ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Δανιήλ
Δημοσιεύθηκε 29.12.2022
«Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάννου α΄, 14)
1. Ὁ κόσμος τοῦ Ἰησοῦ
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό πιό μεγαλοπρεπές παράδοξο πού γνωρίζει ἡ ἱστορία. Ἐμφανίσθηκε σέ μία δευτερεύουσα χώρα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἀπό τόν λαό αὐτό τόν Ἰσραηλιτικό, δέν ἐξῆλθε ποτέ σέ ὅλη Του τή ζωή, οὔτε ποτέ ἐξέφρασε ἐπιθυμία νά γνωρίσει τόν κόσμο τῶν σοφῶν, τῶν φιλοτέχνων, τῶν πολιτικῶν, τῶν πολεμιστῶν πού κρατοῦσαν στά χέρια τους τήν τότε ἀστική κοινωνία. Στήν χώρα Του πέρασε τουλάχιστο τά ἐννέα δέκατα τῆς ζωῆς του ἀπομονωμένος σέ ἕνα ταπεινότατο καί κακόφημο χωριό τῆς Ναζαρέτ, παροιμιακῶς γνωστό µόνον γιά τήν ἀσημαντότητά του. Ἐκεῖ δέν φοίτησε σέ σχολεῖα, δέν χρησιμοποίησε σοφές περγαµηνές, δέν σχετίσθηκε μέ τούς ἐκτός τοῦ ἔθνους Του σοφούς· ἐργάσθηκε μόνον ὡς ξυλουργός σέ σημεῖο νά Τόν θεωροῦν ἀγράμματο «γράμματα μή μεμαθηκώς» (Ἰωάννου ζ΄, 15) καί νά ἀποροῦν πῶς μποροῦσε παρά ταῦτα νά συνδιαλέγεται μέ σοφούς. Γιά τριάντα χρόνια κανείς δέν ἤξερε ποιός εἶναι Αὐτός, ἐκτός ἀπό δυό-τρία πρόσωπα, πού σιωποῦσαν, ὅπως κι Αὐτός.
2. Τό παράδοξο τοῦ κηρύγματος τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Ξαφνικά, μόλις πέρασε τά τριάντα, ἐμφανίσθηκε στήν κοινωνία καί τόν δημόσιο βίο κι ἄρχισε τή δράση Του, νά περιοδεύει σέ πόλεις καί χωριά, νά κηρύττει, νά ἐπιτελεῖ θαύματα. Δέν διέθετε ἀνθρώπινα µέσα κανενός εἴδους. Δέν εἶχε ὅπλα. Οὔτε χρήµατα. Οὔτε ἀκαδημαϊκή σοφία. Οὔτε φιλοτεχνική δύναμη. Οὔτε πολιτικά ἐπιχειρήµατα. Ζοῦσε λιτά καί δέν διέμενε σέ μόνιμη κατοικία. Κυκλοφοροῦσε σχεδόν πάντα ἀνάμεσα σέ φτωχό κόσμο, σέ ψαράδες καί σέ χωρικούς. Δέν περιφρονοῦσε τούς τελῶνες, τίς πόρνες καί τούς ἄλλους, πού ἀποστρεφόταν ἡ καλή κοινωνία. Γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐπιτελοῦσε θαύματα, πολυάριθµα καί πολυειδή. Συνεργάσθηκε μέ μιά μικρή ὁμάδα ψαράδων πού Τόν ἀκολουθοῦσαν σταθερά σάν ἰδιαίτεροι µαθητές Του. Ἔδρασε λιγώτερο ἀπό τρία χρόνια. Ἡ δράση Του συνίστατο στό νά κηρύσσει μιά διδασκαλία πού δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφική οὔτε πολιτική, ἀλλά ἀποκλειστικά θρησκευτική καί ἠθική. Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι, ὅτι τό πιό ἀνήκουστο ἀκούσθηκε στόν κόσμο. Ἡ διδασκαλία Του ἀποτελεῖτο ἀπό τά ἄχρηστα πού ἀπέρριπταν ἐκ συμφώνου ὅλες οἱ φιλοσοφίες, ἀπό ὅσα ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔχει πάντα σέ ὅλες τίς χῶρες ἀπορρίψει μακριά ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὅ,τι γιά τήν ἀντίληψη τῶν πολλῶν ἦταν κακό, γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καλό· ὅ,τι γιά τούς πολλούς ἦταν καλό, γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν κακό. Ἡ φτώχεια, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑποταγή, ἡ σιωπηλή ἀνοχή τῶν ὕβρεων, ἡ ὑποχώρηση γιά τήν παραχώρηση θέσεως στούς ἄλλους, ὅπως εἶναι ὕψιστα κακά γιά τούς πολλούς, ἔτσι εἶναι ὕψιστα ἀγαθά γιά τόν Ἰησοῦ. Καί ἀντιστρόφως, τά πλούτη, οἱ τιµές, ἡ κυριαρχία ἐπάνω στούς ἄλλους καί ὅλα τά ἄλλα πού προκαλοῦν τήν εὐτυχία ἀντιπροσώπευαν γιά τόν Ἰησοῦ μιά ζημία ἤ τουλάχιστον ἕνα σοβαρώτατο κίνδυνο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ἀντίθεση τῆς νοοτροπίας τοῦ κόσμου. Κόσμος καί κοσμικό φρόνημα θεολογικά καί ἁγιογραφικά θεωρεῖται ὅ, τι ἀντιτίθεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος πράγματι βλέπει μόνον ὅ,τι φαίνεται. Ὁ Ἰησοῦς ἀντιθέτως βεβαιώνει, ὅτι βλέπει ἀκόμα καί κεῖνο πού δέν φαίνεται. Ὁ κόσμος βλέπει ἀποκλειστικά τά ἐπίγεια, καί τά βλέπει ἀπό χαμηλά. Ὁ Ἰησοῦς ἀντιθέτως βλέπει ἰδιαίτερα τόν οὐρανό, καί παρατηρεῖ τά ἐπίγεια ἀπό τόν οὐρανό. Γιά τόν Ἰησοῦ τά ἐπίγεια δέν ἔχουν ἀξία μόνα τους, ἡ γῆ εἶναι ἕνα ὀδυνηρό καί περαστικό ἐπεισόδιο πού δέν ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της μιά ἱκανοποιητική λύση στά προβλήματα, τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τόν Ἰησοῦ τά ἐπίγεια βρίσκουν τήν τελείωσή τους στόν οὐρανό καί λαμβάνουν ἀξία μόνον ἀπό τόν οὐρανό. Ἡ παροῦσα ζωή ἔχει τόση ἀξία, ὅσο εἶναι προετοιμασία μιᾶς μελλοντικῆς ζωῆς. Ἄν καί ἀποτελεῖ μία βασανισμένη καί ἄστατη διαμονή, πού ἡ Ἁγία Γραφή τήν χαρακτήρισε κοιλάδα κλαυθμῶνος (Ψαλμοῦ πγ΄, 7), ὡστόσο ἔχει ἀξία σάν ἀφετηρία ἀπ’ ὅπου θά γίνη ἡ ἐκκίνηση γιά μία ἔνδοξη καί μόνιμη διαμονή. Οἱ ἐνοικιαστές τῆς παροδικῆς ἐπίγειας διαμονῆς πού ἐναποθέτουν ὅλες τους τίς ἐλπίδες σ’ αὐτή ἀποτελοῦν τό βασίλειο τοῦ κόσμου· οἱ ἐνοικιαστές ἀντιθέτως πού κατοικοῦν σ’ αὐτή πειθήνιοι, ἀλλά καί ἀποβλέποντας στή μόνιμη διαμονή προετοιμαζόμενοι νά ἐξυψωθοῦν πρός αὐτή, ἀποτελοῦν τό βασίλειο τοῦ Θεοῦ κατά τό «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 14).
3. Μετά τό τέλος τῆς ἐπιγείας δράσης τοῦ Ἰησοῦ, ἀναρίθμητα κείµενα γράφτηκαν γιά τή ζωή καί τή διδασκαλία Του. Προσεγγίσεις τῆς ἐξαιρετικῆς Του προσωπικότητας κυμαίνονται ἀπ’ τήν ἀδιαμφισβήτητη ἀποδοχή τῶν διηγήσεων τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν ὑπέρλογων σημείων του, μέχρι τίς ἐκλογικευµένες ἀπόπειρες διάκρισης τῶν πραγματικῶν γεγονότων ἀπό τήν πίστη καί τις ριζοσπαστικές θεωρίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι διάφορες λατρευτικές πρακτικές προκαλέσαν ὁράµατα.
4. Ὁ σκοπός τῶν γραπτῶν πηγῶν τοῦ Ἰησοῦ.
Στήν πραγματικότητα, ὅ,τι ξέρουμε γιά τόν Ἰησοῦ προέρχεται ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί σέ μικρότερη ἔκταση, ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τις Ἐπιστολές τοῦ Παύλου. Αὐτοί οἱ συγγραφεῖς, ὅµως, δέν εἶχαν ὡς στόχο νά γράψουν λεπτομερεῖς βιογραφίες γιά τή ζωή, τή δράση καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά νά μεταφέρουν γεγονότα καί λόγια ἀπό τή ζωή καί τό ἔργο Του, σχετικά µέ τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων (Ἰωάννου κ΄, 30-31). Γι’ αὐτό, τό µεγαλύτερο µέρος τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων περιλαμβάνει ἐκτενεῖς διηγήσεις γιά τό Πάθος καί τήν Ἀναστάση, ἐνῶ δίνουν µόνο φευγαλέες εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦσε. Ἡ παραδοσιακή εἰκόνα τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ, πού βοηθάει τόν Ἰωσήφ στό ταπεινό του ξυλουργεῖο, προέρχεται ἀπό τό Μάρκο (Μάρκου 6, 3) καί ἡ ἐπιβεβαίωση της ἀπό τό Ματθαῖο (Ματθαίου 13, 55) πού ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὄντως μεγάλωσε σάν γιός ξυλουργοῦ ἐπιδέξιος τεχνίτης ἀλλά, προφανῶς, ὄχι διανοούμενος.
5. Ἡ ἀμφισβήτηση
Οἱ Ναζωρηνοί Τόν ἀντιμετώπιζαν μέ σκεπτικισμό πρῶτον γιά τήν ταπεινή καί φτωχή οἰκογενειακή καταγωγή Του, δεύτερο γιατί Τόν θεωροῦσαν ἀγράμματο. Ἡ ἀμφισβήτηση Του συνόδευε σ’ ὁλόκληρη τήν ζωή Του καί τήν δράση Του παρά τά σημάδια τῆς θείας δύναμης μέ τήν ὁποία δίδασκε καί ἐνεργοῦσε.
Οἱ ὀρθολογιστές υἱοθετοῦν µιά κριτική θέση, ἐπισημαίνοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς τῶν Εὐαγγελίων εἶναι µιά αἰνιγµατική µορφή. Παρατηρήθηκε ὅτι εἶχε ἄγρια ὄψη, ἦταν σκληρός μέ τή μητέρα Του στήν Κανᾶ («τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» Ἰωάννου β΄, 4), βίαιος περιστασιακά (Ἰωάννου β΄, 15), καί ἀφηνόταν σέ ἀνεξήγητους θυμούς ἤ ἀκατανόητες ὁμιλίες (βλ. Ματθαίου 16, 5-12 καί Μάρκου 8, 14-21). Μπορεῖ νά πρόκειται γιά ἀκραία ἄποψη, ἀλλά ἴσως εἶναι πιό κοντά στήν ἀλήθεια ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ «γλυκοῦ Χριστούλη» τῶν παιδικῶν προσευχῶν. Ὁ Ἴδιος μέ τούς λόγους Του «Μή νοµίσετε πώς ἦρθα γιά νά ἐπιβάλω ἀναγκαστική ὁμόνοια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἦρθα νά φέρω τέτοια ὁµόνοια, ἀλλά διαίρεση» (Ματθαίου 10, 34) ἐπιβεβαίωσε τήν προφητεία τοῦ Συμεών ὅτι «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκᾶ β΄, 34)
7. Πίστη καί ἀρετή
Οἱ πληροφορίες πού δίνουν τά εὐαγγέλια γιά τή θεϊκή φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στηρίζονται κυρίως στά θαύματά Του. Πολλοί ἀκόμη συγχρονοί Του δυσκολεύονταν νά Τόν ἀποδεχτοῦν ὡς Θεό. Τό ἐμπόδιο ἦταν εἴτε τά πάθη τους ὅπως ὁ Ἡρώδης (Ματθαίου β΄, 3), ὁ Ἰούδας (Ματθαίου κστ΄, 14-25), οἱ Γαδαρηνοί, (Ματθαίου η΄,28-34) ὁ Φῆλιξ (Πράξεων κδ΄, 24-26), εἴτε οἱ ἀπαιτήσεις (ὁ πλούσιος νέος Ματθαίου ιθ΄, 16-22) πού ἔθετε ὁ Ἰησοῦς γιά νά γίνει κάποιος μαθητής Του: «Μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ» (Ἰωάννου 20, 29) εἶπε.