«Ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι»
(Ἡσαΐου μβ΄, 4)
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καίὙμηττοῦ Δανιήλ
Ἡ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος, τήν ὁποία ἐτοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε, εἶναι τόσο τό τελικό, ὅσο καί τό ποιητικό αἴτιο τῆς πανανθρώπινης προσδοκίας καί ἐλπίδας, γιά τήν ὁποία ἡ μέν Γένεση λέγει, ὅτι ὁ Λυτρωτής εἶναι «προσδοκία ἐθνῶν» (Γενέσεως μθ΄,10 κατά τήν μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα), ὁ δέ προφήτης Ἡσαΐας τονίζει, ὅτι «ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν» (Ἡσαίου μβ΄, 4).
Ἡ ἔλευση τοῦ Σωτῆρος στόν κόσμο ὑπῆρξε πρῶτα τελικό αἴτιο τῆς πρό Χριστοῦ πανανθρωπίνης νοσταλγίας. Τό Πρωτευαγγέλιο περί τοῦ Λυτρωτοῦ, ὁ Ὁποῖος θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως (Γενέσεως γ΄ , 14-15) δόθηκε ἤδη στούς Πρωτόπλαστους καί στή συνέχεια ἀπό στόμα σέ στόμα διεμορφώθηκε σέ διάφορες σχετικές παραλλαγές τῶν παραδόσεων τῶν λαῶν. Ἡ πλέον ζωηρή καθολική ἀκτίνα, ἡ ὁποία διεσκέδαζε τό ζοφερό σκότος τῆς ἀνθρωπότητος, ἦταν ἀφ’ ἑνός ἡ μελαγχολία γιά τήν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ προσδοκία τοῦ Σωτῆρος. Ὅλες οἱ νοσταλγίες τῶν ἐκλεκτῶν προσωπικοτήτων, τίς ὁποῖες γνώρισε ἡ ἱστορία· ὅ,τι ὁραματίσθηκαν οἱ μεγάλοι ποιητές τῆς προχριστιανικῆς ἀνθρωπότητας· ὅ,τι περιέγραψαν οἱ μεγάλοι Προφῆτες ἐμπνεόμενοι ἀπό τίς θεόπνευστες συλλήψεις τοῦ πνεύματός τους, ὅλα αὐτά ἐμψυχώνονται ἀπό τήν προσδοκία Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος θά εἶναι «τό φῶς τοῖς ἐν σκότει», τό φῶς τῶν ἐθνῶν (Ἡσαΐου θ΄, 1 ἑξ., μθ΄, 6 ἑξ.), ὁ Ποιμήν (μ΄, 11) ὁ Λυτρωτής ὁλόκληρου τοῦ κόσμου (Ἡσαΐου κε΄, 6 ἑξ.).Αὐτός θά ἐγκαινιάσει χρυσή ἐποχή στή γῆ (Ἡσαΐου λε΄ , 6, 11 ἑξ.)· θά συνάψει νέα διαθήκη μέ ὅλους τούς λαούς (Ἱερεμίου ιστ΄, 19. Ἡσαΐου μβ΄, 1-4)· θά ἀναπλάσει τίς καρδιές (Ἱερεμίου κδ΄, 7· λη΄, 33· λθ΄, 39)· θά φέρει καινό οὐρανό καί καινή γῆ (Ἡσαΐου ξε΄, 17· ξστ΄, 22· Ψαλμοῦ ρα΄. 27) θά ἐπαναφέρει τήν παραδείσια ἀτμόσφαιρα, ἐντόςτῆς ὁποίας ἀφ’ ἑνός ὁ λύκος θά βόσκει μετά τοῦ προβάτου, ὁ μόσχος μετά τοῦ λέοντος, ὁ βοῦς μετά τῆς ἄρκτου, ἡ πάρδαλις μετά τῆς ἐρίφου καί τά παιδία θά παίζουν μετά τῶν ὄφεων (Ἡσαΐου ια΄, 6 ἑξ.) καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ εἰρήνη θά ἔλθει ἐκ νέου, εἰς τρόπον ὥστε τά ὅπλα, τά τόξα καί τά βέλη θά μετατραποῦν σέ ἄροτρα καί γεωργικά ἐργαλεῖα (Ὡσηέ β΄, 20. Ἡσαΐου β΄, 4. Μιχαίου δ΄, 3).
Ὁ Λυτρωτής αὐτός, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Αἰσχύλου, θά κατέλθει στόν Ἅδή καί στά ζοφερά βάθη τοῦ Ταρτάρου, γιά νά ἐλευθερώσει τόν συμβολίζοντα τήν ἀνθρωπότητα Προμηθέα· θά ἐγείρει τούς «καθεύδοντας», γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Σωκράτης στήν Ἀπολογία του πρός τούς δικαστές· θά διδάξει τούς ἀνθρώπους «ὡς δεῖ πρός θεούς καί πρός ἀνθρώπους διακεῖσθαι», κατά τούς λόγους πάλιν τοῦ Σωκράτους στόν « Ἀλκιβιάδην δεύτερον» τοῦ Πλάτωνος· θά φέρει τήν ἀπολεσθεῖσα χρυσή ἐποχή, τήν ὁποία περιγράφει μέ παραδείσια χρώματα ὁ Ὁράτιος καί γιά τήν ἀπώλεια τῆς ὁποίας θρηνεῖ ὁ Ὀβιδιος· θά ἐπαναφέρει «τήν ἀρχικήν βασιλείαν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ», τοῦ «παμφώτου Ἑνός Θεοῦ» καί θά ἀντικαταστήσει «τήν σιδηράν γενεάν» διά τῆς «νέας χρυσῆς γενεᾶς», ἡ ὁποία «εὐτυχής θά ἀνατείλει εἰς ὅλον τόν κόσμον», κατά τίς ἐκφράσεις τῆς 4ης «Ἐκλογῆς» τοῦ Βιργιλίου· θά ἱκανοποιήσει τήν προσδοκία τοῦ Κομφούκιου γιά τόν « Ἅγιον» καί «Οὐρανάνθρωπον» (=Θεάνθρωπον), ὁ ὁποῖος θά συνδιαλλάξει τόν οὐρανό μετά τῆς γῆς καί τόν Ὁποῖο οἱ λαοί προσδοκοῦν, ὅπως τά μαραμένα φυτά τήν δρόσο· θά ἱκανοποιήσει τήν νοσταλγία εἴτε τοῦ Θιβετικοῦ Βουδδισμοῦ καί τῶν Ἰρανίων γιά τόν παρθενογέννητο Θεάνθρωπο Λυτρωτή, εἴτε τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ γιά τόν ἀπαστράπτοντα σάν ἥλιο Λυτρωτή, ὁ ὁποῖος θά ἐπαναφέρει τήν ἀνθρωπότητα στόν ἀρχέγονο χρυσοῦν αἰώνα.
* * * * *
Ἀλήθως, κατά τήν ὁμολογίαν τοῦ Βολταίρου, «ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς ἐπίστευσαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε καί ἐξεφυλίσθη καί μάλιστα κατά τρόπον καί περιστάσεις ἀναλόγους πρός τήν διήγησιν τοῦ Μωύσεως» καί ὅτι «πρό ἀμνημονεύτων χρόνων ἦτο παρ’ Ἰνδοῖς καί Σίναις παράδοσις, ὅτι ὁ σοφός ἤθελεν ἔλθει ἐκ τῆς Δύσεως».
Ἀλλ’ ἡ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος δέν ὑπῆρξε μόνον τό τελικό αἴτιο τῆς πρό Χριστοῦ προσδοκίας τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἐπί πλέον εἶναι καί θά εἶναι τό ποιητικό αἴτιο τῆς ἐλπίδος τῆς ἀνθρωπότητας, πού βρίσκεται μακριά Αὐτοῦ, ἡ ὁποία σήμερα καί πάντοτε θά ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τόν Λυτρωτή καί τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο τῶν ἀνωτέρων πνευματικῶν ἀξιῶν. Πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό κινοῦνταν ὅλο τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό Αὐτόν καί ἀπό τήν ἀρχή, ὁρμᾶται κάι ἐκινεῖ ὁλόκληρο τό μέλλον. Τό παρελθόν μόνο Αὐτόν ἀνεζητοῦσε καί Αὐτός μόνος εἶναι τό μέτρο καί τό νόημα ὅλου τοῦ μέλλοντος.
Ὁ Χριστός διαρρηγγνύων ὅλες τίς ἀναλογίες καί ὅλους τούς νόμους τῆς ἱστορίας, δέν ἀνήκει σέ ἕνα ἀπολιθωμένο παρελθόν, ἀλλ’ εἶναι ὁ ζῶν, ὁ πάντοτε παρών, ὁ αἰώνιος Χριστός. Μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀντιπαρίσταται μετά τοῦ ἱστορικοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀντιπαράσταση αὐτή συμβαίνει μέ τόν τρόπο τοῦ «συγχρονισμοῦ» καί τῆς ὑπερπηδήσεως τῶν ἱστορικῶν ἀποστάσεων. Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται σήμερα μέ τό κήρυγμα πρός τό κάθε ἄτομο ὅπως ἦλθε καί πρός τούς σύγχρονούς Του. Ὁ συγχρονισμός στήν ἀντιπαράσταση μέ τόν Χριστό εἶναι δυνατός, διότι ὁ Χριστός εἶναι αἰώνιος καί διότι τό περί αὐτοῦ κήρυγμα εἶναι καί σύγχρονο κήρυγμα.
Ἀλλ’ ἡ σκέψη αὐτή εἶναι ἀτελής, ἐάν δέν ὁλοκληρωθεῖ ἀπό τήν πεποίθηση, κατά τήν ὁποία ὁ συγχρονισμός τῆς πίστεως μετά τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ συμβαίνει στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, στήν λειτουργική ζωή τῆς ὁποίας συνεχίζονται μυστικῶς ἡ ζωή καί τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Στήν Ἐκκλησία ἡ προσφορά τῆς ἀλήθειας γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐλεύθερη ἀναγνώριση ἀπό τούς πιστούς βρίσκει ἀνταπόκριση στήν ὑπακοή τῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐγγύηση τοῦ ἱστορικοῦ καί αἰωνίου χαρακτῆρος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν λατρεία καί μυστηριακή ζωή τῆς ἐντός τοῦ ἑκάστοτε «σήμερον» συμπυκνώνονται καί βιοῦνται μυστικῶς ὡς ζῶντα καί ὑπάρχοντα μπροστά μας τά παρελθόντα, τά παρόντα καί τά ἔσχατα, δηλαδή ἡ προϊστορία καί οἱ κύριοι σταθμοί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί τά μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ἐκτεινόμενα σωτηριώδη ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπό Αὐτόν. Σέ κάθε ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοί μετέχουν μυστικῶς Θεοφανειῶν καί Χριστοφανειῶν.
Ἔτσι καί γιά τούς σημερινούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ καί σκιά θανάτου» (Ματθαίου δ΄, 16) εἴτε μέ τήν ὀδύνη ἀπό τό φυσικό κακό ἤ ἀπό τήν πνευματική δουλεία, εἴτε ἀπό τό ἄγχος ἀπό τήν ἀπειλή ἤ τῶν ἀπαισιόδοξων προρρήσεων περί τοῦ πυρηνικοῦ ὁλοκαυτώματος καί ἄλλων ἐπικειμένων δεινῶν, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος ἀναμενόμενος καί προσδοκώμενος Λυτρωτής καί ἀληθής Εἰρηνοποιός, τόν Ὁποῖον «ἡ Παρθενός σ ή μ ε ρ ο ν... ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως». Αὐτός εἶναι « χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας» (Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 8). «Θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Α΄ Πρός Κορινθίους γ΄, 11).
Ἅς εὐχηθοῦμε, ὅπως ὁ ἐπικείμενος ἑορτασμός τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος συντελέσει στό νά ἰσχύσει γιά τούς συνανθρώπους μας καί γιά καθένα ἀπό ἐμᾶς προσωπικά ὁ μακαρισμός τόν ὁποῖο ὁ Κύριος κατέστησε γνωστό στούς μαθητές Του: «Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί οἱ βλέποντες ἅ βλέπετε. Λέγω γάρ ὑμῖν, ὅτι πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν, ἄ ὑμεῖς βλέπετε, καί οὐκ εἶδον, καί ἀκοῦσαι, ἅ ἀκούετε, καί οὐκ ἤκουσαν» (Λουκᾶ ι΄, 23-24).