Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.
Εἰσαγωγή
Μία οὐσιαστική ὑποχρέωση τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ποῦ λατρεύεται ὁ Θεός; Πῶς λατρεύεται ὁ Θεός; Πότε λατρεύεται ὁ Θεός ; Εἶναι θέματα πού πρέπει νά γνωρίζει κάθε βαπτισμένο καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό ἀποφασίσαμε νά καταρτίσουμε αὐτή τήν μικρή μελέτη μας πού προσφέρεται ἀπό τίς Ἐνορίες στούς Ἐνορίτες μέ σκοπό νά λατρεύουν «εὐαρέστως τῷ Θεῷ»[1] κατά τίς ἐτήσιες πανηγύρεις τῶν Ἐνοριακῶν Ἱερῶν Ναῶν τήν Ἱεραποστολική Περίοδο 2015-16.
Ἡ μελέτη αὐτή περιλαμβάνει τρία μέρη.
Στό πρῶτο μέρος ἀναφέρεται ἡ γένεση, ἡ ἐξέλιξη, ἡ διαμόρφωση, τό νόημα τῆς χριστιανικῆς λατρείας σύμφωνα μέ τήν ἁγία Γραφή.
Στό δεύτερο μέρος ἀναπτύσσεται ἡ θέση τῆς θείας λειτουργίας στήν Ἐκκλησία καί ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν θεία Λειτουργία.
Στό τρίτο μέρος ἐξηγεῖται ὁ τόπος πού διεξάγεται ἡ θεία λατρεία (ὁ Ναός), ὁ χρόνος (οἱ ἑορτές) καί ὁ τρόπος (οἱ ἱερές Ἀκολουθίες).
Εὔχομαι πατρικά σ’ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας νά ἀναδεικνύονται ἀληθινοί προσκυνητές καί λάτρεις τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ.
Ἔγραφα τήν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
1 Ἰουνίου 2015 στήν Καισαριανή
Μέρος Α΄.
Ἡ λατρεία προσδιορίζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἁγία Γραφή ἡ πρωτοβουλία τῶν σχέσεων αὐτῶν ἀνήκει στόν ζωντανό Θεό πού ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο. Δεχόμενος ὁ ἄνθρωπος στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίνεται λατρεύοντας τόν Θεό. Μέ τήν λατρεία ἐκφράζει τίς ἀνάγκες του στόν Δημιουργό του ἀπό τόν Ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα καί ἐκπληρώνει τόν καθῆκον του, τήν ἀποστολή του πού εἶναι νά γίνει μάρτυράς Του. Λατρεύοντας καθίσταται μάρτυρας τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν λατρεία ὑπηρετεῖ τόν Θεό, κηρύττει τήν πίστη του, δοξολογεῖ τήν ἁγιότητά Του, θαυμάζει τά μεγαλεῖα Του, σέβεται καί τιμᾶ τά θαυμαστά Του ἔργα, ἐκφράζει τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τίς σωτηριώδεις ἐνέργειές του.
- Ἡ διαμόρφωση καί ἐξέλιξη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.
α.΄ Πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν ἁπλές. Μέ τήν προϋπόθεση ὁ ἄνθρωπος νά σεβασθεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νά μή φάει δηλαδή ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δείχνοντας ἔτσι τήν ἐξάρτησή του ἀπό τόν Θεό μποροῦ νά φάει ἀπό τό δένδρο τῆς ζωῆς.[2]
Ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό ἄμεσα, μέ συνέπεια νά μπορεῖ νά τραφεῖ ἀπό τό δένδρο τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία διακόπηκε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἀπορρίπτοντας τήν ἐξάρτησή του ἀπό τόν Πατέρα τῆς ζωῆς.
β΄. Μετά τήν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε ἡ μεσιτεία μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ πού θά διαρκέσει ὡς τό τέλος τῆς ἱστορίας καί τοῦ παρόντος κόσμου σέ τρεῖς περιόδους.
Ἡ πρώτη περίοδος ἐκτείνεται ἀπό τόν Ἄβελ καί Κάϊν μέχρι τήν παράδοση τοῦ Νόμου στούς Ἰσραηλῖτες μέ διαμεσολαβητή τόν Μωϋσῆ στό Σινᾶ.
Ἡ δεύτερη περίοδος ἐκτείνεται ἀπό τήν παράδοση τοῦ Νόμου μέχρι τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ τρίτη περίοδος ἐκτείνεται ἀπό τήν Ἀνάσταση μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία.
Κατά τήν πρώτη καί δευτέρα περίοδο διαπιστώνουμε ὅτι ἐμφανίζονται γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ τόποι, ἀντικείμενα καί πρόσωπα ἱερά (ἄδυτα κιβωτός, θυσιαστήρια, ἱερεῖς), ἅγιες ἡμέρες (ἑορτές, Σάββατα), πράξεις λατρευτικές (ἐξαγνισμοί, καθαγιασμοί, περιτομή, προσφορές, θυμιάματα, προσευχή, σ’ ὅλες τίς μορφές της), λατρευτικές διατάξεις (νηστεία, ἀπαγορεύσεις).
γ΄. Μετά τήν ἁμαρτία ἐμφανίζεται στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ ἡ θυσία. Πρῶτοι προσέφεραν θυσία στό Θεό ὁ Ἄβελ καί ὁ Κάϊν, οἱ υἱοί τῶν Πρωτοπλάστων .[3]
Ὁ Θεός ὅμως δέν δέχεται τήν ὁποιαδήποτε θυσία[4] ἀφοῦ:
ἐ ρ ε υ ν ᾶ τήν ἐσωτερική διάθεση αὐτοῦ πού προσφέρει τήν θυσία[5],
ἀ π ο κ λ ε ί ε ι ὁρισμένους ἐξωτερικούς τύπους, ὅπως τίς ἀνθρωποθυσίες[6] ἤ τήν ἱερά πορνεία[7],
κ α θ ο ρ ί ζ ε ι μία ἀπαιτητική νομοθεσία πού διέπει τά τῆς λατρείας τῶν ἑορτῶν, τῶν θυσιῶν, τῶν προσφορῶν, τῶν ἱερέων καί λοιπῶν ὑπηρετῶν τῆς λατρείας.
δ΄. Στήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι ἄμεση καί ἡ λατρεία δέν ἔχει μεσάζοντες, μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων πού Τόν λατρεύουν - ὑπηρετοῦν.[8]
Στήν πρώτη καί δεύτερη περίοδο κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἔχει χαρακτήρα σκιᾶς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν πού πραγματοποιήθηκαν μέ τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου θείας οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού χαρακτηρίζονται εἰκόνα τῆς μελλούσης νά ἀποκαλυφθεῖ μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀληθείας.
* * * * *
- Σκοπός τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη εἶχε παιδαγωγικό χαρακτήρα πού προσέδιδε στήν θρησκευτική ζωή τῶν Ἰσραηλιτῶν τρεῖς ἱστορικές διαστάσεις.
α΄. Ἡ λατρεία ὑπενθύμιζε ἀρχικά γεγονότα τοῦ παρελθόντος τῶν ὁποίων ἀνανέωνε τόν ἑορτασμό στό παρόν (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία).
β΄. Ἡ λατρεία ζωογονοῦσε τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου στόν ζωντανό καί παντοδύναμο Θεό, πού ἀγαπᾶ τό λαό Του, δέν τόν περιφρονεῖ ὅσο κι ἄν φθείρεται ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν τόν ἐγκαταλείπει ἀλλά τόν φροντίζει γιά νά τόν ἐπαναφέρει στήν ὁδό τῆς ἀληθείας καί τῆς ζωῆς καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν οὐράνια καί πνευματική βασιλεία Του.
γ΄. Τέλος ἡ λατρεία συντηροῦσε τήν ἐσχατολογική ἐλπίδα καί προσδοκία τοῦ Ἱσραηλίτου στήν Ἡμέρα πού ὁ Θεός θά ἐγκαταστήσει τήν βασιλεία Του μέ σκοπό νά ἑνωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, πού πραγματοποιήθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
* * * * *
- Ὁ Κύριος Ἰησοῦς διαμορφώνει τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς μαθητές Του καί τήν Ἐκκλησία Του.
α΄. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν διδασκαλία Του ἀποκάλυψε τό νόημα τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτῆς πού γίνεται εὐαρέστως δεκτή ἀπό τόν Θεό.[9]
Στό διάλογο μέ τήν Σαμαρείτιδα ὁ Κύριος περιέγραψε τά χαρακτηριστικά τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ὅτι ἡ ἀληθινή λατρεία εἶναι πνευματική καί πραγματοποιεῖται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πού καθιστᾶ ἱκανούς τούς ἀναγεννημένους ἀπό Αὐτό νά λετρεύουν ἀληθινά τόν Θεό.[10]
«Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάννου δ΄ 23-24)
Δηλαδή : «Εἶναι ὅμως κοντά ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, πού οἱ πραγματικοί λατρευτές θά λατρέψουν τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια· γιατί ἔτσι τούς θέλει ὁ Πατέρας αὐτούς πού τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοί πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν λατρεύουν μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού φανερώνει τήν ἀλήθεια».
Ἡ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἐπισφραγίζει τήν νέα Διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων[11] ἔδωσε στίς τελετές τῆς ἀπαρχαιομένης παλαιᾶς λατρείας πού καταργήθηκε ὅλο τους τό νόημα, θεμελίωσε τήν νέα λατρεία ἐπειδή ἐξαγόρασε ἀληθινά τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου[12] καί μετέδωσε τήν αἰώνια ζωή σ’ ὅσους κοινωνοῦν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.[13]
Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός στό Μυστικό Δεῖπνο ἐγκαινίασε αὐτό τό ἐξιλαστήριο τραπέζι καί ὅρισε τήν ἐπανάληψή του.[14]
Ἔτσι ὁ Κύριος ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στήν κοινωνία μέ τόν Θεό Πατέρα καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά συνδεθεῖ μέ τόν Θεό Πατέρα γιά νά ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή.
β΄. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάκουσε σ’ ὅσα δίδαξε καί ἔπραξε ὁ Κύριος
Οἱ πρῶτοι Μαθητές στίς λατρευτικές συνάξεις τους ἐπισφραγίζουν τίς προσευχές τους καί τά δεῖπνα τους «τῇ κλάσει του ἄρτου».[15]
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπενθυμίζει τήν σημασία καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς εὐχαριστιακῆς λειτουργίας σ’ ὅσους τίς ξεχνοῦν[16].
Γιά τήν συμμετοχή στήν Εὐχαριστία ἀπαιτεῖται ἡ ἐνσωμάτωση στήν Ἐκκλησία μέ τό Βάπτισμα πού ὁρίσθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ[17] ὡς προϋπόθεση τῆς νέας ζωῆς[18], καί πού ἄρχισαν νά τελοῦν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.[19]
Τέλος, στούς βαπτισμένους διά τῆς χειροθεσίας τῶν Ἀποστόλων παρέχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα.[20]
Σ’ αὐτές τίς τρεῖς θεμελιώδεις τελετουργικές πράξεις τῆς χριστιανικῆς λατρείας Εὐχαριστία, Βάπτισμα, Χρῖσμα προστέθηκαν:
Ὁ ἑορτασμός τῆς Κυριακῆς, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων[21] «τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ»[22], κανόνες καλῆς συμπεριφορᾶς, ὅπως τό «κατεκαλύπτεσθαι τήν κεφαλήν» γιά τίς γυναῖκες ἤ τήν σιγή τους κατά τίς λατρευτικές συνάξεις,
Κανόνες πού ἀποσκοποῦν στήν εὐταξία καί τήν εἰρήνη.[23]
* * * * *
- Ἡ τριπλῆ ὄψη τῆς Χριστιανικῆς λατρείας.
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τριπλό χαρακτῆρα ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἡ ὁποία ὅμως νοηματοδοτεῖται ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
α΄. Ὑπενθυμίζει ἕνα θεϊκο ἔργο τοῦ παρελθόντος. Κέντρο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο.[24] Τό καθιστᾶ ἐνεργούμενο στό παρόν. Γι’ αὐτό ψάλλουμε στίς ἑορτές «Σήμερον ὁ Χριστός γεννᾶται ἤ κραμᾶται» κ.τ.λ.
Ἡ πράξη τοῦ παρελθόντος πού μνημονεύει ἡ χριστιανική λατρεία δέν εἶναι ἁπλῆ ἀνάμνηση τοῦ ἑορταζομένου γεγονότος οὔτε ἐπέτειος ἀλλά κλήση γιά νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πίστη του καί τόν ἀγῶνα του στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί νά σωθεῖ. Εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία μας, τῆς ὁποίας καρποί εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ δωρεάτοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτό τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τερματίζει τήν ἀρχαία λατρεία, τήν προορισμένη νά ἐκφράσει καί νά διασώσει τήν ταπεινή καί ἐλπιδοφόρα προσδοκία τῆς σωτηρίας πού ἔχει ἤδη ἐκπληρωθεῖ ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.[25]
Ὁ Χριστός μᾶς παρέχει τόν τρόπο νά δεχθοῦμε τόν καρπό τῆς θυσίας Του πού πρόσφερε στό θυσιαστήριο τοῦ Σταυροῦ μέ τήν συμμετοχή μας στήν θεία Εὐχαριστία.[26]
β΄. Στό παρόν πραγματοποιεῖται μία κοινωνία πού μᾶς προετοιμάζει γιά τήν αἰώνια κοινωνία μας μέ τόν Θεό στόν οὐρανό.
Ἡ θεία λειτουργία πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς νέας λατρείας καί τήν εἴσοδο στήν νέα ζωή εἶναι τό «σημεῖον» ἡ ἀπόδειξη καί βεβαίωση ἀφ’ ἑνός πρός τόν πιστό, ὅτι γίνεται ἀποδεκτός στήν οὐράνια κοινωνία, ἀλλά καί μέσο γιά νά τήν ἐπιτύχει.
Μέ τήν θεία Λειτουργία ὁ ἔνδοξος Χριστός εἶναι μυστηριωδῶς παρών γιά νά ἑνωθοῦμε ἐμεῖς μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα πού Ἐκεῖνος πρόσφερε, ὥστε νά γίνουμε ὅλοι ἕνα καί μόνο σῶμα πού νά δοξάζει τόν Πατέρα «ἐν Χριστῷ» διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.[27]
Μέ τόν τρόπο αὐτό μᾶς γίνεται προσιτό τό οὐράνιο θυσιαστήριο[28], ὅπου διαμένει ὁ Χριστός, ὁ «ἱερεύς εἰς τόν αἰώνα»[29]. Ἐκεῖ τελεῖται ἡ λατρεία τοῦ Πατρός «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», ἡ μόνη ἀξία λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ[30]. Ἡ τελετουργία γίνεται ἀπό τόν θυσιαζόμενο Ἀμνό μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ στόν Οὐρανό, στόν ἀληθινό Θρόνο τοῦ Θεοῦ ὅπου βρίσκεται ἡ πραγματική κιβωτός τῆς Διαθήκης.[31] Οἱ ἐκλεκτοί οἱ ὁποῖοι δοξολογοῦν τόν Θεό μέ τόν τρισάγιο ὕμνο, πού τήν ἠχώ του ἄκουσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας[32] δοξολογοῦν ἐπίσης καί τόν Ἀμνό πού εἶναι ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ[33] καί πού τούς κατέστησε «βασίλειον ἱεράτευμα» γιά νά τούς ἑνώσει μέ τήν τέλεια λατρεία Του.[34]
Οἱ ἱεροπραξίες ὅμως πού μᾶς ἑνώνουν μέ τόν Χριστό καί μέ τήν οὐράνια λατρεία Του συνεπάγονται ὁρισμένες ἠθικές προϋποθέσεις
Μέ τό Βάπτισμα πεθαίνουμε γιά τήν ἁμαρτία γιά νά ζήσουμε τήν ἁγία ζωή τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.[35]
Ὅταν ἁμαρτάνει λοιπόν κάποιος σημαίνει ὅτι γίνεται ἀνάξιος τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου καί ὅτι ἡ κοινωνία Τους γίνεται καταδίκη γι’ αὐτόν.[36]
Ἀντίθετα ὅταν κάποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ὅταν ἑνώνεται στήν ἀγάπη πού ἐνέπνευσε τήν θυσία Του μέ μία διαρκῆ πιστότητα καί συνέπεια στίς ἀπαιτήσεις τῆς κατά Θεόν ζωῆς σημαίνει ὅτι γίνεται ὁ ἴδιος ζωντανή θυσία εὐάρεστη στό Θεό.[37]
Τότε ἡ τελετουργική λατρεία μας μέ τήν ψαλμωδία τῶν αἴνων ἐκφράζει τήν πνευματική λατρεία τῆς διαρκοῦς εὐχαριστίας μας πρός τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ Του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.[38]
γ΄. Ἡ ἐσχάτη Ἡμέρα θά σημάνει τό τέλος γιά τίς ἱεροτελεστίες πού τήν ἀναγγέλλουν καί τίς τελοῦμε «ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ»[39]. Ὁ θυσιαζόμενος Ἀμνός θά ἔλθει ἀνταποκρινόμενος στήν πρόσκληση τῆς Νύμφης Του «Μαράν ἀθᾶ» (ἔρχου Κύριε)[40] γιά νά τελέσει τούς γάμους Του μαζί Της.[41]
Τότε δέν θά ὑπάρχει πιά Ναός γιά νά συμβολίζει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στό λαό Του. Στήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ ἡ δόξα του Κυρίου δέν θά φανερώνεται πιά μέ «σημεῖα»[42], ἀλλά «καθώς ἐστί». Γιατί στήν οὐράνια πόλη τῆς αἰωνιότητος οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ πού θά Τόν λατρεύουν δέν θά εἶναι πιά ἁμαρτωλοί, καί παραβάτες τῶν ἐντολῶν Του, ἀλλά «υἱοί», οἱ ὁποῖοι μέσα στό ἀνανεωμένο καί ὁλόφωτο ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἀμνοῦ σύμπαν θά βλέπουν τό Πατέρα τους πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά πίνουν ἀπό τήν πηγή Του τό ζωντανό νερό τοῦ Πνεύματος. [43]
Μέρος Β΄.
Μέρος Β΄
Ἐκκλησία καί Θεία Λειτουργία
- Ἡ σύναξη γιὰ τὴ Θ. Λειτουργία ὡς ἔκφραση κοινωνίας
Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὴ Θ. Λειτουργία ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ προσκαλεῖται στὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα. Ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μαρτυρίες διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Λειτουργία εἶναι συλλογικὴ πράξη, ἔργο τῶν πολλῶν, ποὺ ἐκφράζει συγχρόνως τὴν ἑνότητα τῶν πολλῶν, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μεταξύ τους. Αὐτὸς ὁ συλλογικὸς χαρακτήρας διαφαίνεται ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη Θ. Εὐχαριστία κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: ὄχι μόνο διότι παρίστανται οἱ Ἀπόστολοι, γεγονὸς στὸ ὁποῖο ὀφείλεται ὁ πληθυντικὸς ἀριθμὸς τῶν περισσοτέρων ρημάτων στὶς τέσσερις διηγήσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης περὶ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου[44], ἀλλὰ καὶ διότι ὁ Χριστὸς τονίζει ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ πολλοὺς (τὸ αἷμά μου τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον). Γι᾽ αὐτό, ἡ συλλογικὴ πράξη ποὺ συνέστησε ὁ Χριστὸς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο μεταβιβάζεται ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους στὸ πλῆθος (στὸ σύνολο) τῶν πιστῶν, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους[45].
Σὲ ἄλλες μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης παρατηροῦμε ὅτι, ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «συναγωγὴ» ἤ «ἐπισυναγωγὴ» περὶ τῆς συγκεντρώσεως τῶν Χριστιανῶν σὲ κάποιο χῶρο[46], δηλώνεται ταυτοχρόνως καὶ ἡ ἑνότητα τῶν συνηγμένων. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἡ Λειτουργία χαρακτηρίζεται ὡς «σύναξη στὸν ἴδιο τόπο» (2, 44). Ἡ σύναξη αὐτὴ γινόταν ὁμοθυμαδὸν («μὲ ὁμοψυχία»[47]). Ὁ ὅρος αὐτὸς ἀναφέρεται ἀφενὸς στὴν ψυχικὴ προϋπόθεση τῆς συνάξεως (συνάζονταν ὅλοι μὲ τὴν ἴδια πίστη), ἀφετέρου δὲ στὸ ἀποτέλεσμα τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως (μέσα στὴ Λειτουργία γίνονταν ὅλοι ἕνα σῶμα).
Αὐτὴ τὴν προϋπόθεση τονίζει στὰ τέλη τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης, ὅταν γράφει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ «συνάζονται» γιὰ τὴ Λειτουργία «στὸν ἴδιο τόπο καὶ μὲ ὁμόνοια συνειδήσεως»[48], ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰ. ὁ Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὅταν συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ «συνάζονται» γιὰ τὴ Λειτουργία «μὲ τὴν ἴδια πίστη» καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ[49], μὲ «μία προσευχὴ, μία δέηση, ἕνα νοῦ, μία ἐλπίδα μέσα στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ἁγνὴ χαρὰ»[50]. Ἡ κοινὴ αὐτὴ προσευχή, προσθέτει ὁ Ἰγνάτιος, «ἀνεβαίνει πρὸς τὸ Θεὸ μὲ συμφωνία», δηλαδὴ μὲ ἁρμονία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ὁμόνοια τῆς πίστεως[51]. Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας Ἰουστῖνος περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς «συναθροίσεως στὸν ἴδιο τόπο» ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νὰ τελέσουν τὴ Θεία Εὐχαριστία[52].
Ἡ ἔννοια τῆς «συνάξεως» κατὰ τὴ Λειτουργία ἐκφράζει τὴν αὐτοπροαίρετη πορεία τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν ἑνότητα καὶ πρὸς τὴ συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν μεμονωμένα ἄτομα. Ἡ «ἐκκλησιαστικὴ ἀπομόνωση» συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀπουσία ἀπὸ τὴ Θ. Εὐχαριστία[53]. Στὸ μεταίχμιο τοῦ 2ου μὲ τὸν 3ο αἰ., ὁ Τερτυλλιανὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους coetus (σύναξη) καὶ convocationes (συγκλήσεις, συνάξεις), γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ στὴ Λειτουργία[54]. Ὁ ὅρος «σύναξις» εἶναι ἔκτοτε (3ος αἰ.) αὐτὸς ποὺ δηλώνει τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας. Στὰ τέλη τοῦ 3ου/ ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ., ὁ Μεθόδιος, ἐπίσκοπος Ὀλύμπου τῆς Μ. Ἀσίας ἀναφερόμενος στὴ Λειτουργία σημειώνει ὅτι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν μία «σύνοδο»[55], οἱ δὲ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς (τέλη τοῦ 4ου αἰ.) συνιστοῦν νὰ γίνονται «σύνοδοι»- δηλαδὴ Λειτουργίες- κάθε Κυριακή[56].
- Εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση
Ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι τὸ μόνο γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ καθίστανται ἕνα σῶμα, δηλαδὴ Ἐκκλησία. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἤδη, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἐμπερικλείει τὴν ἔννοια τῆς «συνάξεως τῶν πιστῶν σ᾽ ἕναν ὁρισμένο τόπο», δηλαδὴ τὴν ἔννοια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως[57]. Αὐτὴ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, ἀπετέλεσε τὴν πηγὴ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σώματος Χριστοῦ»[58].
Ὁ ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο: λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ, τὰ ὁποῖα ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Σταύρωση, συνδέει τὴ γέννηση καὶ ἀνάπλαση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Γράφει, λοιπόν, ὅτι τὸ ὕδωρ παραπέμπει στὸ Βάπτισμα, ἐνῶ τὸ αἷμα στὴν Εὐχαριστία, προσθέτοντας ὅτι «ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ Μυστήρια ἔχει συσταθεῖ ἡ Ἐκκλησία»[59]. Παράλληλη ἄποψη διατυπώνει καὶ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰκόνες καὶ ἀπαρχὲς τῆς μυστικῆς εὐλογίας, δηλαδὴ τῆς Εὐχαριστίας»[60]. Σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτές, ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θ. Εὐχαριστία ἔχουν κοινὴ ἀρχή.
Ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι ἡ «θυσία», κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶναι «καὶ θύτης καὶ θῦμα», ὁ «προσφέρων» καὶ ὁ «προσφερόμενος». Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὴν ἑβραϊκὴ λατρεία ὑπῆρχαν θυσίες, οἱ ὁποῖες συνδυάζονταν μὲ μία σύναξη τοῦ λαοῦ. Ἡ συγκέντρωση τῶν Ἑβραίων γιὰ τὴ θυσία ἀποδίδεται στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς «Qahal Yahve» («σύναξη τοῦ Θεοῦ»). Ὅταν οἱ ἑβδομήκοντα μεταφραστὲς τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου ἀπέδωσαν τὸν ὅρο στὴν ἑλληνική, ἡ καταλληλότερη λέξη ποὺ ἐπέλεξαν ἦταν ὁ ὅρος «ἐκκλησία». Ἔτσι, οἱ θυσίες τοῦ «ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» ὀνομάστηκαν «ἐκκλησία Θεοῦ»[61]. Ὁ ὅρος αὐτὸς προετοίμασε (κατὰ κάποιο τρόπο) τὴ συνάφεια τῆς χριστιανικῆς θυσίας (τῆς Λειτουργίας) μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως.
Μὲ βάση τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ταύτιση τῆς «συνάξεως στὴν Ἐκκλησία»[62] μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν πιστῶν. Στὴ Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων (2ος αἰ.) ὑπάρχει μία προσευχὴ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία περιέχει τὸ ἀκόλουθο αἴτημα πρὸς τὸ Θεὸ: Ὥσπερ τὸ κλάσμα τοῦτο ἦν διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν ἐγένετο ἕν, οὕτω συναχθήτω σου ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν[63]. Τὸ αἴτημα τῆς Διδαχῆς τονίζει τὸν βαθύτερο σύνδεσμο μεταξὺ τοῦ ἄρτου τῆς Θ. Εὐχαριστίας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Τονίζει, δηλαδή, ὅτι σὲ κάθε Θ. Λειτουργία ἡ Ἐκκλησία ἑνοποιεῖται καὶ ὑπερβαίνει τοὺς τοπικοὺς διαχωρισμοὺς στὸν ἴδιο βαθμὸ ποὺ τὰ διασκορπισμένα στάχυα ἑνοποιήθηκαν στὸν ἄρτο τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Ὁ Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως (7ος- 8ος αἰ.) γράφει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνάθροιση λαοῦ, σῶμα Χριστοῦ»[64]. Ἡ «συνάθροιση», ὅμως, αὐτὴ πραγματοποιεῖται μόνο μέσα ἀπὸ τὴ Θ. Λειτουργία, διότι Ἐκκλησία, Χριστὸς καὶ Εὐχαριστία ταυτίζονται. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος σημειώνει: «Κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη εἶναι ἡ σύναξη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστήριο ὁλόκληρου τοῦ Χριστοῦ»[65]. Τὴν ἴδια σκέψη ἀναπτύσσει ἐκτενέστερον ὁ Ρῶσσος θεολόγος π. Ν. Ἀφανάσιεφ, ὅταν γράφει: «Ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη εἶναι σύναξη ὅλων ἐπὶ τὸ αὐτὸ (στὸν ἴδιο τόπο) γιὰ ἕνα καὶ μοναδικὸ σκοπό. Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό. Τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν σκεφθοῦμε χωρὶς τὴν Ἐκκλησία, ὅπως τὸν Μεσσία δὲν μποροῦμε νὰ τὸν σκεφθοῦμε χωρὶς τὸν μεσσιανικὸ λαό. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναθροίζεται μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ πραγματοποιεῖται κάθε φορὰ στὴν Εὐχαριστία. Ὑπὸ τὴν ἔποψη αὐτή, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη ἀποτελεῖ τὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας»[66].
- Εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας
Μετέχοντας ὅλοι «στὸν ἕνα ἄρτο», γινόμαστε «ἕνα σῶμα»[67]. Μόνο μέσα στὴ Θ. Λειτουργία ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, ἐφόσον μόνο ἐκεῖ ἀποκτοῦμε κοινὴ ἀναφορὰ πρὸς τὸ Χριστό. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ[68], συνιστοῦν ἕνα καταλύτη ἐξελίξεων στὶς σχέσεις μας μαζί Του καὶ μέ τοὺς ὑπόλοιπους Χριστιανούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ γνήσια κοινωνία, περὶ τῆς ὁποίας τὰ ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα (5ος αἰ.) διακηρύσσουν ὅτι ἡ θεία τῆς συνάξεως τελετή... ἑνοποιεῖ τοὺς ἐπ᾽ αὐτὴν ἱερῶς ἀναγομένους[69]. Ὅπως γράφει ὁ Ἱερώνυμος (4ος-5ος αἰ.), «δὲν εἶναι ἡ πανήγυρη (ἀναφέρεται στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς) αὐτή, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴ σύναξη. Ἀντιθέτως, συγκεντρωνόμαστε (ἀναφέρεται στὴ σύναξη κατὰ τὴ Θ. Λειτουργία) βλέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ αἰσθανόμαστε νὰ γεννᾶται μέσα μας μεγάλη χαρὰ»[70].
Ἡ χαρὰ αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μετέχουν στὴ Θ. Εὐχαριστία, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς Μεταλήψεως ἀπὸ τὸ κοινὸ Ποτήριο, συνδέονται μεταξύ τους μὲ δεσμοὺς ἀνώτερους ἀπὸ τοὺς σαρκικούς. Ὁ Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «αὐτὴ ἡ Τράπεζα (ἡ Θ. Εὐχαριστία) εἶναι περισσότερο σεβαστὴ ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς τῆς συγγένειας ἤ τῆς φιλίας»[71]. Γι᾽αὐτὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι μόνο κατὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία αἰσθανόμαστε τὴν ἔννοια τοῦ ναοῦ ὡς «πατρικοῦ οἴκου», ἐφόσον μὲ τὴν κοινὴ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ γινόμαστε, κατὰ τρόπο ὀντολογικό, ἀδελφοὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κοινὴ αὐτὴ συμμετοχὴ ὁδηγεῖ στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πολὺ γλαφυρὰ τονίζεται στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς, στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου: ... ἡμᾶς δὲ πάντας, τοὺς ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου καὶ τοῦ Ποτηρίου μετέχοντας, ἑνῶσαι ἀλλήλοις, εἰς ἑνὸς Πνεύματος ἁγίου κοινωνίαν.
Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «μία» καὶ «καθολικὴ». Μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θέλησαν νὰ ἐκφράσουν τὴ μυστηριακὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἔννοια ἀθροιστικῆς ποσότητας, ἀλλὰ εἶναι ἡ «καινὴ (καινούργια) κτίση», ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πιστότητα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου[72]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, διότι ἕνας εἶναι ὁ Χριστός· καὶ εἶναι καθολική, διότι «διδάσκει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια»[73]. Οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀναφερόμενοι στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιοῦν πολλὲς εἰκόνες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ περισσότερο ἐκφραστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος. Τὴν ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὴ σύναξη τῆς Εὐχαριστίας διαμορφώνεται ἡ «μία» καὶ «καθολικὴ» Ἐκκλησία διατυπώνει μὲ σαφήνεια ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Σεραπίωνος στὸ ὁμώνυμο Εὐχολόγιο: Ὥσπερ ὁ ἄρτος οὗτος ἐσκορπισμένος ἦν ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθεὶς ἐγένετο ἕν, οὕτω καὶ τὴν ἁγίαν σου ἐκκλησίαν σύναξον ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ πάσης χώρας καὶ οἴκου καὶ ποίησον μίαν ζῶσαν καθολικὴν ἐκκλησίαν[74].
Τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὴ Θ. Εὐχαριστία τονίζει κατὰ τρόπο σαφὴ ὁ π. Ἀ. Σμέμαν γράφοντας: «Ὅταν ἡ Ἐκκλησία συνέρχεται ἐπὶ τὸ αὐτὸ γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ἔστω κι ἄν ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἤ τρεῖς, φανερώνει καὶ εἰκονίζει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλη τὴν πληρότητά του. Οἱ δύο ἤ τρεῖς γίνονται ἡ “εἰκόνα” καὶ τὸ “μυστήριο” ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος πιστευσάντων. Προπάντων ὅμως οἱ δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου γίνονται ἡ “εἰκόνα” καὶ τὸ “μυστήριο” τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς μποροῦν νὰ “κοινωνήσουν”, νὰ μεταλάβουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι νὰ ζήσουν μὲ τὴ ζωὴ μὲ τὴν ὁποία ζῆ ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ»[75].
Γνωρίζουμε ὅτι τὸ ἄτομο καὶ ἡ κοινότητα σπάνια συμπορεύονται μέσα στὴν ἱστορία. Στὴ Θ. Λειτουργία, ὅμως, τὰ δύο αὐτὰ συναντῶνται: τὸ ἄτομο πορεύεται πρὸς τὴν κοινότητα καὶ ἡ κοινότητα ὑποδέχεται τὸ ἄτομο. Ἀλλὰ καὶ τὸ «ἀτομικὸ σῶμα» τοῦ Χριστοῦ ἑνώνεται μὲ τὸ «κοινωνικὸ» σῶμα Του, ὅταν στὸ τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας ἐπιτελεῖται ἡ λεγόμενη «συστολὴ τῶν Τιμίων Δώρων», ὅταν, δηλαδή, ὁ «ἀμνὸς» (τὸ κεντρικὸ τμῆμα τοῦ προσφόρου ποὺ φέρει τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ) ἑνώνεται μὲ τὶς «μερίδες» τῶν πιστῶν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξη ἐνσωματώνεται μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη μία ἀντινομία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ π. Γεώργιος Φλορόφσκυ ἔγραφε ὅτι ἡ ἀντινομία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως ἐμφανίζεται μέσα στὴ Θ. Λειτουργία[76].
Εἶναι σφάλμα νὰ νομίζουμε ὅτι στὴ Λειτουργία ὁ στόχος συμμετοχῆς τοῦ πιστοῦ ἐξαντλεῖται στὴ δυνατότητα προσευχῆς. Ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι στὸ σπίτι μας θὰ μπορούσαμε νὰ προσευχηθοῦμε καλύτερα ἀπ᾽ὅτι στὴ διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας· καὶ συνεχίζει: «Στὴ Λειτουργία, ὅμως, ὑπάρχει κάτι περισσότερο: ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ συμφωνία καὶ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης καὶ οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἱερεῖς στέκονται μπροστά, ὥστε οἱ προσευχὲς τοῦ πλήθους καθὼς εἶναι περισσότερο ἀδύναμες, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὶς προσευχὲς τῶν δυνατοτέρων καὶ νὰ ἀνέβουν μαζὶ στὸν οὐρανὸ»[77].
- Ἡ συνιερουργία κλήρου καὶ λαοῦ κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη
Οἱ παραπάνω σκέψεις τοῦ Χρυσοστόμου μᾶς εἰσάγουν στὸ θέμα τοῦ συνδέσμου τῶν ἱερέων μὲ τοὺς πιστούς κατὰ τὴ Θ. Λειτουργία, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ μία ἀκόμη παράμετρο τῆς συνάφειας Ἐκκλησίας καὶ Θ. Εὐχαριστίας. Διότι, δὲν πρόκειται ἁπλῶς περὶ συνεργασίας κλήρου καὶ λαοῦ κατὰ τὴ Λειτουργία. Μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ὁ λαὸς συμβάλλει οὐσιαστικῶς στὰ τελούμενα. Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὴν οὐσιαστικὴ συμβολὴ τῶν λαϊκῶν στὰ τελούμενα κατὰ τὴ Θ. Λειτουργία, εἶναι ἡ ἐπισφράγιση τῶν εὐχῶν τοῦ ἱερέα μὲ τὸ Ἀμήν[78], τὸ ὁποῖο ἑνώνει κλῆρο καὶ λαὸ σὲ ἕνα ὀργανικὸ σύνολο κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας.
Ὁ λαός, ἐπίσης, ἀπαντᾶ στὰ αἰτήματα τοῦ διακόνου μὲ τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἤ τὸ «Παράσχου Κύριε», διαλέγεται μὲ τὸν ἱερέα, ἐφόσον τὸ κεντρικὸ τμῆμα τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι σὲ διαλογικὴ μορφή, καὶ προσεύχεται μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα, ἐφόσον ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς Θ. Λειτουργίας διατυπώνονται στὸ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο[79]. Ἀλλὰ ὁ λαὸς εἶναι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει τὰ «Τίμια Δῶρα» (τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο) γιὰ τὴ Θ. Λειτουργία, τὸ δὲ Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος ἀπευθύνει πρὸς τὸ Θεό, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ αἴτημα «νὰ δεχτεῖ τὴν Εὐχαριστία τοῦ λαοῦ καὶ νὰ εὐλογήσει αὐτοὺς ποὺ προσκόμισαν τὰ πρόσφορα καὶ τὶς εὐχαριστίες»[80]. Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση εἶναι ἀποκαλυπτικὴ τοῦ βαθύτερου συνδέσμου κλήρου καὶ λαοῦ στὴ Λειτουργία, ἐνῶ, παράλληλα, ἡ διάκριση κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι σαφὴς ἤδη ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Γιὰ τὴν πραγμάτωση αὐτῆς τῆς «συνιερουργίας», ὁ διάκονος ἀποτελεῖ τὸν συνεκτικὸ κρίκο μεταξὺ τῶν ἱερέων καὶ τῶν πιστῶν λαϊκῶν. Ἡ Καινὴ Διαθήκη μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν πρώτων διακόνων εἶχε σκοπὸ τὴν κοινωνικὴ διακονία[81]. Ὅμως, ὅταν τὰ κοινὰ δεῖπνα (οἱ λεγόμενες «ἀγάπες») ποὺ γίνονταν ἀμέσως μετὰ τὴ Θ. Λειτουργία καταργήθηκαν, οἱ διάκονοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μὲ τὴ Λειτουργία καὶ ἔτσι ὁ ρόλος τους διευρύνθηκε καὶ στὸ λειτουργικὸ ἔργο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀπετέλεσε τὴν ἀρχὴ ὄχι μόνο μιᾶς ἁπλῆς διευρύνσεως, ἀλλὰ τῆς διαμορφώσεως- κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες- τοῦ λειτουργικοῦ ρόλου τοῦ διακόνου ὡς τῆς βασικότερης πτυχῆς τῆς διακονίας του.
Βεβαίως, στὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Θ. Λειτουργίας, ὁ ἱερέας προεξάρχει, ἀλλὰ εἶναι ταυτοχρόνως «ὑπηρέτης καὶ οἰκονόμος» τοῦ Μυστηρίου ποὺ τελεῖται[82]. Ὁ Ἰ. Χρυσόστομος γράφει ὅτι κατὰ τὴ Λειτουργία ὁ λαὸς «δανείζει τὴ γλώσσα του» καὶ «παρέχει τὰ χέρια του» στὸν ἱερέα[83], ἐνῶ καὶ ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (14ος αἰ.) σημειώνει ὅτι «οἱ ἱερεῖς δὲν ἐνεργοῦν τὰ μυστήρια, ἀλλὰ μόνο λειτουργοῦν, δηλαδὴ ὑπηρετοῦν»[84]. Αὐτός, ὁ ὁποῖος «ἐνεργεῖ» στὴ Λειτουργία («ποιεῖ τὰ προκείμενα», κατὰ τὸ Χρυσόστομο[85]) εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται στὴ Λειτουργία (ὅπως προαναφέρθηκε) ὡς ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος (εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου). Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἱερέας δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει μόνος τὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία ἔστω καὶ ἐλαχίστων λαϊκῶν. Ὁ ἱερέας, ὅπως σημειώνει ὁ π. Ἀ. Σμέμαν, «στέκεται στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ διδασκάλου... Μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ σημεῖα ποὺ τελετουργεῖ κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη φανερώνει τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα»[86].
Ἡ Λειτουργία εἶναι στάση προσωπικὴ καὶ, ταυτοχρόνως, κοινή, ἀναφορὰ τοῦ κάθε προσώπου στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ προσφορὰ θυσίας ἀπὸ ὅλο τὸ σῶμα. Τὸ ἕνα στοιχεῖο συμπληρώνει τὸ ἄλλο. Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς (2ος-3ος αἰ.) γράφει ὅτι κατὰ τὴ Λειτουργία «ἡ ἑνότητα ποὺ δημιουργεῖται μὲ τὴν ἕνωση τῶν πολλῶν ἐπιτυγχάνει μιὰ θεϊκὴ ἁρμονία ἀπὸ τὴν πολυφωνία καὶ τὴ διασπορά. Καὶ γίνεται συμφωνία, ἀκολουθώντας ὡς μοναδικὸ χορηγὸ καὶ διδάσκαλο τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, νιώθοντας ἀνάπαυση στὴν ἀλήθεια καὶ λέγοντας “ἀββὰ”, δηλαδὴ “Πατέρα”»[87]. Γι᾽ αὐτὸ τὰ ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα ἀναφέρονται σὲ μυστήριο συνάξεως, εἴτουν κοινωνίας[88].
Αὐτὸ συμβαίνει διότι κατὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία, προσφέροντας ἡ κάθε τοπικὴ σύναξη «τὴ λογικὴ λατρεία ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης»[89], ὁδηγεῖ τοὺς μετέχοντες σὲ μία «μεταστοιχείωση», στὴν Πεντηκοστὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἐξαλείφονται οἱ διαφορὲς καὶ «καινουργεῖται ἡ συμφωνία»[90]. Ὀρθότατα, ἑπομένως, ὁ ἀείμνηστος π. Ἰ. Πόποβιτς ἐπισημαίνει ὅτι «ἀνήκων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἕκαστος, ἀνήκει εἰς ὅλους καὶ ὅλοι εἰς ἕκαστον, διότι ὅλοι εἴμεθα ἕν σῶμα, μία ψυχή, μία καρδία»[91].
- Ἡ ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, πηγὴ ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως
Α. Ὁ θεολογικὸς προβληματισμὸς περὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας λατρείας
Ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς ἀναγεννήσεως στὴ λατρεία ἔχει διατυπωθεῖ ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1950, ὅταν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς λειτουργικῆς Θεολογίας ἔθιξαν σημαντικὰ θέματα, τὰ ὁποῖα σχετίζονταν μὲ τὰ προβλήματα τῆς Λατρείας, ἐκθέτοντας τὶς ἱστορικές τους παραμέτρους, καθὼς καὶ τὶς προοπτικὲς διευθετήσεώς τους. Ἡ ὅλη συζήτηση διευρύνθηκε μὲ τὶς παρεμβάσεις τῶν ἱστορικῶν καὶ θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιες πρωτοβουλίες μεμονωμένων Ἱεραρχῶν.
Ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ κινητικότητα ἐπήγασε κυρίως ἀπὸ τὴν ἐπανανακάλυψη τῆς θεμελιακῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία λατρείας. Καὶ ἐπειδή, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» τόσο στην καινοδιαθηκική, ὅσο καὶ στὴν πατερικὴ θεολογία, ἐμπερικλείει τὴν ἔννοια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, ἡ λειτουργικὴ κινητικότητα γιὰ μία ἀναγέννηση τῆς λατρείας ἐπικεντρώθηκε στὴν προβολὴ μιᾶς θεμελιώδους ἀλήθειας: ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνειδητοποίησε καὶ συνειδητοποιεῖ τὴν ἰδιαίτερη φύση της ὁσάκις τελεῖ τὴ Θ. Εὐχαριστία.
Ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτό, ὁ π. Γ. Φλορόφσκυ οὐδόλως ὑπερέβαλε ὅταν ἔγραφε τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ Χριστιανσμὸς εἶναι λειτουργικὴ θρησκεία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα λατρεύουσα κοινότητα. Ἡ λατρεία ἔρχεται πρώτη, ἀκολουθεῖ ἡ δογματικὴ διδασκαλία καὶ ἡ πειθαρχία (ἐκκλησιαστικὴ τάξη)»[92]. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν π. Ἀ. Σμέμαν, ὁ ὁποῖος ἔγραφε ὅτι «χωρὶς λατρεία δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία»[93].
Ἡ ἀλήθεια αὐτή, ὅσες φορὲς βιώνεται μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, λειτούργησε καὶ λειτουργεῖ καταλυτικά. Δὲν ἀποτελεῖ μία ἁπλὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἕνα «χρωματισμὸ οὐσίας». Ἄς τὴν διατυπώσουμε ἀντιθετικῶς: ἐὰν παραθεωρηθεῖ ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς «κοινωνίας λατρείας», ἡ Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὡς μία «θρησκευτικὴ ἰδεολογία», δηλαδὴ ὡς χῶρος θεωρητικοῦ θρησκευτικοῦ διαλογισμοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, «ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ κανένα εἶδος ὀργανώσεως πέραν τῆς μυστηριακῆς»[94].
Γι᾽ αὐτὸ εἶναι εὐνόητο τὸ γεγονὸς ὅτι χριστιανικοὶ χῶροι ποὺ ἀπέρριψαν τὴ λατρεία (ὅπως ὁ Προτεσταντισμός, κατὰ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα του), ἀδυνατοῦν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἐμφανίσουν τὸ Χριστιανισμὸ ὡς «κοινωνικὸ ἀνθρωπισμὸ», ἤ «μεταφυσικὴ ἰδεολογία». Ὀρθότατα ὁ Δ. Κουτρουμπὴς σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: «Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ἄλλες κοινωνικὲς ὁμάδες ποὺ ζοῦν ἁπλῶς μὲ τὴν ζωὴν τῶν μελῶν των, ἡ Ἐκκλησία δὲν ζῇ μὲ τὴν ζωὴν τῶν μελῶν της, ἀλλὰ μὲ τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων ρέει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡ ζωὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὰ ἐκκλησιαστικὰ Μυστήρια. Τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἰδίαν ζωὴν καὶ ἴδια μέσα ζωῆς, τὴν κάμνει νὰ διαφέρει ριζικῶς ἀπὸ κάθε ἄλλην κοινωνικὴν ὁμάδα»[95].
Θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀνυπαρξία λατρείας συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀπουσία ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως. Τὸ θέμα εἶναι σοβαρότατο, ἐὰν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ λατρεία εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα οἰκειοποιήσεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τρόπους ποὺ συνέστησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλη ἡ λατρεία πηγάζει ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶναι θεμελιακό. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὁ ἱδρυτής της, τότε ἡ λατρεία θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα καὶ, ἑπομένως, μία «τελετουργικὴ» πρωτοβουλία ποὺ συναντᾶμε σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ πηγάζει ἡ βεβαιότητα, ὅτι κατὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι «μετὰ πάντων ἡμῶν ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ λατρεία, ἑπομένως, εἶναι «χριστοδίδακτη» καὶ ἀποτελεῖ τὸν μόνο τρόπο ἑνώσεως μὲ τὸ Χριστό. Ἡ «συσσωμάτωση» μὲ τὸ Χριστό, τὴν ὁποία ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι μόνο μυστηριακή[96]. Ὁ «χριστοδίδακτος» χαρακτήρας τῆς λατρείας τὴν καθιστᾶ μυστήριο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ κριθεῖ μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Πρόκειται γιὰ μία ἐσώτατη λειτουργία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[97].
Ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ λατρείας διατυπώνεται μὲ σαφήνεια στὴ διαπίστωση ὅτι ὁ «κανόνας προσευχῆς» τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ταυτοχρόνως, ὁ «κανόνας τῆς πίστεώς» της (lex orandi, lex est credendi). Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας διδάσκει ὅτι ἡ λατρεία ἀπετέλεσε πάντοτε τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς πίστεως. Ὑπὸ τὸν ὅρο «ἐπίσημη» θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴν «ἀποκρυσταλλωμένη διατύπωση» τῆς πίστεως. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διατύπωσε τὶς ἀλήθειές της ὅταν προκλήθηκε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Τὸ δόγμα της, ἐκπεφρασμένο στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀναλύεται μέσα στὴ λατρεία κατά τρόπο γλαφυρὸ καὶ θεολογικῶς τεκμηριωμένο. Τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία μαρτυροῦν ὅτι «ὁ κανόνας τῆς λατρείας θεμελιώνει τὸν κανόνα τῆς πίστεως» (ut legem credendi statuat lex orandi), ὅτι ἡ λατρεία μᾶς διδάσκει τὴν πίστη. Γι᾽ αὐτὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὀφείλει νὰ στραφεῖ στὶς πηγὲς τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀνακαλύψει τὴν οὐσία της.
Στὸ ἐπίπεδο, ἑπομένως, τῆς θεολογικῆς σπουδῆς, ἡ θεολογία τῆς λατρείας ἐντάσσεται στὸ Συστηματικὸ κλάδο τῆς θεολογίας. Ὁ π. Ἀ. Σμέμαν εἶχε διαγνώσει αὐτὴ τὴν ἀμφίδρομη σχέση τῆς ἐκκλησιολογίας μὲ τὴ λειτουργικὴ θεολογία ὅταν ἔγραφε ὅτι, «μία πραγματικὴ ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς συνειδήσεως, ἕνα νέο καὶ καθαρὰ θεολογικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατὸ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιολογίας»[98]. Καὶ τοῦτο διότι (ὅπως συνεχίζει παρακάτω) λειτουργικὴ ἀναγέννηση εἶναι ἡ ἐπανεύρεση τῆς «λειτουργίας» στὴ σχέση της μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὡς τὴν πράξη ἡ ὁποία δραστηριοποιεῖ καὶ γεμίζει τὴν Ἐκκλησία, «τὴν κάμνει αὐτὸ ποὺ εἶναι»[99].
Ἡ ἐκκλησιολογία, ἑπομένως, συνιστᾶ μία βασικὴ ὀπτικὴ θεώρηση τῆς λατρείας. Τὸ δεδομένο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν θεμάτων τῆς λατρείας, ἡ ὁποία (ἔρευνα) σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἐγκλωβίζεται σ᾽ ἕναν «ἱστορικὸ μονολιθισμὸ». Ἡ ἱστορικὴ μελέτη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ θεολογικά- ἐκκλησιολογικὰ ἐνδιαφέροντα, εἶναι ἀδύναμη νὰ φωτίσει τὴν ἔννοια καὶ τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς λατρείας[100].
Β΄. Ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας
Ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» εἶναι ἡ ἔννοια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, ἡ ὁποία καὶ ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση τοῦ ὅρου «Σῶμα Χριστοῦ». Μέλη τοῦ Σώματος εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ἡ ἔννοια τῆς «συμμετοχῆς» ἐμπερικλείει ἐξαιρετικὴ βαρύτητα καὶ ἀποκαλύπτει τὰ αὐθεντικὰ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια: ὁ πιστὸς ποὺ συμμετέχει γίνεται ἕνα σῶμα μὲ τὸ Χριστὸ (συσσωμάτωση) μέσα ἀπὸ τὴ Μετάνοια καὶ τὴ Θ. Κοινωνία. Τὰ κριτήρια αὐτὰ διαφοροποιοῦν τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἁπλοῦ ἀθροίσματος πολλῶν ἀτόμων. Ἡ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴ Θ. Εὐχαριστία ἀκολουθεῖ μία πορεία μυστηριακή, στὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ ὀφείλεται ἡ ἔννοια τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[101].
Ὅμως, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» εἶναι, συγχρόνως, τὸ βασικὸ σημεῖο τῆς ἐλεύσεως τῶν ἐσχάτων[102]. Ἡ ἔννοια ὅτι ἡ «σύναξη τῆς Ἐκκλησίας» κατὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι «σύναξις εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» μαρτυρεῖται ἀπὸ πληθώρα πηγῶν τῶν πρώτων αἰώνων καὶ πιστοποιεῖται σαφῶς στὰ κείμενα τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ὑπὸ τὴ μορφὴ ποὺ ἔφθασαν ἕως σήμερα. Τὸ ξεκίνημα, ἤδη, τῆς Θ. Εὐχαριστίας μὲ τὰ λόγια «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἀποκαλύπτει τὴν ταύτιση τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῶν πιστῶν μὲ τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ἡ ἐσχατολογικὴ διάσταση τῆς Ἐκκλησίας- Εὐχαριστίας διαπνέει καὶ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴ λατρεία, τῆς ὁποίας ὅλες οἱ ἐπιμέρους τελετουργικὲς πτυχές (τυπικό, ἄμφια, διάκοσμος, ψαλμωδία) δὲν ὑπάρχουν ὡς τελετουργικὲς πτυχές, ἀλλὰ ὡς «μέσα» ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰωνιότητα.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθεται τὸ θεμελιακὸ ζήτημα τῆς σχέσεως τῆς Θ. Εὐχαριστίας μὲ τὰ ὑπόλοιπα Μυστήρια. Ἡ συνάφεια εἶναι γνωστὴ μὲ δεδομένο τὸν προϋπάρξαντα (κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν αἰώνων) σύνδεσμο Μυστηρίων καὶ ἁγιαστικῶν πράξεων μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία. Στὴ σημερινὴ λειτουργικὴ πράξη, ὅμως, ὁ σύνδεσμος αὐτὸς ἔχει διαρραγεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία ἑνὸς πνεύματος «τελετουργικῆς αὐτονομίας» τῶν Μυστηρίων αὐτῶν. ᾽Αρκεῖ, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἀναλογιστοῦμε τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα πηγάζουν ἀπὸ τὴν αὐτόνομη τέλεση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου: οἱ ἀποδέκτες τους προσέρχονται στὴν τελεσιουργία τους χωρὶς νὰ τυγχάνει διερευνήσεως, ἐκ τῶν προτέρων, ἡ ἐκ μέρους τους ἀποδοχὴ ἤ μὴ τῆς Χάριτος του Θεοῦ.
Ἐὰν, ὅμως, τόσο τὸ Βάπτισμα, ὅσο καὶ ὁ Γάμος ἦσαν ἐντεταγμένα στὴ Θ. Εὐχαριστία, θὰ ὑπῆρχε- ἐκ τῶν πραγμάτων- ὁ τονισμὸς τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια αὐτὰ σημαίνει τὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτὸ ὁδηγηθήκαμε σὲ ψευδοδιλήμματα τοῦ τύπου «πολιτικὸς ἤ θρησκευτικὸς γάμος», ἐνῶ τὸ ἀληθινὸ δίλημμα εἶναι «πολιτικὸς γάμος ἤ συμμετοχὴ στὴν Ἐκκλησία (δηλαδὴ στὴ Θ. Εὐχαριστία)». Ἡ ἄρνηση, ἑπομένως, τοῦ ἀνθρώπου νὰ συμμετάσχει στὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου δὲν ἀποτελεῖ ἄρνηση συμμετοχῆς σὲ μία «αὐτόνομη ἁγιαστικὴ πρόταση» τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ἡ τελεσιουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης εἶχε ἀκολουθήσει τὴν πορεία τῶν ὑπολοίπων Μυστηρίων ὡς πρὸς τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴ Θ. Εὐχαριστία, εἶναι ἀμφίβολο ἄν θὰ προκαλοῦσε στὶς ψυχὲς τόσο τοῦ χειροτονούμενου, ὅσο καὶ τοῦ λαοῦ, τὴν αἴσθηση τῆς «εἰσόδου εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων».
Τὰ παραπάνω σημαίνουν ὅτι σήμερα ἔχουμε φθάσει σὲ μία εὐχαριστιακὴ θεολογία οὐσιαστικῶς ἀδιάφορη γιὰ τὴν παρουσία ἤ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ. Στὸ ἐκκλησιολογικῶς θανάσιμο αὐτὸ σημεῖο φθάσαμε μέσα ἀπὸ συγκυρίες τῆς ἱστορίας, τὶς ὁποῖες ἴσως δὲν ἔχουμε ἀξιολογήσει ἐπαρκῶς[103]. Ὁ καθοριστικὸς παράγοντας, πάντως, ποὺ δημιούργησε μία «ἐκκλησιολογικὴ ἀρρυθμία» καὶ ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὴ συνεχιζόμενη ἀποκοπὴ τῶν Μυστηρίων ἀπὸ τὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἀραιὰ Θ. Μετάληψη τῶν πιστῶν. Τὰ στατιστικὰ δεδομένα ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ εἶναι ἀπογοητευτικά, ἄν καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐμφανίζονται ἐλπιδοφόρα μηνύματα.
Ἡ Θ. Μετάληψη εἶναι ἡ αὐταπόδεικτη ὁλοκλήρωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου. Ἡ εὐχαριστιακὴ αὐτὴ «ἀποχὴ» τῶν πιστῶν ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση μιᾶς θεολογίας τῆς Εὐχαριστίας ὡς θυσίας, ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν παρουσία ἤ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ[104]. Ἡ θεολογία αὐτὴ ὑπῆρξε πρωτόγνωρη γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ καταστροφικὴ στὴ λειτουργικὴ πράξη. Ὁ ἀντίκτυπός της ἐκφράζεται μὲ τρόπο γλαφυρὸ ἀπὸ τὸν π. Ἀ. Σμέμαν, ὁ ὁποῖος σημειώνει: «Ὑπῆρξε μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία ὁρισμένων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι διεπίστωσαν ξαφνικὰ ὅτι ὁ Χριστὸς πράγματι εἶπε “λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ Σῶμά μου” καὶ ὅμως δὲν τὸ ἔπαιρναν, δὲν τὸ ἔτρωγαν»[105].
Τὸ δράμα τῶν καιρῶν μας εἶναι ὅτι ἔχουμε συνείδηση καὶ τῶν προβλημάτων καὶ τῶν γενεσιουργῶν αἰτίων, χωρὶς ὅμως νὰ τολμοῦμε τὴ λύση τους. Ἡ διευθέτησή τους μπορεῖ νὰ πηγάσει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ γνώση τῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία διαφωτίζει κάποια βασικὰ ἐρωτήματα: μὲ ποιὲς προϋποθέσεις προσέρχονταν στὴ Θ. Μετάληψη οἱ πρῶτοι Χριστιανοί; Τὶ ἐσήμαινε γι᾽ αὐτοὺς ἡ ἔννοια τοῦ «ἀξίως προσέρχεσθαι» στὰ Ἄχραντα Μυστήρια;
Ἀλλὰ κι ἄν ἐξετάσουμε τὶς μαρτυρίες ἀπὸ τὴ νεώτερη ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, θὰ πρέπει νὰ διερωτηθοῦμε: πῶς ὁ προτεσταντικῆς χροιᾶς εὐσεβισμὸς ἐπέδρασε στὶς συνειδήσεις τῶν ὀρθοδόξων τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰώνα, ὥστε νὰ θεωρηθεῖ ὡς «παραδοσιακὴ» ἡ ἀραιὰ Θ. Μετάληψη; Πῶς καὶ γιατὶ στὴ λειτουργικὴ πραγματικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθόδοξου χώρου ἐπεκράτησαν θέσεις καὶ ἀπόψεις περὶ «εἰδικῆς προετοιμασίας» γιὰ τὴ Θ. Μετάληψη, ἐνῶ παρόμοια φαινόμενα δὲν συναντῶνται στὶς ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες; Πῶς φθάσαμε σήμερα νὰ μὴν ἐνοχλούμαστε ὅταν ἡ Θ. Μετάληψη συνεχίζεται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ εὐχαριστήριου ὕμνου «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν...», ἤ ὅταν μετατίθεται μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς Λειτουργίας; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγινώσκεται μυστικῶς ἡ εὐχαριστήρια εὐχὴ γιὰ τὴ Θ. Μετάληψη (Εὐχαριστοῦμέν σοι Δέσποτα φιλάνθρωπε...), ἡ ὁποία ἀφορᾶ σὲ κλῆρο καὶ λαὸ καὶ στὴν ὁποία ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ οὐσία τοῦ Μυστηρίου; Εἶναι ὁ λαὸς ἀκατήχητος ἤ οἱ ποιμένες του ἀκατάρτιστοι, ὅταν ἐπιδιώκουν μὲν τὴν τελετουργικὴ λαμπρότητα γιὰ τὶς ἐκφωνήσεις τῶν εὐχῶν (δηλαδὴ τοὺς ἐπιλόγους τῶν εὐχῶν) καὶ δὲν ἐπιδιώκουν τὴν ἴδια λαμπρότητα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Μεταλήψεως;
Τὰ παραπάνω ἐρωτήματα συνθέτουν τὴν ὁρατὴ πλευρὰ ἑνὸς ἀόρατου προβλήματος: «Ἐκκλησία» χωρὶς εὐχαριστιακὴ σύναξη δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται «Σῶμα Χριστοῦ». Ἀλλὰ καὶ δὲν νοεῖται εὐχαριστιακὴ σύναξη χωρὶς συμμετοχὴ- δηλαδὴ Θ. Μετάληψη- τοῦ λαοῦ (ἐφόσον οἱ ἱερεῖς μετέχουν αὐτονοήτως ὡς τελετουργοὶ)· ὅταν δὲ αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ σχετικοποιεῖται- μὲ κορύφωση τὴν ἀραιὰ Θ. Μετάληψη- τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη λειτούργησε ὡς Ἐκκλησία. Ἡ Θ. Εὐχαριστία ἔχει, στὴν ἐποχή μας, ὅλη τὴν τελετουργικὴ λαμπρότητα, ἀλλὰ μόνη ἡ τελετουργία δὲν μπορεῖ νὰ ζωοποιήσει τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ ἁπλοϊκοῦ χαρακτήρα διαπίστωση ὅτι οἱ πιστοὶ προσέρχονται στὴ Θ. Λειτουργία- δηλαδὴ πηγαίνουν κάθε Κυριακὴ στὸ ναό- ἀλλὰ ὅτι ἡ πίστη τους ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκὴς στὴν καθημερινὴ πράξη, ὥστε νὰ δικαιώσουν τὴ θέση τους ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κρύβει ἕνα βαθύτατο ἐκκλησιολογικὸ προβληματισμό.
Γ. Ὁ διαχωρισμὸς τοῦ «κανόνα τῆς προσευχῆς» ἀπὸ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως».
Στὴ διαπίστωση αὐτοῦ τοῦ διαχωρισμοῦ συνοψίζεται ὁ ἐκκλησιολογικὸς προβληματισμὸς ποὺ προαναφέρθηκε. Ὁ διαχωρισμὸς τῶν δύο «κανόνων» συντελεῖται στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, ὅταν αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ βιώσουν μέσα ἀπὸ τὴ Θ. Εὐχαριστία τὸ μυστήριο τῆς συσσωματώσεώς τους στὸ Χριστό. Ἡ Θ. Εὐχαριστία γίνεται τότε γι᾽ αὐτοὺς μία τελετουργικὴ εὐκαιρία ἀτομικῆς προσευχῆς. Κατ᾽ οὐσίαν, ἡ θέση αὐτὴ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῶν διαφόρων θρησκευμάτων: οἱ πιστοὶ λατρεύουν τὴ θεότητα μὲ δοξολογίες καὶ μὲ διατύπωση αἰτημάτων. Δὲν ὑπάρχει καμία περίπτωση «πραγματικῆς» («οὐσιαστικῆς») ἑνώσεως μὲ τὴ λατρευόμενη θεότητα. Στὸν παγκόσμιο θρησκευτικὸ χάρτη, ἄλλωστε, ἐπικρατεῖ μία σαφὴς ἀποξένωση τοῦ θείου ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο.
Στὴν περίπτωση παρόμοιας μορφῆς λατρείας, ἡ ὅλη τελεσιουργία γίνεται αὐτοσκοπός, χωρὶς τὴν παραμικρὴ προέκταση στὴ ζωὴ τῶν λατρευόντων. Τὰ μέλη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἀνταποκρίνονται στὶς λατρευτικές τους ὑποχρεώσεις («κανόνας προσευχῆς»), ἀλλὰ ἡ σχέση τους αὐτὴ μὲ τὴ λατρεία δὲν συνεπάγεται αὐτομάτως τὴν ἰσχὺ τοῦ «κανόνα τῆς πίστεως». Στὴν πικρὴ αὐτὴ ἀλήθεια ἑστιάζονται οἱ αἰτίες τῶν σύγχρονων (πιθανόν καὶ παλαιότερων) φαινομένων, ὅταν τὰ μέλη μιᾶς ἐνορίας γεμίζουν τὸ ναὸ γιὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀλλὰ μετὰ τὸ πέρας της ἡ ὅλη βιοτή τους ἀποδεικνύει ἀνυπαρξία πίστεως καὶ αἰσθήσεως ὅτι ἀνήκουμε ὅλοι σ᾽ ἕνα σῶμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ὑφίσταται συν- μετοχὴ στὸ Κοινὸ Ποτήριο, ἑπομένως συσσωμάτωση μὲ τὸ Χριστό, λειτουργοῦμε ὅλοι ὡς «θρησκεία» (δηλαδὴ ὡς μεταφυσικὴ ἤ εὐσεβιστικὴ ἰδεολογία) κι ὄχι ὡς Ἐκκλησία, ὑπὲρ ἧς Χριστὸς ἀπέθανεν.
Τὸ πρόβλημα, δυστυχῶς, δὲν εἶναι ὅτι ὁ στόχος αὐτὸς παραμένει, ἐπὶ τοῦ παρόντος, ἀνέφικτος: χειρότερο σύμπτωμα εἶναι ἡ θεώρηση αὐτοῦ ὡς ἐλάσσονος θέματος. Ὅσες φορὲς διατυπώνονται παρόμοιες σκέψεις, σχεδὸν ὅλοι- ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος- ἐμφανίζουν μία αἰτία ἐνοχλήσεως: ἄλλοι διότι μεταλαμβάνουν συχνὰ καὶ διότι θεωροῦν ἁπλὸ τὸ νὰ πείσουν καὶ τοὺς ὑπόλοιπους (εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ἡ συχνὴ Θ. Μετάληψη μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μέσα ἀπὸ μία «κατευθυντήρια πνευματικὴ γραμμὴ»)· ἄλλοι διότι θεωροῦν ὅτι οἱ θρησκευτικές τους ἀναζητήσεις ἐξαντλοῦνται μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη τελεσιουργία· ἄλλοι διότι θεωροῦν ὅτι οἱ διαδικασίες «προετοιμασίας» γιὰ τὴ Θ. Μετάληψη θὰ πρέπει νὰ ἐνεργοῦν μᾶλλον ἐπιβραδυντικῶς, παρὰ ἐπιταχυντικῶς.
Στὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε, διότι εἶναι σαφὲς ὅτι δὲν πρέπει οἱ πιστοὶ «ἀναξίως νὰ ἐσθίουν καὶ νὰ πίνουν» (κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀπ. Παύλου) τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου· ἀλλὰ οὔτε πρέπει ἡ διαδικασία τοῦ «ἀξίως προσέρχεσθαι» νὰ ἀποβεῖ αὐτοσκοπὸς καὶ, τελικῶς, ἐμπόδιο γιὰ τὴ Θ. Μετάληψη. Ὁ πιστὸς σήμερα πρέπει νὰ ἐνθαρρύνεται γιὰ τὴ συμμετοχή του στὸ «Ποτήριο τῆς ζωῆς». Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ μὴν προσέρχεται στὴ Θ. Μετάληψη ἀπὸ «τροφικὲς ἐνοχὲς»· ἀντιθέτως, θὰ πρέπει νὰ ὑποβάλει σὲ ἔλεγχο τὴ συνείδησή του ὅταν προσέρχεται, χωρὶς νὰ φροντίζει τὴν ἐπιταγὴ τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως: Πρῶτον καταλλάγηθι τοῖς σὲ λυποῦσι.
Ἀλλὰ ποιὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ «λεπτομέρειες»; Ὁ πιστὸς θεωρεῖται ἄξιος νὰ προσέλθει στὸ «Ποτήριο τῆς ζωῆς» ὅταν τηρηθοῦν κάποιες αὐστηρὲς νομικὲς διατάξεις. Ἡ νοοτροπία τοῦ ἑβραϊκοῦ Ταλμοὺδ ἑστιάζεται (ὅπως κατὰ τὸν πρώτο αἰῶνα) στὸν ταλανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας στὸ πλέον εὐαίσθητο σημεῖο της: τὴν εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν ποὺ εἶναι ἡ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία.
Γι᾽ αὐτὸ θεωροῦμε ὅτι ἐὰν ὑπάρξει- στὶς συνειδήσεις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας- ταύτιση τῆς εὐχαριστιακῆς συμμετοχῆς μὲ τὴν Ἐκκλησία, τότε αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει τὴν πηγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μόνο τότε, δηλαδή, ὁ κάθε βαπτισμένος θὰ ἔχει συνείδηση τοῦ τὶ σημαίνει ἡ ἰδιότητά του ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλὰ καὶ μόνο τότε ἡ λατρεία στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ μετατοπίσει τὸ κέντρο βάρους ἀπὸ τὰ τελετουργικὰ σχήματα στὴν οὐσία τῶν τελουμένων: τὴ συσσωμάτωση μὲ τὸ Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ συμμετοχή, ἐφόσον βεβαίως καὶ ἡ τελεσιουργία τῶν Μυστηρίων ἐπανέλθει στὴ Θ. Εὐχαριστία. Μόνο τότε θὰ μποροῦμε νὰ ἀπαιτήσουμε ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τελεῖ πολιτικὸ γάμο ἤ ποὺ ὀνοματοθετεῖ τὸ παιδί του στὸ δημαρχεῖο, τὴ συνείδηση τῆς εὐθύνης ὅτι δὲν ἀνήκει- μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ- στὸ Σῶμα τῆς Χριστοῦ.
Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ πρέπει ν᾽ ἀνεχθεῖ περισσότερο τὴ διάσταση τοῦ «κανόνα τῆς πίστεως» μὲ τὸν «κανόνα τῆς προσευχῆς», ν᾽ ἀνεχθεῖ δηλαδὴ τὸ φαινόμενο βαπτισμένων ποὺ προσέρχονται στὴ λατρεία, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν, ποὺ δὲν δέχονται μέσα στὴ λατρεία τὴν ἐνέργεια τῆς Ἄκτιστης Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ἄς συνειδητοποιηθεῖ, ἐπιτέλους, ὅτι ἡ πίστη στὸ Θεὸ δὲν εἶναι θρησκευτικὸ συναίσθημα. Δὲν ὑπάρχει ἐπιτακτικότερη ἀνάγκη στὴν ἐποχή μας, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση καὶ διακήρυξη ὅτι «μέλος τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἑνώνεται εὐχαριστιακῶς μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἐντάσσει μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν εὐχαριστιακὴ ἑνότητα ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του: τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, τὴ λήψη τῶν Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ Χρίσμα, τὴ συζυγία μὲ τὸ Γάμο, τὴν ψυχοσωματικὴ θεραπεία μὲ τὸ Εὐχέλαιο, τὴν ἀπόφαση γιὰ μία νέα πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴ Μετάνοια, τὴν ἐσωτερικὴ κάθαρση μὲ τὸν Ἁγιασμό, τὴν εὐλογία ποικίλων πτυχῶν τῆς ζωῆς του μέσα ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες καὶ εὐχές. Ὑπάρχει οὐσιαστικότερη ἐλπίδα γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴ χαραυγὴ τοῦ 21ου χριστιανικοῦ αἰώνα;
* * * * *
Μέρος Γ΄.
Στούς αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογία της, ἡ σημασία της, ὁ σκοπός της.
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λογική καί γιά νά εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό, δέν πρέπει νά εἶναι βαττολογία, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου.[106] Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας Βασίλειος καί Χρυσόστομος ἔγραψαν τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας καί ἄλλοι τίς εὐχές τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν λοιπῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ὅλα αὐτά διαμόρφωσαν τό λειτουργικό ἦθος τοῦ τελετουργοῦ ἱερέως καί τῶν πιστῶν πού ἐκκλησιάζονται.
Οἱ εὐχές, οἱ ὕμνοι, τά κείμενα τῆς θείας λατρείας ἔχουν νόημα, σύνταξη, περιεχόμενο, ἔννοιες ἱερές καί θεολογικές, εἶναι λογική λατρεία στήν ὁποία συμμετέχει ὁ ἄνθρωπος μέ τό πνεῦμα του, τό λογικό του, τά συναισθήματά του, τήν καρδιά του, ἀλλά καί ὅλες τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματός του, βλέπει, ἀκούει, ὀσφραίνεται, γεύεται, ἀσπάζεται, ἀπαγγέλλει, δέεται, δακρύζει, ὑψώνεται, γονατίζει, ψάλλει, χαίρεται, λυπεῖται, ἀγαπᾶ, συγχωρεῖ, μακροθυμεῖ.
Ἡ λατρεία ἐκφράζει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκοδομεῖ τούς πιστούς. Ἐξηγεῖ καί ὑμνεῖ τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ πού συντελέστηκαν γιά τήν σωτηρία μας καί τήν ὀντολογική ἀποκατάσταση μας μετά τήν παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτή ἀνάγεται καί μεταβαίνει ὁ πιστός ἀπό τά παρόντα στά μέλλοντα ἀπό τά ρέοντα στά μέλλοντα ἀπό τά ἐφήμερα στα αἰώνια ἀπό τά φθαρτά στά ἄφθαρτα
Γιά νά ἀποκαλυφθεῖ τό νόημα τῶν τελουμένων καί ἀναγιγνωσκομένων καί ἀδομένων ἀπαιτεῖται μελέτη προσωπική, προετοιμασία μέ προσευχή. Τελικά ἡ συμμετοχή στήν θεία λειτουργία, τά ἅγια Μυστήρια καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες εἶναι ἄσκηση καί ἄθλημα πνευματικό τοῦ καθενός πιστοῦ.
Σ’ αὐτή τήν κατανόηση συμβάλλουν καί συντελοῦν τά κείμενα τῶν ἁγίων πατέρων, τά ὁποῖα βοηθοῦν τόσο τούς λειτουργούς ὅσο καί τούς πιστούς νά ἐμβαθύνουν στά τελούμενα τῆς θείας λατρείας.
Γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἐνδιαφερομένων φιλομαθῶν ἀναφέρουμε μερικά πού ἔχουν ἐπηρρεάσει τήν ἑρμηνεία τῆς θείας λατρείας :
- • Τά Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα (4ος αἰῶνας) “Περί τῆς οὐρανίας Ἱεραρχίας”, “Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας”, “Περί Θείων Ὀνομάτων”, “Περί Μυστικῆς Θεολογίας”[107].
- •Τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (7ος αἰώνας περί τό 662 μ.Χ.) “Μυσταγωγία περί τοῦ τίνων σύμβολα τά κατά τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐπί τῆς Συνάξεως τελούμενα καθέστηκε”[108].
- •Τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ τοῦ Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (+773) “Ἱστορία ἐκκλησιαστική καί μυστική θεωρία”[109]. Ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς πιστούς καί ἐκτός ἀπό τά σχόλια στή θεία λειτουργία, εἰδικά ἀναφέρεται τόσο στό ναό ὅσο καί στά ἄμφια.
- • Τοῦ Θεοδώρου Ἐπισκόπου Ἀνδίδων (11ος αἰώνας) “Προθεωρία κεφαλαιώδης περί τῶν ἐν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καί μυστηρίων”[110]. Ἀπευθύνεται στούς κληρικούς καί τούς βοηθεῖ νά τελοῦν τήν θεία λειτουργία σωστότερα.
- •Τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων (12ος αἰώνας) “Λόγος περιέχων τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί λεπτομερῆ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ Θείᾳ λειτουργίᾳ τελουμένων”.[111]
- •Τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, τοῦ Θεσσαλονικέως (14ος αἰώνας περί τό 1350μ.Χ.).
α΄. “Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας ἐν κεφαλαίοις πεντήκοντα καί τρισί”.
β’. “Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἤτοι περί μυστηρίων. Λόγοι ἑπτά”.[112]
- •Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, (ιε’ αἰώνας περί τό 1450μ.Χ.). “Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα”. Στά ὁποῖα συμπεριλαμβάνονται:
“Περί τῶν ἱερῶν τελετῶν”.
“Περί τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ ἁγίου Μύρου”.
“Περί τῆς ἱερᾶς λειτουργίας”.
“Περί τοῦ ἁγίου ναοῦ καί τῆς τούτου καθιερώσεως”.
“Περί τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν”.
“Περί τῆς ἱερᾶς προσευχῆς”.
“Περί τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ ἁγίου ἐλαίου ἤτοι τοῦ εὐχελαίου”.
“Περί τοῦ τέλους ἡμῶν καί τῆς Ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας καί τῶν κατ’ ἔθος ὑπέρ μνήμης γινομένων”.
“Ἑρμηνεία περί τέ τοῦ θείου ναοῦ, τῶν ἱερῶν ἀμφίων καί τῆς θείας μυσταγωγίας”.[113]
Αὐτά χρησιμοποιήσαμε γιά νά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια α΄ στόν Ναό πού τελεῖται ἡ θεία λατρεία, β΄ στίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας καί γ΄ στίς Ἱερές Ἀκολουθίες.
[1] Πρός Ἑβραίους ιβ΄ 28.
[2] Γενέσεως β΄ 3 καί γ΄22.
[3] Γενέσεως δ΄ 3 καί ἑξῆς.
[4] Λευϊτικοῦ ι΄ 1-2· Μαλαχίου α΄8-14, β΄1-17· Ἡσαΐου α΄10-12, νστ΄ 7.
[5] Γενέσεως δ΄3 καί ἑξῆς.
[6] Γενέσεως κβ΄4, Βασιλ. ιστ΄3, Λευιτικοῦ κ΄ καί ἑξῆς.
[7] Γ΄ Βασιλ. κβ΄47, Δευτερονομίου κγ΄ 18.
[8] Ἀποκαλύψεως κβ, 2 καί ἑξῆς.
[9] Πρός Ἑβραίους ιβ΄28.
[10] Πρός Φιλιππησίους γ΄ 3.
[11] Λουκᾶ κβ΄ 19-20.
[12] Πρός Γαλάτας γ΄ 13.
[13] Ἰωάννου στ΄ 51, 53-59.
[14] Λουκᾶ κβ΄ 19 καί ἑξῆς.
[15] Πράξεων β΄42 καί κ΄ 7,11.
[16] Πρός Κορινθίους Α΄ ι΄ 1, ια΄24.
[17] Ματθαίου κη΄ 19.
[18] Μάρκου ιστ΄ 16 καί Ἰωάννου γ΄ 5.
[19] Πράξεων γ΄ 38-41.
[20] Πράξεων ι΄ 44-48, ιθ΄ 1-7.
[21] Πράξεων κ΄ 7. Πρός Κορινθίους Α΄ ιστ΄2.
[22] Ἀποκαλύψεως α΄ 10.
[23] Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄ 5-6 καί ιδ΄ 34,40.
[24] Πρός Τιμόθεον Α΄ γ΄ 16.
[25] Πρός Ἑβραίους ζ΄ 18-28.
[26] Πρός Ἑβραίους ιγ΄ 10.
[27] Πρός Κορινθίους Α΄ ι΄ 16, ια΄ 24 καί Φιλιππησίους γ΄ 13.
[28] Πρός Ἑβραίους ι΄ 19.
[29] Πρός Ἑβραίους ζ΄ 24 καί ἑξῆς θ΄ 1 καί ἑξῆς, 24.
[30] Ἰωάννου δ΄ 23 καί Πρός Ἑβραίους θ΄ 14
[31] Ἀποκαλύψεως δ΄ 2-11.
[32] Ἀποκαλύψεως δ΄ 2-11 καί Ἠσαΐου στ΄ 1.
[33] Ἀποκαλύψεως ιδ΄ 1.
[34] Ἀποκαλύψεως ε΄ 9-13.
[35] Πρός Ρωμαίους στ’ 1-11, Πρός Κολοσσαεῖς γ΄ 1-10, Α΄ Πέτρου α΄ 14 καί ἑξῆς.
[36] Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄ 27 καί ἑξῆς.
[37] Πρός Ἐφεσίους ε΄ 1 καί ἑξῆς. Πρός Ρωμαίους ιβ΄ 1 καί ἑξῆς. Α΄ Πέτρου β΄ 5. Πρός Ἑβραίους ιβ΄ 28.
[38] Πρός Κολοσσαεῖς γ΄ 12-17.
[39] Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄ 26.
[40] Ἀποκαλύψεως κβ΄17. Πρός Κορινθίους Α΄ ιστ΄ 22
[41] Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄ 26, ιστ΄22, Ἀποκαλύψεως ια΄ 7-22.
[42] Ἀποκαλύψεως κα΄ 22.
[43] Ἀποκαλύψεως κα΄ 1, 7-23 καί κβ΄ 1-5.
[44] Μτ. 26, 26-28· Μκ. 14, 22-24· Λκ. 22, 19-20· Α´ Κορ. 11, 23-26.
[45] Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὅ καὶ παρέδωκα ὑμῖν (Α´ Λορ. 10, 13).
[46] Ἰακ. 2,2· Ἑβρ. 10, 25.
[47] Πρ. 2, 46.
[48] Κλήμεντος Ρώμης, Α´ Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους, ΛΔ´, PG 1, 277A.
[49] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Ἐφεσίους, 10, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 268 (17-18).
[50] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῦσιν, 7, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 270 (4-5).
[51] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Ἐφεσίους, 5, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 286 (31-35).
[52] Ἰουστίνου, φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Α´ Ἀπολογία, 67, 1, ΒΕΠΕΣ 3, σ. 198 (11-12).
[53] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Σμυρναίοις, 6, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 281 (9-10).
[54] Corpus Christianorum Latinorum 1, σ. 150.
[55] Μεθοδίου Ὀλύμπου, Περὶ τοῦ Αὐτεξουσίου, 1, ΒΕΠΕΣ 18, σ. 94 (2).
[56] Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, 5, 20, 19, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 93 (23).
[57] Οἱ σχετικὲς μαρτυρίες παρατίθενται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰ. Ζηζιούλα στὸ ἔργο του Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, Ἀθῆναι, Γρηγόρης, 19902, σσ. 29ἑξ.
[58] Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, Ἀθήνα, Ἁρμός, σ. 92.
[59] Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία 85, 3, PG 59, 463. Πρβλ. καὶ Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, 3, PG 51, 229.
[60] Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία 12, Εἰσαγωγή, PG 74, 677Β.
[61] Δευτ. 4, 10.
[62] Α´ Κορ. 11, 18: Συνερχομένων ἡμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ.
[63] Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, 9, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 218 (15-18).
[64] Εἰς τὰ ἐγκαίνια τοῦ σεβασμίου ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ εἰς τὰ σπάργανα τοῦ Κυρίου ἡμῶν, PG 98, 384Α.
[65] Γρηγορίου Ἱερομονάχου, Ἡ Θεία Λειτουργία- Σχόλια, ἔκδ. Σύναξη, Ἀθήνα 1982, σ. 41.
[66] Ν. Ἀφανάσιεφ, Trapeza Gospodnia, Paris 1952, σ. 19.
[67] Α´ Κορ. 10, 17.
[68] Ἰω. 6, 56.
[69] Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3, PG 3, 429Α.
[70] PL 26, 378.
[71] Εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία 40, 4, PG 60, 286.
[72] Ὅπου ἄν ᾗ Χριστὸς Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία [Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Σμυρναίοις, 8, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 281 (23-24)].
[73] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΗ´ πρὸς Φωτιζομένους, 23, PG 33, 1044B.
[74] Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος, ΙΓ´, ΒΕΠΕΣ 43, σ. 77 (8-12).
[75] Ἀ. Σμέμαν, Ἡ λειτουργία μας, Ἀθήνα 1963, σ. 79.
[76] Γ. Φλορόφσκυ, «Worship and every- day life», Studia Liturgica, t. II (4), 1963, σσ. 267-268.
[77] Ἰ. Χρυσοστόμου, Περὶ τοῦ ἀκαταλήπτου, 3, Sources Chrètiennes 28, σσ. 194-196.
[78] Πρβλ. Α´ Κορ. 14, 16.
[79] Ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἱερέας «δὲν εὐχαριστεῖ μόνος του, ἀλλὰ καὶ ὅλος μαζὶ ὁ λαὸς» [Εἰς τὴν Β´ Κορ., Ὁμιλία 18, PG 61, 527].
[80] Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος, ΙΓ´, σ. 77 (36-37).
[81] Πρ. 21, 8.
[82] Α´ Κορ. 4, 1.
[83] Ἰ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΠΒ´ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, 5, PG 58, 744/ Ὁμιλία ΠΣΤ´ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, 4, PG 59, 472.
[84] Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν ἱερῶν τελετῶν, ΜΑ´, PG 155, 181D.
[85] Ἰ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸν θεῖον καὶ μυστικὸν δεῖπνον τοῦ Σωτῆρος καὶ περὶ τῆς τοῦ Ἰούδα προδοσίας, PG 49, 380.
[86] Ἀ. Σμέμαν, Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Λάρνακα, ἐκδ. Σηματωρός, 1989, σ. 20.
[87] Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός, 9, ΒΕΠΕΣ 7, σ. 62 (27-32).
[88] Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3, PG 3, 425B.
[89] Θ. Λειτουργία Ἰ. Χρυσοστόμου, Εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς.
[90] Ἑσπερινὸς Πεντηκοστῆς, Δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων.
[91] Ἰ. Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Ἀθήνα 1989, σ. 180.
[92] Γ. Φλορόφσκυ, «Ὀρθόδοξη Λατρεία», στὸ Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 159.
[93] Ἀ. Σμέμαν, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη (εἰσαγωγὴ στὴ λειτουργικὴ θεολογία), Ἀθήνα, Ἀκρίτας, 1991, σ. 34.
[94] Ἰ. Ρωμανίδου, Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου, Κιβωτός, 1958, σ. 134.
[95] Πρβλ. Δ. Κουτρουμπῆ, Ἡ χάρις τῆς θεολογίας, Ἀθήνα, Δόμος, 1995, σ. 54.
[96] Πρβλ. Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, ὅπ.π., σ. 91.
[97] Ἰ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Ἀθήνα, Ἀποστολικὴ Διακονία, 19842, σ. 12.
[98] Ἀ. Σμέμαν, Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση.., σ. 34.
[99] Στὸ ἴδιο, σ. 35.
[100] ᾽Ι. Ζηζιούλα, «Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 49 (1994), σσ. 13-14.
[101] Ἀ. Σμέμαν, Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση.., σ. 20.
[102] Ἰ. Ζηζιούλα, «Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία...», σ. 15.
[103] Βλ. Γ.Ν. Φίλια, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα, Γρηγόρης, 1997, σσ. 47- 52.
[104] Μοναχοῦ Θεοδωρήτου, Ἡ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, Ἅγιον Ὄρος 1972, σ. 22, σημ. 16/ Ἀ. Σμέμαν, Λειτουργικὴ ἀναγέννηση..., σ. 84.
[105] Στὸ ἴδιο, σ. 16.
[106] Ματθαίου στ΄ 7.
[107] P.G. τ. 3,120-1065.
[108] Ρ.G. 91, 657-717.
[109] Ρ.G.98, 384-453.
[110] Ρ.G. 140, 417-468.
[111] Ρ.G. 87Γ΄, 3981-4001.
[112] Ρ.G. 150, 368-728.
[113] Ρ.G. 155.