώναξε στὸν Κύριο «Κύριε, σῶσέ με»[1], ὁ Κύριος ἔσπευσε καὶ ἔσωσε τὸν Πέτρο ἀπὸ τὸν πνιγμό.

β´. ῞Οταν ἕνας λεπρὸς ἀπελπισμένος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν καθαρίσει. «Κριε, ν θλεις, μπορες ν μ καθαρσεις»· ὁ Κύριος ἀμέσως τὸν καθάρισε ἀπὸ τὴν λέπρα «θλω, καθαρσθητι, κα εθως καθαρσθη»[2].

γ´. ῞Οταν ἕνας ἀπελπισμένος πατέρας παρακάλεσε τὸν Κύριο· «ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς»· ὁ Κύριος τὸν ρώτησε· «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»[3], ὑποδεικνύοντάς του, ὅτι ὅταν πιστεύεις, μπορεῖς νὰ κατορθώσεις τὰ πάντα.

δ´. ῞Οταν ἕνας ταλαιπωρημένος πατέρας παρακάλεσε τὸν Κύριο· «Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν»[4]· ὁ Κύριος ἐκπλήρωσε τὸ αἴτημά του.

ε´. ῞Οταν οἱ Σαμαρεῖτες μετὰ ἀπ᾿ ὅσα τοὺς εἶπε ἡ γυναίκα «παρεκλουν ατν ν μεν παρ᾿ ατος»[5]· ὁ Κύριος ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες.

στ´. ῞Οταν ἡ προφήτιδα ῎Αννα προσευχόταν στὸν Κύριο καὶ ἔλεγε «᾿Αδωνα Κριε ᾿Ελω Σαβαθ, ἐὰν πιβλπων πιβλψς π τν ταπενωσιν τς δολης σου κα μνησθς μου κα δς τ δολ σου σπρμα νδρν, κα δσω ατν νπιν σου»[6]·

Δηλαδή· Κύριε, Κύριε καὶ Θεὲ τῶν Δυνάμεων ἐὰν προσέξεις μὲ εὐμένεια στὴν ταπείνωσι καὶ θλῖψι τῆς δούλης σου καὶ μὲ ἐνθυμηθεῖς καὶ μοῦ χαρίσεις υἱό, θὰ σοῦ τὸν ἀφιερώσω, γιὰ νὰ διακονεῖ ἐνώπιόν σου, ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε τὸν Σαμουήλ.

ζ´. ῞Οταν τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως οἱ μαθητές, ποὺ πορεύονταν πρὸς ᾿Εμμαοὺς «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν»· ὁ Κύριος «εσλθε το μεναι σν ατος»[7].

η´. ῞Οταν οἱ Γαδαρηνοὶ μετὰ τὴν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου «Τν παρεκλεσαν ν᾿ πομακρυνθ π᾿ ατος»[8], ὁ Κύριος ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν χώρα τους.

Συμπέρασμα· ῾Ο Κύριος λέει «ναί» στὴν προσευχή σου ὅταν·

*  Τοῦ ζητᾶς νὰ σὲ σώσει.

*  Προσεύχεσαι γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ παιδιοῦ σου, τῶν οἰκείων σου ἢ τῶν ἀδελφῶν σου.

*  Τὸν παρακαλεῖς νὰ σὲ καθαρίσει πνευματικά.

*  ᾿Αποζητεῖς τὴν παρουσία Του.

*  Τοῦ ζητᾶς νὰ σοῦ δώσει γιὰ νὰ Τοῦ τὸ προσφέρεις στὸ ἔργο Του.

* Τὸν καλεῖς κοντά σου.

Β. Περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεὸς ἀπάντησε «ὄχι».

Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν τὸ αἴτημα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ θέλημά Του.

Εἶπε «ὄχι»·

α´. Στὴν μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, ποὺ Τοῦ ζήτησε νὰ καθίσουν οἱ υἱοί της στὰ δεξιά Του καὶ στὰ ἀριστερά Του. Δὲν ἱκανοποίησε τὴν φιλοδοξία της[9]

β´. Στοὺς Μαθητές Του, ὅταν Τοῦ εἶπαν, «πλυσον τος χλους»[10], διῶξε τοὺς ὄχλους, ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι οἱ ὄχλοι θὰ μείνουν ἐδῶ. ᾿Εγὼ θὰ κάμω τὸ θαῦμα καὶ σεῖς θὰ τοὺς ὑπηρετήσετε. 

γ´. Στοὺς ἀπίστους ᾿Ιουδαίους, ὅταν Τοῦ ζήτησαν νὰ κάνει θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουν σ᾿ Αὐτόν, «διδσκαλε, θλομεν π σο σημεον δεν», (δσκαλε θλουμε ν δομε θαμα π σνα), Κριος ρνθηκε κα επε «γενε πονηρ, δν θ σο δοθε σημεον»[11].

δ´. Στὸν Γαδαρηνό, ὅταν Τὸν παρεκάλεσε νὰ Τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ μένει μαζί Του, τοῦ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε «πγαινε», «Πορεθητι κα διηγο»[12]. Σοῦ ἀναθέτω ἄλλη ἀποστολή.

ε´. Στοὺς Μαθητὲς Του κατὰ τὴν Μεταμόρφωσι, ὅταν τοῦ εἶπαν καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ, δὲν δέχθηκε, ἀλλὰ τοὺς κατέβασε ἀπὸ τὸ ὄρος, σὰν νὰ ἔλεγε κατεβεῖτε στὸν κόσμο. ῾Η ᾿Εκκλησία ἔχει ἔργο[13].

στ´. Σὲ τρεῖς μαθητὲς Του, ποὺ ζήτησαν «᾿Επτρεψ μου πρτα», εἶπε ἀφῆστε τα ὅλα, καὶ ἀκολουθῆστε με ἀμέσως.

῾Ο πρῶτος Τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ βολευτεῖ στὴν ζωή του[14].

῾Ο δεύτερος τοῦ ζήτησε πρῶτα νὰ πάει νὰ θάψει τὸν πατέρα του[15].

῾Ο τρίτος ν᾿ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του[16].

Οἱ Ναοὶ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ πιστοὺς μὲ μοιρασμένες καρδιές.

᾿Απ᾿ αὐτὸ συμπεραίνεται ὅτι ὁ Κύριος ζητεῖ τέλεια αὐταπάρνηση.

ζ´. Στὸν Πέτρο, ποὺ Τοῦ συνέστησε νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο στὸ Σταυρὸ καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, δὲν πρέπει νὰ γίνει τοῦτο σ᾿ ᾿Εσένα. «Κριε· ο μ σται σοι τοτο» Κριος ρνθηκε τν προτροπ του κα το επε μ αστηρτητα, φγε π τν δρμο μου  «παγε πσω μου, σαταν»[17].

η´. Στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν Τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πάρει τὸν σκόλοπα, εἶπε· «ρκε σοι χρις μου»[18].

Δηλαδὴ ἀρκέσου στὴν χάρι ποὺ σοῦ δίνω γιὰ νὰ σὲ ἐνισχύσω.

Συμπέρασμα· ῾Ο Κύριος λέγει «ὄχι»·

*  στὶς κοσμικὲς δόξες,

*  στὴν ἀποξένωσι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο,

*  στὴν ἡρώδειο περιέργεια,

*  στὸν πνευματικὸ ἀναχωρητισμό,

*  στὴν ἐκκλησιαστικὴ νωχελικότητα,

*  νὰ ἔχει τὴν δεύτερη θέσι στὴν ζωή μας,

*  στὸν χριστιανισμὸ χωρὶς σταυρό.

Γ. Περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεὸς ἀπάντησε «περίμενε» καὶ ποὺ σημαίνει, ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ περισσότερη ὡρίμανσι. 

α´. Εἶπε «περίμενε» στὸν ὁρμητικὸ Πέτρο, ποὺ τοῦ ζήτησε ἄκαιρα τὸ μαρτύριο.

«Λγει ατ Σμων Πτρος· Κριε, πο πγεις; ᾿Απεκρθη ατ ᾿Ιησος· που γ πγω, ο δνασα μοι νν κολουθσαι, στερον δ κολουθσεις μοι. λγει ατ Πτρος· Κριε, διατ ο δναμα σοι κολουθσαι ρτι; τν ψυχν μου πρ σο θσω. πεκρθη ατ ᾿Ιησος· τν ψυχν σου πρ μο θσεις! μν μν λγω σοι, ο μ λκτωρ φωνσει ως ο παρνσ με τρς»[19].

Δηλαδή· Λέγει σ᾿ Αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· “Κριε, πο πηγανεις;” Τοῦ ἀπάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς· “που γ πηγανω, σ δν μπορες τρα ν μ κολουθσεις. Υστερα δ, φο τελεισεις τν ποστολ σου, θ μ κολουθσης”. Τοῦ λέγει ὁ Πέτρος· “Κριε, γιατ δν μπορ τρα ν σ κολουθσω; Εμαι τοιμος κα τν μεγαλτερη θυσα ν προσφρω κα τν ζω μου ν θυσισω πρς χριν σου, ἐὰν τσι δν θ χωρισθ ποτ π σ”. Τοῦ ἀπάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς· “τν ζω σου θ θυσισεις πρς χριν μου! Σ διαβεβαινω τι ατ τν νκτα δν θ λαλσει πετεινς, μχρις του μ παρνηθες τρες φορς”.

῾Ο Κύριος σταυρώθηκε. ῾Ο Πέτρος συνέχισε τὴν ἀποστολή του καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα σταυρώθηκε κι αὐτός.

«Τεκνα, τι μικρν μεθ᾿ μν εμι. ζητσετ με, κα καθς επον τος ᾿Ιουδαοις τι που πγω γ, μες ο δνασθε λθεν, κα μν λγω ρτι»[20].  Παιδιά μου, ἀγαπημένα μου παιδιά, λίγο ἀκόμη θὰ εἶμαι μαζί σας. Καὶ ὅπως εἶπα στοὺς ᾿Ιουδαίους, ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω καὶ σὲ σᾶς τώρα, ὅτι δηλαδὴ θὰ μὲ ἀναζητήσετε, ἀλλὰ δὲν θὰ μὲ εὕρετε, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ σεῖς θὰ βρίσκεσθε γιὰ ἀρκετὸ ἀκόμη χρονικὸ διάστημα στὴν γῆ, γιὰ νὰ κηρύξετε ὡς ἀπόστολοί μου τὴν σωτηρία στοὺς ἀνθρώπους.

β´. Εἶπε στὸν Συμεών «περίμενε» μὲ ζωὴ ἁγιότητας καί θά δεῖς μέ τά μάτια σου τόν Λυτρωτή μέ τά «κα ν κεχρηματισμνον π το Πνεματος το Αγου μ δεν θνατον πρν δ τν Χριστν Κυρου»[21].

γ´. Εἶπε «περίμενε» στὸν Μωϋσῆ. ᾿Απὸ τότε ποὺ νόμιζε, ὅτι οἱ ἀδελφοί του θὰ τὸν ἐδέχοντο ὡς ἀρχηγό, μέχρι τότε ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τὴν ἀρχηγία, πέρασαν 40 χρόνια[22].

δ´. Εἶπε «περίμενε» στὸν Κορνήλιο· στὶς προσευχὲς τοῦ Κορνηλίου μέχρι νὰ στείλει τὸν Πέτρο, ἀφοῦ πρῶτα τὸν προετοίμασε[23].

ε´. Εἶπε «περίμενε» στὸν ᾿Ιώβ. Τοῦ συνέστησε τὴν ἀνάγκη «μὴ ἀθυμήσης ἐλεγχόμενος ἀπὸ τὸν Κύριο»[24].

῾Ο ᾿Ιὼβ μέσα ἀπὸ τὶς δοκιμασίες του προσευχόταν· «Μακριος δ νθρωπος, ν λεγξεν Κριος, νουθτημα δ Παντοκρτορος μ πανανου· ατς γρ λγεν ποιε κα πλιν ποκαθστησιν· παισε, κα α χερες ατο ἰάσαντο»[25].

Δηλαδή· ᾿Ιδοὺ μακάριος ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁποῖο ἐλέγχει ὁ Κύριος. Γι᾿ αὐτὸ μὴ καταφρονήσεις τὴν παιδαγωγία τοῦ Παντοδυνάμου, διότι αὐτὸς πληγώνει καὶ ἐπιδένει, καὶ Τὰ χέρια Του ἰατρεύουν.

στ´. Ξανάπε «περίμενε» στὸν Δαβίδ, ὅταν ὁμολόγησε, ὅτι ἀτόνησε κράζοντας, ὅτι ὁ λάρυγγάς του ξεράθηκε καὶ τὰ μάτια του ἀπέκαμαν περιμένοντας τὸν Θεό Του[26]

῾Ο Δαβὶδ δηλώνει ὅτι παρὰ ταῦτα ἀνέμεινα (ἐγὼ καὶ οἱ προσευχές μου) μὲ ὑπομονὴ τὸν Κύριο καὶ ἔδωκε προσοχὴ σὲ μένα καὶ ἄκουσε τῆς κραυγῆς μου. «῾Υπομνων πμεινα τν Κριον, κα προσσχε μοι κα εσκουσε τς δεσες μου»[27]

      Συμπρασμα· Κθε πντηση το Θεο εναι πντησις γπης.

 

[1] Ματθαίου ιδ΄ 30-31

[2] Ματθαίου η΄ 3

[3] Μάρκου θ΄ 23

[4] Ματθαίου ιζ΄ 15

[5] Ἰωάννου δ΄ 40

[6] Α΄ Βασιλειῶν α΄ 11

[7] Λουκᾶ κδ΄ 29

[8] Μάρκου ε΄ 17

[9] Ματθαίου κ΄ 21

[10] Ματθαίου ιδ΄ 15

[11] Ματθαίου ιβ΄ 38

[12] Μάρκου ε΄ 18-19

[13] Μάρκου θ΄ 5

[14] Λουκᾶ θ΄ 57-58

[15] Λουκᾶ θ΄ 59-60

[16] Λουκᾶ θ΄ 61-62

[17] Ματθαίου ιστ΄ 22

[18] Β΄ Κορινθίους ιβ΄ 9

[19] Ἰωάννου ιγ΄ 36-38

[20] Ἰωάννου ιγ΄ 33

[21] Λουκᾶ β΄ 26

[22] Πράξεις ζ΄ 20-34

[23] Πράξεις ι΄

[24] Παροιμιῶν γ΄ 11

[25] Ἰώβ ε΄ 17, 18

[26] Ψαλμός ξθ΄ 4

[27] Ψαλμός λθ΄ 1

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images