Τά ἑπτά βήματα τοῦ Ἀσώτου
Ἐφτά ρήματα –βήματα (Λουκᾶς ιε΄, 11 – 32)
Ἐξετάζοντας κάποιος τό κείμενο τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου μας, τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου, μπορεῖ νά διακρίνει πολύ ἐνδιαφέροντα σημεῖα καί στιγμές πού σηµάδεψαν τήν πορεία τοῦ Ἀσώτου, ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀναλυτικά καί μέ σαφήνεια μᾶς τήν περιέγραψε, τήν περίοδο αὐτή τῆς ἔντονης πνευματικῆς ἀσκήσεως. Αὐτά τά σημεῖα καί οἱ στιγμές σημαδεύουν τίς ἀνθρώπινες ζωές ὅλων μας, ἰδιαίτερα δε τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μας σέ παγκόσμια κλίμακα. Ἴσως καί τή δική μας, ἀκούγοντας τοῦτο τό κήρυγμα. Ἄς τά προσέξουμε πιό εἰδικά καί ἄς προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε τό βαθύτερο καί πολύ διδακτικό νοημά τους καί περιεχόμενό τους γιά τήν πορεία μας τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πού διανύουμε μέ κόπο :
α΄. «δός µου» (στ. 12)
Εἶναι αὐτό τό ρῆμα – πού ἐμπνέει τήν στάση ζωῆς πολλῶν, ἰδιαίτερα τῶν νέων μας. Πού νιώθουν αὐτοί μόνοι νά ΄χουν ἀπαιτήσεις ἀπ᾽ ὅλους καί ὅλοι ὑποχρεώσεις σ’ αὐτούς. Ἄχαρος μονόδρομος πού ᾿ναι µιά τέτοια ζωή! Ξεκίνημα πού προδικάζει ἀδιέξοδα καί ἀπογοητεύσεις! Μάλιστα ὅταν τοῦτο κυριαρχήσει στή σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου µέ τόν Θεό. Ὅταν, τά χέρια τοῦ Δωρητή κι’ ὄχι τό πρόσωπο κυττάζουµε. Ὅταν «ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος» εἶναι τό μόνο καί ἀποκλειστικό αἴτημα μας πού γίνεται ὅλο καί πιό πιεστικό μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν.
β΄. «διεσκόρπισε» (στ. 13)
Ἔρχεται ὡς φυσικό ἀκόλουθο, πάντοτε, ἔπειτα ἀπό τήν ἐπισήμανση «δός μου». Κοντά στόν δωρητή, τά δῶρα λαμβάνουν τή σωστή διάστασή τους καί χρήση τους καί γίνονται χαρά, ἀγαλλίαση κι’ ὄχι ἄγχος καί στεναχώρια. Εὐλογία γίνονται κι’ ὄχι κατάρα. Πάρτε λ.χ. τό δῶρο τῆς ἁγνότητας καί τῆς ἠθικῆς ὀμορφιᾶς, πού ὁ Θεός μας, ἐμπιστεύεται σέ κάθε νέο καί κάθε νέα. Κοντά στόν Θεό, πανώριο κι’ ἀνεκτίμητο μένει. Μακρυά Του, ὁδηγεῖ σέ φοβερό ἀποπροσανατολισμό καί ἐκτράχυνση τῆς πανσεξουαλικότητας πού διέπει ἔντονα τήν ἐποχή µας καί κυριαρχεῖ στούς νέους μας. Μακρυά ἀπό τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος σκορπίζει καί διαχέει, ὅλα τά πλούσια πνευματικά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός μας.
γ΄. «ἄρχισε νά στερεῖται» (στ. 14)
Εἶναι ἡ στιγµή πού ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τό κενό µέσα στήν ὕπαρξή του. Ὅτι δηλαδή, χορτασµός μακρυά ἀπό τόν Πατέρα δέν ὑπάρχει. Ὅτι «τά αὐτοῦ πάντα», λίγα πάντα θά εἶναι. Καί γίνονται ἀπογοητευτικά ἐλάχιστα, ἄν θελήσεις νά τά ξοδέψεις μακρυά ἀπό τόν Πατέρα σου καί Πατέρα Θεό σου. Τό «πλούσιοι πτωχεύουν καί πεινοῦν», δέν εἶναι ἀποτύπωση μιᾶς µόνον ὑλικῆς εἰκόνας. Ἔχει καί πνευματική ἐφαρμογή καί διάσταση. Ὅπως καί τό «οἱ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, δέν στεροῦνται οὐδενός ἀγαθοῦ» (Ψαλμός λδ΄,10). Ἀναφέρει ἕνας ὕμνος: «ἡ ἁμαρτία θέλγητρα ἔχει, μά στερεῖται τή χαρά».
δ΄. «ἐπιθυμοῦσε νά γεμίσει τό στομάχι του» (στ. 16)
Νά ᾽θελαν καί οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μέ τούς «πίθους (πιθάρια) τῶν Δαναΐδων», τούτη τήν ἀλήθεια ν᾿ ἀπεικονίσουν! Τήν ἀπύθµενη ἀνθρώπινη καρδιά, πού τά ὅποια καί ὅσα ξυλοκέρατα, πῶς νά τή χορτάσουν! Ἄς δοῦμε τό χρῆμα, τή σάρκα, τή φιλοδοξία, τή µέθη καί τά ὅμοια τους καθώς καί τά λοιπά πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός εἶπε ποτέ: «φτάνει, γέμισα, χόρτασα»! ᾿Επιθυμοῦσε, σηµαίνει ὅτι ἦταν σκυµένος ἰσόβια στό λασποπήγαδο, χωρίς νά ᾿ρθει ποτέ ὁ ἀληθινός πνευματικός ξεδιψασµός. Χωρίς νά μπορεῖ ποτέ νά ὁμολογήσει τό Ψαλμικό «τό ποτήρι µου ξεχειλίζει» (Ψαλμός κγ΄, 5).
ε΄. «κανένας δέν τοῦ ᾿δινε» (στ. 16)
᾽Από ἕνας εὐκατάστατος γιός μέ ἀνέσεις νά γίνεις ζητιάνος, εἶναι βέβαια ἕνα κατάντηµα. ᾿Από τό «τέκνον πάντα τά ἐμά σά ἐστίν» στά ξυλοκέρατα τῶν χοίρων εἶναι μιά ἀπόσταση πού ἡ τραγικότητα μιᾶς ζωῆς χωρίς Χριστό μπορεῖ νά καλύψει. Ὅμως εἶναι καί οἱ ὑψωμένοι ὦμοι. Εἶναι καί ἡ ἀδιαφορία τῶν χθεσινῶν φίλων. Εἶναι ἡ µάταιη ἐπαιτεία. Κι’ ὅλα αὐτά µιά χιονοστιβάδα, πού ξεκίνησε ἀπό τό «δός µοι» καί γοργοκύλησε «εἰς χώραν μακράν». Δηλαδή, κάτι πού μποροῦσε ν᾿ ἀποφευχθεῖ. Καρπός ὁλόπικρης, ἠθελημένης πεισματικῆς ἀνταρσίας.
στ΄. «Χάνομαι ἀπό τήν πεῖνα» (ἐδ. 17)
Τρισευλογημένη ἡ στιγµή πού ὁ ἄνθρωπος - ὁ ὅποιος ἁμαρτωλός - «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», συναισθάνετα τήν ἁμαρτωλότητά του. Στά βήµατα πού ὁδηγοῦν στη σωτηρία, δέν εἶναι ὁ πρῶτος ἀλλά ὁ δεύτερος σταθµός. Πρῶτα, ἔρχεσαι στήν ἀνάγκη. Αὐτή σέ σφίγγει ἀπό κάθε µεριά. Χάνεις τό βιός σου, τούς φίλους σου, τήν πίστη στόν ἑαυτό σου καί στόν ἄνθρωπο. Τότε! . . Κάποιοι σταματοῦν ἐδῶ καί καταποντίζονται. Ὁ ἄσωτος ἀφοῦ ἦλθε στήν ἀνάγκη, ἔπειτα ἦλθε στόν ἑαυτό του. Αὐτογνωσία, πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση καί μεταμέλεια.
ζ΄. «Κάμε µε» (ἐδ. 19)
Τώρα, ἔρχεται στόν Πατέρα. Ποῦ ἀλλοῦ! Μόνον Αὐτός ἔχει,
ὅταν... «οὐδείς ἐδίδου». Κι' ἔρχεται μέ κεφάλι σκυμένο. Δέν βλέπει ἄπληστα κι ἀπαιτητικά τά χέρια. Σκύβει καί φιλεῖ τά πόδια. Τό αἴτημα εἶναι τώρα «κάμε µε». «Ποίησόν με». Καί ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στό «δός μου» καί «ποίησόν με» εἶναι τόσο μεγάλη, ὅση ἡ μεταμέλεια καί ὁ συγκλονισμός τούτου τοῦ νέου. Ὅμοια καί σύ. Πάψε νά κυττάζεις τοῦ Θεοῦ τά χέρια καί ἀτένισε στήν καρδιά Του. Πού σ' ἀγάπησε. Πού ᾿στειλε τόν Χριστό γιά σένα. Πού σέ περιμένει μέ τόση καί ἴδια ἀγάπη, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ Ἄσωτου.