«Πορεύου, ὅτι ἐγὼ ἐξαποστελῶ σε»
Στούς ἀποστολικούς αὐτούς λόγους τονίζεται ὅτι τό σχέδιο τῆς συμφιλιώσεως καί ἡ πραγματοποίησή του προέρχεται ἀπό τόν Θεό πού μᾶς συμφιλίωσε μαζί Του διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συμφιλίωσε τόν κόσμο μαζί Του, ἀπαλάσσοντας τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς συνέπειες τῶν παραπτωμάτων τους. Οἱ νόμοι Του δέν ἀκυρώθηκαν, δέν καταργήθηκαν. Ἀλλά νομοθέτησε νέο νόμο. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος δήλωσε «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθαίου ε΄, 17).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διευκρινίζει, ὅτι μέ τήν μετάνοια καί τήν πίστη στόν Χριστό δέν καταργοῦνται οἱ ἐντολές, ἀλλά μέ τήν πίστη τίθεται σέ ἰσχύ ἕνας νέος νόμος ἡ ἄφεση πού δίδεται μέ τήν μετάνοια (Πρός Ρωμαίους γ΄, 31)
Ἐξάλλου ὁ Θεός παιδαγωγικῶς στόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στούς ἀνθρώπους ἔδωσε διαφόρους νόμους, τέλος ὅμως στήν Καινή Διαθήκη ἔδωσε τό Εὐαγγέλιο μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό πού ἀνακεφαλαιώνει ὅλους τούς προηγουμένους νόμους. Ὁ Κύριός μας, Αὐτός πού δέν γνώρισε τήν ἁμαρτία, δέν διέπραξε ἁμαρτία, δέχθηκε νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες ὡς ἔνοχος γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς ἀνταποκρινόμαστε σ’ αὐτή τήν σωτήρια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νά ὑπαχθοῦν στόν νόμο τῆς πίστεως μέ τήν μετάνοια.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στούς πιστούς λέγοντας ὅτι μέσα ἀπό τό ἀποστολικό κήρυγμα ὅτι εἶναι σάν νά σᾶς παρακαλεῖ ὁ Θεός. Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν σᾶς παρακαλοῦμε : Συμφιλιωθεῖτε μέ τόν Θεό. Αὐτόν πού δέν εἶχε γνωρίσει (διαπράξει) ἁμαρτία, Τόν φόρτωσε ὁ Θεός μέ ὅλη τήν ἁμαρτία (δηλαδή τόν κατέστησε ὑπόλογο καί ἔνοχο) γιά χάρη μας, γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς μέσῳ Ἐκείνου νά βροῦμε τήν σωτηρία κοντά στό Θεό.
Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Σέ κάθε εὐκαιρία καί ἐπιστολή ὁ ἀπόστολος Παῦλος δηλώνει τήν ἀποστολή του, τήν ὑπηρεσία του, τήν διακονία του μεταξύ τῶν Ἐθνῶν, τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης διαχρονικῶς, ὅπως δηλώνει ὁ συγγραφεύς τῶν Πράξεων Ἀπόστολος Λουκᾶς ὅτι : «αὐτόν τόν διάλεξα ἐγώ γιά νά τόν χρησιμοποιήσω ὡς ὄργανο πού θά μέ κάνει γνωστό στά ἔθνη καί στούς ἄρχοντές τους καί στόν ἰσραηλιτικό λαό. Κι ἐγώ θά τοῦ δείξω πόσα θά πρέπει νά πάθει γιά χάρη τοῦ ὀνόματός μου» (Πράξεων θ΄, 15-16)
Ἀπό Αὐτόν (δηλαδή τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό) ὑποστηρίζει ὅτι ἔλαβε τήν χάρη καί τήν ἀποστολή νά ὁδηγήσει ὅλα τά Ἔθνη στήν πίστη καί τήν ἀποδοχή τοῦ εὐαγγελίου γιά νά δοξασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πρός Ρωμαίους α΄, 5)
Τόν Παῦλο, ἄν καί καυχόταν γιά τήν Ἰουδαϊκή καταγωγή του καί ἀνατροφή του, δέν μπορεῖς νά τόν χαρακτηρίσεις Ἰουδαῖο.
Ἄν καί διακρίθηκε γιά τήν ἑλληνική μόρφωσή του καί ἐκπαίδευσή του δέν μπορεῖς νά τόν ἀποκαλέσεις Ἕλληνα.
Ἄν καί ἦταν Ρωμαῖος πολίτης δηλαδή ἀπολάμβανε πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία καί δικαιώματα δέν ἀνήκει στούς Ρωμαίους.
Ὅλα αὐτά χρησίμευαν γιά νά ἀνέβη ψηλότερα ἀνώτερα ἀπό τά ἐφήμερα καί παροδικά ὅσο λαμπερά καί θελκτικά καί ἄν εἶναι.
Ὁ Παῦλος ἀνήκει στήν Ἐκκλησία καί στούς Χριστιανούς. Εἶναι ὁ Παῦλος ὁ Χριστιανός πού καυχήθηκε γιά τήν πίστη του στόν Ἰησοῦ Χριστό, πού κήρυξε τόν Ἰησοῦ Χριστό σ’ ὁλόκληρη τήν ζωή του, πού καυχήθηκε γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας καί γιά τά παθήματα καί τίς ἀσθένειές του, πού θυσιάσθηκε καί μαρτύρησε γιά τόν Χριστό
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἔτρεφε ἀπεριόριστο θαυμασμό, τιμή καί ἀγάπη πρός τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Τοῦτο ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος λέγων:
«Ἅπαντας μέν φιλῶ τούς ἁγίους, μάλιστα δέ τόν μακάριον Παῦλον, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τήν σάλπιγγα τήν οὐράνιον τόν νυμφαγωγόν τοῦ Χριστοῦ» (Ὁμιλία εἰς τό Ὄφελον ἀνέχεσθαι μου μικρόν τῇ ἀφροσύνῃ, §α΄, Migne PG, τ. 51 σ. 301).
Ἡ ζωή του ὁλόκληρη συμπυκνοῦται καί συνοψίζεται μέ τόν λόγο του : «᾿Εμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Πρός Φιλιππησίους α΄, 21)
Καί στό τέλος τῆς διακονίας του πρό τοῦ ἐπικειμένου θανάτου του θά γράψει στόν πολυαγαπημένο μαθητή του ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο : «Ἐγώ ἦρθε ἡ ὥρα νά χύσω τό αἷμα μου σπονδή στό Θεό, ἔφτασε ὁ καιρός νά φύγω ἀπό τόν κόσμο. Ἀγωνίστηκα τόν ὡραῖο ἀγώνα, ἔτρεξα τό δρόμο ὡς τό τέλος, φύλαξα τήν πίστη. Τώρα πιά μέ περιμένει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού μ’ αὐτό θά μέ ἀνταμείψει ὁ Κύριος ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ δίκαιος κριτής. Κι ὄχι μόνο ἐμένα, ἀλλά κι ὅλους ἐκείνους πού περιμένουν μέ ἀγάπη τόν ἐρχομό του» (Πρός Τιμόθεον Β΄, δ΄, 7-8)