Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024

Ἡ Σαμαρεῖτις

 

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

          Ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὁ διάλογος μέ τήν Σαμαρείτιδα γυναίκα ὅπως τήν ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (δ΄, 2-30) μᾶς καλεῖ νά ἐμβαθύνουμε σ’ αὐτή γιά νά ἀνακαλύψουμε τά νοήματα πού ὁ Εὐαγγελιστής θέλει νά μᾶς φανερώσει.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός περιόδευε στήν Ἰουδαία (στά νότια) γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὴ Γαλιλαία (στό βορρᾶ) καί διάλεξε τὸ δρόμο ποὺ πήγαινε κατὰ τὸ µέσο τῆς Παλαιστίνης καὶ γιὰ τοῦτο διέσχιζε τὴ Σαµάρεια. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφύγη αὐτὸ τὸ πέρασμα, ἂν εἶχε ἀκολουθήσει τὸν ἄλλο δρόµο περισσότερο πρὸς ἀνατολὰς ποὺ ἀνερχόταν κατὰ μῆκος τοῦ Ἰορδάνου, ἀλλὰ ὁ πρῶτος ἦταν πιὸ συχνοδιάβατος ἀπὸ τοὺς Γαλιλαίους γιὰ τὸ ταξίδι τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος (Πρβλ. Ἰουδ. Ἀρχαιολ. 20, 118. Βίος 269).

Ἀκολουθώντας τὸ δρόµο ποὺ διάλεξε ὁ Ἰησοῦς, σὲ ἕνα ὡρισμένο σημεῖο ἀνερχόμεθα σὲ μιὰ στενή πεδιάδα, σχηματισμένη στὸ βορρᾶ ἀπὸ τὸ ὄρος Ἑβάλ καὶ στὸ νότο ἀπὸ τὸ ὄρος Γαριζείν: εἶναι ἡ κοιλάς, ὅπου βρίσκεται σήµερα ἡ κωµόπολις Ναμπλοῦς, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 72 µ. Χ., στὴν ἐποχὴ τοῦ Βεσπασιανοῦ καὶ Τίτου, καὶ ποὺ ὀνομάζεται ἐπισήμως Φλαβία Νεάπολις (ἐξ οὗ Ναμπλοῦς), ἀλλὰ κοινῶς Μαβόρθα (δηλαδὴ «πέρασμα», «διάβασις») ἐξαιτίας τῆς γεωγραφικῆς της τοποθεσίας (Πρβλ. Ἰουδ. ΙΙόλ. 4, 449). Λίγο πρὶν εἰσέλθωμε στὴν κοιλάδα ἀπὸ τὴν ἀνατολή, βρισκόταν ἕνας τόπος ξακουστὸς στὴν ἱστορία τῶν Ἑβραίων πατριαρχῶν (Γένεσ, 12, 6. 18. 48, 22) ὅπου ἦταν τὸ «φρέαρ τοῦ Ἰακώβ», σωζόμενο µέχρι σήµερα. Προχωρώντας ἀκόμα μερικὲς ἑκατοντάδες µέτρων στὴν κοιλάδα φθάνοµε στὰ δεξιὰ τὴν ἀρχαιοτάτη πόλι Συχέμ, ὑπάρχουσα ἤδη τὸ 2.000 π. Χ., ἀλλὰ ποὺ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἦταν σὲ τελεία κατάπτωσι καὶ μὲ λίγους κατοίκους: κοντὰ στὰ ἐρείπιά της, ποὺ τελευταῖα ἐξερευνήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους, βρίσκεται τὸ χωρίο Βαλάτα. Πρὸς ἀνατολὰς τοῦ Βαλάτα-Συχὲμ, ὑπάρχει ὁ λεγόμενος «τάφος τοῦ Ἰωσήφ», τοῦ ἀρχαίου Ἑβραίου πατριάρχου, καὶ περίπου ἑνάμισυ χιλιόμετρο πιὸ κεῖ πρὸς βορειοανατολικὰ συναντᾶμε τὸ χωριὸ ᾿Ασκάρ.

Αὐτὴ εἶναι ἡ γεωγραφικἡ τοποθεσία στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ εὐαγγε-

λικὴ διήγησις˙ αὐτὴ προϋποθέτει ἀκόμα καὶ τὴν πατροπαράδοτη ἀποστροφὴ

μεταξὺ Σαμαρειτῶν ποὺ κατοικοῦσαν σὲ κεῖνο τὸ µέρος καὶ τῶν Ἰουδαίων γενικά.

᾿Αφοῦ λοιπὸν ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ὁ Ἰησοῦς «ἔρχεται εἰς πόλιν τῆς Σαµαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακώβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ˙ ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ˙ ὥρα ἦν ὡς ἕκτη» (Ἰωάνν, 4, 5-6). Οἱ λεπτομερεῖς αὐτὲς ἐνδείξεις τόπου, τέλεια ἐπιβεβαιούμενες ἀπὸ τὶς νεώτερες ἀνασκαφές, οἱ ἀκριβεῖς αὐτὲς ἐνδείξεις ἐποχῆς καὶ τῶν ἄλλων λεπτομερειῶν τοῦ ἐπεισοδίου, εἶναι ὅσο μπορεῖ νὰ φαντασθῆ κανεὶς ξένα ἀπὸ μιὰ ἀνακάλυψι καθαρῶς εἰκαστικὴ καὶ συµβολικοῦ χαρακτῆρος: παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἀπαιτήσεις τῶν προκατειλημµένων θεωριῶν ὡδήγησαν μερικοὺς νεωτέρους μελετητὲς νὰ κρίνουν τὴ διήγησι σὰν ἁπλῆ ἀλληγορία, γραμμένη ἀπὸ ἕνα μυστικὸ τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, ποὺ ἴσως δὲν εἶχε ποτὲ ἐπισκεφθῆ τὴν Παλαιστίνη. ᾽Αλλὰ ποτὲ φιλοσοφικὲς θεωρίες δὲν θὰ ὑπερισχύσουν τῆς πραγµατικότητος τῶν γεγονότων καὶ πάντα θὰ εἶναι ἀρκετὸ νὰ ξαναδιαβάζωμε χωρὶς πάθος καὶ προκατάληψι τὴν εὐαγγελικὴ διήγησι γιὰ νὰ ξαναγυρίσωµε στὸ παλιὸ συμπέρασμα ὅτι «Μόνον ἕνας Ἰουδαῖος τῆς Παλαιστίνης, ποὺ εἶχε περάσει συχνὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς κοιλάδος Συχέμ, μποροῦσε νὰ γράψη αὐτά».

Εἶναι λοιπὸν πρὸς τὸ μεσημέρι (ἕκτη ὥρα), πιθανὸν τοῦ Μαΐου. Ὁ Ἰησοῦς κουρασμένος καὶ ἱδρωμένος ἀναπαύεται κοντὰ στὸ πηγάδι : εἶναι μόνος, γιατὶ οἱ μαθητὲς πῆγαν στὴ γειτονικὴ πόλι νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.  ᾿Απὸ τὴν πόλι Συχὰρ μιὰ γυναίκα Σαμαρεῖτις ἔρχεται πρὸς τὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήση νερό (1). Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει: «Δός µοι πιεῖν». Ἡ γυναίκα τοῦ ἀπαντᾶ ἀγέρωχα: «Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσηςϗ» Πραγματικά, ὁ Ἰησοῦς ἦταν Γαλιλαῖος, ἀλλὰ ἡ γυναίκα μαντεύοντας σωστά ὅτι αὐτὸς γυρνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸν θεωρεῖ πολὺ σωστὰ ἕνα ὁπαδὸ τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, γι’ αὐτὸ θέλει νὰ τονίση τὸ ταπείνωµα ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἑνὸς Ἰουδαίου, ποὺ ἀπὸ ἀνάγκη ἀπευθύνεται γιὰ βοήθεια σὲ μιὰ γυναίκα καὶ σὲ μιὰ Σαμαρείτιδα. Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ: «Εἰ ἤδεις (ἂν γνώριζες) τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι˙ δός µοι πιεῖν, οὐ ἂν ἤτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν».

Ὁ ἀετὸς ἅρπαξε τὸ νέο πουλάκι καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ φέρνη ὑψηλὰ. Ὅπως ὁ Νικόδημος, ἡ γυναίκα ἐννοεῖ ὅτι στὰ λόγια αὐτὰ κρυβόταν μιὰ σκέψι, ποὺ τῆς διαφεύγει˙ πάντως ἐμμένει ἀκόμα στὴν ὑλική των ἔννοια, ἂν καὶ ἀρχίζει νὰ φαίνεται ὑποχωρητικὴ στὸν ἄγνωστο: «Κύριε, τοῦ λέγει, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἑστὶν βαθύ˙ πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;» Ἡ παρατήρησις ἦταν σωστή: τὸ πηγάδι σήµερα εἶναι βαθὺ 32 µέτρα, δηλαδὴ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ ὅλης τῆς Παλαιστίνης, ἂν καὶ στὴν ἐποχὴ τoῦ Ἰησοῦ μποροῦσε νὰ ἔχη ἕνα βάθος κάπως μικρότερο. Ἡ παρατήρησις ἔπειτα συμπληρωνόταν ἀπὸ μιὰ ἱστορικὴ παρατήρησι: «Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιεν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέµµατα αὐτοῦϗ»

Τὸ πουλάκι κοιτάζει ἀκόμα τὸ ἔδαφος ἀπὸ ὅπου τὸ ἅρπαξαν καὶ φαντάζεται ὅτι κάθεται ἀκόμα καὶ σκαλίζει ἐκεῖ χαμηλά. ᾽Αλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ : «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν˙ ὃς δ’ ἂν πίνῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου (ποὺ θὰ ἀναβρύζη καὶ θὰ πηδᾶ) εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἡ γυναίκα μένει ἀκόμα χαμηλά: «Κύριε, δός µοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ διέρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».

Γιὰ νὰ κάνη νὰ ἐννοήση στὸ πουλάκι ὅτι βρισκόταν πιὰ πάνω στὰ νέφη, ἦταν ἀναγκαῖο νὰ εὑρύνη τὸ θέµα τοῦ διαλόγου, προσφέροντας ταυτοχρόνως ἕνα «σημεῖον». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς λέγει στὴ γυναίκα: «Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε». Στὰ ἑβραϊκὰ καὶ στὰ ἀραμαϊκὰ, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες διαλέκτους, ὁ «σύζυγος» λεγόταν «ἄνδρας» καὶ ἔτσι βέβαια ἐκφράσθηκε ὁ Ἰησοῦς: «ὕπαγε φώνησόν σου τὸν ἄνδρα, κτλ.». Στὸν διφορούμενο αὐτὸν ὅρο παίζει ἡ γυναίκα, ποὺ ἀπαντᾶ ἀτάραχη: «Οὐκ ἔχω ἄνδρα». Ὁ Ἰησοῦς ξεφεύγει τὸ διφορούµενο, ἐπικυρώνοντας τὴν ἀπάντησι τῆς γυναικὸς στή χειροτέρα της σημασία: «Καλῶς εἶπες ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω˙ πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστιν σου ἀνήρ˙ τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας». Ὁ «ἀνὴρ» τῶν ἡμερῶν ἐκείνων δὲν ἦταν λοιπὸν «σύζυγος» καὶ πολὺ πιθανὸν δὲν ἦταν ἀκόμα σύζυγοι καὶ ἄλλοι μεταξὺ τῶν πέντε προηγουμένων ἀνδρῶν: δυὸ ἢ τρεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ μποροῦσαν ἢ νὰ δώσουν διαζύγιο» στὴ γυναίκα ἢ νὰ ἔχουν ἀποθάνει, ἀλλὰ στὶς πέντε ἑνώσεις θὰ ὑπῆρχαν βέβαια παράνομες, ὅπως τότε ἦταν ἡ πέμπτη. Τέλος, ὅσο, γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῶν ἠθῶν, ἐκείνη ἡ Σαμαρεῖτις δὲν ἦταν ἕνα ὑπόδειγμα (2)

Τὸ «σημεῖον» ποὺ προσφέρει ὁ Ἰησοῦς προξενεῖ καλὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ γυναίκα βλέποντας νὰ ἀποκαλύπτωνται τὰ μυστικά της ἀναφωνεῖ : «Κύριε θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ». ᾽Αλλὰ ἡ ἴδια αὐτὴ ἀποκάλυψις καὶ ἡ ἀναφώνησις ἀναγνωρίζουν τὴν ἀνωτερότητα ἐκείνου ποὺ ἀνήκει στοὺς µισητούς Ἰουδαίους, ἑπομένως στὴν αἰτία τοῦ μίσους αὐτοῦ στρέφεται τώρα ἡ ὁμιλία, ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ καυτερὸ θέµα τῶν ἀποκαλυμμένων

μυστικῶν: «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν˙ καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου προσκυνεῖν δεῖ».

Τὸ ὄρος Γαριζεὶν ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν δυὸ συνοµιλητῶν˙ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπιστρέφει ὁ ἄγνωστος Ἰουδαῖος, ἀναμφιβόλως ἀφοῦ προσκύνησε ἐκεῖ τὸν Θεὸ στὸν Ναὸ τοῦ Γιαχβέ. Τί σκέπτεται λοιπὸν ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι προφήτης, γι’ αὐτὸ τὸ πανάρχαιο ζήτημα μεταξὺ Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων;

Στὴν ἐρώτησι τῆς γυναικὸς ὁ Ἰησοῦς ἀποδίδει σχεδὸν µόνο μιὰ ἱστορικὴ ἀξία, τὴν θεωρεῖ ὡς ζήτημα στὸ ἑξῆς ἀνωφελές : πάντως ἀκόμα ἀπὸ ἱστορική ἄποψι, ὁ Ἰησοῦς μιλεῖ σὰν Ἰουδαῖος καὶ δίδει δίκαιο στοὺς Ἰουδαίους ἐναντίον τῶν Σαμαρειτῶν, ἀλλὰ παρευθὺς ἔπειτα ἐγκαταλείποντας τὸ παρελθὸν μεταφέρεται στὸ παρόν, ὅπου οἱ παλαιὲς μισητὲς ἀντιζηλίες δὲν ἔχουν λόγο νὰ ὑφίστανται : «Πίστευέ μοι, γύναι, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἵδαμεν, ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν, ἀλλὰ ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστίν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσιν τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ˙ καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Ὁ προφήτης ἔδωσε τὴν ἀπάντησί του: στὸ ἑξῆς ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ δεσμεύεται οὔτε στὸ ὄρος Γαριζείµ, οὔτε στὸν λόφο τῆς Ἱερουσαλήμ, οὔτε σὲ κανένα ἄλλο µέρος τῆς γῆς, ἀλλὰ στὶς µόνες συνθῆκες νὰ γίνεται ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ.

Ἄν ἕνας Φαρισαῖος ἐτύχαινε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ καὶ νὰ ἀκούη τὰ λόγια αὐτά, θὰ τὰ ἔβρισκε ἐπαναστατικὰ καὶ σκανδαλώδη : δὲν ἦταν ὅμως ἐντελῶς νέα στὴν παράδοσι κι αὐτοῦ ἀκόμα τοῦ Ἱσραήλ. Ὁ νεώτατος προφήτης ποὺ τὰ εἶχε προφέρει περνοῦσε πάνω ἀπὸ τὴ φαρισαϊκή  «παράδοσι» καὶ συνδεόταν μὲ τὴν προγενεστέρα καὶ γνησία παράδοσι τῶν προφητῶν : ἤδη ἕξι αἰῶνες πρὶν ὁ προφήτης Ἱερεμίας εἶχε κηρύξει ὅτι ὁ Ναὸς τοῦ Γιαχβὲ στήν Ἱερουσαλὴμ δὲν χρησίμευε σὲ τίποτε ἂν ἐπήγαιναν ἐκεῖ ἀνάξιοι λατρευτὲς (Ἱερεμ.7, 4 καὶ συνέχ.), καὶ εἶχε προαναγγείλει ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσσίου ἡ ἴδια ἁγιωτάτη Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης δὲν θὰ ἐτιμᾶτο ἀπὸ κανένα (Ἱερεμ. 3, 16), γιατὶ ὅλοι θὰ ἔφερναν τὴ νέα διαθήκη καὶ τὸ νέο Νόμο τοῦ Θεοῦ γραμμένο στὶς καρδιές των καί στὸ πνεῦμα των (Ἱερεμ.  31, 33).

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γυναίκα ἀντιλαμβάνεται ὅτι βρίσκεται σὲ μιὰ ἄγνωστη σφαῖρα. Οὔτε Γαριζείν, οὔτε Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ πνεῦμα καὶ ἀλήθεια! Τί κόσμος εἶναι αὐτός ;

Βέβαια, αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ περιωρισµένος καὶ φλύαρος κόσμος, στὸν ὁποῖο φιλονικοῦν οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰουδαῖοι: ἂν μεγάλοι διδάσκαλοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔχουν ἐμπράκτως λησμονήσει τὰ κηρύγματα τοῦ Ἱερεμία, πολὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ τὰ ἔχη λησµονήσει μιὰ Σαμαρεῖτις γυναικούλα, ποὺ περιπλανᾶται σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀποκαλυπτόμενο κόσμο τοῦ ἀρχαίου προφήτου. Αὐτή ἐντούτοις διαισθάνεται ὅτι πρόκειται γιὰ μελλοντικὰ ὁράµατα, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν πραγματοποιηµένα µόνο στὶς εὐτυχισμένες µέρες τοῦ Μεσσίου: γι’ αὐτὸ στὴν ταραχή της καταφεύγει μὲ τὴ σκέψι στὶς µέρες ἐκεῖνες καὶ μὴ τολμώντας νὰ ἀντιμιλήση στὸν ἄγνωστο προφήτη, ποὺ βρισκόταν ἐμπρός της, ἀναφωνεῖ σάν γιὰ νὰ παρηγορηθῆ: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα». Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι».

Οἱ Σαμαρεῖτες πράγματι περίμεναν τὸν Μεσσία καὶ ἀκόμα σήµερα τὸν περιμένουν οἱ λίγοι των ἀπόγονοι. Ὀνομάζεται ἀπ᾿ αὐτοὺς Ταχὴβ (Σαχήβ), «ὁ ἐρχόμενος» ἢ «ὁ ἐπαναφέρων (εἰς τὸ ἀγαθόν)», τὸν φαντάζονται σὰν ἀναμορφωτὴ ὅμοιο μὲ τὸν Μωυσῆ, ποὺ θὰ διαλύση ὅλες τὶς ἀμφιβολίες, θὰ πραγματοποιήση ὅλες τὶς διαφορὲς καὶ θὰ ἀποκαταστήση γιὰ χίλια χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του ἕνα εὐτυχισμένο βασίλειο. Ἡ συνοµιλήτρια τοῦ Ἰησοῦ τὸν ὀνομάζει ἐδῶ Μεσσία, χωρὶς ἄρθρο, ἀναμφιβόλως γιατὶ ἡ λέξις εἶχε τὴν ἀξία κυρίου ὀνόματος.

᾿Ακριβῶς λοιπὸν στὴ μὴ Ἰουδαία αὐτὴ γυναίκα καὶ ἀπὸ φυλὴ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐχθρικὴ ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ἐνῶ ἀργότερα θὰ διατάξη τούς ἴδιους τοὺς μαθητές Του νὰ μὴ ἀποκαλύψουν τήν ἰδιότητά Του (Ματθ. 16, 20). ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς στὴν ἐχθρότητα τῶν Σαμαρειτῶν βρίσκεται τὸ µυστικὸ αὐτῆς τῆς προτιµήσεως: Σ’ αὐτοὺς ἦταν δύσκολο μὲ τὴν ἀγγελία αὐτὴ νὰ σηκωθῆ ἕνα κίνημα πολιτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πράγμα ποὺ ἀντιθέτως ἦταν πολὺ πιθανὸν στοὺς Ἰουδαίους, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἤθελε νὰ τὸ ἀποφύγη μὲ κάθε τρόπο. Ἄν ὁ Ἰωάννης ἔδωσε αὐτὴ τὴν πληροφορία, ποὺ ἀποσιωποῦν οἱ Συνοπτικοί, μποροῦµε νὰ δοῦμε ἀκόμα σ’ αὐτὴ τὴν προσθήκη τὴ διάθεσί του νὰ συμπληρώση τουλάχιστο ἐν μέρει τὶς διηγήσεις καὶ τῶν τριῶν Συνοπτικῶν.

᾿Ενῶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταλλάσσει τὰ τελευταῖα λόγια μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, οἱ μαθητὲς Τὸν πλησιάζουν ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν πόλι μὲ τὶς ἀγορασμένες τροφές. Ὅταν ἔπειτα ἡ γυναίκα ἀκούη ἀπὸ τὸν Ιησοῦ τὴ δήλωσι ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας, ἐμβρόντητη δὲν τολμᾶ νὰ ἀπαντήση, ἀλλὰ ἀφήνει τὴν ὑδρία της στὸ πηγάδι, τρέχει στὴν πόλι «καὶ σὲ ὅσους-συναντᾶ φωνάζει : «Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέν µοι πάντα ἃ ἐποίησα˙ μήτι αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός».

Οἱ μαθητὲς μέ τὴ σειρά των δὲν τολμοῦν νὰ ἐρωτήσουν τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸν ἀσυνήθιστο ἐκεῖνο διάλογο ἂν καὶ θαύµασαν, γιατὶ οἱ τότε ραββῖνοι ἀπέφευγαν νὰ μιλοῦν δηµοσίως μὲ γυναῖκες ἀκόμα καὶ μὲ τὶς συζύγους των. Οἱ ἔκπληκτοι μαθητὲς πηγαίνουν κοντὰ στὸ διδάσκαλο ποὺ ἔμεινε μόνος, ἀφοῦ ἡ γυναίκα ἀπότομα ἔφυγε πρὸς τὴν πόλι.

«Ραββί, φάγε!», τοῦ λέγουν προσφέροντάς του τὰ ἀγορασμένα τρόφιμα. Ὁ Ἰησοῦς σὲ ἀπάντησι συνεχίζει μὲ αὐτοὺς τὴ μεταφορὰ τοῦ πνευματικοῦ ὕδατος ποὺ χρησιμοποίησε μὲ τὴ γυναίκα. Αὐτὸς τρέφεται προπαντὸς μὲ πνευματικὴ τροφή, ποὺ εἶναι νὰ κάνη τὸ θέλημα ᾿Εκείνου ποὺ Τὸν ἔστειλε νὰ ἐκτελέση τὸ ἔργο Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ γεωργὸς ἑνὸς πνευματικοῦ θερισμοῦ, στὴν Παλαιστίνη στὰ τέλη Δεκεμβρίου, δηλαδὴ ὅταν τελειώνουν οἱ ἐργασίες τῆς σπορᾶς, μὲ ἔκφρασι ἀνακουφίσεως ἀναφωνοῦν ὡσὰν μιά παροιμία : «ἔτι τετράµηνός ἐστιν καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται», γιατὶ οἱ νέες ἐργασίες τοῦ θερισμοῦ δὲν συνέπιπταν παρὰ τὸν ᾿Απρίλιο ἢ Μάιο, δηλαδὴ ἔπειτα ἀπὸ τετράµηνη ἀνάπαυσι. ᾽Αλλὰ ὁ Ἰησοῦς δείχνει στοὺς μαθητές Του ὅτι ἡ παροιµία αὐτὴ δὲν ἔχει ἐφαρμογὴ στὸν πνευματικὸ θερισµό : αὐτὸς εἶναι ὥριμος καὶ ἕτοιμος, οὔτε μπορεῖ νὰ δεχθῆ ἀναβολές˙ γι’ αὐτὸ οἱ θεριστὲς ἄς εἶναι ἕτοιμοι, ἀκόμα κι’ ἂν δὲν εἶχαν τὴν τιμὴ αὐτοὶ νὰ ἔχουν σπείρει στὸ παρελθόν. ᾿Ενῶ ὁ ᾿Ιησοῦς προφέρει αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ σπαρτὰ σχεδὸν ὥριμα στὴν πασχαλινὴ περίοδο κυματίζουν στὸν ἥλιο σὲ ὅλη τὴν ἐκτεταμένη πεδιάδα τοῦ ἐλ-Μακνέ, ποὺ ἁπλώνεται στὰ πόδια Του πρὸς τὸν Ἰορδάνη.

᾿Απὸ τὸν πνευματικὸ θερισμὸ μαζεύτηκαν παρευθὺς μερικὰ δεµάτια. Ἡ δραστήρια πολυλογία τῆς γυναικὸς ἔκανε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ σπίτια των πολλοὶ Σαμαρεῖτες καὶ νὰ πᾶνε στὸ φρέαρ νὰ δοῦν τὸν Ἰουδαῖο προφήτη. Θὰ σαγηνεύθηκαν ἀπὸ τὰ πρῶτα Του λόγια, γιατὶ Τὸν προσεκάλεσαν νὰ παραµείνη μαζί των ἀρκετὸ διάστηµα˙ κι ὅμως ἦταν Σαμαρεῖτες, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ κανονικὰ προτιμοῦσαν νὰ ραβδοκοπήσουν μέχρις αἵματος ἢ ἀκόμα νὰ φονεύσουν τοὺς Ἰουδαίους ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὴ χώρα των (Πρβλ. Ἰουδ. Πόλ. 2, 232. Ἰουδ. ᾿Αρχαιολ. 20, 118) καὶ ἀργότερα θὰ ἀρνηθοῦν τὴ φιλοξενία στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ (Λουκ. η΄, 52-53). Αὐτὴ τὴ φορὰ τουλάχιστο οἱ Σαμαρεῖτες τοῦ Συχὰρ ὑπῆρξαν φιλόφρονες, ἀναμφιβόλως γιατὶ καταπραΰνθησαν ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἀρετὴ τοῦ προφήτου.  Ὁ Ἰησοῦς δέχθηκε τὴν πρόσκλησι «καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιάν πιστεύοµεν˙ αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι αὐτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. δ΄, 40-42),

Παραπομπές

(1) Ἡ πόλις ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέρχεται ἡ γυναίκα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ (Βαλάτα) Συχέμ. Καὶ θὰ ἦταν πιὸ σαφές ἂν μπορούσαμε νὰ ἐπεκταθοῦμε στὰ ἀρχαιολογικὰ ἐπιχειρήματα. Ἡ Συχέμ, ἂν καὶ σὰ παρακµή, ἦταν ἀκόμα κατοικημένη στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὶς νεώτερας ἀνακαφὲς (1927 καὶ συνέχεια) ἐπιστεύετο κοινῶς ὅτι ἡ πόλις ἦταν τὸ σημερινὸ χωριὸ ᾿Ασκὰρ καὶ στηρίζονταν στὰ δυὸ ὀνόματα Συχὰρ καὶ ᾿Ασκάρ. ᾽Αλλὰ τὸ ᾿Ασκὰρ ἀπέχει ἐνάμισυ χιλιόμετρο ἀπὸ τὸ «φρέαρ τοῦ Ἰακώβ», καί ἀφοῦ βρίσκεται μιά καλὴ πηγή στὴν ἴδια πόλι δὲν θὰ ἦταν νοητό, γιατὶ ἡ γυναίκα θὰ ἔκανα ὅλη ἐκείνη τὴν πορεία γιὰ νὰ προμηθευθῆ νερό. Ἔπειτα ἡ συμφωνία τῶν δυὸ ὀνοµάτων δὲν ἀποδεικνύει τίποτα, ἀφοῦ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς τόσες περιπτώσεις στὶς ὁποῖες ἡ μετανάστευσις ὀνόματος συνοδεύει µετανάστευσι τῶν κατοίκων : μετὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν τὸ (Βαλάτα) Συχὲμ ἐγκατελείφθη ἐντελῶς καὶ ἔμεινε ἔρημο, οἱ κάτοικοι μεταφέρθηκαν στὴν τοποθεσία τοῦ σημερινοῦ ᾿Ασκάρ, καὶ ἡ νέα ἐγκατάστασις διετήρησε τὸ ὄνομα τῆς ἀρχαίας ἐγκαταστάσεως. Φαίνεται βέβαιον, ὅτι ἀκριβῶς ἡ (Βαλάτα) Συχὲμ ὠνομαζόταν τότε Συχώρα ποὺ µετασχηµατίσθηκε ἀργότερα σέ Ἀσκάρ.

2) Οἱ μυθικο-αλληγορικοὶ ἑρμηνευτές σκέπτονται διαφορετικὰ: κατ’ αὐτοὺς οἱ πέντε ἄνδρες τῆς Σαμαρείτιδος θὰ ἦταν πέντε εἰλωλολατρικὲς θεότητες, ποὺ ἐλατρεύονταν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Σαμαρειτῶν, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὴ γυναίκα. Τὸ ἀποδεικνύουν ἀποκλειστικὰ μέ τὸ χωρίο Β’ (Δ) Βασιλ. 17, 30-31 (ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἀκόμα καὶ ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος, (Ἰουδ, ᾿Αρχαιολ. 9, 288). ᾽Αλλὰ τὸ χωρίο τοῦτο ὀνομάζει πάντα φυλὲς ἀπὸ τὴ συγχώνευσι τῶν ὁποίων βγῆκαν οἱ παλαιοὶ Σαμαρεῖτες, καὶ ἐπὶ πλέον ἑπτὰ ὣς ὀκτὼ θεότητες, ποὺ αὐτοὶ ἐλάτρευαν (ἡ ἀβεβαιότης τοῦ ἀριθμοῦ προέρχεται ἀπὸ τὶς διάφορες ἑβραϊκὲς ἐκδοχὲς καὶ ἀπὸ τὶς παλαιὲς μεταφράσεις)˙ ἔτσι ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνταπόκρισις, γιατὶ οἱ ἄνδρες τῆς γυναικὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἑπτὰ ἤ ὀκτώ, ὅπως οἱ θεότητες, καὶ ὄχι πέντε ὅπως οἱ φυλές. Καὶ ὁ ἕκτος ἄνδρας, κεῖνος τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰησοῦ, σὲ ποιὰ θεότητα θὰ ἀνταποκρινόταν ! ᾽Ακριβῶς στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ οἱ Σαµαρεῖτες δὲν ἦταν εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ ἐλάτρευαν τὸν ἴδιο Θεό Γιαχβέ τῶν Ἰουδαίων, ἂν καὶ μέ σχισματική λατρεία ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ. Ἔπειτα, ἐκτὸς ἀπ' αὐτό, τὸ ἀναφερόμενο σὰν ἀπόδειξις χωρίο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα τῆς Βίβλου, ποὺ περιέχουν σειρὲς παραδόξων ὀνομάτων, καὶ σ’ αὐτὸ στὴν ἀρχαιότητα δὲν ἐξάγεται ποτέ ὅτι ἀπέδωσαν μιὰ ἰδιαιτέρα ἀξία καὶ γιατί λοιπόν στὸν 1ο αἰώνα μ.Χ., θὰ εἶχε σχηματισθεῖ μιὰ ἐντελῶς ἰδιαιτέρα ἀλληγορία ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὸ τὸ χωρίο ποὺ δὲν προσφέρει καμιὰ βάσι γιὰ παροµοία ἀνοικοδόμησι; Αὐτή, ἐξάλλου, δὲν θὰ εἶχε οὔτε ἕνα καλὰ καθωρισµένο σκοπό˙ ἂν ὁ συγγραφεὺς τοῦ 4ου Εὐαγγελίου ἦταν ἕνας ἄγνωστος μυστικὸς τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας-ὅπως θέλουν οἱ ἀλληγορικοὶ -αὐτὸς ὁ ἀσιάτης θὰ εἶχε µεγαλυτέρα προτίμησι νὰ ἀντιτάξη μιὰ ἀνασκευὴ σὲ κεῖνους ποὺ λάτρευαν τὴν Ἄρτεμι τῆς Ἐφέσου (Πρβλ. Πράξ. 19, 94 καὶ συνέχ.) καὶ σὲ παροµοίους εἰδωλολάτρες κι ὄχι ἐναντίον τῶν Σαμαρειτῶν μονοθεϊστῶν τῆς μακρινῆς Παλαιστίνης. ᾿Αλληγορικὲς ἑρμηνεῖες τέτοιου εἴδους μᾶς κάνουν νὰ σκεφθοῦμε ἐκείνη –τοῦ A. Jeremias (1916), ποὺ ἔβρισκε ἀλληγορικὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν 318 ὑπηρετῶν τοῦ ᾿Αβραὰμ (Γένεσ, 14, 14) αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀριθμὸς 318 ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Πατέρων ποὺ καταδίκασαν τὸν Ἄρειο στὴ σύνοδο τῆς Νικαίας. Τώρα, χωρίς ἀμφιβολία ὁ τρόπος αὐτὸς τοῦ σκέπτεσθαι εἶναι μιὰ ἐπιστήμη, ποὺ ἀντὶ νά ὀνομάζεται  ἱστορικὴ κριτικὴ ὀνομάζεται Καββαλισμός.

(3) Ὁ εὐαγγελιστὴς περίφροντις γιὰ νὰ κάνη νὰ ἐννοήσουν ἐκεῖνοι μεταξὺ τῶν ἀναγνωστῶν του, ποὺ δὲν εἶναι γνῶστες τῶν ἰουδαϊκῶν πραγμάτων, προσθέτει στὸ µέρος αὐτὸ τὴν ἔκφρασι τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεσσίου:  ὁ λεγόμενος Χριστός.

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images