Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024

Ἡ   Μ ε σ ο π ε ν τ η κ ο σ τ ή  

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

Κατά τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἀναγιγνώσκεται στήν θεία Λειτουργία  ἡ εὐαγγελική περικοπή ἀπό τό κεφάλαιο ζ΄ τοῦ κατά Ἰωάννη εὐαγγελίου.

Τά ἀναφερόμενα στό κεφάλαιο αὐτό ἀποτελοῦν τό τελετουργικό τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας. Ἑπομένως γιά νά κατανοήσουμε τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀναχθοῦμε στά τελούμενα κατά τήν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων στήν ἑορτή τῆς Σκηνοποηγίας. 

Ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας ἀνήκει στό κύκλο τῶν ἐτησίων μεγάλων Ἰουδαϊκῶν ἑορτῶν. Ἀπό τό χωρίο τῆς Ἐξόδου ε΄, 1 καί ἑξῆς μπορεῖ νά εἰκάσει κανείς, ὅτι καί πρίν ἀπό τήν δράση τοῦ Μωϋσῆ ὑπῆρχε τουλάχιστον μία παρόμοια ἐτήσια ἑορτή πού γιορταζόταν στήν ἔρημο.  Ἡ πρώτη μεγάλη ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας ἤ τῶν Σκηνῶν (Sukkoth) γιορταζόταν τήν 15η τοῦ μηνός Tisri μετά τήν πανσέληνο κατ’ ἀντιστοιχία μέ τόν μῆνα Σεπτέμβριο – Ὀκτώβριο ἤ κατ’ ἄλλο προσδιορισμό τοῦ νόμου «κατά τήν καμπή τοῦ ἔτους»[1] ἤ κατά τήν διάρκεια πού εἶχαν συναθροισθεῖ οἱ καρποί καί τά σταφύλια[2]. Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ πρός κατανόηση τῶν ἀνωτέρω, ὅτι τό Ἰσραηλιτικό ἔτος, ὅπως καί σέ ἐμᾶς σήμερα τό ἐκκλησιαστικό, ἄρχιζε τό Φθινόπωρο καί ὁ μήνας ἀπό τήν πανσέληνο. Ἀργότερα οἱ Ἰσραηλῖτες παρέλαβαν τόν Βαβυλωνιακό ἡμερολόγιο κατά τό ὁποῖο τό ἔτος ἄρχιζε τήν Ἄνοιξη καί ὁ μήνας ἀπό τήν νέα Σελήνη. Οἱ ἑορτές ὅμως ἔμεναν ἀμετάθετες, ὅπως ἦταν καί στήν ἀρχαία ἐποχή. Ἡ συγκομιδή τῶν καρπῶν ἔκλεινε τό προηγούμενο ἔτος καί ἕνα νέο ἔτος ἄρχιζε μέ τήν φθινοπωρινή βροχή καί τήν νέα σπορά. Ἡ ἑορτή αὐτή καλοῦνταν τῆς Σκηνοποηγίας, γιατί κατ’ αὐτήν παρέμεναν σέ σκηνές πού κατασκεύαζαν ἀπό μύρτους, φοίνικες, λεῦκες κ.λπ. γιά ἑπτά ἡμέρες καί ὀνομαζόταν ἐπίσης καί ἑορτή τῆς Συγκομιδῆς[3]. Ἡ παραμονή αὐτή θύμιζε στούς Ἰσραηλῖτες τήν παραμονή τους σέ σκηνές στήν ἔρημο. Πιθανῶς νά προῆλθε τό ἔθιμο αὐτό ἐκ τοῦ ὅτι κατά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν παρέμεναν μέσα σέ σκηνές στήν ἔρημο. Στό ἔθιμο αὐτό οἱ Ἰσραηλῖτες προσέδωσαν καί ἱστορικό χαρακτῆρα. Ἡ γιορτή αὐτή κατά τό περιεχόμενό της εἶχε πρωτίστως γεωργικό χαρακτῆρα. Συγκεντρώνοταν οἱ Ἰσραηλῖτες γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Θεό γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν καί γιά νά τόν παρακαλέσουν νά καταπέμψει ἐν ὄψει τῆς νέας σπορᾶς τήν φθινοπωρινή βροχή, ὥστε νά ἀποβεῖ πλουσιώτερο σέ καρπούς τό νέο ἔτος. Κατά τήν ἑορτή αὐτή πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες[4] συνήθιζαν νά προσφέρουν τήν δεκάτη τῶν καρπῶν καί τοῦ οἴνου ὅπως καί τά πρωτότοκα τῶν ζώων[5]. Κατά οἰκογένειες καί γένη ἀνέβαιναν οἱ Ἰσραηλῖτες στά Ἱεροσόλυμα γιά νά ἑορτάσουν. Ἕνεκα τοῦ χαρμόσυνου χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς κατά τήν ὁποία ἀντηχοῦσαν ὕμνοι καί ψαλμοί ἀπό τό συγκεντρωμένο πλῆθος γινόταν μεγάλος θόρυβος. Ὁ Προφήτης Ἀμώς[6] μιλάει γιά θορυβώδεις ὕμνους καί στό βιβλίο τῶν Θρήνων[7] ὁ θόρυβος τῶν ἐπερχομένων ἐχθρῶν παραβάλλεται πρός τόν θόρυβο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς. Ὁ Πλούταρχος γνώριζε τήν ἑορτή αὐτή ἀπό τήν διασπορά τῶν Ἰουδαίων καί τήν παραβάλλει μέ τήν ἑορτή τοῦ Βάκχου ἐξαιτίας τοῦ θορύβου καί τῆς εὐθυμίας τῶν ἑορταζόντων[8].

Εἶχε ὅμως ἡ ἑορτή αὐτή καί χαρακτῆρα σοβαρό γιατί κατ’ αὐτήν οἱ Ἰσραηλῖτες θυμόντουσαν τά μεγάλα γεγονότα τῆς πορείας τους στήν ἔρημο καί παρακαλοῦσαν τό Θεό νά καταπέμψει ἔγκαιρα τήν φθινοπορινή βροχή. Τήν πρώτη μέρα προσέφεραν θυσίες ἀνάμεσα σέ πολύ πλῆθος πού πανηγύριζε. Περί τό τέλος τῆς ἡμέρας αὐτῆς συναθροίζονταν στήν αὐλή τῶν γυναικῶν καί τήν ὥρα πού ἔπεφτε τό σκοτάδι καί ἔκλειναν οἱ πῦλες τοῦ ναοῦ γινόταν μεγάλη φωταψία μέ φανούς καί λαμπάδες. Κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας τά μέλη τῆς χορωδίας τοῦ ναοῦ στέκονταν μέ μουσικά ὄργανα πάνω στίς βαθμίδες πού ὁδηγοῦσαν ἀπό τήν αὐλή τῶν γυναικῶν στήν ἐσωτερική αὐλή καί ἔψαλλαν τούς Ψαλμούς τῶν Ἀναβαθμῶν δηλαδή ἀπό τόν 120 ἕως τόν 134, γεγονός πού διαρκοῦσε καθόλη τήν νύχτα. Αὐτή τήν φωταψία πιθανῶς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀντιπαραβάλλει πρός τό αἰσθητό φῶς τό πνευματικό, λέγοντας τό  «ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου»[9]. Τό πρωΐ ἄνοιγαν οἱ πόρτες καί ὁ λαός ἔφευγε. Τί ἀκριβῶς γίνονταν τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες δέν γνωρίζουμε. Ἀσφαλῶς θά πρόφεραν θυσίες καί θά ἀναπέμποταν ὕμνοι καί ψαλμοί. Κατά τήν ἕβδομη ἡμέρα τήν τελευταία τῆς ἑορτῆς πού κατά τό Ἰωάννου 7, 37 καλεῖται «ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς» ἐνῶ προσφερόταν ἡ πρωϊνή θυσία καί ὁ Ἀρχιερέας μέ τούς γιούς του βρίσκοταν ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἕνας ἱερέας κρατώντας ὑδρία κατέβαινε στήν πηγή τοῦ Σιλωάμ καί λάμβανε ὕδωρ. Στήν ἐξωτερική πύλη τοῦ ναοῦ ἀνέμεναν αὐτόν ἄλλοι ἱερεῖς, πού ὑποδέχονταν τόν ὑδροφόρο ἱερέα μέ σαλπίγματα καί εὐφημίες καθώς μετά τήν ἄφιξή του ἀναγίγνωσκαν τήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου 12, 3 «ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» τήν ὁποία καί μεῖς σήμερα τήν ἀναγιγνώσκουμε κατά κατά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Μετά ἀπό αὐτό σχηματιζόταν μεγάλη πομπή πού εἶχε στό μέσο τόν ἱερέα πού κρατοῦσε τήν ὑδρία καί βάδιζε στό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὅπου τόν περίμενε ὁ Ἀρχιερέας, πού παραλάμβανε τήν ὑδρία καί ἔχυνε τό ὕδωρ στήν βάση τοῦ θυσιαστηρίου πού ἦταν κοσμημένο μέ κλάδους φοινίκων, μύρτης κ.λπ[10]. Οἱ ἑορταστές ἔφεραν στό δεξί τους χέρι κλάδους φοινίκων καί μύρτης καί στό ἀριστερό καρπούς. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς τότε περιήρχοντο ἑπτά φορές κυκλικά τό θυσιαστήριο ψάλλοντας τόν 118 (Ο΄ 117) Ψαλμό. Ὅταν δέ ἔφθαναν στόν 25 στίχο ἀναφωνοῦσαν τό «Ὠσαννά» ἐνῶ ὁ λαός προσκυνοῦσε καί ἐπαναλάμβανε τό «Ὠσαννά» καί κουνοῦσε τούς κλάδους τῶν φοινίκων. Τέλος ὁ Ἀρχιερέας ὑψώνοντας τά χέρια του εὐλογοῦσε τό λαό καί ἔτσι γίνοταν ἡ ἀπόλυση. Τήν ὄγδοη ἡμέρα γίνοταν πανυγηρική συγκέντρωση τοῦ λαοῦ στό ναό χωρίς νά ἐπιτελεσθεῖ κάτι ἰδιαίτερο πλήν τῶν θυσιῶν. Ἡ φωταψία ἔχει συμβολικό χαρακτῆρα. Ὅπως τώρα νέο φῶς ἀνάβοταν ἔτσι καί ὁ Θεός ἄς χαρίσει νέο φῶς κατά τό ἐπικείμενο νέο ἔτος στούς ἀνθρώπους. Καί ἡ ἔκχυσις τοῦ ὕδατος στήν βάση τοῦ θυσιαστηρίου εἶχε ἐπίσης συμβολικό χαρακτῆρα δηλαδή νά ἀποστείλει ὁ Θεός τήν φθινοπωρινή βροχή γιά νά καταστεῖ τό ἔδαφος καλλιεργήσιμο. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τήν τελετή τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς καί δή τῆς ἐκχύσεως τοῦ ὕδατος παραβάλλει πρός τό αἰσθητό ὕδωρ τό ζῶν ὕδωρ, πού Αὐτός ὁ Ἴδιος παρέχει «Ἐν δέ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καί ἔκραξεν λέγων˙ ἐάν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος»[11].

Ἡ ὑπόδειξη τῶν ἀδελφῶν νά φανερώσει τήν ταυτότητά Του στό λαό τῶν Ἰουδαίων.

α΄. Ὁ προβληματισμός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τά μηδαμινά ἀποτελέσματα τῆς δράσεώς Του στήν Γαλιλαία.

Τελείωνε τὸ θέρος τοῦ ἔτους 29, καὶ μὲ τὸ φθινόπωρο πλησίαζε ἡ χαρμόσυνη καὶ λαϊκη ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς ἦταν τὴν  τελευταία φορὰ στὴν Καπερναοὺμ, γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς σύμφωνα μέ τήν διήγηση τῶν Εὐαγγελλίων περίπου τέσσερεις μῆνες ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἁγία πόλι. Σ᾽ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ δρᾶσις Του στὴ Γαλιλαία βρῆκε πολὺ κακὴ ἀνταπόκρισι, καὶ Αὐτὸς ἀπεφάσισε νὰ ἀπομακρυνθῆ. ᾽Αλλὰ ποῦ νὰ πάη: Τὸ µέρος τοῦ τὸ ὑπέδειξαν ἐπιμελῶς ἐκεῖνοι  οἱ  «ἀδελφοί» Του, ποὺ δὲν πίστευσαν σ᾿ Αὐτὸν. Αὐτοὶ εἶχαν παρατηρήσει μὲ προσοχὴ τὰ μηδαμινὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐπέτυχε ὁ συγγενής των ἔπειτα ἀπὸ τόση κόπωσι στὴν Γαλιλαία, καὶ ἐξάλλου θὰ Τὸν εἶχαν δεῖ πρὸς µεγάλη ἱκανοποίησί τους ἐπὶ κεφαλῆς μιᾶς ὁμάδος λαοῦ καλὰ πλαισιωμένης καὶ ὑπερήφανα κατευθυνομένης πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ : ᾿Εκεῖ ἔπρεπε νὰ πάη γιὰ νὰ καταπλήξη τοὺς διασήµους ἐκείνους διδασκάλους μὲ τὰ ἔργα, ἂν ἤθελαν ἀποφασιστικὰ ἀποτελέσματα, κι ὄκι νὰ χάνη τὸν καιρό του καὶ νὰ ἐπιτελῆ θαύματα γιὰ κείνους τοὺς ἀγροίκους τῆς Γαλιλαίας ! «Εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ιουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς˙ οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. Οὐδὲ  γάρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰωάννου 7, 3-5).

Τὴν Ἱερουσαλὴμ, εἶχε ἤδη σκεφθῆ ἀκόμα καὶ ὁ Ἰησοῦς,  ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐκείνη ἡ ὑπόδειξις τῶν «ἀδελφῶν» Του, καθυπαγορευομένη ἀπὸ ἐντελῶς ἄλλες βλέψεις, χρησίμευσε σὰ στιγμιαῖο ἐμπόδιο στὴν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων Του. Αὐτοὶ σκέπτονταν ὅτι ἀρκετὰ σκόπιμη γιὰ μιὰ θορυβώδη ἐπίδειξι τοῦ ᾿Ιησοῦ ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, στὴν ὁποία συνέρρεαν πολλὰ πλήθη ἀκόμα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Ὁ ᾿Ιησοῦς ἀντιθέτως σκεπτόταν ὅτι ἀκριβῶς ὁ κίνδυνος ἐκείνου τοῦ θορύβου ἦταν λόγος γιὰ νὰ ἀποκρούση τὴ συµβουλή των. Ἔτσι οἱ «ἀδελφοί» του μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Γαλιλαίους προσκυνητὲς ξεκίνησαν γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀντιθέτως ἔμεινε ἀκόμη στὴ Γαλιλαία ἐντούτοις ἀργότερα, ὅταν τὰ καραβάνια ἀνεχώρησαν πιά, ξεκίνησε κι Αὐτὸς πρὸς τὴν ἱερὰ πόλι «οὐ φανερῶς ἀλλὰ ὡς ἐν κρυπτῷ» (Ἰωάννου 7, 10).

β΄. Οἱ δυσκολίες στήν διαδρομή πρός τήν Ἱερουσαλήμ.

Τό δρομολόγιο ποὺ ἀκολούθησε ὁ Ἰησοῦς ἦταν τὸ πιὸ σύντομο, ἐκεῖνο ποὺ κατέβαινε κατὰ τὸ μῆκος τῆς Πκλαιστίνης διασκίζοντας τὴν Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες, μὲ τὴν ἀπηρχαιωμένη μνησικακία των, εὐχάριστα ἔβρισκαν τὴν εὐκαιρία στὶς μεγάλες μετακινήσεις τῶν Ἰσραηλιτῶν προσκυνητῶν νὰ τοὺς ἐνοχλήσουν μὲ κάθε τρόπο, χωρὶς νὰ ἀποκλείωνται πληγὲς καὶ θανατώσεις˙ ἀληθινὰ ὁ ᾿Ιησοῦς στὸ παρελθὸν εἶχε συναντήσει καλὴ ὑποδοχὴ

ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ κείνους ποὺ ἦταν στὴ Συχὰρ, καὶ ἐξάλλου τὸ γεγονὸς εἶχε συμβῆ περίπου πρὶν ἀπὸ ἐνάμισυ ἔτος, ἔτσι δὲν μποροῦσε νὰ βασισθῆ στὶς παλαιὲς ἐκεῖνες φιλικὲς διαθέσεις. Ἑπομένως, γιὰ νὰ προφυλαχθῆ, ἔστειλε προηγουμένως μερικοὺς ἀπὸ τοὺς µαθητές Του γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὴν κατοικία σὲ ἕνα μὴ ἀναφερόμενο χωριὸ τῆς ἐπικινδύνου περιοχῆς˙ ἀλλὰ ὅ,τι εἶχε φοβηθῇ συνέβη, γιατὶ οἱ Σαμαρεῖτες ἐκείνου τοῦ χωριοῦ, γνωρίζοντας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ Γαλιλαίους κατευθυνοµένους πρὸς την Ἱερουσαλήμ, δὲν θέλησαν νὰ παραχωρήσουν φιλοξενία. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀπάνθρωπη πρᾶξι  οἱ  δυὸ ἀδελφοὶ ᾿Ιάκωβος καὶ Ἰωάννης, ἀναμμένοι ἀπὸ τὸν ἐπιδεικτικὸ ζῆλο, θυμήθηκαν ὅτι εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τὴν δύναμη νὰ κάνουν θαύματα γιὰ τὴν ἐπέκτασι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὸ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ ἂν ἔδινε τὴν συγκατάθεσί Του νὰ κάνουν νὰ πέση φωτιά ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ καύση ἐκείνους τοὺς κακούργους. 

Αὐτὸς ἀντιθέτως, «στραφεὶς ἐπετίμησεν αὐτοῖς, Καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην» (Λουκᾶ 9, 55-56, ἑλλην.)[12]. Ποιὸς ξέρει ἂν αὐτὴ ἡ ἑτέρα κώμη δὲν ἦταν ἀκριβῶς ἡ Συχάρ ;

          γ΄. Οἱ Ἱεροσολυμῖτες ἀναζητοῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.   

Στὸ μεταξὺ  οἱ  πρῶτες ὁμάδες τῶν Γαλιλαίων εἶχαν φθάσει στὴν Ἱερουσαλήμ  οἱ  πολῖτες, ἐγθυμούμενοι τὸ γεγογὸς τῆς Βηθεσδᾶ ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες, ρώτησαν παρευθὺς ἂν εἶχε φθάσει ὁ Ἰησοῦς :

«Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος : Καὶ γογγυσμὸς περὶ αὐτοῦ ἦν πoλὺς ἐν τοῖς ὄχλοις˙ οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν˙ ἄλλοι δὲ ἔλεγον˙ οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον. Οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάννου 7, 11-13). Ἡ σκηνὴ αὐτὴ ζωντανὰ ἱστορική, ἂν καὶ ὀφείλεται στὸν εὐαγγελιστὴ ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ θεωροῦν σὰν ἀφηρημένων ἐννοιῶν ἀλληγοριστή, δείκνει ὅτι ἡ προηγουμένη ἐπίσκεψις τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶχε ἀφήσει ἴχνη ἀρκετὰ βαθιά, δημιουργώντας συμφωνίες καὶ διαφωνίες. ᾿Απροόπτως, ὅταν οἱ μισὲς ἀπὸ τὶς ὀκτὼ μέρες τῆς Σκηνοπηγίας εἶχαν περάσει, ἔμαθαν ὅτι  ὁ  ᾿Ιησοῦς εἶχε φθάσει καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ κηρύττη στὸ αἴθριο τοῦ Ναοῦ. Προσέτρεξαν θαυμαστὲς καὶ κακολόγοι˙ ὅλοι ἀδιακρίτως ἀνεγνώριζαν τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς ὁμιλίας Του. 

᾽Αλλὰ  οἱ  κακολόγοι ἄρχισαν παρευθὺς μὲ ἕνα προκριματικὸ ζήτημα. Δὲν μποροῦσε  νά  εἶναι ἀληθινὰ σοφὸς καὶ πολυµαθής, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε φοιτήσει στὰ σχολεῖα τῶν μεγάλων Ραββὶ καὶ Γραμματέων καὶ εἶχε διδαχθῆ σύμφωνα μὲ τὶς μεθόδους των, γι᾿ αὐτὸ αὐτοὶ διερωτόνταν μὲ δυσπιστία : «Πῶς οὗτος γράμματα οἶδεν μὴ μεμαθηκώς;» Ἔπρεπε  νά  μὴ δώσουν καμιὰ πίστι στὸν αὐτοδίδακτο ἐκεῖνο, ποὺ στὰ θρησκευτικά τολμοῦσε νὰ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ τὴν «παράδοσι».  Ὁ  Ἰησοῦς ἀπήντησε : «Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με. ᾿Εάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἤ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ.  Ὁ  ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ˙ ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστιν, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. Οὐ Μωῦσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον ; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. Τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι : Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος˙ δαιμόνιον ἔχεις τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι ; ᾿Απεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἕν ἔργον ἐποίησα καὶ πάντες θαυµάζετε. Διά τοῦτο Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτοµήν, οὐκ ὅτι ἐκ τοῦ Μωῦσέως ἐστὶν ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. Εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ, ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε, ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ ; Μὴ κρίνενε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ἰωάννου 7, 15-24).

          Ἡ συζήτησις ἀναφερόταν στὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βεθεσδά καὶ στὶς ἀντιρρήσεις ποὺ ἔφεραν  οἱ  Φαρισαῖοι.  Ὁ  Ἰησοῦς, χωρὶς  νά  ἐπανέλθη στὶς ραββινικὲς διατριβές, οὔτε νὰ ἀπαντήση στὴν προσβολὴ ὅτι ἔχει ἕνα δαιμόνιο, ζητεῖ  νά  κάνη τοὺς ἀντιλέγοντες  νά  εἰσδύσουν πιὸ βαθιὰ στὴν ἀληθινὴ σημασία τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου. Καὶ ἡ διαμάχη συνεχίστηκε τόσο ποὺ μερικοὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, γνωρίζοντας καλὰ ποιὸς ἄνεμος ἔπνεε στὴν πόλι, ἀποροῦσαν : Δὲν  εἶναι αὐτὸς ἐκεῖνος ποὺ ἤθελαν νὰ φονεύσουν : Κι ὅμως νὰ ποὺ μιλεῖ δημόσια καὶ δὲν τοῦ λέγουν τίποτα ! Θὰ εἶχαν ἴσως  οἱ  πρεσβύτεροί µας ἀναγνωρίσει ὅτι αὐτὸς εἶναι καθαυτοῦ ὁ Μεσσίας : ᾽Αλλὰ ἐμεῖς ξέρομε ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτός, ἐνῶ ὅταν θὰ ἔλθη ὁ Μεσσίας δὲν γνωρίζει κανεὶς ἀπὸ ποῦ θὰ εἶναι! Ὑπῆρχε πράγματι διαδομένη γνώµη ὅτι ὁ Μεσσίας ἔπρεπε  νά  εἶναι ἕνας ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καὶ νὰ γεννηθῇ στὴ Βηθλεὲμ, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὅτι θὰ εἶχε ἐμφανισθῆ ἀπρόοπτα ἀφοῦ θὰ εἶχε παραμείνει γιὰ μεγάλο διάστημα σὲ ἕνα τόπο σ᾽ ὅλους ἄγνωστο σὲ ἀπόλυτη ἀπομόνωσι[13]

Γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀντιθέτως ἤξεραν πολὺ καλὰ τὸν συνηθισμένο τόπο διαμονῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ  εἶναι ὁ Μεσσίας, 

Ὁ  Ἰησοῦς λοιπὸν ἀπήντησε ἐπικαλούμενος ἀκόμα μιὰ φορὰ τὴν ἐξωγηίνη προέλευσί του καὶ τὴν ἐξουσία ἐκείνου ποὺ τὸν εἶχε ἀποστείλει, «Κἀμὲ οἴδατε καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί˙ καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με,  ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ᾿Εγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ᾽ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν» (Ἰωάννου 7, 28-29), Ὁ ᾿Ιησοῦς πρόφερε τὰ λόγια αὐτὰ μὲ δυνατὴ φωνὴ (ἔκραξεν), σὰν ἐπίσημη δήλωσι. Σὰν τέτοια ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ποὺ τὴν ἑρμήνευσαν -καὶ ἑρμήνευσαν σωστὰ - σὰ μιὰ δήλωσι ἐξωγήινης καὶ θεϊκῆς ὑπάρξεως˙ ἀλλὰ τέτοια δήλωσις ἦταν γι᾿ αὐτοὺς βλασφημία, καὶ γι αὐτὸ σκανδαλισμένοι θύμωσαν καὶ ζήτησαν  νά  πραγματοποιήσουν παρευθὺς τὸ παλαιό των σχέδιο  νά  πιάσουν τὸν ᾿Ιησοῦ. ᾿Αλλὰ «Οὔπω ἐλήλυθεν ἡ ὥρα αὐτοῦ»- παρατηρεῖ  ὁ  πνευματικὸς συγγραφεὺς-ἔτσι κανένας δὲν τόλμησε  νά  τὸν πιάση. Οἱ ἀντίθετοί του πράγματι ἦταν τόσοι ὅσοι καὶ  οἱ  θαυμαστές του˙ ἀλλὰ  οἱ  τε-

λευταῖοι ἀνεθάρρησαν, παρὰ τὴν περιβάλλουσα ἀβεβαιότητα, καὶ ἀνοίγοντας συζήτησι παρετήρησαν : Ὅταν  ὁ  Μεσσίας θὰ ἔλθη, θὰ ἐπιτελέση ἴσως μεγαλύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν θαύματα ;

Ἡ ἀπάντησις αὐτὴ ἦταν μιὰ ὑπόμνησις στὴν ἀκριβῆ πραγματικότητα.

Τὸ ἐπιχείρημα τῶν θαυμάτων, ποὺ ἦταν ἀνατρεπτικὸ καὶ πολὺ ἐπιζητούμενο πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες ὅπως ἀκόμα καὶ σήμερα, ἐπέτυχε καλὸ ἀποτέλεσµα καὶ «πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν». ᾿Εντούτοις  οἱ  ἀντίθετοι ποὺ ἤθελαν νὰ πιάσουν τὸν Ἰησοῦ δὲν ἀπεφάσιζαν καὶ προσέτρεξαν στοὺς ἄρχοντες τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ προβοῦν σὲ μιὰ κανονικὴ σύλληψι˙ ἀλλὰ ἡ ἀποφασιστικὴ στάσις τῶν θαυμαστῶν τοῦ Ἰησοῦ δὲν τοὺς ἐπέτρεφε νὰ προβοῦν σὲ μιὰ πρᾶξι τόσο ἐπικίνδυνη, ποὺ μποροῦσε νὰ προξενήση ἕνα ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς θορύβους ποὺ πολὺ συχνὰ συνέβαιναν στὰ αἴθρια τοῦ Ναοῦ. Καὶ ἐνῶ οἱ φύλακες γυρνοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ἀπαντοῦσε στοὺς ἀντιθέτους Του : «Ἔτι χρόνον μικρὸν μεθ' ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με. Ζητὴσετέ µε καὶ οὐκ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν»,  Ὁ  ᾿Ιησοῦς ἀναφερόταν ἀκόμα στὴν προηγουμένη του διαβεβαίωσι τῆς καταγωγῆς του καὶ τῆς θεϊκῆς του προελεύσεως οἱ ἀντίθετοι, ἀπωθώντας τὴν ἰδέα αὐτή, ἀντίκρυζαν ἕνα ἀκαθόριστο ὑπαινιγμὸ καὶ διερωτόνταν : Θὰ θελήση ἴσως νὰ πάη στὴν ἰουδαϊκὴ διασπορὰ στὸ ἐξωτερικό, γιὰ  νά  διδάξη ἐκεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες ;

Ὁ Ἰησοῦς τό ὕδωρ τῆς ζωῆς 

Στὸ διάστημα αὐτό, κατὰ τὶς 8 μέρες τῆς Σκηνοπηγίας, ἐτελεῖτο κάθε µέρα ἡ λιτανεία ποὺ πήγαινε νὰ ἀντλήση νερὸ στὴν πηγὴ τοῦ Σιλωὰμ. Τὴν τελευταία μέρα, ποὺ ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη, ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὴ λιτανεία καὶ ἔκανε μιὰ ἐφαρμογὴ στὸν ἑαυτό Του καὶ στὴ διδασκαλία Του : «᾿Εάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Γιὰ κάποιο νερὸ εἶχε ἤδη μιλήσει ὁ Ἰησοῦς στὴ Σαμαρείτιδα,  ἀλλὰ ἀκόμα πρὶν ἀπὸ ἕξι αἰῶνες εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ ἴδιο νερὸ ἕνας προφήτης, ἀποδίδοντας στὸ Θεὸ αὐτὸν τὸν θρῆνο :

«Δύο καὶ πονηρά ἐποίησεν ὁ λαός µου :

ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς,

καὶ ὥρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους,

                                      οἱ  οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμίου β΄, 13)

᾿Ακόμα κι αὐτὴ τὴ φορὰ  ὁ  Ἰησοῦς εἶχε μιλήσει μὲ δυνατὴ φωνὴ (ἔκρα-

ξεν) σὲ τόνο ἐπισήμου δηλώσεως, καὶ ἡ δήλωσις ξανάναψε μεταξὺ τοῦ ὄχλου

τὶς πρὶν λίγες μέρες συζητήσεις. Μεταξὺ τῶν θαυμαστῶν Του μερικοὶ βεβαιώνουν : Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ προφήτης ! Ἄλλοι :  εἶναι ὁ Μεσσίας. Οἱ

ἀντίθετοι ὅμως ὀπαντοῦν : Μὰ ποιὸς Μεσσίας ! Μήπως ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ἔρχεται ὁ Μεσσίας ; Δὲν ἔρχεται ἴσως ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, σὰν ἀπόγονος τοῦ Δαυίδ : οἱ  φύλακες τοῦ Ναοῦ ἐπεχείρησαν καὶ πάλιν νὰ πιάσουν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ την πνευματική του δύναµι. Ὅταν οἱ ἄρχοντες καὶ  οἱ  Φαρισαῖοι τοὺς ἐπέπληξαν γιατὶ δὲν Τὸν εἶχαν πιάσει, ἀπήντησαν μὲ ἁπλότητα : «Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος, ὡς οὗτος λαλεῖ ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάννου 7, 46). Οἱ Φαρισαῖοι ἀπήντησαν σαρκαστικά : ᾿Ακόμα καὶ σεῖς ἔχετε ἴσως πλανηθῆ ἀπὸ Αὐτόν : Κοιτάξετε ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ἤ ἀπὸ μᾶς τοὺς Φαρισαίους, πίστευσε σ᾽ αὐτόν ! ᾿Αλλὰ αὐτὸς  ὁ  ὄχλος, ποὺ δὲ γνωρίζει τὸ Νόμο, εἶναι ἐπικατάρατος ! Οἱ  ἐπικατάρατοι τοῦ ὄχλου, ποὺ θαύμαζαν τὸν Ἰησοῦ, ἀποτελοῦσαν τὸν μισαρὸ «λαὸ τῆς γῆς».

Στὴ συζήτησι ἔλαβε µέρος ἀκόμα καὶ  ὁ  συνετὸς Νικόδημος, ποὺ εἶχε µείνει «μεταξὺ τῶν ἐπιφυλακτικῶν». Εἶχε αὐτὸς τὸ θάρρος νὰ ἐπικαλεσθῆ τή νομιμότητα παρατηρώντας : Μήπως  ὁ  Νόμος µας κρίνει ἕνα ἄνθρωπο, ἂν δὲν τὸν ἔχη ἀκούσει προηγουμένως καὶ μάθει τί κάνει;  Ἀλλὰ ἀκόμα καί στὸ Νικόδηµο, ἀπήντησαν σαρκαστικά ; Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐρεύνησε καὶ θὰ πεισθῆς ὅτι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν βγαίνει προφήτης. Τὸ πνεῦμα τοῦ τοπικισμοῦ τῶν Ιουδαίων ἦταν ὁ πρόδρομος τοῦ ἐθνικιστικοῦ πνεύματος τῶν εἰδωλολατρῶν. Τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο θὰ συμφωνήσουν ἀργότερα γιὰ νὰ ἀποφανθοῦν ὅτι «ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν βγαίνει προφήτης» καὶ θὰ ἐκφέρουν τὴ γνώμη των χωρὶς πρώτα ν᾽ ἀκούσουν τὸν κατηγορούμενο

καὶ χωρὶς  νά  ἐρευνήσουν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε.

Ὁ Ἰησοῦς τό φῶς τοῦ κόσμου

Μιὰ ἄλλη περίπτωσις τῆς ἑορτῆς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Ἰησοῦ νὰ παρουσιάση τὸν ἑαυτό Του καὶ τὴν διδασκαλία Του. ᾿Απὸ τὸ ἑσπέρας τῆς πρώτης μέρας τῆς Σκηνοπηγίας  ὁ  λαὸς ἔτρεχε στὸ ἐξωτερικὸ αἴθριο τοῦ Ναοῦ φέρνοντας κλαδιὰ φοίνικος, μυρτιᾶς καὶ ἰτιᾶς˙ μόλις σκοτείνιαζε οἱ ἱερεῖς ἄναβαν μεγάλες λαμπάδες κρεμώντας τις ἀπὸ ὑψηλὰ κηροπήγια καὶ παρευθὺς ὁ ὄχλος ἄναβε ἀναρρίθμητα ἄλλα φῶτα κάθε εἴδους. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὴ τὴ φωτοχυσία ἐξελίσσονταν χαρμόσυνοι ἑορτασμοί, τῶν ὁποίων τὴν πρώτη σειρὰ κρατοῦσαν χοροὶ ποὺ γίνονταν στὸ μέσο τοῦ αἰθρίου, ἐνῶ οἱ Λευΐτες τοποθετημένοι στὴ σειρὰ στὶς βαθμίδες τοῦ ἐσωτερικοῦ αἰθρίου ἔψαλλαν ἱεροὺς ὕμνους : Οἱ χοροὶ γίνονταν ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ ἔθνους καὶ τοὺς πιὸ διασήµους νοµοδιδασκάλους, ποὺ ἁμιλλόνταν ποιὸς θὰ χορέψη περισσότερο κρατώντας ἀναμμένους πυρσοὺς στὰ χέρια. Οἱ λάµψεις τῆς χαρµόσυνης ἐκείνης νύκτας παρέμεναν στὰ μάτια τοῦ ἑορτάζοντος ὄχλου ἀκόμη καὶ κατὰ τὶς ἑπόμενες ὀκτὼ μέρες καὶ σὲ μιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς µέρες ὁ Ἰησοῦς ἐφήρμοσε τὴν τελετὴ στὸν ἑαυτό Του. Ποιὰ μέρα ἦταν δὲν μᾶς εἶπαν, ἀλλὰ  ὁ  ᾿Ιωάννης (8, 19-59), ποὺ τοποθετεῖ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἔπειτα ἀπὸ τὰ ἄλλα τῆς ἴδιας ἑορτῆς, κάνει πιθανὸν αὐτό, γιατὶ βλέπει σ᾽ αὐτὸ μιὰ σκόπιμη προετοιμασία στὸ ἑπόμενο ἐπεισόδιο τοῦ τυφλοῦ, ποὺ λαμβάγει τὸ φῶς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.

Μιὰ μέρα λοιπόν, εὑρισκόμενος στὴν αὐλὴ τοῦ θησαυροῦ δίπλα στὸ «αἴθριον τῶν γυναικῶν»,  ὁ  ᾿Ιησοῦς εἶπε στοὺς ᾿Ιουδαίους : «᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Ὅπως πρὶν εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ νερὸ ἀναφερόμενος στὴν τελετὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἔτσι τώρα μιλοῦσε γιὰ τὸ φῶς μὲ ἀνάλογη ἀναφορά, Οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἀπήντησαν ὅτι κανένας δὲν ὑποχρεωνόταν  νά  Τὸν πιστεύση, γιατὶ ὁ Ἴδιος μαρτυροῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ ἡ μαρτυρία Του δὲν ἦταν ἀληθινή. ᾽Ακολούθησε συζήτησις (Πρβλ. Ἰωάννου 8, 20-21 μὲ 8, 30- 31), ποὺ θὰ πρέπη νὰ διαβασθῆ ὁλόκληρη στὸ πρωτότυπο κείμενο. Οἱ βασικὲς διαβεβαιώσεις τοῦ Ἰησοῦ εἶναι  οἱ  ἑξῆς.

Ἡ θεόθεν διαβεβαίωση

ἐγγυᾶται τήν Μεσσιανικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Τὴν μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται  ὁ  οὐράνιός του Πατέρας˙ ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν γνωρίζουν τὸν Πατέρα, γιατὶ δὲ γνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ. ᾽Εν τούτοις ὁ καιρὸς ἐπείγει: Ὁ Ἰησοῦς θὰ ἀπομακρυνθῆ γιὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους κι αὐτοὶ θὰ ἀποθάνουν πεισματωμένοι στὴν ἁμαρτία ὅτι δὲν εἴχαν ἀναγνωρίσει τὴν ἀποστολή Του. Αὐτοὶ εἶναι «ἐκ τῶν κάτω» καὶ ἐκ τοῦ κόσμου˙ ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ἐκ τῶν ἄνω» καὶ ὄχι ἐκ τοῦ κόσμου. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο οἱ ᾿Ιουδαῖοι, εἰρωνικά, Τοῦ ἀπευθύνουν τὴν ἴδια ἐρώτησι, ποὺ ἤδη  οἱ

ἀπεσταλμένοι των εἶχαν ἀπευθύνει στὸν ᾿Ιωάννη τὸν Βαπτιστὴ : «Σὺ τίς εἶ;», ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾷ : «Τὴν ἀρχὴν ὅ,τι καὶ λαλῶ ὑμῖν ;» ἡ φράσις ἀποφεύγει μιά ἀκριβή καί σαφή δήλωση, πού ἀντιθέτως περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ  νά  μπορέσουν νὰ κατέλθουν παρευθὺς σὲ βιαιότητες ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως πράγματι θὰ συμβῇ στὸ τέλος τῆς συζητήσεως. Κι ὅμως -συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς-ὅταν οἱ ᾿Ιουδαῖοι «ὑψώσωσιν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» τότε θὰ γνωρίσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», πιστὸς ἐκτελεστὴς τῆς ἀποστολῆς, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Πατέρα.  

Ἡ ὁλοκληρωτικὴ αὐτὴ ἐγκατάλειψις στὴ θέλησι τοῦ Πατέρα ξενίζει πολλοὺς ἀκροατές, ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτόν. Στοὺς νέους πιστοὺς ἀπευθύνεται ἔπειτα  ὁ  Ἰησοῦς, ἀλλὰ παρευθὺς ἐπεμβαίνουν ἄλλοι παρόντες, ποὺ παρέμειναν ἀντίθετοι. Παραδεχόμενοι τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἰησοῦ -λέγει αὐτὸς- ἀποκτᾶται ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ αὐτὴ συνίσταται ὄχι πιὰ στὸ  νά   εἶναι κανεὶς ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ, ἀλλὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅποιος  εἶναι ἀληθινὸς ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραὰμ ἐκτελεῖ τὰ δίκαια ἔργα τοῦ ᾿Αβραὰμ καὶ δὲ ζητεῖ νὰ φονεύση τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἔχει σταλῆ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Δὲ φθάνει  νά  αὐτοανακηρύσσεται κανεὶς- ὅπως κάνουν  οἱ  ἀντίθετοι-υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἀκόμα καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ δέχεται τὶς διδασκαλίες Του, γιατὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ ἀπεστάλη ἀπὸ αὐτόν˙ ὅποιος δὲν ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ δείχνει ὅτι ἔχει γιὰ πατέρα τὸν διάβολο, ποὺ ὑπῆρξε ἀνθρωποκτόνος ἐξαρχῆς καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους, Ἄν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγη τήν ἀλήθεια, γιατί δὲν Τὸν πιστεύουν ; Ποιὸς μπορεῖ  νά  Τὸν ἐλέγξη γιὰ ἁμαρτία; Ὅποιος  εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ˙  ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀντίθετοι δὲν ἀκούουν τὸν ᾿Ιησοῦ, γιατὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό. 

Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ λογοµαχία γίνεται πιὸ ἔντονη. Οἱ Ἰουδαῖοι αἰσθάνονται τὰ κτυπήματα καὶ ἀντιδροῦν, ὄχι μὲ ἀποδεικτικὰ ἐπικειρήματα, ἀλλὰ μὲ ὕβρεις. Καὶ ἀπαντοῦν : «Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρίτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις : ᾿Απεκρίθη ὁ Ἰησοῦς ἐγὼ δαιµόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα µου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. Ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου˙ ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων.  ᾿Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν ἐμὸν λόγον τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήση εἰς τὸν αἰῶνα˙ εἶπαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι˙ νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιµόνιον ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανεν καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις˙ ἐάν τις τὸν λόγον µου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα. Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾽Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανεν ; Καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον˙ τίνα σεαυτὸν ποιεῖς ; ᾿Απεκρίθη Ἰησοῦς˙ ἐὰν ἐγὼ δοξάσω ἐμαυτόν, ἡ δόξα µου οὐδέν ἐστιν˙ ἔστιν ὁ πατήρ µου ὁ δοξάζων µε, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ἡμῶν ἐστιν, καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν, ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. Κἂν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῖν ψεύστης' ἀλλὰ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. ᾽Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδεν καὶ ἐχάρη. Εἶπαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν˙ πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾿Αβραάμ ἑώρακας ;  Εἶπεν αὐτοῖς Ἰησοῦς ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι».

Ἡ συζήτησις τελείωσε. Ὁ Ἰησοῦς ἀνακηρύχθηκε προγενέστερος τοῦ ᾿Αβραάμ, καὶ ἑπομένως καὶ ὁλοκλήρου τοῦ Ἑβραϊσμοῦ τοῦ ὁποίου ὁ ᾿Αβραὰμ, ἦταν ὁ Γενάρχης. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔπρεπε νὰ παραδεχθοῦν τὴ διαβεβαίωσί Του, πιστεύοντας σ᾿ Αὐτόν ἢ διαφορετικὰ νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι μεταγενέστερος καὶ καί κατώτερος τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, καὶ ἑπομένως ὑποκείμενος στοὺς νόμους του. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν ἑβραϊκὸ Νόμο (Λευϊτικὸν 24, 16), ἡ βλασφημία πρέπει νὰ τιμωρῆται μὲ λιθοβολισμό, γι’ αὐτὸ οἱ ᾿Ιουδαῖοι, πού, κατὰ τὴ γνώµη τους, ὁ Ἰησοῦς ἐβλασφήμησε ἀνακηρυσσόμενος προγενέστερος τοῦ ᾿Αβραάμ, µποροῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὸ Νόμο : «Ἦραν οὖν λίθους, ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν' Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Ἐξόδου 23, 16˙ 34, 22 καί Λευϊτικό 23, 34 καί ἑξῆς.

[2] Δευτερονομίου 16, 13.

[3] Ἐξόδου 23, 26 καί 34, 22.

[4] Λευϊτικό 23, 34.

[5] Λευϊτικό 23, 36. 39

          [6] Ἀμώς 5, 23.

[7] Θρήνοι 2, 7.

[8] Πρβλ. Πλουτάρχου Συμπόσιο Βιβλίο IV, 6 :«Πρῶτον μέν’ ἔφη τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ' αὐτοῖς  ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν <ἄγοντες> ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ' ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ ἂν δι'  αἰνιγμάτων ἀλλ' ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ'  αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ' ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσονομάζουσιν»

[9] Ἰωάννου 8, 12.

[10] Ψαλμός 118, 27.

[11] Ἰωάννου 7, 37-38

          [12] Μερικοὶ κώδικες, στὴν πρότασι νὰ κάνουν νὰ πέση τὸ πῦρ, προσθέτουν : «ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησεν»˙ ἄλλοι στὸ ἐπετίμησεν προσθέτουν «καὶ εἶπεν˙ οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς˙ ὁ  νά ρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν ψυκὰς ἀνθρώπων ἀπωλέσαι ἀλλὰ σῶσαι». Τὰ λόγια αὐτὰ ἐκρίθησαν κοινῶς παρεμβολὲς µαρκιωνιστικῆς προελεύσεως καὶ γι’ αὑτὸ ἀποκλείονται ἀπὸ τὶς νεώτερες κριτικὲς ἐκδόσεις˙ ἐξάλλου ἡ οὐσιαστική των ἔννοια περιέχεται ἤδη   στὸ προηγούμενο ἐπετίμησεν.

       [13] Πρβλ. ᾿Ιουστίνου, Διάλογος πρὸς Τρύφ. 8 καὶ 110 ἄλλες μαρτυρίες στὸ Strack καί Billerbeck, μνημ, ἔργο, τόμ, 2, σελ. 489.

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images