«ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι»
Δημοσιεύθηκε 6.6.2024
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τούς Ἰουδαίους γιὰ τὸ πνευματικὸ φῶς (Ἰωάννου ζ΄, 37-39, η΄, 12-20) ὁ ᾿Ιωάννης διηγεῖται ἀμέσως τὴ θεραπεία τοῦ γεννηµένου τυφλοῦ. Οἱ Μαθητές ρώτησαν τὸν Ἰησοῦ : «Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ ;».
᾿Αφοῦ ἔγινε ἡ θεραπεία, ἀκολουθοῦν οἱ ἀναπόφευκτες συζητήσεις, γιατὶ ὁ θεραπευμένος ἦταν ζητιάνος, γνωστότατος σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ ὅλοι ἤξεραν ὅτι εἶχε γεννηθῆ τυφλός, ἐνώ τώρα ἔβλεπε. Γι’ αὐτὸ μερικοὶ ἔλεγαν: Εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ! Ἄλλοι ἀντιθέτως : Μήπως εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει! Ὁ θεραπευμένος, στὸν ὁποῖο ἀπευθύνονταν, ἀπαντοῦσε : ᾿Αλλ᾽ ὄχι, εἶμαι ἀκριβῶς ἐγώ, ὁ γεννημένος τυφλός! Οἱ ἄλλοι ρωτοῦσαν : Καὶ πῶς σοῦ ἀνοίχθηκαν τὰ µάτια ; Καὶ κεῖνος μὲ ἁπλότητα ἀπαντοῦσε : Ἐκεῖνος ποὺ λέγεται Ἰησοῦς ἔκανε λίγη λάσπη, μοῦ τὴν ἔβαλε στὰ μάτια˙ μοῦ εἶπε : «Πήγαινε, πλύσου στὴν Σιλωάμ»" πῆγα κεῖ πλύθηκα˙ καί εἶδα. Μάλιστα, ὅτι ὁ τυφλὸς θεραπεύτηκε, ἦταν κάτι τὸ βέβαιο, ἀλλὰ κάτι τὸ πιό βέβαιο ἀκόμα ἦταν ὅτι ὅποιος ἔκανε λίγη λάσπη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἦταν ἕνας ἁμαρτωλός, ἕνας ἀσεβής, ἕνας βδελυκτός, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ ἐγεργῆ θαύµατα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀμηχανία θέλησαν νὰ γνωρίσουν, γιὰ νὰ φωτισθοῦν, τὴ γνώμη τοῦ θεραπευµένου. Ρώτησαν : Τί σκέπτεσαι σὺ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Καὶ κεῖνος χωρὶς δισταγμό : Γιὰ μένα, εἶναι ἕνας προφήτης !
Τοῦ ἀπήντησαν περιφρονητικά : Γεννήθηκες ὅλος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ ἔρχεσαι νά διδάξης ἐμᾶς ! Ἔξω ἀπὸ ἐδῶ ! Μερικοὶ Φαρισαῖοι, ρώτησαν τὸν ᾿Ιησοῦ : «Μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν ;». Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε σοφά : «Ἄν ἤσασταν τυφλοί», δέ θά ἤσασταν ἔνοχοι· ἀφοῦ ὅμως τώρα λέτε μέ βεβαιότητα «ἐμεῖς βλέπουμε», ἡ ἐνοχή σας παραμένει».
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ τύφλωσις εἶναι γενική, ἀλλὰ μπορεῖ κανεὶς νά θεραπευθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴ µόνον ἂν ἀρχίση νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι προσβεβληµένος, ἐνῶ δὲν θὰ θεραπευθεῖ ποτὲ ἐκεῖνος ποὺ αὐταπατᾶται, ὅτι βλέπει καθαρά˙ ἡ αὐταπάτη αὐτὴ εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνη καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμα τὴν τύφλωσι, γιατὶ εἶναι ἡ ἑπταπλῆ σφραγίδα της.
Ὁ φυσικός ἄνθρωπος ζῶντας μακρυά ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του, εἶναι πνευματικά τυφλός. Τυφλός ὡς πρός τήν κατάστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. (Πρός Ρωμαίους γ΄ 11). Τυφλός ὡς πρός τήν προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ : «Ὅποιος ὅμως μισεῖ τόν ἀδελφό του βρίσκεται στό σκοτάδι καί πορεύεται μέσα στό σκοτάδι· καί δέν ξέρει ποῦ πάει, γιατί τό σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τά μάτια του» (Α΄ Ἰωάννου β΄ 11). Τυφλός ὡς πρός τήν χάρη τοῦ Θεοῦ : «Ὅπως τό προεῖπε ἡ Γραφή: Ἔκανε ὁ Θεός νά ναρκωθεῖ τό πνεῦμα τους, τά μάτια τους νά μή βλέπουν καί τ’ αὐτιά τους νά μήν ἀκοῦν, ὡς τά σήμερα». (Πρός Ρωμαίους ια΄ 8). Τυφλός ὡς πρός τά πράγματα τοῦ Θεοῦ (Πρός Κορινθίους Α΄ β΄, 14): « Ὅποιος ὅμως δέν ἔχει τό Πνεῦμα, δέν παραδέχεται τά δῶρα πού φανερώνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γιά κεῖνον ὅλα αὐτά εἶναι μωρία· καί δέν μπορεῖ νά τά καταλάβει, γιατί αὐτά τά πράγματα κατανοοῦνται μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος». Τυφλός ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ : «Γι’ αὐτό σέ συμβουλεύω ν’ ἀγοράσεις ἀπό μένα χρυσάφι καθορισμένο στή φωτιά, γιά ν’ ἀποκτήσεις πλούτη, λευκά ροῦχα γιά νά ντυθεῖς καί νά μήν ντρέπεσαι πού φαίνεται ἡ γύμνια σου, κολλύριο γιά ν’ ἀλείψεις τά μάτια σου καί ν’ ἀποκτήσεις τό φῶς σου» (Ἀποκαλύψεως γ΄ 18). Τυφλός ὡς πρός τήν ἀνάγκη τῆς ἀναγεννήσεως : «Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: “Σέ βεβαιώνω, πώς ἄν δέ γεννηθεῖ κανείς ξανά, δέν μπορεῖ νά δεῖ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάννου γ΄ 3-7). Τυφλός ὡς πρός τό κακό πού τόν περιβάλλει: «Ζούσαμε τότε σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ ἐδῶ του κόσμου, ὑπακούοντας στόν ἄρχοντα τῶν πονηρῶν δυνάμεων πού βρίσκονται ἀνάμεσα σ’ οὐρανό καί γῆ… ἤμασταν δοῦλοι στίς ἐπιθυμίες μας καί κάναμε ὅ,τι ἤθελε τό ἁμαρτωλό ἐγώ μας. Κι ἡ ἁμαρτωλή μας φύση μᾶς ὁδηγοῦσε, ὅπως καί τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, σέ πράξεις πού προκαλοῦσαν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ» (Πρός Ἐφεσίους β΄ 2,3)
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐλευθερωμένοι γιατί βίωσαν καί ζοῦν στό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Χάρης του : « «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ἐκεῖνος πού μέ ἀκολουθεῖ δέ θά πλανιέται μέσα στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού φέρνει στή ζωή» (Ἰωάννου η΄ 12)