«προσδοκία ἐθνῶν»
Ὁδεύουμε πρός τήν ἑορτή τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν γενέθλια ἡμέρα τοῦ Λυτρωτοῦ καί Σωτῆρος μας, καί κατευθυνόμαστε νοερῶς πρός τήν Βηθλεέμ γιά νά προσκυνήσουμε τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔπραξαν οἱ Ποιμένες μετά τήν προτροπή τοῦ Ἀγγέλου (Ματθαίου β΄, 13-20).
Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ, τήν ὁποία μετά ἀπό λίγες μέρες θά ἑορτάσει ὁ Χριστιανικός κόσμος, εἶναι ἀληθῶς ὁ ἄξονας, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο στρέφεται ἡ παγκόσµια ἱστορία. Ἔταμε τήν ἱστορία σέ δυό περιόδους τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν ἐποχή. Τό γεγονός αὐτό ἐξηγεῖ γιατί ὁ Χριστός ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι «προσδοκία ἐθνῶν» (Γενέσεως µθ΄, 10) καί γιατί «ἐπί τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν» (Ἡσαΐου µβ΄, 4) ἤ θά Τόν ἀναζητοῦν, ἐάν ἤδη δέν Τόν ἔχουν γνωρίσει.
1. Ἡ θεόθεν διδομένη ὑπόσχεση τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία
Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ σημαίνει πραγματικά πλήρωση μιᾶς πανανθρώπινης καί «παγκοσμίου θεανθρωπικῆς προσδοκίας» Τό Πρωτευαγγέλιο πού δόθηκε στούς Πρωτοπλάστους περί τοῦ Λυτρωτοῦ, «Ὅστις θά συντρίψῃ τήν κεφαλήν τοῦ ὄφεως» (Γενέσεως γ΄, 14-15), μετεδιδόταν ἀπό στόμα σέ στόμα σέ ὅλους τούς λαούς καί ἀνεζωπυρεῖτο τόσο ἀπό τό φῶς τῆς εἰδικῆς ὑπερφυσικῆς θείας ἀποκαλύψεως στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία καθοδηγοῦσε τόν Ἰουδαϊκό λαό στήν ὁδό τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, ὅσο καί ἀπό τό φῶς τοῦ καθολικοῦ «σπερματικοῦ λόγου», πού εἶναι ἔκφανση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀσάρκου Λόγου, ὁ Ὁποῖος καί κατά τήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» Ἰωάννου α΄, 9. Ἔτσι ἡ πτώση ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας δέν ἐσήμαινε καί πλήρη πνευματική νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δύναται στό φῶς αὐτό νά βλέπει στόν κόσμο τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀΐδιον αὐτοῦ δύναμη καί θειότητα (Πρός Ρωμαίους α΄, 19-20) καί νά συμμορφώνει τήν ζωή του πρός τίς οὐσιώδεις διατάξεις τοῦ φυσικοῦ ἠθικοῦ νόμου (Πρός Ρωµαίους β΄, 14-15) καί νά προσδοκᾶ τήν ἔλευση τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ ἄνθρωπος κατά τόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας διετήρησε τήν δυνατότητα τοῦ «ἀναπλάσσεσθαι εἰς τό γενέσθαι καινόν καί ὁλόκληρον» (Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον βιβλίον Β΄, §26).
2. Οἱ ἐμπνεύσεις τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Ὅ,τι ὁραματίσθηκαν μέ τίς ἀπαράμιλλες συλλήψεις τῆς φαντασίας τους οἱ ποιητές τῆς προχριστιανικῆς ἀνθρωπότητος· ὅ,τι περιέγραφαν οἱ μεγάλοι Προφῆτες μέ τίς ὑπέροχες ἐμπνεύσεις τῆς Θεοπνεύστου διάνοίας τους - ὅλα αὐτά ἐμψυχώνονται ἀπό τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ μητέρα τοῦ Σαμουήλ Ἄννα προσδοκᾶ, ὅτι ὁ Κύριος «ὑψώσει κέρας Χριστοῦ αὐτοῦ» Α΄ Βασιλειῶν β΄, 10. Ὁ Ψαλμωδός ἀναγγέλλει τήν γέννηση τοῦ Σωτῆρος ὡς κυριάρχου τῶν ἐθνῶν Ψαλµοῦ ρθ΄, 3 ἕξ. Ὁ Σολομών ἀναμένει τήν ἔλευση στόν κόσμο τῆς προσωπικῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ Παροιμοιῶν η΄ , 22· θ΄, 6. Ὁ Ἡσαΐας προαναγγέλλει ὅτι ὁ Σωτήρας, ὁ Ὁποῖος θά «γεννηθῆ ἐκ Παρθένου» Ἡσαΐου ζ ΄, 14), θά εἶναι «φῶς τοῖς ἐν σκότει, φῶς ἐθνῶν» Ἡσαΐου θ΄ ,1 ἑξ: μθ΄, 6 ἑξ. «ὁ ποιμήν» Ἡσαΐου μ΄, 11. ὁ λυτρωτής ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου Ἡσαΐου κε΄ , 6 ἑξ, ὁ ὁποῖος θά ἐγκαινιάσει χρυσή ἐποχή στή γῆ Ἡσαΐου λε΄ , 6, 11 ἑξ. Ὁ Ἱερεμίας προλέγει τήν «καταφύτευσιν καινήν», τήν ὁποία θά πραγματοποιήσει ὁ Προσδοκώμενος Ἱερεμίου κγ΄ , 5-6· λη΄ , 22. Στό βιβλίο τοῦ Βαρούχ προφητεύεται ἡ ἐνσάρκωση τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ: «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» Βαρούχ γ΄, 38. Ὁ Ἰεζεκιήλ νοσταλγεῖ τόν αἰώνιο Ποιμένα Ἰεζεκιήλ λδ΄, 23-31· κεφ. λζ΄, 24-25. Ὁ Δανιήλ προλέγει, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά «βασιλεύσει αἰωνίως ἐπί πάντων τῶν λαῶν» Δανιήλ ζ΄, 13-14) Ὁ Μιχαίας βλέπει τούς λαούς συρρέοντας στήν Ἱερουσαλήµ (Μιχαίου κεφ. δ΄)
Ὁ πιστός χαίρεται καί πανηγυρίζει γιά τίς ἀνερμήνευτες καί μεγαλειώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ὁποῖες ἐκδηλώνονται οἱ ἀΐδιες ἰδιότητες Του, ὅπως ἡ μεγαλειότητα Του, ἡ σοφία Του, ἡ παντοδυναμία Του, ἡ δικαιοσύνη Του, ἡ ἀγάπη Του.
Σ’ αὐτές τίς σωτηριώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στήν συνέχεια ὁ ὕμνος πού ἐξυμνεῖ τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον». Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μεγάλο μυστήριο μέ τό ὁποῖο ὁ Θεός Πατέρας μᾶς λύτρωσε, ὅπως κηρύττει ὁ οὐρανοβάμονας ἀπόστολος Παῦλος : «Καί ὅπως ὁμολογοῦμε, εἶναι μεγάλο τό μυστήριο τῆς πίστεως πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε: Ὁ Θεός φανερώθηκε ὡς ἄνθρωπος, τό Πνεῦμα ἀπέδειξε ποιός ἦταν· φανερώθηκε στούς ἀγγέλους, κηρύχθηκε στά ἔθνη, τόν πίστεψε ὁ κόσμος, ἀναλήφθηκε μέ δόξα» (Πρός Τιμόθεον Α΄γ΄16).