Συνέντευξη Σεβασμιωτάτου
Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
στήν Ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΙΒΩΤΟΣ
Λ. 799
Ἐρώτηση 1. Ἀριστερά καί Ἐκκλησία-Ἐκκλησία καί Ἀριστερά: Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε τίς σχέσεις τῶν δύο πόλων ὕστερα ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς ἀρειστερῆς, κατά πλειοψηφία, διακυβέρνησης;
Ἀπάντηση : Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ἔχει Κεφαλή, Νομοθέτη καί Κυβερνήτη τόν Τριαδικό Θεό. Ἔχει ὡς τελικό σκοπό νά ἑνώσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί νά τόν καταστήσει μέτοχο τῆς θείας ζωῆς εἴτε βρίσκεται – ζεῖ στήν γῆ εἴτε στόν οὐρανό. Στήν Ἐκκλησία καλοῦνται νά μετάσχουν ἀδιακρίτως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐφ’ ὅσον θελήσουν. Στά μέσα πού ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ γιά τό σκοπό αὐτό συμπράττει ὁ θεῖος καί ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας. Ὑπῆρχε πρίν τίς πολιτικές ἰδεολογίες καί θά ὑπάρχει καί ὅταν αὐτές θά παύσουν νά ἐπηρεάζουν καί νά ἐνδιαφέρουν τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἱστορία πρόσφατη καί ἀπώτατη ἔχει περίτρανα παραδείγματα.
Ἡ ἀριστερά εἶναι πολιτική ἰδεολογία πού ἐπιδιώκει νά ὀργανώσει τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀνταγωνιστικά μέ ἄλλες πολιτικές ἰδεολογίες. Ἄλλος σκοπός, ἄλλα μέσα καί πάντως ὅλα αὐτά εἶναι μεταβλητά καί ἐφήμερα.
Ὅταν οἱ πολιτικές ἰδεολογίες ἐπιχειροῦν νά ἀποφανθοῦν γιά τά θεῖα καί οὐράνια θέματα τά λεγόμενα μεταφυσικά ἤ ὑπερφυσικά ὡς μή ἀνήκοντα στά ἐγκόσμια καί μάλιστα μέ διάθεση ἀμφισβητήσεως ἤ διαψεύσεως ἤ ἀνατροπῆς ἀποτυγχάνουν παταγωδῶς. Ἀντιθέτως εἶναι χρήσιμες καί ἀποτελεσματικές ὅταν ἀποδέχονται τίς θεῖες ἀρχές καί ἀξίες στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Τελικῶς ἡ ἐλευθερία ἐπιλογῆς ἔχει συνέπειες. Αὐτό εἶναι τό ἄθλημα τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας. Ἡ ἐλευθερία ἐπιλογῆς συνοδεύεται ἀπό συνέπειες σ’ ὅλα ἐγκόσμια καί ὑπερκόσμια.
Μόνο ὁ Θεός εὑρίσκεται ὑπεράνω αὐτοῦ τοῦ νόμου, ἐπειδή εἶναι ἀναίτιος, ἀδιάδοχος, αὐτάγαθος, πανάγιος, παντοδύναμος, δίκαιος καί αἰώνιος.
Ἐρώτηση 2. Ποιά κίνηση τῆς Κυβέρνησης κρίνετε ὅτι θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει «ἄξιο» σημεῖο τριβῆς στίς σχέσεις της μέ τήν Ἐκκλησία;
Ἀπάντηση: Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορίσω καί νά ἀποφανθῶ ποιό θέμα μπορεῖ νά ἀποτελέσει σημεῖο τριβῆς στίς σχέσεις Ἐκκλησία καί Πολιτείας.
Στήν ἱστορία π.χ. ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου νά ἀφαιρέσει τίς εἰκόνες ἀπό τίς Ἐκκλησίες ἐνῷ ἐφαίνετο εὔκολο γιά τήν πολιτική ἐξουσία ταλαιπώρησε τήν Αὐτοκρατορία ἑκατό πενήντα (150) χρόνια καί ἀπεδείχθη μάταιο.
Ἔτσι καί τό παραμικρό θέμα μπορεῖ νά πυροδοτήσει μία κρίση μέ ἀνεξέλεγκτες συνέπειες. Ὅπως στήν εἰκονομαχία εἴχαμε καί αὐτοκράτορες πού ἐκθρονίσθηκαν καί Πατριάρχες πού ἐξορίσθησαν καί μαρτύρησαν.
Ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά ὀφείλουμε νά σεβόμαστε τούς νόμους τοῦ Θεοῦ καί νά μην γινόμαστε θεομάχοι.
Στήν περίπτωση πού ἀνθρώπινος νόμος ἀνατρέπει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ γιά τόν πιστό ἰσχύει τό ἀποστολικό «πειθαρχεῖν Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξεων ε΄ 29).
Ἐρώτηση 3. Πῶς ἀντιμετωπίζετε τήν συζήτηση περί διαχωρισμοῦ Κράτους- Ἐκκλησίας;
Ἀπάντηση : Ἡ συζήτηση γιά τό διαχωρισμό Κράτους - Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ περαιτέρω ἀποσαφηνίσεις γιά νά προσδιορισθεῖ τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε περί τοῦ διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ὡστόσο μποροῦμε νά ἀναφέρουμε ὅτι :
α΄. Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι δύο ἐντελῶς διαφορετικοί καί ἀναξάρτητοι Ὀργανισμοί. Ἡ συνύπαρξή τους ὅμως καί ἡ δράση τους στήν κοινωνία διεμόρφωσε διάφορα συστήματα σχέσεων.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κρατική Ὑπηρεσία. Ἀκόμη καί κατά τούς μνημονιακούς Νόμους ἡ Ἐκκλησία δέν ἀνήκει στήν Γενική Κυβέρνηση. Ζεῖ καί δρᾶ ὅμως ἐντός τοῦ Κράτους σεβομένη τούς Νόμους τοῦ Κράτους γιά νά ἐπιτελέσει τήν ἀποστολή της. Χωρίς νά ἀσκεῖ κατ’ οὐδένα τρόπο κρατική ἐξουσία.
β΄. Τό Κράτος ἀσκεῖ ἀσφυκτική ἐποπτεία στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς νόμους πού ψηφίζει γιά διοικητικά καί διαχειριστικά θέματα παρά τήν διακυρηγμένη αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.
γ΄. Τό Κράτος ρυθμίζει τίς σχέσεις του μέ τίς ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες τῆς ἐπικράτειας καί τίς θρησκευτικές ἑνώσεις μέ τούς Νόμους πού ψηφίζει.
δ΄. Στήν συζήτηση αὐτή ἐμπλέκονται διάφορα θέματα καθόλου ἀσήμαντα. Ἡ νομική καί πολιτική σκέψη δέν ἔχει πάντοτε εὐχέρεια νά τά διευθετήσει , ὅπως π.χ. ἀπό τήν θέση καί τήν νομική προσωπικότητά της, τήν σχέση τοῦ Κράτους μέ τίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες καί τίς ἠθικές καί συμβατικές ὑποχρεώσεις τοῦ Κράτους ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν λοιπόν εὑρίσκεσαι μπροστά στό πλέγμα αὐτῶν τῶν σχέσεων ἀπαιτεῖται γιά τήν σοβαρότητα τῆς μελέτης τῆς ἀντιμετωπίσεως γνώση, ἐμπειρία, προσοχή καί προοπτική.
Ἐρώτηση 4. Ἔχει διατυπωθεῖ ὁ φόβος ὅτι τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς κινδυνεύουν νά μείνουν χωρία ποίμνια, μετά τίς ἀλλεπάλληλες θρησκευτικές καί ἐθνοτικές διώξεις ἀπό τούς Ἰσλαμιστές. Μέ ποιό τρόπο νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε νά ἀντιδράσει ἡ Δύση, σέ πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο;
Ἀπάντηση : Ἡ Δύση νομίζω δέν ἐνδιαφέρεται νά βοηθήσει. Οἱ Δυτικοί ἔχουν ἄλλες προτεραιότητες καί δέν ἐνδιαφέρονται νά προστατεύσουν τούς Χριστιανούς καί τά Πατριαρχεῖα στήν Μέση Ἀνατολή. Οὐδέποτε ἐπενέβη γιά νά βοηθήσει τούς Χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς.
Ἀπό τόν 13ο αἰώνα μετά τό Σχῖσμα μέ πρόσχημα τήν ἀπελευθέρωση τῶν ἁγίων Τόπων καί τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Μουσουλμάνους ὀργάνωσε τίς Σταυροφορίες πού ἀντί νά ἐλευθερώσουν τήν Ἱερουσαλήμ καί νά ὑπερασπιστοῦν τούς Χριστιανούς κυρίευσε τό 1204 τήν Κωνσταντινούπολη, ἐκθρόνησε τόν Χριστιανό Ὀρθόδοξο Αὐτοκράτορα, διεμέλησε τήν Αὐτοκρατορία σέ τιμάρια φεουδαρχῶν, λεηλάτησε τά μνημεῖα πολιτισμοῦ καί τέχνης. Μᾶς ἀντιμετώπισε μέ ὑπεροψία καί περιφρόνηση. Αὐτά μαρτυροῦν πολλά.
Ἐρώτηση 5. Συμμερίζεστε τήν ἄποψη ὅτι ὡς Χώρα κινδυνεύουμε ἀπό τόν ἰσλαμικό φονταμεταλισμό;
Ἀπάντηση: Ἀσφαλῶς καί τήν συμμερίζομαι