Ὁ Θεός εὐλογεῖ καί σώζει ὅσους Τόν σέβονται
καί τηροῦν τίς ἐντολές Του
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
- Τό σχολεῖο τοῦ Βασιλιᾶ
Δανιήλ 1,1-6.
Οἱ Βαβυλώνιοι αἰχμαλώτιζαν Ἑβραίους ἀπό διάφορες φυλές. Τούς ἔφερναν στή Βαβυλώνα καί τούς ἀνάγκαζαν νά ζοῦν ἐκεῖ. Οἱ τελευταῖοι αἰχμάλωτοι πού ἔφτασαν στήν Βαβυλώνα, ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ναβουχοδονόσορας εἶχε διατάξει τούς ἀξιωματικούς του νά αἰχμαλωτίζουν τά παιδιά τῶν πιό πλούσιων οἰκογενειῶν τοῦ Ἰσραήλ νά σχηματίζουν ὁμάδες μ’ αὐτά καί νά τά πηγαίνουν στήν πόλη του, τήν Βαβυλώνα.. Τά παιδιά αὐτά ἔπρεπε νά εἶναι ὑγιῆ, ὄμορφα καί ἔξυπνα. Ἐκεῖ, ὁ Βαβυλώνιος βασιλιάς, εἶχε δημιουργήσει ἕνα εἰδικό σχολεῖο. Τά παιδιά αὐτά θά διδάσκονταν ἀπό Βαβυλώνιους δασκάλους γιά τρία χρόνια. Μετά, οἱ καλύτεροι θά μποροῦσαν νά γίνουν σύμβουλοι τοῦ βασιλιᾶ. Ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα αἰχμαλωτίστηκαν τέσσερα παιδιά. Ἦταν ὁ Δανιήλ, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας καί ὁ Μισαήλ.
Μόλις ἔφτασαν στή Βαβυλώνα, ἐνσωματώθηκαν μέ τά ἄλλα παιδιά. Ζοῦσαν πιά ἐλεύθεροι. Ἐπειδή, ὅμως, ἦταν Ἑβραῖοι, κάποιες φορές, ἀντιμετώπιζαν δυσκολίες.
* * * * *
- Οἱ τέσσερις μαθητές
Δανιήλ 1, 7-8
Παρά τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια, οἱ Τέσσερις νέοι ἦταν περήφανοι γιά τήν καταγωγή τους. Ὅλοι μαζί, ἀναδείχτηκαν στά πιό ἔξυπνα παιδιά πού εἶχαν ἔρθει στή Βαβυλώνα. Διδάχτηκαν ἱστορία, γραφή καί τή γλώσσα τῶν Χαλδαίων, τήν Βαβυλωνιακή γλώσσα. Οἱ Βαβυλώνιοι ἄλλαξαν τά ὀνόματά τους, ἐπειδή ἦταν Ἰσραηλιτικά. Γι’ αὐτό τόν Δανιήλ τόν ὀνόμασαν Βαλτάσαρ, τόν Ἀνανία, Σεδράχ, τόν Ἀζαρία, Ἀβδεναγώ καί τόν Μισαήλ, Μισάχ.
Ὁ ἀρχιεπιστάτης τοῦ βασιλιᾶ, ὁ Ἀσφανέζ, ἦταν αὐτός, πού τούς χάρισε τά καινούρια ὀνόματα. Ὁ βασιλιάς διέταξε οἱ μαθητές του νά τρῶνε ὅ,τι καλύτερο ὑπῆρχε. Ἔτσι, προτίμησαν νά τρῶνε κάθε μέρα φρέσκα λαχανικά καί νωπό κρέας, πίνοντας βασιλικό κρασί.
Ὑπῆρχε ὅμως ἕνα πρόβλημα. Ὁ Κύριος, μέσω τοῦ Μωϋσῆ, εἶχε ἀπαγορεύσει στούς Ἰσραηλῖτες νά τρῶνε νωπό κρέας. Ἔτσι ὁ Δανιήλ καί οἱ τρεῖς φίλοι του, δέν μποροῦσαν νά φᾶνε τά βασιλικά ἐδέσματα. Εἶχαν μάθει αὐτούς τούς κανόνες, ὅταν ἦταν μικροί ἀκόμη, κοντά στίς οἰκογένειές τους, στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Δανιήλ, ἔχοντας τό καλά στό μυαλό του, προτίμησε νά μήν παραβεῖ τόν λόγο τοῦ Κυρίου.
* * * * *
- Ἀπόφαση πίστεως
Δανιήλ 1, 9-13
Ὁ Δανιήλ ἀπευθύνθηκε στόν Ἀσφανέζ, δείχνοντάς του τά φαγητά στό τραπέζι, τοῦ εἶπε: “Σᾶς παρακαλῶ! Θέλω τή βοήθειά σας. Δέν μπορῶ νά ἀκολουθήσω τίς διαταγές τοῦ Βασιλιά”.
Ὁ Κύριος ἁπάλυνε τήν καρδιά τοῦ Ἀσφανέζ. Καθόταν καί ἄκουγε τό παιδί, θέλοντας νά τό βοηθήσει. Τοῦ ἀπάντησε: “Δέν μπορεῖς νά τό κάνεις αὐτό Δανιήλ. Ἄν τό ἀνακαλύψει ὁ βασιλιάς, ὅτι δηλαδή σέ κάλυψα νά παραβεῖς τήν διαταγή του, θά μέ σκοτώσει. Τί θά κάνω ὅταν δεῖ τά πρόσωπά σας νά εἶναι χλωμά καί ἀδύνατα, σέ σχέση μέ τῶν ἄλλων παιδιῶν;”
Ὁ Δανιήλ σώπασε καί ὁ Ἀσφανέζ ἔβαλε τόν βοηθό Του, τόν Ἀμελσάδ, νά τούς προσέχει. Ξαφνικά ὁ Δανιήλ πετάχτηκε καί φώναξε: “Ξέρω!” Ἄρχισε νά παρακαλεπι τόν Ἀμελσάδ νά τόν ἀκούσει καί τοῦ εἶπε: “Μπορεῖς νά μᾶς δοκιμάσεις δέκα μέρες; Τάϊσέ μας μόνο λαχανικά καί ὄσπρια. Φέρε μας νερό καί ὄχι κρασί. Ὅταν περάσουν οἱ δέκα ἡμέρες, κοίταξέ μας στήν ὄψη, ἄν εἴμαστε καλύτεροι ἤ χειρότεροι ἀπό τά ἄλλα παιδιά, πού τρῶνε τά βασιλικά φαγητά. Μετά ἀποφασίζεις τί φαγητά θά πρέπει νά τρῶμε. Σέ παρακαλῶ Ἀμελσάδ! Δοκίμασε καί βλέπεις”.
Ὁ Ἀμελσάδ γύρισε πρός τόν Ἀσφανέζ. Ἐκεῖνος τοῦ κούνησε τό κεφάλι πώς συμφωνεῖ, καί ἡ δοκιμασία - ἄρχισε.
* * * * *
- Ἡ ἐπιτυχία
Δανιήλ 1,14-20
Ὁ Ἀμελσάδ κράτησε τό λόγο του καί, γιά δέκα ἡμέρες, ἐπέτρεψε στά τέσσερα παιδιά νά τρῶνε μόνο ὄσπρια καί νά πίνουν μόνο νερό. Τήν ἑνδέκατη ἡμέρα πῆγαν νά τούς δεῖ ὁ Ἀσφανέζ. Ὁ Ἀσφανέζ δέν μποροῦσε νά πιστέψει στά μάτια του! Ὁ Δανιήλ καί οἱ τρεῖς ψίλοι του ἦταν καλύτεροι ἀπό τά ἄλλα παιδιά. Τό πρόσωπό τους ἦταν ροδοκόκκινο, τό χαμόγελό τους ἔλαμπε, τά μάτια τούς σπινθήριζαν. Τά ἄλλα παιδιά ἐνίωσαν ἄσχημα ὅταν εἶδαν τούς τέσσερις φίλους νά σφύζουν ἀπό ὑγεία καί εὐρωστία. Ὁ Ἀσφανέζ γύρισε στόν Ἀμελσάδ καί τοῦ εἶπε πώς, γιά τά ἑπόμενα τρία χρόνια, τά παιδιά θά μποροῦσαν νά τρῶνε μόνο ὄσπρια καί νά πίνουν μόνο νερό. Ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ὁ Κύριος εὐλογοῦσε καί φρόντιζε τά τέσσερα παιδιά. Τούς χάριζε δύναμη καί σοφία. Στό τέλος, ἔμαθαν τά πάντα γιά τήν Βίβλο, τήν ἱστορία καί τήν γλώσσα τῶν Βαβυλωνίων. Ὁ Δανιήλ ἔφτασε σέ σημεῖο νά ἐξηγεῖ καί ὄνειρα κάποιων συνανθρώπων του. Τόση ἦταν ἡ σοφία του. Ὅταν πέρασαν τά τρία χρόνια, ὁ Ἀσφανέζ παρουσίασε ὅλα τά παιδιά στόν βασιλιά Ναβουχοδονόσορα. Ο Βασιλιάς ἐξέτασε τήν μόρφωσή τους, βάζοντας πολύ δύσκολα ἐρωτήματα καί πολλά. Οἱ σοφότερες ἀπαντήσεις τῶν παιδιῶν, ἦταν οἱ ἀπαντήσεις ἀπό τόν Δανιήλ, τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ. Ἔτσι, ὁ Ναβουχοδονόσορας τούς ἔκανε συμβούλους του.
* * * * *
- Οἱ Τρεῖς Πιστοί
Δανιήλ 3, 1-18
Πέρασαν πολλά χρόνια καί ὁ Ναβουχοδονόσορας ξέχασε τόν Ἀληθινό Θεό τοῦ Δανιήλ. Ἔφτιαξε ἕνα τεράστιο ἄγαλμα ἀπό χρυσό καί τό ἔστησε. Τό ὀνόμασε Θεό του, καί ἐξέδωσε διαταγή νά τόν προσκυνήσουν οἱ ὑπήκοοι του ὡς Θεό τους. Ἡ διαταγή ἦταν σαφής :
Ὅποτε ἀκουστεῖ ἡ μουσική πού ἔπαιζε ἡ βασιλική ὀρχήστρα, ὁ καθένας ἀπό τούς ὑπηκόους του ἔπρεπε νά πέσει στό χῶμα καί νά προσκυνήσει τό ἄγαλμα αὐτό. Ὅποιος δέν προσκυνοῦσε, θά ριχτεῖ στό καιόμενο καμίν.
Μετά ἀπό λίγο καιρό, ἄνθρωποι τοῦ βασιλιᾶ εἶδαν πώς ὁ Ἀνανίας, ὁ ὁ Ἀζαρίας καί ὁ Μισαήλ δέν προσκυνοῦσαν ὡς Θεό τό χρυσό ἄγαλμα. Ἄν ἔκαναν κάτι τέτοιο, θά παρέβαιναν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἔλεγε: “Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου. Μήν φτιάξεις ἀγάλματα καί προσκυνήσεις ἄλλους θεούς”.
Μόλις τό ἔμαθε ὁ Ναβουχοδονόσορας, ἔστειλε νά τούς συλλάβουν. Ἀφοῦ τούς ἔφεραν μπροστά του, τούς φώναξε μέ τά Βαβυλωνιακά τους ὀνόματα: “Σεδράχ, Μισάχ καί Ἀβδεναγώ, εἶναι ἀλήθεια πώς δέν προσκυνᾶτε τόν Θεό μου;” Οἱ τρεῖς ἄνδρες τοῦ ἀπάντησαν μέ ἠρεμία: “Δέν τόν προσκυνοῦμε καί οὔτε φοβόμαστε γι’ αὐτό. Ἀκόμη κι ἄν μᾶς ρίξεις στό καμίνι, ὁ Κύριος Θά μᾶς σώσει!”
* * * * *
- Τό Καμίνι
Δανιήλ 3, 19-30
Ὁ Ναβουχοδονόσορας ἄναψε ἀπό θυμό καί διέταξε τούς στρατιῶτες νά δέσουν τούς τρεῖς ἄνδρες σφιχτά. “Πάρτε τους! Καί κοιτάξτε νά ἀνάψετε τή φωτιά στό καμίνι, ἑφτά φορές, ἀπ’ ὅσο τήν ἀνάβετε συνήθως”. Οἱ στρατιῶτες ὑπάκουσαν καί ἔριξαν τούς φίλους του Δανιήλ στό καμίνι. Ὅμως ὁ Κύριος σήκωσε τίς φλόγες καί τούς ἔκαψε. Τότε ὁ βασιλιάς εἶδε Κάτι φοβερό! Ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας καί ὁ Μισαήλ καί περπατοῦσαν ἀνάμεσα στίς φλόγες καί δέν καίγονταν. Μαζί τους ὑπῆρχε κι ἕνας τέταρτος ἄνδρας, πού εἶχε θεϊκή μορφή καί ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τή φωτιά. Θά μποροῦσε νά εἶναι ἄγγελος, σταλμένος ἀπό τόν Θεό, γιά νά τούς σώσει!” σκέφτηκε ὁ βασιλιάς καί τούς φώναξε νά βγοῦν ἔξω ἀπό τή φωτιά. Ὅταν βγῆκαν, ὁ τέταρτος ἄνδρας εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Καί οἱ τρεῖς τους ἦταν σῶοι. Οὔτε μία τρίχα ἀπ’ τό κεφάλι τους δέν πείραξε ἡ φωτιά.
Ὁ Ναβουχοδονόσορας ἔσκυψε τό κεφάλι του καί εἶπε: “Ἀπίστευτο! Εὐλογητός ὁ Θεός σας! Εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός, πού σώζει τούς πιστούς Του!” Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀπαγόρεψε σ’ ὅλους νά μιλᾶνε ἄσχημα γιά τόν Θεό τῶν Ἑβραίων.
* * * * *
- Ὁ Δανιήλ στό λάκκο τῶν λιονταριῶν
Δανιήλ 6,1-28
Ὁ βασιλιάς Δαρεῖος, γιά νά κυβερνήσει καλύτερα τό βασίλειό του, διόρισε ἑκατόν εἴκοσι Σατράπες. Οἱ Σατράπες λογοδοτοῦσαν σέ τρεῖς Ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἐνημέρωναν τόν βασιλιά. Ἕνας ἀπό τούς τρεῖς, ἦταν ὁ Δανιήλ.
Ὁ Δανιήλ εἶχε γεράσει ἀρκετά πιά. Ὑπηρέτησε τόν Κύριο μέ ὅλη του τήν καρδιά, τήν σκέψη καί τήν ψυχή. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Εἶχε δεῖ πολλά θαύματα καί ὁ Κύριος τόν φώτιζε καί τόν εὐλογοῦσε. Ἡ σοφία καί ἡ καλωσύνη του ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τόν Δαρεῖο, ὁ ὁποῖος θέλησε νά τόν κάνει ἐπικεφαλῆς ὅλων. Αὐτό δυσαρέστησε τούς ἄλλους σύμβουλους. Ἄρχισαν νά ψάχνουν γιά κάποιο λάθος του, ἀλλά δέν βρῆκαν. Ἤθελαν νά τόν μειώσουν στά μάτια τοῦ βασιλιᾶ. Σκέφτηκαν λοιπόν νά τόν παγιδεύσουν.
Αὐλικοί, Τοπάρχες, Σατράπες μαζεύτηκαν καί πῆγαν στόν Δαρεῖο. “Μεγαλειότατε, πρέπει νά ὑπογράψεις αὐτή τή διαταγή. Λέει πώς εἶσαι Θεός. Γιά τίς ἑπόμενες τριάντα ἡμέρες ἀπαγορεύεται νά προσευχηθεῖ κανείς σέ ἄλλο Θεό, ἐκτός ἀπό σένα. Ὁ παραβάτης, θά ρίχνεται στά λιοντάρια” τοῦ εἶπαν. Ἡ ἰδέα ἄρεσε στόν βασιλιά καί ὑπέγραψε.
Ὁ Δανιήλ ἔμαθε γιά τήν διαταγή, ἀλλά συνέχισε νά προσεύχεται. Προσευχόταν τρεῖς φορές τήν ἡμέρα. Γονάτιζε πρός τήν Ἱερουσαλήμ καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τίς εὐλογίες Του. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά ‘ρθεῖ σύντομα ἡ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Ἑβραίων στήν Ἱερουσαλήμ.
Κάποια φορά τόν εἶδαν οἱ ἐχθροί του καί τόν πῆγαν στό βασιλιά! Μόλις παρουσιάστηκαν τοῦ εἶπαν: “Μεγαλειότατε! Θυμᾶσαι τή διαταγή σου γιά τήν λατρεία τῶν Θεῶν; Ὁ Δανιήλ δέν ὑπάκουσε! Προσεύχεται ἀκόμη στόν Θεό του!” Μόλις τό ἄκουσε ὁ Δαρεῖος, κατάλαβε πώς ὅλοι τους εἶχαν παγιδέψει τόν Δανιήλ. Ὅλη τήν ἡμέρα προσπαθοῦσε νά βρεῖ τρόπο σωτηρίας τοῦ Δανιήλ. Δέν μποροῦσε ὅμως νά κάνει τίποτε, γιατί οἱ βασιλικές διαταγές δέν ἀκυρώνονταν. Ὁ Δαρεῖος συμπαθοῦσε τόν Δανιήλ καί τοῦ εἶπε: “Λυπᾶμαι! Δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Εὔχομαι ὁ Θεός σου νά σέ σώσει”.
Οἱ φρουροί τόν πῆραν καί τόν ἔρριξαν στά ἄγρια λιοντάρια. Μετά σκέπασαν τό ἄνοιγμα τοῦ λάκκου μέ μία τεράστια πέτρα κι ἔφυγαν. Ὁ Δαρεῖος δέν ἔφαγε τό βράδυ, οὔτε ἄκουσε μουσική. Λυπόταν γιά τόν Δανιήλ.
Τό ἑπόμενο πρωί, μέ τό ξημέρωμα, ἔτρεξε στόν λάκκο τῶν λιονταρῶν, γιά νά δεῖ τί ἔπαθε ὁ Δανιήλ. Ἔφτασε στήν πέτρα καί φώναξε: “Δανιήλ, ὑπηρέτη τοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ! Μπόρεσε ὁ Κύριός σου νά σέ σώσει;” Μία φωνή ἀκούστηκε: “Ναί βασιλιά μου! Μέ ἔσωσε! Ὁ Θεός ἔστειλε ἄγγελο, πού ἔκλεισε τά στόματα τῶν λιονταριῶν. Ὁ Κύριος μέ προστάτεψε. Εἶμαι σῶος καί ἀσφαλής! Βασιλιά μου, δέν ἔχω κάνει τίποτε κακό!”
Ὁ Δαρεῖος διέταξε Τούς φρουρούς νά σηκώσουν ἀμέσως τήν πέτρα καί ὁ Δανιήλ βγῆκε, χωρίς νά χεῖ οὔτε μία γρατζουνιά. Μετά τούς διέταξε νά συλλάβουν ὅλους, ὅσους εἶχαν παγιδέψει τόν Δανιήλ καί νά τούς ρίξουν στά λιοντάρια. Τούς συνέλαβαν καί τούς ἔριξαν στό λάκκο. Ἀμέσως τά λιοντάρια τούς κατέσχισαν.
Μετά ἀπό λίγο ὁ βασιλιάς Δαρεῖος ἔβγαλε καινούρια διαταγή: “Παντοῦ μέσα στό βασίλειο, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σέβονται τόν Θεό τοῦ Δανιήλ. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός Θεός. Αὐτός πού ζεῖ καί κάνει θαύματα. Μέ ἕνα τέτοιο θαῦμα ἔσωσε τόν Δανιήλ ἀπό τά λιοντάρια. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ Αὐτοῦ δέν θά ‘χεῖ τέλος”.
* * * * *
Καί οἱ τέσσερις ἔδειξαν πιστότητα στό Θεό, διεφύλαξαν τήν ἀκεραιότητα τῆς ψυχῆς τους καί ὁ Θεός τούς προστάτεψε καί τούς ἀνύψωσε.