Εἰσοδικό στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ
Ἡ τελευταία Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι γνωστή σ’ ὅλους τούς Χριστιανούς ὡς Κυριακή τῶν Βαίων. Ὁρίσθηκε σέ ἀνάμνηση τῆς πρό τοῦ Πάθους θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἱερουσαλήμ, κατά τήν ὁποία ὁ Ἰουδαϊκός λαός ἔκπληκτος ἀπό τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, τό ὁποῖο πρίν λίγο καιρό εἶχε συμβεῖ, ὑπεδέχθηκε ἐνθουσιωδῶς τόν Κύριο μετά «βαίων καί κλάδων». Κατά μίμηση τῆς θριαμβευτικῆς ἐκείνης ὑποδοχῆς κρατᾶμε καί ἐμεῖς κατά τήν ἡμέρα αὐτή κλάδους δάφνης, ὑποδεχόμενοι τόν Κύριο ὡς νικητή καί θριαμβευτή βασιλέα, ὄχι βεβαίως κοσμικό, ὅπως τόν φαντάζονταν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλ’ ὡς αἰώνιο πνευματικό βασιλέα.
Ἡ εἴσοδος ὅμως τοῦ Κυρίου στήν Ἱερουσαλήμ ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πορείας Του πρός τό Πάθος. Ἤδη οἱ Ἀρχιερεῖ, Γραμματεῖς (Νομοδιδάσκαλοι) καί οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει τήν θανάτωσή Του (Ἰωάννου ια΄ 47-57) καί ὁ Ἰούδας τήν προδοσία (Ἰωάννου ιβ΄ 3-8. Ματθαίου κστ΄ 14-16). Γιά αὐτό ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ προεόρτια ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Αὐτό φαίνεται περισσότερο στόν Ἑσπερινό, ὁ ὁποῖος τελεῖται τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς καί ὁ ὁποῖος εἶναι μέν ἡ ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων, συγχρόνως ὅμως εἶναι ἡ ἔναρξη τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Διά αὐτό, ἐνῷ στό «Κύριε ἐκέκραξα» ἐπαναλαμβάνονται ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων, τά ἰδιόμελα τῶν Ἀποστίχων μᾶς καλοῦν νά μεταβοῦμε ἀπό τήν μία ἑορτή στήν ἄλλη:
«Ἐκ βαΐων καί κλάδων
ὡς ἐκ θείας ἑορτῆς
εἰ θείαν μεταβάντες ἑορτήν...»
Τό δέ Τριώδιο ὁ Κανόνας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, τό ὁποῖο ψάλλεται στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀναφέρεται πλέον στά θέματα τῆς Μεγάλης Δευτέρας, τόν πάγκαλο Ἰωσήφ καί τήν ξηρανθεῖσα συκή, καί μᾶς καλεῖ νά ὑποδεχθοῦμε τόν οὐράνιο καί αἰώνιο Βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἔρχεται πρός τό Πάθος.
Ἀποτελεῖ λοιπόν ἡ Ἀκολουθία αὐτή τόν συνδετικό κρίκο καί τήν μετάβαση ἀπό τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων στήν Μεγάλης Ἑβδομάδα. Μέ αὐτή ἡἘκκλησία μας ἀνοίγει τήν πύλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἄς εἰσέλθουμε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ἑορτολόγιου μας, γιά νά δοῦμε τόν Κύριο ἐρχόμενο πρός τό Πάθος, πού ἄφησε στούς μαθητές Του τίς τελευταῖες Του ὑποθῆκες, καί παρέδωσε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, παραδιδόμενο καί συλλαμβανόμενο, ἐμπαιζόμενο καί ὑβριζόμενο, σταυρούμενο καί ἀποθνήσκοντα, θαπτόμενο καί ἀνιστάμενο.
«Συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν... ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ..».
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ἡ Μεγάλη Δευτέρα εἶναι ἀφιερωμένη στήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ παγκάλου, ἑνδεκάτου υἱοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ. Ὁ Ἰωσήφ, ὡς γνωστόν, φθονήθηκε ἀπό τούς ἀδελφύς του, ρίφθηκε σέ λάκκο καί πωλήθηκε ἀπ’ αὐτούς καί ὑπόφερε πολλά, ἀλλ’ στό τέλος δοξάσθηκε καί ἀνεδείχθηκε Ἄρχων τῆς Αἰγύπτου (Πρωθυπουργός). Γιά τά παθήματά του λοιπόν ἀλλά καί γιά τήν ἀρετή του, καί κυρίως γιά τήν πραότητά καί ἀνεξικακία του, θεωρήθηκε ἀνέκαθεν τύπος τοῦ Κυρίου. Γιατί καί ὁ Κύριος φθονήθηκε ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς, πουλήθηκε ἀπό τόν Ἰούδα καί, ἀφοῦ ὑπόφερε πολλά γιά τήν σωτηρία μας, τέθηκε νεκρός στόν τάφο, στό τέλος ὅμως δοξάσθηκε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, γιά τοῦτο ἡ μνήμη τοῦ Ἰωσήφ τέθηκε στήν πρώτη μέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἡ ὁποία
«τά πάθη τά σεπτά...
ὡς φῶτα σωστικά
ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ».
Στόν Ἰωσήφ ἀναφέρεται τό κοντάκιο «Ὁ Ἰακώβ ὠδύρετο τοῦ Ἰωσήφ τήν στέρησιν», τό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου «Δευτέραν Εὔαν τήν Αἰγυπτίαν» καί ἀρκετά τροπάρια τοῦ Τριωδίου τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Κατά τήν Μεγάλη Δευτέρα τελεῖται προβάλλεται στούς πιστούς τό περιστατικό τῆς ἀπό τόν Κύριο καταρασθείσης καί ξηρανθείσης συκῆς. Τό θαῦμα τοῦτο ἔγινε κατά τήν εὐαγγελική διήγηση τήν ἑπομένη τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου στήν Ἱερουσαλήμ (Ματθαίου κα’ 17-18). Ἦταν δέ ἡ ἄκαρπη ἐκείνη συκή σύμβολο τῆς Συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων, ἡ ὁποία δέν εἶχε νά παρουσιάσει καρπούς πνευματικούς (πίστη και οὐσιαστικές ἀρετές) ἀναλόγους τῆς φροντίδος τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε μέ ποικίλους τρόπους. Γιά αὐτό καταδικάσθηκε ἀπό τόν Κύριο. Ἀλλ’ εἶναι ἐπίσης σύμβολο καί κάθε ἀνθρώπου πού δέν ἔχει πνευματική καρποφορία. Στήν ἄκαρπη συκή ἀναφέρεται ἕνα Ἰδιόμελο τῶν Ἀποστίχων καί μερικά τροπάρια τοῦ Τριωδίου τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μέ τούς Ὕμνους αὐτούς ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρακινεῖ σέ ἀγῶνες πνευματικούς γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ὥστε νά ἀποφύγουμε τό πάθημα τῆς συκῆς.
Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας (Ματθαίου κα’ 18-43) ἀφηγεῖται ὄχι μόνο τό ἐπεισόδιο τῆς συκῆς (κα΄ 18-22) ἀλλά καί τίς παραβολές τῶν δύο υἱῶν (κα΄ 28-32) καί τῶν κακῶν γεωργῶν (κα΄ 33-43), μέ τίς ὁποῖες ὁ Κύριος προεῖπε τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καί τήν ἐκλογή τῶν ἐθνῶν γιά τήν βασιλεία Του. Οἱ παραβολές αὐτές λέχθηκαν κατά τήν ἴδια ἡμέρα καί γιά αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά ἀναγινώσκωνται κατά τήν Μεγάλη Δευτέρα.
Τέλος ὁ Κανόνας τῆς ἡμέρας καί μερικά ἰδιόμελα τῶν Αἴνων καί τῶν Ἀποστίχων ἀναφέρονται στίς προσρήσεις τοῦ Κυρίου περί τοῦ Πάθους Του, στό παράλογο αἴτημα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τίς πρωτοκαθεδρίες στήν Βασιλεία Του καί στήν ἐξ ἀφορμῆς τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ γενομένη ἀπό τόν Κύριο διδασκαλία περί ταπεινώσεως καί διακονίας (Ματθαίου κ΄ 20-26). Ἡ σχετική περικοπή ἀνεγινώσκετο ἄλλοτε στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Δευτέρας.
Αὐτά εἶναι σέ συντομία τά θέματα τῆς Μεγάλης Δευτέρας. Μέ αὐτά ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στά ὑπερφυῆ γεγονότα, τά ὁποῖα διαδραματίσθηκαν κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
Ἡ Μεγάλη Τρίτη κατά τό Συναξάριο τῆς ἡμέρας εἶναι ἀφιερωμένη στήν παραβολή τῶν δέκα Παρθένων.
Ἐάν ὅμως ρίψουμε τό βλέμμα στούς ὕμνους τῆς ἡμέρας, θά ἀντιληφθοῦμε, ὅτι αὐτοί δέν ἀναφέρονται μόνο στήν παραβολή αὐτή, ἀλλά καί στήν παραβολή τῶν ταλάντων καί στήν εἰκόνα τῆς μελλούσης κρίσεως. Οἱ τρεῖς αὐτές παραβολές ἀποτελοῦν μέρος μεγάλης διδασκαλίας, τήν ὁποία ὁ Κύριος ἔκανε κατ’ ἰδίαν πρός τούς Μαθητές Του στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν λίγες μέρες πρό τοῦ Πάθους. Ἡ ὁμιλία αὐτή περιλαμβάνεται στά κεφάλαια κδ’ καί κε’ τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Μέ αὐτή ὁ Κύριος ἔκανε σπουδαῖες καί βαρυσήμαντες προβλέψεις γιά τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ καί τήν συντέλεια τοῦ κόσμου καί τόνισε τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι, γιά νά Τόν ὑποδεχθοῦμε, γιατί τό τέλο τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς μας θά ἔλθει σέ χρόνο ἄγνωστο. «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν, οὐδέ τήν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθαίου κε’ 13). Ἀπό αὐτά λοιπόν συνάγεται, ὅτι τό θέμα τῆς Μεγάλης Τρίτης δέν εἶναι μόνο ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων, ἀλλά γενικά ἡ μέλλουσα κρίση.
Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι κατά τό ἀρχαῖο τυπικό τῶν Ἱεροσολύμων ὁλόκληρη ἡ σπουδαία αὐτή ὁμιλία τοῦ Κυρίου ἀναγιγνωσκόταν ἀπό τόν Πατριάρχη κατά τήν Μεγάλη Τρίτη στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου λέχθηκε ἀπό τόν Κύριο. Σήμερα ἀναγιγνώσκεται στίς Ἐνορίες μας σέ δύο τμήματα στίς Προηγιασμένες τῆς Μεγάλης Δευτέρας καί τῆς Μεγάλης Τρίτης. Στόν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης ἀναγιγνώσκεται ἄλλη ἐκτενής περικοπή (Ματθαίου κβ’ 15-κγ’ 39), ἡ ὁποία ἀφηγεῖται τίς προσπάθειες τῶν Φαρισαίων καί τῶν Σαδδουκαίων νά παγιδεύσουν μέ τά λόγια τόν Κύριο. Σ’ α’υτή συμπεριλαμβάνεται καί ἡ τελευταία δημόσια ὁμιλία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ὁποία καυτηρίασε τήν ὑποκρισία τῶν Γραμματέων (Νομοδιδασκάλων) καί τῶν Φαρισαίων.
Ἀπό τήν παραβολή τῶν δέκα Παρθένων εἶναι ἐμπνευσμένο τό γνωστότατο καί κατανυκτικώτατο τροπάριο «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...». Σχετικό εἶναι καί τό Ἐξαποστειλάριο «Τόν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον...», ἐμπνευσμένο ἀπό τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων (Ματθαίου κβ’ 1-14). Ἀπό τά δύο αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ψάλλονται στούς Ὄρθρους καί τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔλαβαν οἱ Ἀκολουθίες αὐτές τό ὄνομα «Ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου ἤ τοῦ Νυμφῶνος».
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὡς θέμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης τό Συναξάριο τῆς ἡμέρας ἀναφέρει τήν ἄλειψη τοῦ Κυρίου μέ μύρο ἀπό πόρνη γυναίκα, καθορίζει δέ, ὅτι τό γεγονός τοῦτο συνέβηκε λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Περιπτώσεις ἀλείψεως τοῦ Κυρίου μέ μύρο ἀπό γυναῖκες ἀναφέρονται καί ἀπό τούς τέσσαρες Εὐαγγελιστές (Ματθαίου κστ’ 6-13, Μάρκου ιδ’ 3-9, Λουκᾶ ζ΄ 36-50, Ἰωάννη ιβ’ 1- 8). Οἱ διηγήσεις αὐτές παρουσιάζουν μεταξύ τους καί ὁμοιότητες καί διαφορές. Γιά αὐτό ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων τέθηκε τό πρόβλημα, πόσες καί ποιές ἦταν οἱ γυναῖκες αὐτές. Καί ἄλλοι μέν παρεδέχθηκαν, ὅτι ἦταν τρεῖς: μία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἰωάννης, καί δύο πόρνες, ἀπό τίς ὁποῖες τήν μία μνημονεύει ὁ Λουκᾶς καί τήν ἄλλη μνημονεύουν οἱ Ματθαῖος καί Μᾶρκος. Ἄλλοι παρεδέχθηκαν, ὅτι ἦταν δύο: Ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί μία πόρνη. Καί ἄλλοι τέλος ὅτι πρόκειται περί μίας γυναίκας. Ἡ τελευταία γνώμη ἀσφαλῶς δέν εἶναι ὀρθή. Ἡ ὑμνογραφική παράδοση φαίνεται νά δέχεται τήν πρώτη γνώμη, συγκρίνουσα δέ τήν μετάνοια τῆς πόρνης πρός τό φοβερό ὀλίσθημα τοῦ Ἰούδα ἐξάγει διδακτικώτατα συμπεράσματα, τά ὁποῖα διατυπώνονται στόν Κανόνα τῆς ἡμέρας καί στά ἰδιόμελα τῶν Αἴνων καί τῶν Ἀποστίχων. Ὡραιότατος παραλληλισμός τῶν δύο ψυχικῶν καταστάσεων (τῆς γυναικός καί τοῦ μαθητοῦ) γίνεται στό γ’ ἰδιόμελο τῶν Αἴνων:
«Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός προσέφερε τό μύρον
τότε ὁ μαθητής συνεφώνει τοῖς παρανόμοις
Ἡ μέν ἔχαιρε κενοῦσα τό πολύτιμον
Ὁ δέ ἔσπευδε πωλῆσαι τόν ἀτίμητον
Αὕτη τόν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν·
οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο.
Αὕτη ἐλευθεροῦτο,
καί ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ».
Ἰδιαίτερα ὅμως συγκινητικό εἶναι τό γνωστότατο «τροπάριο τῆς Κασσιανῆς», τό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων, τό ὁποῖο ἐκφράζει τήν θερμή μετάνοια καί ἐξομολόγηση τῆς ἁμαρτωλοῦ. Τό ἰδιόμελο αὐτό μέ τόν ὑπέροχο λυρισμό του καί τήν ἐπιβλητική μουσική του ἐπισφραγίζει τήν ἀκολουθία τοῦ Ὀρθρου.
Ἀλλ’ ἐκτός τοῦ γεγονότος αὐτοῦ κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μέ τούς ὕμνους της φέρει στήν μνήμη μας καί τήν σύγκληση τοῦ Συνεδρίου, τοῦ ἀνωτάτου δικαστηρίου τῶν Ἰουδαίων, τό ὁποῖο ἀπεφάσισε τήν σύλληψη καί καταδίκη τοῦ Κυρίου, καθώς ἐπίσης καί τήν ἀπόφαση τοῦ Ἰούδα νά παραδώσει τόν Κύριο στίς Ἀρχές τῶν Ἰουδαίων καί τήν συμφωνία του μέ τούς Ἀρχιερεῖς. Ἀπό τίς τρεῖς ὠδές τοῦ Κανόνα τῆς ἡμέρας ἡ γ’ ἀναφέρεται στό Συνέδριο, ἡ η΄ στήν πόρνη καί ἡ θ΄ στόν Ἰούδα. Καί τά τρία ἐπίσης γεγονότα περιλαμβάνονται στήν περικοπή Ματθαίου κστ’ 3-16, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν Προηγιασμένη τῆς Μεγάλης Τετάρτης.
Μέ τό θέματα τῆς Μεγάλης Τετάρτης λήγει, μποροῦμε νά ποῦμε, ἡ προετοιμασία γιά τό Πάθος. Τώρα πλέον θά παρακολουθήσουμε ἕνα ἕνα τά γεγονότα τοῦ θείου δράματος.
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης εἶναι πλούσια σέ ἑορταστικά θέματα. Κατ’ αὐτή ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τεσσάρων γεγονότων, τά ὁποῖα συνέβηκαν κατά τήν ἑσπέρα τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Τά γεγονότα αὐτά εἶναι κατά σειρά τά ἑξῆς :
- Ὁ ἱερός νιπτήρας, δηλαδή ἡ νίψη τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν ἀπό τόν Κύριο.
- Ὁ Μυστικός Δεῖπνος, δηλαδή ἡ παρόδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τόν Κύριο.
- Ἡ «ὑπερφυής προσευχή», δηλαδή ἡ ἀγωνιώδης προσευχή τοῦ Κυρίου στήν Γεθσημανῆ πρίν ἀπό τήν σύλληψή Του· καί
- Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, καί συγκεκριμένα ἡ ἐκτέλεση τῆς προδοσίας, δηλαδή ἡ μέ τό φίλημα παράδοση τοῦ Κυρίον στούς Ἰουδαίους.
Ὅλα τά ἀνωτέρω γεγονότα ἐξιστοροῦνται στήν μεγάλη εὐαγγελική περικοπή, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν θεία Λειτουργία τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ἡ περικοπή αὐτή εἶναι μέν ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (κστ’ 1- κζ’ 2), παρεμβάλλονται ὅμως σ’ αὐτή καί δύο περικοπές ἀπό τοῦ Ἰωάννου (ιγ’ 3-17) καί τοῦ Λουκᾶ (κβ’ 43-44)· Ἀπό αὐτές ἡ πρώτη ἐξιστορεῖ τό τοῦ νιπτῆρος, ἡ δέ δεύτερη συμπληρώνει τήν διήγηση περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου.
Στόν Ὄρθρο (πού τελεῖται τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Τετάρτης) ἀναγιγνώσκεται συντομώτερη περικοπή ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (κβ’ 1-39) ἀναφερόμενη κυρίως στόν Μυστικό Δεῖπνο.
Καί ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης εἶναι πλουσιώτατη. Ὁ ὑμνογράφος ἱερός Κοσμᾶς ὁ ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ (ἔτσι ἐλέγετο στά ἀραβικά ἡ Γάζα), ἐνῶ γιά τίς ἄλλες δύο ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἔγραφε Τριώδια (δηλαδή μικρότερους Κανόνες), γιά τήν Μεγάλη Πέμπτη ἔγραψε ὁλόκληρο Κανόνα. Ἀπό τίς ὀκτώ ὠδές τοῦ Κανόνα αὐτοῦ τέσσαρες ἀναφέρονται στόν Μυστικό Δεῖπνο (α’, γ’, δ’ καί θ’), δύο στόν νιπτήρα καί τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Κυρίου (ε’ καί στ’) καί δύο στήν προδοσία (ζ’ καί η’). Τά ἰδιόμελα τῶν Αἴνων καί τῶν Ἀποστίχων ἀναφέρονται κυρίως στίς ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων καί τίς ἐνέργειες τοῦ Ἰούδα, τίς ὁποῖες κακίζουν καί στηλιτεύουν. Ὡραιότατα εἶναι τά δύο Δοξαστικά: α) τῶν Αἴνων «Ὅν ἐκήρυξεν ἀμνόν Ἡσαΐας», στό ὁποῖο προλέγονται τά Παθήματα τοῦ Κυρίου μέ βάση τίς Προφητεῖες τοῦ Ἡσαΐα, καί β) τῶν Ἀποστίχων «Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τούς μαθητάς», στό ὁποῖο ἀναφέρονται περιληπτικά οἱ ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου πρός τούς Μαθητές. Ὡραιότατα τροπάρια πού ἀναφέρονται στόν Μυστικό Δεῖπνο περιέχει καί τό Τριώδιο τοῦ Ἀποδείπνου.
Εἶναι λοιπόν, λυπηρό ὅτι τήν ὡραιότατη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς ἡμέρας αὐτῆς —ἡ ὁποία τελεῖται, ὅπως καί τῶν ἄλλων ἡμερῶν, τό ἑσπέρας τῆς προηγουμένης— λίγοι σχετικῶς Χριστιανοί παρακολουθοῦν, ἐπειδή προσέρχονται στό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου πού τελεῖται νωρίς τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης.
Τό πρωί τῆς Μεγάλης Πέμπτης τελεῖται ὁ Ἑσπερινός μετά τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ἱερώτερη καί σεβασμιώτερη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Γιατί κατ’ αὐτήν τιμᾶμε τά φρικτά καί σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἡμέρα αὐτή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅλα, ὅσα πρός Χάρη μας ὑπέμεινε ὁ Κύριος, ὅπως τά ἀπαριθμεῖ ὁ Συναξαριστής: «τούς ἐμπτυσμούς, τά ραπίσματα, τά κολαφίσματα, τίς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφυράν χλαῖναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην· καί πρό πάντων τόν σταυρόν καί τόν θάνατον». Γίνεται ἐπίσης μνεία τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, ὁ ὁποῖος γιά τήν μετάνοιά του «πρῶτος παραδείσου πύλας ἀνοίξας εἰσῆλθεν».
Ἡ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἄν καί εἶναι ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἄρχιζε ἀνέκαθεν ἀπό τό ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης καί διαρκοῦσε ὅλη τήν νύκτα, διότι καί ἡ σύλληψη καί ἡ δίκη καί οἱ ἐμπαιγμοί τοῦ Κυρίου ἔγιναν κατά τήν νύκτα αὐτή. Σήμερα στίς Ἐνορίες ἡ Ἀκολουθία αὐτή τελεῖται κάπως συντομώτερα κατά τίς ἑσπερινές ὥρες τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς Ἀκολουθίας εἶναι τά Δώδεκα Εὐαγγέλια, τά ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται σ’ αὐτή. Ἀπό αὐτά τό μέν πρῶτο —ὀνομάζεται Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης— περιλαμβάνει τίς ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου πρός τούς Μαθητές καί τήν ἀρχιερατική προσευχή Του, τά δέ ἄλλα ἐξιστοροῦν τήν σύλληψη, τήν δίκη, τά Πάθη, τόν σταυρικό θάνατο καί τήν ταφή τοῦ Κυρίου καί τό τελευταῖο τήν ἀσφάλιση τοῦ τάφου ἀπό τήν Κουστωδία (τούς Στρατιῶτες). Ἄλλο χαρακτηριστικό εἶναι ἡ ἀρχαιότατη ὁμάδα τῶν 15 ἀντιφώνων, τά ὁποῖα ψάλλονται ἀνά τρία μεταξύ τῶν ἕξι πρώτων Εὐαγγελίων. Στήν ἀρχή τοῦ ιε’ ἀντιφώνου ὁ Ἱερεύς ἀπαγγέλλοντας τό Δοξαστικό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» λιτανεύει τόν Ἐσταυρωμένο καί τόν τοποθετεῖ στό μέσο τοῦ Ναοῦ πρός προσκύνηση ἀπό τούς πιστούς.
Τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς τελεῖται ἡ Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν. Σ’ αὐτές ἀναγιγνώσκονται Ψαλμοί μεσσιακοί, πού ἀναφέρονται δηλαδή στόν Μεσσία καί τά Πάθη Του, ὅπως οἱ Ψαλμοί β’, κα’, ξη᾿, κ. ἄ. Ἀναγιγνώσκονται ἐπίσης προφητικές καί ἀποστολικές περικοπές πού ἀναφέρονται στό Πάθος τοῦ Κυρίου μας καί εὐαγγελικές (μία ἀπό κάθε Εὐαγγελιστή) πού ἐξιστοροῦν τά Πάθη. Μέ τά ἀναγνώσματα καί τούς Ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία προβάλλει μπροστά μας ἀνάγλυφο τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας καί μᾶς καλεῖ νά τό μελετήσουμε καί νά ἐμβαθύνουμε σ’ αὐτό.
Ἀμέσως μετά τίς Ὧρες τελεῖται ὁ Ἑσπερινός τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Σ' αὐτόν ἀναγιγνώσκεται ἐκτός τῶν ἄλλων εὐαγγελική περικοπή ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνει τήν διήγηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας μέχρι καί τῆς ταφῆς Του. Στό τέλος τῆς περικοπῆς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Εὐσχήμων Βουλευτής Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ὁ Νικόδημος ὁμοίως Βουλευτής ἀμφότεροι μέλη τοῦ μεγάλου Συνεδρίου πού δέν προσῆλθαν στήν συνεδρίαση πού κατεδίκασε τόν Κύριο, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί οἱ Μαθήτριές Του Μυροφόρες γυναῖκες κατέβασαν τόν Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Σταυρό καί τό ἑτοίμασαν γιά τήν ταφή, χρησιμοποιήσαντες ἑκατό λίτρα μέ τίς προβλεπόμενες ὕλες, ἕνεκα τοῦ ὅτι τό Πανάγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν ὁλόκληρο μία αἱμορροοῦσα πληγή. Γι’ αὐτό αὐτή τήν ὥρα γίνεται ἀπό τόν Ἱερέα ἡ Ἀποκαθήλωση, δηλαδή τό ξεκάρφωμα καί κατέβασμα τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Σταυρό καί ἡ λιτανευτική μεταφορά καί ἀπόθεση αὐτοῦ στό ἱερό Βῆμα· Μετά ἀπό λίγο, ἐνῶ ψάλλονται τό Ἀπόστιχα «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν...» γίνεται ἡ ἔξοδος τοῦ Ἐπιτάφιου, πού εἶναι ὕφασμα χρυσοκέντητο μέ τήν παράσταση τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου μέ τό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀπό τό ἅγιο Βῆμα, πού λιτανεύεται ἐντός τοῦ Ναοῦ καί ἀποτίθεται στό ἀνθοστόλιστο κουβούκλιο.
Τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς τελεῖται ὁ Ὄρθρος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ψάλλονται τά τόσο γνωστά καί ἀγαπητά σ’ ὅλους Ἐγκώμια, πλῆθος δηλαδή συντόμων τροπαρίων, στά ὁποῖα ἐξιστοροῦνται τά Πάθη τοῦ Κυρίου, ἐξυμνεῖται ἡ ταφή Του καί διασαλπίζεται ἡ κατά τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδη νίκη Του. Περί τό τέλος τοῦ Ὄρθρου γίνεται περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου στίς ὁδούς τῆς Ἐνορίας· Μετά δέ τήν ἐπάνοδο στό ναόν ὁλοκληρώνεται ἡ ἀκολουθία.
Πολλοί ἀπό τούς Ὕμνους τοῦ Μεγάλου Σαββάτου προμηνύουν τήν Ἀνάσταση. Ἰδιαίτερα τήν προφητεύει τό ἀνάγνωσμα ἀπό τόν Ἰεζεκιήλ (λζ΄ 1-14), τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται στό τέλος τοῦ Ὄρθρου.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ
Κατά τό Μέγα Σάββατο ἑορτάζουμε «τήν Θεόσωμον ταφήν καί τήν εἰς ἅδου κάθοδον» τοῦ Κυρίου. Ἡ Ταφή βεβαίως ἔγινε τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔκρινε ὀρθό νά ἀφιερώσει ἰδιαίτερη ἡμέρα πρό τιμή καί μελέτη τοῦ ἐκπληκτικοῦ καί μυστηριώδους αὐτοῦ γεγονότος.
Γιά τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Κυρίου γράφει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός «θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθεῖς δέ πνεύματι... καί τοῖς ἐν φυλακή πνεύμασι πορευθεῖ ἐκήρυξε» (Α΄ Πέτρου γ’ 18-19), γιά νά δώσει ἔτσι τήν εὐκαιρία στούς πρό Χριστοῦ ζήσαντες δίκαιους ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων οἱ ψυχές μέχρι τότε βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ Ἅδη, δηλαδή στερημένες τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, νά δεχθοῦν τήν διδασκαλία Του καί νά γίνουν καί αὐτοί μέτοχοι τῆς σωτηρίας. Ἡ κάθοδος αὐτή ἦταν τό τελειωτικό κτύπημα κατά τῆς βασιλείας τοῦ Ἅδη. Γιά αὐτό ψάλλουμε χαρακτηριστικά κατά τήν ἡμέρα αὐτή:
«Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον,
ἡ ζωη ἡ ἀθάνατος,
τότε τόν ἅδην ἐνέκρωσας
τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος».
Στήν ὀρθοδοξη βυζαντινή εἰκονογραφία ὁ Κύριος παρίσταται κατερχόμενος ἐν δόξῃ στόν ἅδη μέ τόν τίμιο Σταυρό, συντρίβοντας τίς πύλες καί τά κλεῖθρα τοῦ Ἅδη καί ἀνασύροντας ἀπό ἐκεῖ τόν Ἀδάμ, τήν Εὔα, τόν Ἄβελ, τούς Πατριάρχες, τούς Προφῆτες καί ὅλη τήν χορεία τῶν ἁγίων καί ἐναρέτων ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τό πρωΐ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τελεῖται ὁ Ἑσπερινός τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα μέ τήν θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀναστάσιμος. Εἰς τό «Κύριε ἐκέκραξα» ψάλλονται ὕμνοι ἀναστάσιμοι. Ἀναγιγνώσκεται ἔπειτα ἡ Προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ ὁποίου τό πάθημα προτύπωνε τήν ταφή καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τά Ἔθνη ὅλα. Ἐπίσης ἀναγιγνώσκεται τό περιστατικό τῶν Τριῶν Παίδων πού ἦσαν αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλώνα καί ὁ Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορας, τούς ἔρριψε στήν καιομένη κάμινο ἐπειδή δέν προσκύνησαν ἕνα ὑπερμεγέθες χρυσό ἄγαλμα πού ἔστησε γιά νά τό προσκυνήσουν οἱ ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας του. Σ’ αὐτό ἀναφέρεται καί ὁ ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων μέ τόν ὁποῖο προσκαλοῦνται ὅλα τά δημιουργήματα νά προσκυνήσουν τόν Μόνο Ζωντανό καί Ἀληθινό Θεό. Οὐσιαστικά ὁ ὕμνος καταπολεμᾶ τήν εἰδωλολατρεία καί ἐξαίρεται ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας. Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου ἀντηχεῖ ὡς νικητήρια ἀρχή ὁ ψαλμικός στῖχος:
«Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν,
ὅτι σύ κατακληρονομήσει
ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι».
Καί εὐθύς ἀμέσως ἀναγινώσκεται τό ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο (Ματθαίου κη’ 1-20).
Τό σταυρώσιμο Πάσχα τελείωσε· Ἀρχίζει πλέον ὁ ἑορτασμός τοῦ ἀναστασίμου, τοῦ κυρίως Πάσχα.
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Τό Πάσχα εἶναι ἀρχαιότατη Ἰουδαϊκή ἑορτή ἡ ὁποία τελοῦταν κατά τήν νύκτα τῆς 14ης πρός τήν Ι5η τοῦ μηνός Νισάν, δηλαδή κατά τήν πανσέληνο πού συνέβαινε μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία. Γιόρταζαν κατά τήν ἑορτή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τήν σκληρή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων κατόπιν τῆς σφαγῆς τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων, ἀπό τήν ὁποία διέφυγαν τά δικά τους πρωτότοκα χάρη στό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ, μέ τό ὁποῖο εἶχαν ἀλείψει τίς θῦρες τῶν σπιτιῶν τους. Τήν ἔννοια τῆς ἑορτῆς φανερώνει ἡ λέξη Πάσχα, ἡ ὁποία εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει διάβαση· ὑπενθυμίζει δηλαδή τήν θαυμαστή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες καί γενικώτερα τήν διάβαση τους ἀπό τήν δουλεία στήν ἐλευθερία.
Ἀλλά τά γεγονότα ἐκεῖνα ἦταν συμβολικά καί προφητικά. Τό Ἰουδαϊκό Πάσχα ἦταν τύπος τοῦ Χριστιανικοῦ, κατά τό ὁποῖο λυτρωθήκαμε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί διαβήκαμε ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή. Ὁ δέ πασχάλιος ἀμνός τῶν Ἰουδαίων ἦταν σύμβολο καί τύπος τοῦ ἀληθινοῦ πασχαλίου ἀμνοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσιάσθηκε γιά χάρη μας καί μέ τό Αἷμα τοῦ Ὁποίου σφραγισθήκαμε, ὅπως εἶχαν σφραγισθεῖ μέ τό Αἷμα τοῦ ἀμνοῦ οἱ θῦρες τῶν οἰκιῶν τῶν Ἰουδαίων. Μάλιστα δέ ὁ Κύριος θυσιάστηκε στό Σταυρό τήν ὥρα πού οἱ Ἰουδαῖοι προσέφεραν στό Ναό τήν πασχάλια θυσία τους σφάζοντας τόν ἀμνό πού ἐν συνεχείᾳ κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας ἔτρωγαν καθ’ ὁμάδες. Κάθε ὁμάδα ἔπρεπε νά ἀποτελεῖται ἀπό περισσότερα τῶν 12 μελῶν. Γι’ αὐτό ὅσες οἰκογένειες δέν συμπλήρωναν τόν ἀριθμό αὐτό προστίθεντο σέ ἄλλες ὥστε ἡ ὁμάδα νά ἔχει τόν ἀπαιτούμενο ἀριθμό μελῶν. Αὐτή τήν διάβαση ἀπό τήν Αἴγυπτο τῆς ἁμαρτίας «εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμαίους η’ 21), ἡ ὁποία συνετελέσθηκε μέ τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἑορτάζουμε ἐμεῖς κατά τό Πάσχα. Καί γιά αὐτή ψάλλει ἐπιγραμματικότατα ὁ πρύτανις τῶν θεολόγων καί ὑμνογράφων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός:
«Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν
καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν
Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν».
Κατά θεία δέ οἰκονομία ἡ θυσία τοῦ Κυρίου συνέπεσε πρός τό Ἰουδαϊκό Πάσχα, τό ὁποῖο κατά τό ἔτος ἐκεῖνο ἔτυχε Σάββατο. Ὁ Κύριος σταυρώθηκε καί πέθανε τήν Παρασκευή, κατά τήν ἑσπέρα τῆς ὁποίας οἱ Ἰουδαῖοι ἔτρωγαν τόν πασχάλιο ἀμνό, καί ἀναστήθηκε τήν ἑπομένη ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», δηλαδή κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ἡ ὁποία γιά τό λόγο αὐτό ὀνομάσθηκε Κυριακή. Γι’ αὐτό ἑορτάζουμε τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἑαρινῆς ἰσημερίας οὐδέποτε συμπίπτει τό χριστιανικό Πάσχα μέ τό Ἰουδαϊκό.
Τό Χριστιανικό Πάσχα ἑορταζόταν ἀνέκαθεν μέ παννυχίδα, διότι καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε μετά τά μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου κατά τίς πρῶτες πρωϊνές ὥρες τῆς Κυριακῆς. Καί σήμερα ὁ Ὄρθρος καί ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Πάσχα τελοῦνται κατά τά μεσάνυκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου πρός τήν Κυριακή. Ὁ χαρακτηριστικός ὕμνος τῆς ἐορτῆς, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐπιγραμματικότητά του καί τήν συχνή ἐπανάληψή του δίνει τό ἰδιαίτερο χρῶμα στήν ἀναστάσιμη Ἀκολουθία, εἶναι τό
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
Θανάτῳ θάνατον πατήσας
καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος».
Λαμπρότατος καί πανηγυρικότατος εἶναι ὁ Κανόνας τοῦ Πάσχα, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ἦχο πρῶτο ὁ ὁποῖος ψάλλεται καθ’ ὅλη τήν διακαινήσιμη Ἑβδομάδα καί καθ’ ὅλες τίς Κυριακές μέχρι τῆς ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα.
Τήν πασχαλινή Ἀκολουθία λαμπρύνει ἀκόμη καί ὁ ὑπέροχος λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «Εἰ τίς εὐσεβής καί φιλόθεος...», μέ τόν ὁποῖο ὁ θεοφόρος Πατέρας διασαλπίζει τόν θρίαμβο τοῦ Σωτῆρα κατά τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά μετάσχουν στό πασχάλιο δεῖπνο δηλαδή τό Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας.
Τίς Ἀκολουθίες τῆς λαμπρῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα κλείνει ὁ Ἑσπερινός, ὁ ὁποῖος τελεῖται τίς ἀπογευματινές (σέ μερικές περιοχές τίς προμεσημβρινές) ὧρες τῆς Κυριακῆς καί καλεῖται συνήθως Δευτέρα Ἀνάσταση ἤ Ἀγάπη, διότι κατ’ αὐτόν παλαιότερα ἀνταλλάσσοταν ἀσπασμός ἀγάπης μεταξύ τῶν Χριστιανῶν. Στόν Ἑσπερινό αὐτό ἀναγιγνώσκεται ἡ ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου περικοπή, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τήν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στούς δέκα μαθητάς κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως (Ἰωάννου κ’ 19-25). Τό Εὐαγγέλιο αὐτό ἀναγιγνώσκεται, ὅπου εἶναι δυνατόν, καί σέ ξένες γλώσσες, γιά νά κηρυχθεῖ σέ ὅλα τά ἔθνη, ὅτι:
«Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν
ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος
εἰς τούς αἰώνας. Ἀμήν».