Ὁ Δίκαιος Λάζαρος, ὁ τετραήμερος
Ὁ φίλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ὁ Λάζαρος ἦταν Ἑβραῖος ἐκ καταγωγῆς καί ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν Φαρισαίων. Κατά παράδοση πού παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ἦτο υἱός τοῦ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου προερχόμενος ἀπό τήν κώμη τῆς Βηθανίας πού ἦταν προάστειο τῶν Ἱεροσολύμων. Συνδέθηκε μέ φιλία μέ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν ἐπίγεια ζωή καί διακονία Του. Στήν οἰκία τοῦ Σίμωνος φιλοξενήθηκε ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου (Ἰωάννου ιβ΄, 1-8). Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός συχνά συζητοῦσε θεολογικά θέματα μέ τόν Σίμωνα, ἐπειδή πίστευε στήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση. Ὅταν λοιπόν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐπισκέφθηκε τήν οἰκία τοῦ Σίμωνος παρίστατο καί ὁ Λάζαρος γιά νά ἀποδεικνύεται ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Σ’ αὐτή τήν ἐπίσκεψη καί συζήτηση δέν ἦταν μόνος ὁ Λάζαρος ἀλλά καί οἱ δύο ἀδελφές του Μάρθα καί Μαρία.
Ἐγγίζοντος τοῦ σωτηρίου Πάθους τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ἔπρεπε νά ἀποδειχθεῖ καί νά βεβαιωθεῖ ἀκριβέστερα τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως, ἡ διδασκαλία Του περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί ἐνῶ βρισκόταν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, δηλαδή ἀρκετά μακριά ἀπό τήν Βηθανία καί τήν Ἱερουσαλήμ καί ἤδη εἶχε ἀναστήσει τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου καί τόν υἱό τῆς χήρας τῆς Ναΐν πέθανε ὁ φίλος Του Λάζαρος, ἕνεκα βαρείας ἀσθενείας. Τότε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀπουσίαζε μακριά ἀπό τήν Βηθανία. Μποροῦμε νά ὑπολογίσουμε τήν ἀπόσταση ὅτι χρειάσθηκε ὁδοιπορία δύο ἡμερῶν γιά νά φθάσει στήν Βηθανία. Εὑρισκόμενος μακριά ἀπό τόν Λάζαρο εἶπε στούς Μαθητές «Λάζαρος, ὁ φίλος μας κεκοίμηται» καί ἐπειδή οἱ Μαθητές Του δέν ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁ Κύριος μιλοῦσε γιά τόν θάνατο τοῦ Λαζάρου μετά ἀπό λίγο διευκρινίζει ὁ Λάζαρος πέθανε. Κατευθύνεται πρός τήν Βηθανίαν ἐγκαταλείψας τήν περιοχήν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου διέτριβε, πληροφορηθείς ἀπό τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου. Ὅταν πλησίαζε στά Ἱεροσόλυμα Τόν προϋπάντησαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου λέγοντάς Του με παράπονο «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανε ὁ ἀδελφός μου» (Ἰωάννου ια΄, 32). Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐρώτησε τόν ὄχλο πού εἶχε ἐν μεταξύ συγκεντρωθεῖ «ποῦ τεθείκατε αὐτόν;». Ἀμέσως ὅλοι κατευθύνθηκαν πρός τόν τάφο. Ἐκεῖ ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Κύριος κλαίωντας μέ δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια Του καί ὅταν ἄνοιξαν τόν τάφον σηκώνοντας τόν λίθο, ἡ Μάρθα τοῦ λέγει : «Κύριε ὄζει˙ Τεταρταῖος γάρ ἔστι». Ὁ Κύριος μέ φωνή δυνατή ἐκραύγασε «Λάζαρε δεῦρο ἔξω». Ἀμέσως ὁ νεκρός ἐξῆλθε καί λυμένος ἀπό τά ἐντάφια ἀναχώρησε γιά τήν οἰκία του.
Αὐτό τό τεράστιο καί παράξενο γεγονός διέγειρε τόν φθόνο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, πού μισοῦσε τόν Ἰησοῦ Χριστό. Μετά τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀνεχώρησε. Οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων σκέφθηκαν νά φονεύσουν καί τόν Λάζαρον, διότι πολλοί ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὁρῶντες τόν ἀναστηθέντα Λάζαρο πίστευσαν στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Λάζαρος γνωρίζοντας τίς σκέψεις τῶν Ἀρχιερέων καταφεύγει στήν Κύπρο, ὅπου ἀργότερα ἀναδεικνύεται ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Κιτιαίων (δηλαδή τῆς Λάρνακος). Καλῶς καί θεοφιλῶς πολιτευσάμενος μετά τριάκοντα ἔτη ἀπό τῆς ἀναβιώσεώς του ἀπέθανε πάλι καί ἐτάφη σ’ αὐτή τήν πόλη ἐπιτελώντας πολλά θαύματα.
Κατά ζωηρή παράδοση λέγεται, ὅτι μετά τήν ἀναβίωσή του δέν ἔτρωγε τροφή χωρίς νά τήν γλυκαίνει. Ἐπίσης ὅτι τό ὠμοφόριόν του κατεσκεύασε μέ τά χέρια της ἡ πάναγνος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος Μαρία, καί τοῦ τό ἐχάρισε. Τό ἅγιο Λείψανό του ὁ σοφώτατος αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ΄ (19 Σεπτεμβρίου 866 – 11 Μαΐου 912) παρακινηθείς ἀπό κάποιο θεῖο ὅραμα τό μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη σέ ναό πού ὁ ἴδιος ἀνοικοδόμησε ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Λάζαρο. Ἐκεῖ μέ πολλές τιμές στά δεξιά τοῦ εἰσερχομένου στό ναό ἀπέθεσε τό μυρόβλητο λείψανο.
Ἐτάχθη νά ἑορτάζεται ἡ ἔγερση τοῦ Λαζάρου αὐτή τήν ἡμέρα ἐπειδή: α΄. Ἀποτελεῖ ἀπόδειξη καί βεβαίωση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί τῆς κοινῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρώπων κατά τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός». β΄. Αὐτό τό θαῦμα ἔγινε ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή τοῦ μίσους τῶν Ἰουδαίων κατά τοῦ Χριστοῦ. Τό θαῦμα αὐτό συμπεριέλαβε στό εὐαγγέλιό του μόνο ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐνῶ οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές τό παρέλειψαν, ἐπειδή ἦτο ζωντανός ὁ Λάζαρος, ὅταν συνέγραψαν τά Εὐαγγέλιά τους. Λέγεται ἐπίσης γι’ αὐτό ἔγραψε τό Εὐαγγέλιό του ἐπειδή οὐδέν περί τῆς ἀνάρχου γεννήσεως τοῦ Ἰησου Χριστοῦ οἱ ἄλλοι ἀνέφεραν. Διότι αὐτό ἦταν τό ζητούμενο νά πιστευθεῖ, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός.
Ὁ Λάζαρος οὐδέν εἶπε περί τῶν τοῦ Ἅδου εἴτε διότι δέν τοῦ ἐπετράπη νά ἰδεῖ τά ἐκεῖ συμβαίνοντα εἴτε ἔλαβε ἐντολή νά σιωπήσει. Ἀπό τούτου καί κάθε ἄνθρωπος πού ἀποθνήσκει ἀποκαλεῖται Λάζαρος καί τό ἐντάφιο ἔνδυμα του πάλιν καλεῖται Λαζάρωμα, γιά νά ὑπενθυμίζει στούς πιστούς, ὅτι ἐάν ἐκεῖνος, δηλαδή ὁ Λάζαρος μέ τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ ἀνέστη καί ἦλθε πάλι στή ζωή, ἔτσι καί κάθε πιστός ἄνθρωπος ἄν καί ἀπέθανε, ὅταν θά σαλπίσει ἡ ἔσχατη σάλπιγγα θά ἀναστηθεῖ καί θά ζήσει αἰωνίως.
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάννου ια΄, 25-26)