Ἡ συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό Πατέρα
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Μέ τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό καί ἡ ἐπιστροφή του στό ἀγαθό μέ τήν θέλησή του. Ἐπειδή ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό ἔγινε θεληματικά, θεληματικά ἔπρεπε καί ἦταν δίκαιο νά γίνει καί ἡ ἐπάνοδος. Διαφορετικά, ἡ ἀναγκαστική προσαγωγή τοῦ ἀνθρώπου στό ἀγαθό θά ἦταν μία πράξη στερητική τῆς ἐλευθερίας του. Ἔπρεπε, λοιπόν, νά βρεθεῖ ἕνας τρόπος ὥστε καί τό αὐτεξούσιο νά μήν παραβιασθεῖ, ἀλλά καί ἡ ἐπάνοδος πρός τό ἀγαθό νά μήν παρεμποδισθεῖ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης (P.G. 46, 524).
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας στόν α΄ λόγο του «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» ἀναφέρει γιά τόν τρόπο αὐτό:
«Δέν κινηθήκαμε οὔτε ἀνεβήκαμε ἐμεῖς πρός τόν Θεόν, ἀλλά ἐκεῖνος ξεκίνησε καί κατέβηκε πρός ἐμᾶς. Δέν ζητήσαμε, ἀλλά ζητηθήκαμε· δέν ἀναζήτησε τό πρόβατο τόν ποιμένα, κι ἡ δραχμή τόν κάτοχο, ἀλλά αὐτός ἔσκυψε στή γῆ καί βρῆκε τό νόμισμα καί ἔφθασε στόν τόπο, ὅπου περιπλανιόταν τό πρόβατο, τό πῆρε στούς ὤμους του κι ἔθεσε τέρμα στήν περιπλάνηση» (P.G. 150, 504).
Βέβαια, ἀναγνωρίζει καί ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν ἀδύνατο στούς ἀνθρώπους νά ζήσουν κοντά στόν Θεό, ἄν δέν πέθαιναν ὡς πρός τίς ἁμαρτίες. Ἀλλά ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐξαφανίσει τήν ἁμαρτία εἶναι μόνο ὁ Θεός. Γιατί αὐτό ναί μέν ὄφειλαν νά τό κάνουν οἱ ἄνθρωποι, πού εἶχαν τήν ὑποχρέωση νά ἐπαναλάβουν τόν ἀγώνα ἀφοῦ εἶχαν νικηθεῖ θεληματικά, ἀλλά δέν μποροῦσαν οὔτε νά τό πλησιάσουν ἐπειδή εἶχαν ἤδη γίνει δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας κατά τό «ᾧ ἥττηταὶ τις τούτῳ καί δεδούλωται» (Πέτρου Β΄ β΄, 19). Ἀλλά πῶς θά μποροῦσαν νά γίνουν ἀνώτεροι ἀπό τήν ἁμαρτία τή στιγμή πού ἦταν δοῦλοι της; Ὁπότε ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι : «οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ» (Ματθαίου ι΄, 24).
«Γίνεται τοίνυν καὶ Θεὸς μὲν οἰκειοῦται τὸν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων ἀγῶνα, ἄνθρωπος γὰρ ἄνθρωπος νικᾶ τὴν ἁμαρτίαν, καθαρός ὤν ἁμαρτίας ἁπάσης Θεὸς γὰρ ἦν» (PG 150, 512-513). Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπαλλάσσεται ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τό ὄνειδος καί στεφανώνεται μέ τόν στέφανο τῆς νίκης, ἀφοῦ ἡττήθηκε ἡ ἁμαρτία.
Σύμφωνα μέ αὐτά, ἡ σωτηρία μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς βουλήσεως του Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται με τή Θεία Χάρη, καί τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνταποκρίνεται μέ τήν πίστη στόν Θεό καί τήν ἀποκήρυξη καί ἄρνηση τῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ - ἡ ζωή πού δέν μᾶς ἀνήκει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προχωρεῖ περαιτέρω ἀναλογιζόμενος τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός ἐμᾶς ἀλλά καί τῆς δυναμικῆς τοῦ θανάτου Του (Πρός Κορινθίους Β΄, ε΄, 14-15).
Μᾶς διακατέχει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀφοῦ ξεκινᾶμε μέ τήν πεποίθηση πώς ἕνας πέθανε γιά χάρη ὅλων, γεγονός πρᾶγμα, πού σημαίνει πώς ὅλοι πέθαναν. Πέθανε γιά χάρη ὅλων καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ζοῦν δέν μποροῦν νά ζοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά γιά ἐκεῖνον πού πέθανε κι ἀναστήθηκε γι’ αὐτούς.
Ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία, κατά τήν ὁποία ὁ ἀεί ὤν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος ὑπέρ αἰτίαν καί λόγον, ὁ μονογενής καί ἀγαπητός καί ὁμοούσιος ἐκεῖνος Υἱός, ὁ ὤν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός, ὁ Προαιώνιος ἐκεῖνος Λόγος, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο καί ὁ ἐκ Θεοῦ ἀληθινός Θεός, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων καταδέχθηκε νά γίνει ἄνθρωπος, νά φανερωθεῖ ἐπί τῆς γῆς καί νά συναναστραφεῖ μέ τούς ἀνθρώπους, πραγματοποιήθηκε ἀπό τήν ἰδική Του ἀγάπη γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ὅπως ἀποφαίνεται ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: « Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰωάννου γ΄, 16).
Περαιτέρω ὁ ἀπόστολος Παῦλος διευρύνει καί διαφωτίζει τήν ἀγάπη του Θεοῦ λέγοντας: «Συνίστησι δέ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Πρός Ρωμαίους ε΄, 8). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐξαίρει τή δύναμη τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου, πού γίνεται ἀκόμη πιό ἱερή καί πολύτιμη χάρη στήν ἁγιότητα τοῦ θυσιασθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (Α΄ Πέτρου α΄, 18-19)
Ἀναλογιζόμαστε τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ «εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον» (Πρός Κορινθίους Β΄ ε΄, 14) καί μποροῦμε νά συνοψίσουμε ὅλη τή διδασκαλία ὡς ἑξῆς:
α΄. Ὁ Ἀδάμ κατέστησε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ὑπεύθυνο γιά τήν ἁμαρτία του. Ὑπήγαγε τόν ἑαυτό του καί τούς ἀπογόνους του στό «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσεως β΄, 17).
β΄. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὑπέστη θεληματικά τίς συνέπειες δηλαδή τόν θάνατο, χωρίς νά εἶναι ἁμαρτωλός, γιά νά δοθεῖ ἡ ἄφεση.
γ΄. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ζωοποίησε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.
δ΄. Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ συνεπάγεται ὅτι ἡ ζωή δέν μᾶς ἀνήκει: «Δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας· σᾶς ἀγόρασε ὁ Θεός καί πλήρωσε τό τίμημα. Τό Θεό λοιπόν νά δοξάζετε μέ τό σῶμα σας καί μέ τό πνεῦμα σας τά ὁποῖα ἀνήκουν σ’ αὐτόν» (Πρός Κορινθίους Α΄ στ΄, 19-20).
Ἐπειδή ὁ Θεός Πατέρας γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως νά πολεμήσει κατά τῆς ἁμαρτίας καί νά νικήσει, γιά νά λάβει ὡς στέφανο τήν υἱοθεσία ἀπό τόν Θεό Πατέρ, χορηγεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τόν θεραπεύσει, νά τόν ἐνισχύσει, νά τόν φωτίσει καί νά τόν στηρίξει σ’ αὐτή τήν πάλη, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ νικητής καί ὡς ἐκ τούτου νά λάβει δικαιωματικά τόν στέφανο τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό Πατέρα μ’ αὐτό τό φιλάνθρωπο σχέδιο μᾶς διεγείρει σέ εὐχαριστία καί καύχηση:
«Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν» (Πρός Ρωμαίους ε΄, 10-11).