Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Δ α ν ι ή λ
«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω
τὸν ἄγγελόν μου»
(Μάρκου α΄, 2)
Καλύτερη προετοιμασία, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν ᾿Ιησοῦ, ποὺ ἔρχεται νὰ βαπτισθεῖ στὸν ᾿Ιορδάνη, καὶ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουμε ὡς «ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός», ὅπως ἀπεκάλυψε ἡ φωνὴ τοῦ Γεννήτορος καὶ ἐπεβεβαίωσε ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος (Ματθαίου γ΄, 16-17), εἶναι ἡ μελέτη τῆς ἀποστολῆς καὶ τοῦ βίου τοῦ Βαπτιστοῦ ᾽Ιωάννου.
Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος τοῦ Ἰησοῦ, ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸ λόγο του καὶ τὸ παράδειγμά του προκήρυξε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, ἐκεῖνος, ποὺ κήρυξε στὰ πλήθη τοῦ Ἰσραὴλ νὰ ἑτοιμασθοῦν μὲ πράξεις μετάνοιας γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Φῶς καὶ τὸ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.
Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς τῆς θείας Προνοίας, μὲ ὑψηλὴ καὶ ἅγια ἀποστολή. Χρόνια νωρίτερα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα προεῖπε γι᾿ αὐτόν: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου» (Μάρκου α΄, 2).
Κλήση θεϊκή. Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ (Λουκᾶ α΄, 8-29) νά ἀναγγείλει τήν γέννηση τοῦ Ἰωάννου καὶ νὰ πεῖ τί θὰ γινόταν, ὅταν θὰ μεγάλωνε. Θὰ ὀνομασθεῖ, εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος στὸ Ζαχαρία, «Ἰωάννης», δηλαδὴ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ξακουστός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ τὸν ἁγιάσει ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς μητέρας του καὶ πολλοὶ θὰ χαροῦν στὴ γέννησή του.
Γιατί θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του; Διότι ἡ γέννησή του θὰ σηµάνει τὴν προσεχῆ ἔλευση τοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης καὶ τὴν σύντομη κατάργηση τοῦ Νόμου τῆς κατάρας γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐφ’ ὅσον ὁ Νόμος θεωροῦσε καταραμμένους ἐκείνους ποὺ δὲν ἔμειναν πιστοί σ’ ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Νόμου καὶ δὲν τὰ τηροῦσε (Πρός Γαλάτας γ΄, 10 καί Δευτερονομίου κζ΄, 26). Ὁ Ἰωάννης θὰ ἔχει τὸ ὑπέροχο προνόμιο νὰ εἶναι ὁ Πρόδρομος τοῦ Μεσσία. Θὰ ἔχει ὅμως ἀποστολὴ νὰ κηρύξει τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ νὰ προετοιμάσει τὶς καρδιὲς τῶν συγχρόνων του Ἰουδαίων γιὰ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν. Ὁ Ἰωάννης θὰ εἶναι ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ματθαίου γ΄, 3), ὅπως προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες. Δὲν θὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος εἶναι ἔναρθρος. Ἡ φωνὴ εἶναι ἄναρθρος. Ὁ λόγος εἶναι ὁμιλία. Ἡ φωνὴ ἠχώ. Τὸ ἕνα ἔκφραση, τὸ ἄλλο φθόγγος. Ἡ φωνή, ὅταν βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα, πνίγεται στὸ κενό, ὁ λόγος διατρέχει τὸ κενὸ μένει στὸ νοῦ κι ἐκεῖ ἀποταμιεύεται.
Αὐτὴ εἶναι ἡ θεϊκὴ κλήση τοῦ Ἰωάννου. Ὁ Θεὸς πρὸ αἰώνων τὸν προώρισε νά ἐκτελέσει τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ ἀποστολὴ καὶ νὰ γίνει Πρόδρομος τοῦ ἀχρόνου Υἱοῦ ποὺ «ἐν χρόνῳ» θὰ λάβαινε σάρκα γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἄς τὸν τιμήσουμε ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸν τίμησε ἐγκωμιάζοντας τὴν ἀποστολή του (Ματθαίου ια΄ 11· Λουκᾶ ζ΄, 28).
Κήρυγμα ἅγιο. Ἡ κλήση ὅσο ἁγία καὶ νὰ εἶναι σὲ τίποτα δὲ χρησιμεύει, ὅταν ὁ καλούμενος δὲν ἀνταποκρίνεται.
Καὶ ὁ ᾽Εωσφόρος ἦταν καλεσμένος νὰ εἶναι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὑψίστου κι ὅμως κατακρημνίσθηκε στὴν ἄβυσσο . Ὁ ᾿Ιωάννης ἀνταποκρίθηκε στὴν κλήση του καὶ ἔγινε μεγάλος.
᾽Εκεῖ στὴν ἔρημο, ζυμωμένος ἀπὸ τὶς στερήσεις κηρύττει ἄφεση ἁμαρτιῶν μὲ στερεά καὶ πειστικά λόγια, λόγια χωρὶς στόμφο, χωρὶς ὑπεροψία, χωρὶς ἐπίδειξη, λόγια ζωντανά, κεραυνοβόλα. «Μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίου γ΄, 1-13 βλ. καί Λουκᾶ γ΄, 4-18).
Αὐτὰ συνιστοῦσε σὲ ὅλους γενικά. Στοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους καὶ τοὺς φιλελεύθερους Σαδδουκαίους δὲn δίσταζε νὰ ἀπευθύνει καυστικώτερα λόγια, μὲ τὴν ἐλπίδα νἀ συνέλθουν. «Γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθαίου κγ΄, 33) τοὺς ἀποκαλεῖ, γιατὶ ὅπως ἡ ἔχιδνα δὲn διστάζει νὰ φάει τὴ μητέρα της ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲn φοβήθηκαν νὰ φονεύσουν τοὺς πνευματικούς τους πατέρες, τοὺς Προφῆτες: «Καυχᾶσθε, τοὺς λέγει, ὅτι ἔχετε πατέρα τὸν Ἀβραάμ κι ἀγνοεῖτε ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ καί ἀπὸ τὶς πέτρες νὰ βγάλει παιδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ», δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ λατρεύουν τὰ εἴδωλα μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ βγάλει πνευματικὰ παιδιά, ποὺ νὰ ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν Ἀβραάμ (Ματθαίου γ΄, 9).
«Προσέξετε, γιατὶ ἡ ἀξίνη τῆς θείας ὀργῆς βρίσκεται, κοντὰ στὴ ρίζα τοῦ δένδρου» ἔλεγε στούς Ἰουδαίους.
Στὸν Ἡρώδη, ποὺ ζοῦσε παράνομα καὶ εἶχε τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, δὲν δίστασε νά µηνύσει «Οὐκ ἔξεστί σοι» (Ματθαίου ιδ΄, 4).
Ἡ τόλμη αὐτὴ καὶ ἡ πιστὴ ἀνταπόκριση στὴν κλήση τῆς ἀποστολῆς του στοίχισε τὴ ζωὴ καὶ μὲ ἕνα ἔνδοξο θάνατο ἐπισφράγισε τὸ αἰώνιο κήρυγμά του. Αἰώνιο κήρυγμα, γιατὶ τὰ κηρύγματα, ποὺ ἐπισφραγίζονται μὲ τὴν προσφορὰ τῆς ζωῆς, μένουν αἰώνια.
Βίο ἄµεμπτο. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν καρποφόρο καὶ ἀποτελεσματικὸ στὶς καρδιὲς τῶν συγχρόνων του, γιατὶ ὁ κήρυκας τῆς ἐρήμου καλλιεργοῦσε στὴν ἰδιωτική του ζωὴ τὶς δυὸ ἀπαραίτητες ἀρετές: Τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου, πού ἔφθανε ὡς τὴν αὐταπάρνηση τοῦ βίου καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ κατέληγε στὴν πλήρη ἀναγνώριση τῆς ἀτομικῆς μηδαμινότητας.
Ὁ ᾽Ιωάννης ζοῦσε μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ζοῦσε στὴν ἔρημο, ὅπου ἡ ψυχή του εὐκολώτερα ἑνωνόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔμενε βυθισμένη στὴ μελέτη τῶν θείων δωρεῶν.
Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Βαπτιστοῦ ἦταν ἁπλούστατη καί ἡ τροφή του λιτότατη. Ἦταν ντυµένος μὲ «τρίχας καμήλου» καὶ μιὰ ζώνη δερμάτινη στὴ μέση. Ἡ ἐνδυμασία του καὶ ἡ τροφή του ἦταν ὁ πιὸ αὐστηρὸς ἔλεγχος γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ποὺ ζητοῦσαν τὴν καλοπέραση καὶ τὴν πολυτέλεια.
Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ Προδρόμου ἔκανε τὰ πλήθη νὰ τρέχουν καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ θεόπνευστο κήρυγμά του καὶ νὰ ἐρωτοῦν ποῖος εἶναι. «Μήπως εἶσαι ὁ Μεσσίας;» τὸν ρωτοῦσαν, καὶ ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε «δὲν εἶμαι». «Μήπως εἶσαι ὁ Ἠλίας;» - «Δὲν εἶμαι» – «Μήπως εἶσαι ὁ προφήτης;» - Ὄχι. Ποῖος εἶσαι, λοιπόν, γιά νά δώσουμε μιὰ ἀπάντηση σὲ κείνους, ποὺ μᾶς ἔστειλαν καὶ μᾶς ἐρ-ωτοῦν. ᾿Εγὼ εἶμαι, ἀπαντοῦσε ταπεινὰ ὁ Πρόδρομος, «ἡ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ἰωάννου α’, 23). Δὲν εἶμαι ὁ Χριστός, ἀλλ᾽ ὁ ἀπεσταλμένος Του.
Δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ ὀνομαστεῖ Προφήτης, ἐκεῖνος, γιά τόν ὁποῖον ὁ ἀλάθητος Κύριος εἶπε: «Μεγαλύτερος προφήτης ἀπ’ ὅσους ὑπῆρξαν μέχρι σήμερον δὲν ἔχει φανερωθεῖ» (Ματθαίου ια΄,11) καὶ ὁ ᾿Ιωάννης θὰ εἶναι ἡ κατακλείδα ὅλων τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἄν ὁ ἰσάγγελος ᾽Ιωάννης, ὁ αὐστηρὸς ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, ὁ μεγάλος στὴν κλήση, στὸ κήρυγμα καὶ στὸ βίο σκέπτεται καί μιλάει ἔτσι γιά τὸν ἑαυτό του, ἐμεῖς πῶς πρέπει νά σκεφθοῦμε καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας;
Τό κήρυγμα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιωάννη ἄς γίνει σὲ μᾶς δίδαγμα. Ὁ Ἰωάννης ἐπιθυμοῦσε νὰ ζεῖ στὴν ἔρημο καὶ τὴ σιωπὴ κι ἐμεῖς ἄς μὴν ἀναμιχθοῦμε στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου μέσα στὶς ἀφορμὲς τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖνος ἔδειξε τέτοια ἡρωϊκὴ τόλμη, καὶ δὲν δίστασε νὰ ἀνέβει τὶς σκάλες τοῦ μεγάλου Ἡρώδου καὶ νὰ τοῦ πεῖ τὸ «Οὐκ ἔξεστι» (Ματθαίου ιδ΄, 4) κι ἐμεῖς ἄς μὴν δειλιάζουμε νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία μας. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν κι ἐμεῖς ἄς μὴν ἀρνηθοῦμε νὰ κάνουμε κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ νικήσουμε ἕνα πειρασμό.
«Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ
Πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν»