«Εἰρήνη ὑμῖν»
(Κυριακή τοῦ Θωμᾶ 23.04.2023)
Ἀγαπητοί μου, Χριστός Ἀνέστη-Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Κλειστές καί σφαλισμένες ἦταν οἱ πόρτες τοῦ ὑπερώου ἀγαπητοί μου ὅπου εἶχαν συναχθεῖ καταπτοημένοι καί περίφοβοι οἱ μαθητές. Καί χωρίς νά τούς ἀνοίξει τίς πέρασε ὁ ἀναστημένος Κύριος, στάθηκε στή μέση ἔγινε ὁρατός καί ἀκουστός στούς φίλους του καί τούς χαιρέτησε. Εἰρήνη σέ σᾶς. Ἔγινε ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού δέν περίμεναν, ἐκεῖνο ὅπου δέν πήγαιναν οἱ λογισμοί τους. Οἱ Μυροφόρες τούς εἶχαν ἤδη ἀναγγείλει τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά αὐτοί δέν τίς εἶχαν πιστέψει, θεωρώντας τά λόγια τους παραλήρημα Τί περίμεναν οἱ Ἀπόστολοι; Nά ἔρθουν οἱ Ἰουδαῖοι καί νά τούς πάρουν καί αὐτούς ὅπως τόν διδασκάλο τους, γιά νά τούς ὁδηγήσουν στή σφαγή. Ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά τούς σκεφτεῖ; Ποιός ἄλλος θά εἶχε λόγο νά ἔρθει ἐκεῖ καί νά τούς ἐπισκεφθεῖ; Ποιός θά μποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ μαζί τους; Ἐκεῖνος πού τούς ἀγαποῦσε πού εἶχε ὅσο κανείς ἄλλος θέση στόν ὅμιλό τους, ὁ γλυκύτατος Κύριος ἦταν ἀποθεμένος ἄπνους στούς κόλπους τῆς γῆς. Οἱ ὄχλοι πού ἐδῶ καί λίγες ἡμέρες τόν εἶχαν ὑποδεχτεῖ μέ τά κλαδιά τῶν Φοινίκων καί εἶχαν ζηλέψει τούς φίλους καί τούς διαλεχτούς του, τώρα οὔτε τούς σκέφτονταν κἄν. Κι’ ἄν τούς σκέφτονταν θά ἔνιωθαν περιφρόνηση. Μονάχα οἱ ἱερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἔχοντας θανατώσει τόν Χριστό θά ἤθελαν ἴσως νά βάλουν χέρι καί στούς στενούς φίλους του. Μονάχα αὐτοί ἴσως νά συλλογιζόταν τούς Ἀποστόλους καί νά ἔστελναν μία ἄλλη σπείρα γιά νά τούς πιάσει. Ἀλλά νά πού δέν ἔγινε ἔτσι. Δέν συνέβηκε τό κακό πού ἡ ἀνθρώπινη ὀλιγοπιστία προσδοκοῦσε, ἀλλά τό μέγιστο καλό πού ἡ θεία ἀγάπη καί δύναμις εἶχε ἑτοιμάσει. Ὁ Ἰησοῦς μέ σάρκα καί ὀστά ἀναστημένος ἀπό τόν τάφο διάβηκε μέ τό ἔνδοξο ἀφθαρτισμένο καί πνευματικό σῶμα του τίς κλειστές πόρτες τοῦ ὑπερώου, παρουσιάστηκε στούς φίλους του καί τούς ξαναχαιρέτησε μέ τόν ἀξέχαστο καί γλυκύτατο ἐκεῖνο χαιρετισμό, πού τόσο συχνά τούς εἶχε ἀποτείνει: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Εἰρήνη σέ σᾶς. «Ἄς σκορπίσουν ἀπό τίς ψυχές σας ὁ φόβος καί ἡ ἀπόγνωση. Ἄς αἰθριάσει ὁ νοῦς σας. Κοιτάχτε τά χέρια μου καί τήν πλευρά μου. Ἐγώ εἶμαι, ὁ ἴδιος. Ἐγώ εἶμαι, ὁ Δεσπότης καί διδάσκαλός σας. Ὁ Ἅδης δέν μέ κράτησε, τό σκότος δέν μέ κατάπιε, ἡ φθορά δέν μέ κυρίευσε. Ὁ τάφος μέ ξενοδόχησε γιά λίγο, ἡ γῆ μέ φύλαξε πρός ὥρας. Ἀναστήθηκα ἀπό τούς νεκρούς καί ἦλθα νά σᾶς δῶ, νά μιλήσω μαζί σας, νά φάω ἀπό τό φαΐ σας. Ἄς ἔλθει λοιπόν, ἡ εἰρήνη στίς ταραγμένες καρδιές σας, ἄς ἀναστηθεῖ ξανά ἡ πίστη σας.
«Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πάλιν αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν».
Εἰρήνη σέ σᾶς, ἄλλη μιά φορά. Ὅπως μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου, ἔτσι καί ἐγώ τώρα στέλνω ἐσᾶς. «Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Πᾶρτε, δεχτεῖτε τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μέ αὐτό ὁ Πατέρας μου μέ σήκωσε ἀπό τό μνῆμα καί μέ δόξασε. Δεχτεῖτε τό ζωοποιό Πνεῦμα, γιά νά σηκωθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπό κάτω, ὅπου κείτεται ἡ πίστη σας, ἡ ἀγάπη σας, ἡ ἐλπίδα σας. Ἀναστηθεῖτε καί ἐσεῖς στήν καινούργια, τήν ἀθάνατη ζωή. Ἐγερθεῖτε, γιά νά μή γνωρίσετε ἀπό δῶ καί πέρα τήν ἀκινησία καί τό συμμάζωμα, ἀλλά νά διατρέξετε τήν οἰκουμένη σάν ἀετοί καί νά φέρετε στίς ψυχές το φῶς τῆς Ἀναστάσεώς μου. Λάβετε τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός μου, γιά νά περάσετε κι ἐσεῖς, ὅπως ἐγώ ἀπό τόν σφραγισμένο τάφο καί τίς κλειστές αὐτές πόρτες, γιά νά περάσετε καί ἐσεῖς ἀπ’ ὅλα τά ἐμπόδια καί νά δώσετε σέ ὅλους τήν εἰρήνη πού ἐγώ σᾶς δωρίζω.
«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον», σημειώνει ο εὐαγγελιστής, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Ποιοῖ μαθηταί; Ὄχι ὅλοι, ἀλλά οἱ δέκα μόνο. Διότι ἔλειπαν δύο. Ἕνας, πού δέν ἐπρόκειτο νά ξαναγυρίσει ποτέ πιά, ὁ προδότης. Κι’ ἕνας, πού ἄξιζε περισσότερο ἀπ’ ὅλους νά δεῖ αὐτή τήν ἡμέρα τόν Κύριο, ὁ Θωμᾶς ὁ Δίδυμος. Γιατί ἦταν μιά καρδιά πιό δυνατή ἀπό τίς ἄλλες. «Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς», σημειώνει πάλι ὁ εὐαγγελιστής. Δέν ἦταν, λοιπόν, μαζί τους. Εἶχε βγεῖ ἔξω, ἴσως γιά νά προμηθευτεῖ τρόφιμα, ἴσως γιά νά μάθει τίποτε ἀπό τίς προθέσεις τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Δέν φοβόταν αὐτός, ὅπως οἱ ἄλλοι. Δέν τόν ἔνοιαζαν οἱ κίνδυνοι. Καί πώς αὐτό πράγματι ἔτσι ἦταν, τό βλέπεις ἀπό τή συμπεριφορά αὐτοῦ τοῦ μαθητοῦ σέ μιά ἄλλη περίσταση, πού τήν ἀναφέρει ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωάννης. Ὅταν ὁ Κύριος ξεκίνησε νά πάει στή Βηθανία, γιά νά ἀναστήσει τόν Λάζαρο, οἱ ἄλλοι μαθητές θέλησαν νά τόν ἀποτρέψουν, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι σχεδίαζαν νά τόν λιθοβολήσουν. Τότε ὁ Θωμᾶς μπῆκε στή μέση καί τούς εἶπε:
–«Ἄγωμεν καί ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Αὐτός, λοιπόν, ὁ γενναῖος μαθητής ἔλειπε, ὅταν γιά πρώτη φορά εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι τόν ἀναστημένο Κύριο. Κι’ ἦταν, ἀκριβῶς γιά τή γενναιότητα του, ἐκεῖνος πού ἄξιζε πιό πολύ ἀπ’ ὅλους αὐτή τή χαρά.
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τοῦ τήν ἐπεφύλαξε ξεχωριστή. Ἦλθε ὕστερα ἀπό ὀχτώ μέρες εἰδικά γι’ αὐτόν. Καί τοῦ σκόρπισε μονομιᾶς τή φυσική καί δικαιολογημένη δυσπιστία πού ἔδειξε, ὅταν οἱ συμμαθητές του, τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι εἶχαν δεῖ τόν Κύριο.
Μακάρι ὅλοι μας νά ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας θεοπτίας γιά νά ἐξαφανιστοῦν οἱ λογισμοί τῆς δυσπιστίας, τῆς κακότητας καί τῆς ἀνυπακοῆς ἀπέναντι στόν Κύριό μας.
Χριστός Ἀνέστη!