Ἡ πρώτη τῆς Ἀναστάσεως
(Κυριακή τῶν Μυροφόρων-30.04.2023)
Ἡ Μαρία ἀπό τά Μάγδαλα γιά τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀγαπητοί μου χριστιανοί δέν εἶναι ταυτισμένη μέ τήν ἁμαρτωλή γυναίκα πού ἄλειψε τόν Κύριο μέ μῦρο στό σπίτι τοῦ λεπροῦ Σίμωνος. Αὐτά τά πιστεύουν, ὅπως καί τόσα ἄλλα ἀστήρικτα καί πλανερά πού δέν ἔχουν ἔδαφος στήν Ἁγία Γραφή, μονάχα οἱ Αἱρετικοί Δυτικοί.
Τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει, ὅτι ὁ Κύριος εἶχε βγάλει ἀπό τήν Μαρία «ἑπτά δαιμόνια». Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνης τῆς ἰάσεως, ἡ κόρη αὐτή τῶν Μαγδάλων ἀκολούθησε τόν Σωτῆρα ἀνάμεσα στίς λοιπές γυναῖκες, πού τόν διακονοῦσαν, ὅπως ἦταν ἡ Σαλώμη, ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ, Μαρία καί μητέρα τοῦ Ἰωσῆ, ἡ Ἰωάννα τοῦ Χουζᾶ κι ἄλλες.
Ἡ ἀφοσίωση πού ἡ μακαρία αὐτή γυναίκα εἶχε στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ρόδο πού μένει κρυμμένο ὥς τήν Ἀνάσταση, μέσα στό μέγα φῶς τῆς ὁποίας λάμπει ξαφνικά καί προκαλεῖ τόν θαυμασμό. Ὥς τήν Ἀνάσταση, οἱ Ἱεροί Εὐαγγελιστές δέν μιλοῦν ἰδιαίτερα γιά τήν Μαρία. Ἀλλά κατά τά χαράματα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἡ θυγατέρα αὐτή τῆς Γαλιλαίας προβάλλει μέσα ἀπό τίς θεόπνευστες γραμμές τοῦ Εὐαγγελίου μέ ξεχωριστή λαμπρότητα. Διότι εἶναι ἡ κορυφαία τοῦ χοροῦ τῶν Μυροφόρων, ἐκείνη πού πρώτη μίλησε στόν Ἀναστάντα καί συνδιαλέχτηκε μ’ αὐτόν.
Ὁ Εὐαγγελιστής σήμερα γράφει πώς ἡ Μαρία, μαζί μέ τήν ἄλλη συνονόματή της, τήν μητέρα τοῦ Ἰωσῆ, πρόσεξαν ποῦ ἀκριβῶς ἐνταφιάστηκε ὁ Κύριος, μέσα στό περιβόλι τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ. Ἀπ’ αὐτό φαίνεται, ὅτι εὐθύς ἀπό τότε εἶχαν στό νοῦ τους νά κάμουν τήν ἐπίσκεψη στόν τάφο, τήν ὁποία πραγματοποίησαν μέ τίς ἄλλες Μυροφόρους τήν αὐγή τῆς Κυριακῆς.
Ὁ Εὐαγγελιστής ὅμως, Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι μόνη ἡ Μαρία βρέθηκε μπροστά στό μνημεῖο πρωΐ-πρωΐ, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινιά. Εἶδε τήν πέτρα, πού τό ἀσφάλιζε ἀνασηκωμένη. Ἔτρεξε τότε στό ὑπερῶο, ὅπου πῆρε κατά μέρος τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη καί τούς λέγει:
-Σήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνημεῖο καί δέν ξέρουμε πού τόν ἔβαλαν.
Ἔτρεξαν τότε ἐκεῖνοι στόν κῆπο τοῦ Ἰωσήφ, γιά νά πιστοποιήσουμε τά λόγια της. Καί μαζί τους μέ τόν πρῶτο καί ἐπιστήθιο, ξαναπῆγε ἐκεῖ κι ἡ Μαγδαληνή.
Οἱ δύο ἀπόστολοι εἶδαν τότε τόν τάφο ἄδειο. Κι ἀφοῦ ἐξακρίβωσαν μέ τά μάτια τους τό γεγονός, γύρισαν στό ὑπερῶο. Ἀλλά ἡ Μαρία ἔμεινε ἐκεῖ, κλαίγοντας ἔξω ἀπό τό μνημεῖο.
Τί κάνεις, ὤ γυναῖκα, μέσα στό θάμπωμα μόνη; Γιατί τά δάκρυα αὐλακώνουν τήν ὄψη σου καί στέκεσαι λυπημένη; Δέν κατάλαβες, λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστός ἀνέστη; Δέν ἔχεις πιισθεῖ ὅτι καταπάτησε τόν θάνατο; Τί ἄλλο θά ἤθελες ἀκόμη γιά νά ἠσυχάσεις καί νά χαρεῖς;
Ὄχι δέν μπορῶ νά τό παραδεχθῶ, ἀποκρίθηκε ἡ Μαγδαληνή. Ὅπως ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰωάννης, ἔτσι κι ἐγώ ἄλλο δέν βάζω στό νοῦ μου, παρά ὅτι ἔκλεψαν τόν Ἰησοῦ μου. Πιό ἔρημη εἶναι ἡ καρδιά μου ἀπό τό ἄδειο μνῆμα. Πιό μεγάλο τό πένθος μου τώρα.
Ἀλλά πού ξαφνικά, στρέφοντας πίσω, βλέπει ἡ Μαρία κάποιον. Τά μάτια της εἶναι θολά ἀπό τό κλάμα. Τό πνεῦμα της εἶναι ταραγμένο. Αὐτοί οἱ δύο λόγοι, ἴσως ὅμως καί κάποιος ἄλλος παράδοξος, δέν τῆς ἐπιτρέπουν νά ἰδῆ τά χαρακτηριστικά του, νά καταλάβει εὐθύς ποιός εἶναι. Τό παίρνει γιά τόν περιβολάρη καί τόν ρωτᾶ, πού μετέφερε τό Σῶμα τοῦ Κυρίου της.
Ἐκεῖνος τότε προφέρει μονάχα μία λέξη ὡς ἀπάντηση. Μία λέξη, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό ἴδιο τό ὄνομα τῆς φτωχῆς μαθητρίας.
-Μαρία!...
Εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ ζηλευτή καί πολυτιμημένη πρώτη λέξη πού ξεστόμισε ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάσταση. Κι ἡ λέξις αὐτή εἶναι τό ὄνομα τῆς Μαγδαληνῆς. Μόλις τήν ἄκουσε ἡ Μαγδαληνή, ἔπεσαν οἱ πέπλοι τῆς ὀράσεώς της, τόν εἶδε καί τόν ἀνεγνώρισε.
Ποιός νά ἦταν ἄρα, ἀγαπητοί μου, ὁ τόνος τῆς φωνῆς τοῦ Χριστοῦ καθώς πρόφερε τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Ἦταν τάχα παραπονεμένος, γιατί ἡ Μαγδαληνή εἶχε τόσο ἀργήσει ν’ ἀντιληφθεῖ ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού στεκόταν ἀπέναντί της; Ἦταν ἴσως ἐπιτιμητικός γιά τήν ἀπιστία πού εἶχε δείξει μέ τό νά νομίζει ὅτι ἔκλεψαν τό σῶμα του, ὅταν εἶδε ἄδειο τό μνημεῖο; Ἦταν ὅλος χαρά καί θρίαμβο; Ἴσως κάποιο ἀπ’ αὐτά. Ἴσως ὅλα μαζί.
Ἔτσι ἡ γυναῖκα αὐτή στάθηκε ἡ πρώτη πού εἶδε τόν Ἀναστάντα Κύριο καί ἡ πρώτη, ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς υἱούς καί τίς θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, πού ἄκουσε τό ὄνομά της ἀπό τά χείλη του. Κι ἡ τιμή αὐτή τῆς ἔγινε ὄχι χωρίς λόγο. Γιατί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀγαποῦσε πολύ τόν εὐεργέτη της καί Σωτῆρα της. Εἴθε κι ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά της, γιά νά ἀπολαύσουμε ἀνάλογα μέ τά δικά μας βραβεῖα.
Τά δάκρυά της δέν ἐκύλησαν ἀδίκως. Ἡ ἀγάπη της δέν διαψεύσθηκε. Ἡ τόλμη της δέν τήν ἀπογοήτευσε.
Κανείς, ὅταν ζητᾶ τόν Χριστό, ὅπως ἡ Μαρία δέν θά μείνει στό ἀπόλυτο πένθος, οὔτε θά πέσει στήν ἀπόγνωση. Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τό γλυκύτατο καί τρισένδοξο αὐτό φῶς θά τόν περιλάμψει, θά τόν γεμίσει χαρά ἀνείπωτη.
Ὤ! Κύριε τῆς δόξης, μήν ἀφήσεις κανένα πλάσμα σου μέσα στό ριγηλό σύθαμπο τῆς ἀγνοίας καί τῆς ὀδύνης. Φανερώσου μπροστά σέ ὅλους ὅσοι σέ ἀγαποῦν χωρίς νά σέ βλέπουν καί σέ βλέπουν χωρίς νά σέ ἀναγνωρίζουν. Ἀμήν.