Τό σύγχρονο λειτουργικό κήρυγμα
ὡς μέσο παιδαγωγίας εἰς Χριστόν
Λειτουργικό κήρυγμα σημαίνει κυρίως καί κατά πρῶτο λόγο τό κήρυγμα πού ἐκφωνεῖται καί γίνεται κατά τήν διάρκεια πού τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία πού καλεῖται καί θεία Λειτουργία στούς Ἱερούς Ναούς μας καί κατ’ ἐπέκταση τό κήρυγμα πού γίνεται σέ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες μέ ἀφορμή ἐκκλησιαστικά γεγονότα καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ λετουργικοῦ χρόνου (ἐπετειακές ἑορτές, πανηγύρεις, ἀγρυπνίες κ.λπ.).
Ὀφείλουμε ἀπό τήν ἀρχή νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι λόγος ἀργός, ξηρός, ὅπως συχνά ἔχει χαρακτηρισθεῖ «ξύλινος» πού ὁ Κύριος συνέστησε στούς μαθητές Του νά ἀποφεύγουν, ὅταν ἀναφέρονται καί συνομιλοῦν μέ τούς συνανθρώπους τους, ἀλλά καί ὅταν κηρύτττουν πρός τούς πιστούς, λέγοντας :
«Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. ιβ΄ 36), δηλαδή δέν εἶναι λόγος περιττός καί ἀνώφελος.
Ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι λόγος ἀνθρώπινος, κτιστός καί ἐγκόσμιος πού νά ἐπιδέχεται ἀλλαγές, τροποποιήσεις, ἐκσυγχρονισμούς, «μεταλλάξεις» ἤ καί ἀπορρίψεις καί μή ἀποδοχή τῶν παραδεδομένων ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας καί τούς πνευματοφόρους ἁγίους Πατέρες μας.
Τήν ταυτότητα τοῦ ζωντανοῦ, θεοφόρου καί θεοπνεύστου αὐτοῦ λόγου προσδιορίζει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μακάριος Παῦλος, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγοντας :
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπο. Οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Πρός Γαλάτες α΄ 11-12).
Δηλαδή : «Πρέπει νά ξέρετε, ἀδελφοί μου, πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μου τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός»
Συνεπῶς αὐτά πού κηρύττουν οἱ κήρυκες τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου μας σέ ὅλες τίς εὐκαιρίες καί τίς δυνατότητες πού τούς δίδονται νά κηρύττουν δέν τά ἐπινόησαν οὔτε τά ἐξήγγειλαν ἄνθρωποι. Δέν εἶναι ἀνθρώπινα ἐφευρήματα καί ἐπινοήματα. Μέ μία τέτοια προσέγγιση καί προοπτική ὁ λόγος – κήρυγμα θά ἀπέβαινε φτωχός καί λειψός μπροστά στά θεία καί μεγάλα γεγονότα πού καλεῖται νά κατανοήσει καί ἐν συνεχεία νά περιγράψει. Μία ἀνθρώπινη κατανόηση καί ἐκφορά του δέν θά τοῦ ἔδιδε ποτέ καί σέ καμία συνθήκη τό κῦρος καί τήν αὐθεντικότητα πού λαμβάνει ὁ λειτουργικός λόγος, ὅταν ἐκφωνεῖται. Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μας ἕνας τέτοιος λόγος θά ἀπέβαινε ἄκαρπος γιά τούς ἀκούοντες πιστούς. Θά ἔπεφτε στή γῆ ὡς βαρίδι γιατί θά προερχόταν ἀπό τήν γῆ, ὡς γήϊνο κατασκεύασμα.
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ λειτουργικός λόγος, ὁ λόγος Θεοῦ εἶναι λόγος μέ αἰώνιο κῦρος καί θεία αὐθεντία, λόγος γιά τήν «ὄντως» Ζωή καί τήν Ἀλήθεια. Ὁ Θεός ὁμιλεῖ στόν λαό Του, ὅταν ἐκεῖνος τό ἔχει ἀνάγκη γιά νά ἀκούσει καί νά ἐνστερνισθεῖ τά θεῖα λόγια. Μέ τά λόγια αὐτά θά ξεδιψάσει ἀπό τήν πνευματική «ἀνομβρία» πού χαρακτήριζε καί χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας.
Ὁ λαός ἀκούει τόν Πατέρα Του, τόν Κύριο τῆς ζωῆς του πού τόν παιδαγωγεῖ, τόν νουθετεῖ καί τόν συμβουλεύει ὀρθά καί δίκαια ὥστε ἀπό ἄνθρωπο τῆς γῆς καί «ἐγκόσμιο» νά τόν ἀνεβάσει σέ μέτοχο τῆς δόξας Του καί πολίτη τῆς Βασιλείας Του. Ἔτσι ὁ λόγος ἀποβαίνει «λειτουργικός» ὡς ἕνα ὄργανο, ὡς μέσο καί «κλειδί» δηλαδή πού λειτουργεῖ καί ἐνισχύει τόν πιστό στήν ὀρθή κατανόηση τῶν θείων γεγονότων καί πραγμάτων. Σίγουρα ὅμως εἶναι καί Λειτουργικός ἐφόσον ὑποστασιοποιεῖται καί λαμβάνει τό χαρακτῆρα του καί τελεσφορεῖ ἐντός τοῦ λειτουργικοῦ γεγονότος πού εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ θείας Λειτουργία, ὅπως προαναφέραμε. Ἔτσι ἑστιάζει στήν στοχοθεσία του, στόν σκοπό του καί στήν ρεαλιστική λειτουργικότητά του.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤ καλλίτερα ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου νά ἐννοήσει τό βάθος καί τό πλάτος καί τό ὕψος του χρειάζεται νά ἑρμηνευθεῖ. Δηλαδή νά κατανοηθεῖ καί ἐν συνεχείᾳ νά προσφερθεῖ στούς πιστούς ὡς καθάριο νερό πού θά τούς λυτρώσει.
Μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά προσεγγίσει κανείς τό νόημα καί τό περιεχόμενο τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τήν «γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας» πού συνάντησε στό πηγάδι καί τῆς εἶπε λόγους μέ σημασία καί περιεχόμενο συμβολικό, ὅμως καί μέ τήν καθαρή καί ξάστερη ἀλήθεια γιά τόν λόγο Του καί τό κήρυγμά Του πού θά ἀκολουθοῦσε :
«Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· Ὅς δ' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον » (Ἰωάννου δ΄14)
Δηλαδή : « Ὅποιος πίνει ἀπ’ αὐτό τό νερό θά διψάσει πάλι· ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπό τό νερό πού θά τοῦ δώσω ἐγώ δέ θά διψάσει ποτέ, ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώσω θά γίνει μέσα τοῦ μία πηγή πού θ’ ἀναβλύζει νερό ζωῆς αἰώνιας »
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τόν Θεό ὡς δημιουργηθέν κτίσμα πού εἶναι κτιστό. Ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο καί μέ τούς πνευματοφόρους ἁγίους τους καί τό θεῖο κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἑρμηνεύει τά περί τοῦ Θεοῦ. Ἐπικίνδυνοι ἑρμηνευτικοί ἀκροβατισμοί στό διάβα τῆς δυσχιλιετοῦς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἐν τῷ κόσμῳ σχετικά μέ τήν δυνατότητα, πού νόμιζαν ὅτι εἶχαν, γιά τήν πλήρη κατανόηση καί στήν συνέχεια γιά τήν πλήρη ἑρμηνεία τῶν θείων πραγμάτων, ὁδήγησαν μέλη της καί πιστούς σέ αἱρέσεις καί σχίσματα. Ἀπομώνοσαν καί αὐτονόμησαν τόν θεῖο λόγο καί στήν συνέχεια κατέθεσαν αὐθαίρετα καί ἀναξιόπιστα τά συμπεράσματά τους. Οὐσιαστικά τόν παραχάραξαν καί τόν περιχαράκωσαν, ὁδηγώντας τον σέ ἀχρησία. Ἀπό τήν κακή καί ἄνευ θεολογικῶν προϋποθέσεων ἑρμηνεία καί ἐξήγηση τῶν Γραφῶν ταλαιπωρήθηκαν χιλιάδες πιστοί τῆς Ἐκκλησίας μας καί πολλοί αἱρεσιάρχες ἔχασαν τόν Παράδεισο καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας πάντα ἑρμήνευσε καί θεολόγησε μέσα σέ ὅρια καί μέ τίς προϋποθέσεις καί τούς ὅρους τῆς ὀρθῆς καί στέρεης βάσης τῆς πίστεώς μας. Ὁ λόγος τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι τό αἰώνιο, ἀταλάτευντο, ἀπαραχάρακτο καί σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ πιστοῦ πού θά τολμήσει νά ἐκφέρει τόν θεῖο λειτουργικό λόγο στούς πιστούς. Καί μιλοῦμε γιά τόλμημα διότι τόλμημα εἶναι γιά ἐκεῖνον πού ἀποφασίζει νά διαβάσει, νά κατανοήσει καί νά ἑρμηνεύσει τόν θεῖο λόγο. Πολύ δέ περισσότερο νά γράψει τήν σκέψη του ὥστε νά μείνει αὐτή αἰώνιο σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τούς ἑπομένους ἀναγνῶστες πιστούς, πού ἐπιθυμοῦν νά προσεγγίσουν τά θεία κείμενα. Αὐτό πού θά χαρακτηρίζει πάντα τήν θεολογική σκέψη πού καταγράφηκε στά κείμενα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ συνέχεια στήν παραδεδομένη πίστη μας καί ἡ συνέπεια στήν ἴδια πίστη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνεχίζουν καί σήμερα πνευματοφόροι Πατέρες, συνήθως ἀθόρυβα, νά τολμοῦν κατά τόν τρόπο πού περιγράψαμε καί προαναφέραμε.
Ὅμως τρεῖς θεωροῦνται οἱ γίγαντες τῆς κακίας κατά τούς ἀσκητές πατέρες πού πολεμοῦν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια καί ἡ ραθυμία.
Ἡ λήθη ἀναιρεῖ τό παρελθόν μας καί ἀφήνει τό μέλλον ἀβέβαιο.
Συνήθως οἱ πιστοί ξεχνοῦν τίς εὐεργεσίες καί τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς καί τούς οἰκείους τους.
Ἡ ἄγνοια ἀποπροσανατολίζει τόν ἄνθρωπο στό παρόν καί τόν κάνει νά ἀδιαφορεῖ γιά τό μέλλον .
Πολλοί ἀπό τούς πιστούς δέν γνωρίζουν τά τῆς πίστεως καί τίς βασικές ἀλήθειές της.
Τέλος ἡ ραθυμία μᾶς κάνει ὀκνηρούς καί ἀδιάφορους καί γιά τό παρελθόν καί στό παρόν καί γιά τό μέλλον.
Ἡ ραθυμία καί ἡ ἀδιαφορία χαρακτηρίζει τόν πνευματικά ἀνώριμο ἄνθρωπο καί ἐκεῖνον πού ἐπιζητεῖ τίς «ἀναίμακτες» λύσεις.
Καί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες ὅσο ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε αὐτοί γιγαντώνονται περισσότερο καί γίνονται «θεριά» μέ πολλά πρόσωπα καί πανοῦργες ἐκφάνσεις καί μορφές. Ἔχουμε καί σήμερα πάμπολα παραδείγματα νά ἀναφέρουμε γιά τά ἀποτελέσματα καί τά γεννήματα τῶν τριῶν αὐτῶν γιγάντων.
Ὁ βιώσας τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τόν λειτουργικό χρόνο καί χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὁδηγεῖται σέ αὐταπάτες καί διαστρεβλώσεις σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία, τήν προσέγγιση καί ἐκφορά τοῦ ὑγιειοῦς θεολογικοῦ λόγου. Πατᾶ γερά καί ἀκλόνητα στά θεμέλια τῆς πίστεως καί μέ ὁδηγό τό Ἅγιο Πνεῦμα πρῶτα βιώνει καί ἐν συνεχείᾳ ἐκφέρει τήν θεολογική πνευματοφόρα καί Ζωηφόρα ἑρμηνεία καί προσέγγιση. Δέν διεκδικεῖ τά ἀλάνθαστο. Τό πνευματικό του πάλαισμα καρποφορεῖ γιατί ἐκεῖ πού θά πέσει σάν σπόρος θά φυτρώσει καί θά γίνει δένδρο καί καρπούς γιάτόν ἴδιο καί τούς συνανθρώπους του. Ἀξίζει καί δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι μόνο ὁ Θεός ἑρμηνεύει αὐθεντικά τά θεία λόγια. Ἄλλως ὁδηγούμαστε σέ ἀπομώνοση καί σέ αὐθαίρετη ἑρμηνεία «κατά κόσμον».
Ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἑρμήνευσε μέ αὐθεντικότητα, πληρότητα καί καθολικότητα, μέ θεία σοφία τόν Νόμο πού δόθηκε ἀπό τον Θεό στόν Μωϋσῆ πάνω στό ὄρος Σινᾶ, ὅπως διαβάζουμε στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του (Ματθαίου ε΄, στ΄, ζ΄).
Εἶπε χαρακτηστικά καί ἐπεσήμανε ρητά :
«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν » (Κατά Ματθαῖον ε΄ 17-20)
Δηλαδή : «Μή νομίσετε πώς ἦρθα γιά νά καταργήσω τό νόμο ἤ τούς προφῆτες. Δέν ἦρθα γιά νά τά καταργήσω, ἀλλά γιά νά τά πραγματοποιήσω. Σᾶς βεβαιώνω πώς ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος, ἕως τή συντέλειά του, δέ θά πάψει νά ἰσχύει οὔτε ἕνα γιώτα ἤ μία ὀξεία ἀπό τό νόμο. Ὅποιος, λοιπόν, καταργήσει ἀκόμα καί μία ἀπό τίς πιό μικρές ἐντολές αὐτοῦ του νόμου καί διδάξει ἔτσι τούς ἄλλους, θά θεωρηθεῖ ἐλάχιστος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὅποιος τίς τηρήσει ὅλες καί διδάξει ἔτσι καί τούς ἄλλους, αὐτός θά θεωρηθεῖ μεγάλος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό νά ἔχετε ὑπόψη σᾶς ὅτι, ἄν ἡ εὐσέβειά σας δέν ξεπεράσει τήν εὐσέβεια τῶν γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, δέ θά μπεῖτε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ »
Ὁ Κύριος ἐπίσης ὑποσχέθηκε στούς Μαθητές Του πρίν ἀναληφθεῖ καί ἐπιστρέψει στούς οὐρανούς θά τούς ἀποστείλει τό ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια νά κατανοήσουν δηλαδή τό βάθος, τό πλάτος, συνάμα καί τό ὕψος τῆς θείας διδασκαλίας Του.
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ἰωάννου ιστ΄ 13).
Δηλαδή : «Ὅταν ὅμως θά ἔρθει ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, θά σᾶς ὁδηγήσει σέ ὅλη τήν ἀλήθεια. Γιατί δέ θά μιλήσει ἀπό μόνος του, ἀλλά θά πεῖ ὅσα θ’ ἀκούσει, καί θά σᾶς ἀναγγείλει αὐτά πού μέλλουν νά συμβοῦν ».
Στούς ἁγίους Ἀποστόλους καί ἐν συνεχείᾳ μέσω τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔδωσε τό ἅγιο Πνεῦμα καί ἀποκάλυψε τίς αἰώνιες, θεῖες καί αὐθεντικές ἀλήθειές Του, ὅπως διακηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος :
« Ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ » (Πρός Κορινθίους Α΄ β΄ 10)
Δηλαδή : «Σ’ ἐμᾶς ὅμως τά φανέρωσε ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί τό Πνεῦμα ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιό βαθιά κρυμμένα σχέδια τοῦ Θεοῦ».
Ἀξιοπρόσεκτοι εἶναι καί οἱ λόγοι του μέ τούς ὁποίους περιβάλλει μέ τό θεῖο κῦρος τήν διακονία τῶν κυρήκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού δέχονται τήν θεία ἀποκάλυψη γιά νά ἑρμηνεύσουν τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Αὐτό τό ἔργο δέν ἐπιτελεῖται ἀπό τόν καθένα μέ δική του ἔμπνευση καί συλλογιστική:
«Ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν. ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες. ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ' οὐδενὸς ἀνακρίνεται. τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν » (Πρός Κορινθίους Α΄ β΄ 12-16)
Δηλαδή : «Κι ἐμεῖς δέν λάβαμε τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά τό Πνεῦμα πού στέλνει ὁ Θεός, γιά νά μποροῦμε νά μάθουμε ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά χάρη μας. Γι’ αὐτά μιλάω, κι ὄχι μέ λόγια πού διδάσκει ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά μέ λόγια πού διδάσκει τό ἴδιο τό Πνεῦμα, ἑρμηνεύοντας σ’ αὐτούς πού ἔχουν τό Πνεῦμα αὐτά τά πνευματικά πράγματα. Ὅποιος ὅμως δέν ἔχει τό Πνεῦμα, δέν παραδέχεται τά δῶρα πού φανερώνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γιά κεῖνον ὅλα αὐτά εἶναι μωρία· καί δέν μπορεῖ νά τά καταλάβει, γιατί αὐτά τά πράγματα κατανοοῦνται μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τό Πνεῦμα ὅλα τά καταλαβαίνει· αὐτόν ὅμως κανείς ἀπό κείνους πού δέν ἔχουν τό Πνεῦμα δέν εἶναι σέ θέση νά τόν καταλάβει. Γιατί, καθώς λέει ἡ Γραφή, τίς σκέψεις τοῦ Κυρίου ποιός κατάλαβε γιά νά τοῦ γίνει σύμβουλος; Ἐμεῖς ὅμως οἱ πνευματικοί ἔχουμε τό νοῦ καί τίς σκέψεις τοῦ Χριστοῦ».
Μέ αὐτά τά δεδομένα τό λειτουργικό κήρυγμα περιλαμβάνει τόν αὐθεντικό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν αὐθεντική ἐξήγηση, ἑρμηνεία ἤ ἐμβάθυνση ἀπό τόν ἔχοντα τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού τοῦ ἀποκαλύπτει τήν ἀληθινή σημασία του γιά τούς πιστούς. Ὁ σκοπός του μέ τόν τρόπο αὐτό ὁλοκληρώνεται, τελεσφορεῖ καί μετουσιώνεται σέ καρποφόρο. Τώρα μπορεῖ ὁ πιστός νά νιώσει σίγουρος καί βέβαιος γιά τήν ἑρμηνεία καί τήν αὐθεντικότητα της. Ὁ πιστός αἰσθάνεται σίγουρος καί ἀσφαλής κινούμενο μέσα στήν ἀποδοχή τοῦ λόγου αὐτοῦ. Μπορεῖ καί ὁ ἴδιος νά προσεγγίσει τά κείμενα καί τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα πιό ἄνετα χωρίς τό ἄγχος τῆς πιθανότητας τῆς διαστρέβλωσης καί παρερμηνείας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο τοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοῦ Ἑκκλησιαστή ἀναφέρει γιά τούς λόγους, τούς ἀληθινούς, (ἀληθεῖς) ὅπως τούς ὀνομάζει πού σκοπό ἔχουν τό «ψυχωφελές» καί «χρήσιμον» τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοί οἱ λόγοι ὀνομάζονται, ὅπως ἀναφέρει «ἔγκοποι», εἶναι ἀποτέλεσμα ἱδρώτων, μόχθων, πόνων καί πολύ κόπου. Ἀλήθεια, ὅπως λέει, ὁ κόπος δέν εἶναι μόνο σωματικός, ἀλλά πρώτιστα καί πάνω ἀπό ὅλα πνευματικός. Προαπαιτεῖ τήν ἄκρα ταπείνωσή μας, τήν ὑπακοή μας καί τήν πληθώρα ὅλων τῶν ἀρετῶν γιά νά μήν μείνει τό «ρῆμα» ὁ λόγος δηλαδή ἁπλῶς λόγος καί φωνή, ἀλλά «ἐν τοῖς ἔργοις ἀρετήν εἰς διδασκαλίαν τοῦ βίου». Νά γίνει δηλαδή διδασκαλία γιά τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας μας καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Νά ἀποτελέσει δηλαδή μία προσφορά σάν διακονία ἀγάπης πού θά μπορεῖ νά προσφέρει ὁ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνει μέ ἄλλα λόγια μία πνευματική «ἐλεημοσύνη» πρός τούς ἔχοντες ἀνάγκη καί λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία.
Τό «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθαίου δ΄4) πού εἶπε ὁ Χριστός στόν Διάβολο κατά τόν πρῶτο πειρασμό του προσεγγίζεται καί ἑρμηνεύται στά παραπάνω πλαίσια. Ὁ πιστός σίγουρα ἔχει ἀνάγκη τήν βιολογική ἐπιβίωση καί τήν διαιώνιση τοῦ εἴδους τους. Ὅμως τήν συντήρησή του καί τήν ὑπόστασή του τήν λαμβάνει ἐκ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ κατά τό ἀναφερόμενο στό χωρίου τοῦ κατά Ματθαῖον «ρήματι». Καί προσέξτε δέν ἀναφέρει ἕνα ὅποιοδήποτε λόγο, ἀόριστο καί τοῦ ὁποιουδήποτε ἀλλά τό «ρήματι» τόν λόγο δηλαδή πού ἐκπορεύεται ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πολύ σημαντική καί σοβαρή ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἀφήνεται στήν τύχη της καί στόν καθένα πού καμιά φορά τήν καπηλεύεται. Ὁ Χριστός μας εἶναι καί γνωρίζεται καί φανερώνεται ὡς Σωτήρας καί Λυτρωτής καί ὁ λόγος Του δέν θά μποροῦσε νά εἶναι παρά ἀπόλυταμ σταθερά καί σίγουρα σωτήριος, λυτρωτικός καί παρεκτικός σ’ ὅποιον τόν ἐνστερνίζεται κάι τόν ἐγκολπώνεται τῆς ὑποσχεμένης Βασιλείας Του.
Ἐπίσης, ἡ διδασκαλία αὐτή πρῶτα βιώνεται, ὅπως ὁ γεωργός πρῶτος δοκιμάζει καί γεύεται τούς καρπός τοῦ χωραφιοῦ του καί μετά δίδει καί νά δοκιμάσουν καί ἄλλοι. Πρῶτα οἱ τά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά γεύονται τά θεία καί βιώνουν τήν κατορθουμένην ἀρετή καί μετά μεταλαμπαδεύουν καί παρέχουν ὅ, τι γεύθηκαν καί βίωσαν καί στούς ἄλλους.
Βλέπουμε λοιπόν ἀπό τήν σύντομη αὐτή ἀναφορά στόν Ἅγιο Γρηγόριο, ὅτι τό νά μιλᾶ κανείς δέν εἶναι οὔτε εὔκολο, οὔτε ἄμοιρο τοῦ κόπου καί τοῦ πόνου. Πολύ δέ περισσότερο γεμίζει μέ εὐθύνη καί ἱερό χρέος καί σεβασμό τόν βιοῦντα καί ἐν συνεχείᾳ ὁμιλοῦντα περί τῶν Θείων πραγμάτων.
Καί συμπληρώνει ὅτι ἐπειδή τό θεῖο εἶναι ἄπειρο, ἀτελεύτητο, ἄχρονο καί ἄκτιστο ὁ λόγος μας ἔχει πόνο καί κόπο. Ἐμεῖς γιά τήν «θεωρίαν τῶν ἀοράτων» τῶν θείων δηλαδή πραγμάτων δέν εἴμαστε ἱκανοί νά τήν παραστήσουμε ἐπακριβῶς, διότι εἴμαστε πεπερασμένοι καί κτιστοί. Ἄλλωστε χιλιάδες πράγματα στήν γῆ ἁπλῶς τά γνωρίζουμε πρόχειρα χωρίς νά μποροῦμε νά τά ὁρίσουμε καί νά τά γνωρίσουμε πλήρως. Πόσο μᾶλλον τόν Θεό καί τά περί Αὐτοῦ. Τό «ἀσθενές» τῆς λογικῆς φύσεώς μας δέν μᾶς τό ἐπιτρέπει. Ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι μέσα στήν Ἑκκλησία μας σεβόμεθα τόν κόπο καί τόν μόχθο ὅλων τῶν Πατέρων μας πού προσπάθησαν νά ἑρμηνεύσουν τόν θεῖο λόγο. Ἀσκήθηκαν μέ λίγα λόγια, μέ ἀγρυπνίες, νηστεῖες, προσευχή καί σέ κάθε λογῆς ἀρετές (ταπείνωση, ὑπακοή κλπ.) ὥστε ἐμεῖς ὡς μαθητές τους νά λαμβάνουμε τό καρπό τους καί μέ τήν σειρά μας νά τόν παραδίδουμε στούς ἑπομένους. Αὐτό θά πρέπει νά θεωρεῖται σεβασμός πού εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τό ἠθικό του περιεχόμενο καί σημασία πού συχνά ἀκοῦμε. Αὐτή ἡ ἀταλάντευτη συνέχεια καί ἀκλόνητη συνέπεια στήν Ἐκκλησίας μας, δηλαδή αὐτό πού δημιουργεῖ τήν Παράδοση. Καί ὅποιος εὑρίσκεται μέσα στήν Παράδοση ἔχει διασφαλίσει τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * * * * *
α-Ὁ σκοπός τοῦ λειτουργικοῦ κηρύγματος
Τό περιεχόμενο καί ὁ σκοπός τοῦ κηρύγματος στήν θεία Λειτουργία καθορίσθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τούς λόγους Του:
«Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ » (Πρός Τίτον β΄ 11-13)
Δηλαδή : «Γιατί ὁ Θεός φανέρωσε τή χάρη του, γιά νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη, μέ δικαιοσύνη καί μέ εὐσέβεια στόν παρόντα αἰῶνα, περιμένοντας τή μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδή τήν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Σύμφωνα μ’ αὐτούς τούς ἐκκλησιαστικούς λόγους τό λειτουργικό κήρυγμα μᾶς παιδαγωγεῖ, μᾶς ἐκπαιδεύει, μᾶς καθοδηγεῖ πρός τρεῖς κατευθύνσεις
α΄. στό νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ μάταιου καί ἁμαρτωλοῦ κόσμου καί νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ αὐτόν
β΄. στό νά ζήσουμε στή ζωή αὐτή μέ ἐγκράτεια στόν ἑαυτό μας, μέ δικαιοσύνη πρός τούς γύρω μας ἀνθρώπους καί μέ εὐσέβεια πρός τόν Θεό.
γ΄. στό νά περιμένουμε μέ χαρά τήν φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * * * * *
β΄ Ἡ πνευματική γέννηση.
Ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στούς Κορινθίους πού πῆγε γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ, ἀλλά καί σ’ ὅλους ὅσοι ἀκούουν τό κήρυγμά του διαβάζοντας τίς ἐπιστολές του τονίζει, ὅτι μέ τό κήρυγμά του γέννησε τά πνευματικά του παιδιά μέ τήν χάρη πού τοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καί ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό.
«Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα » (Πρός Κορινθίους δ΄ 15)
Δηλαδή: «Γιατί κι ἄν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στή ζωή σας μέ τό Χριστό, δέν ἔχετε πολλούς πατέρες ἀλλά μόνον ἕνα. Στή σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγώ σάν πατέρας σᾶς γέννησα μέ τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου »
Συνεπῶς μέ τό κήρυγμα γεννιοῦνται τά πνευματικά παιδιά, τά παιδιά πού πιστεύουν στό Θεό πού ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος ἔτσι γίνεται λόγος Ζωῆς, Ζωοηφόρος καί παράγει ἀποτέλεσμα. Δέν εἶναι ὁ ἀργός λόγος πού εἴδαμε στήν ἀρχή καί ὁ ξύλινος λόγος πού ἀποβαίνει νεκρός καί φθοροποιός. Διδάσκαλοι ὑπάρχουν πολλοί, εἰδικώτερα στίς μέρες μας μέ τά πολλά μέσα ἐπικοινωνίας πού διαθέτουμε σίγουρα βρήκαν πολλοί τήν εὐκαιρία νά «διδάξουν». Ὅμως ἡ διδασκαλία δέν εἶναι ἔργο ὅποιουδήποτε διδασκάλου. Παρά μόνο ἐκείνου πού μπορεῖ νά κατορθώσει μέσω τῆς διδασκαλίας του τήν πνευματική γέννηση τοῦ πιστοῦ. Ἄλλως ἀποβαίνει μία ψεύτικη γέννηση πού γεννᾶ ἕνα κίβδηλο τερατούργημα. Αὐτό γίνεται χωρίς νά θέλω νά ἐπεκταθῶ περισσότερο, στίς ἡμέρες μας πού περισσότερο σήμερα ὅλοι ὁμιλοῦν καί λιγότερο, σχεδόν κανένας δέν ἀκούει. Ἡ προσφορά μεγάλη στόν Τύπο, στήν τηλεόραση, στό Διαδίκτυο, ἀλλά ποιός ἐγγυᾶται τήν πνευματική γέννησή μας ἐν Χριστῷ;
Σ’ αὐτή τήν πνευματική γέννηση ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κυρίως τῆς σταυρικῆς θυσίας Του, γράφοντας:
«Ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι' ὃν τὰ πάντα καὶ δι' οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι» (Πρός Ἑβραίους β΄10)
Δηλαδή «Ὁ Θεός, λοιπόν, ἡ ἀρχή καί ὁ σκοπός τῶν πάντων, ἐνῶ ὁδήγησε πολλούς υἱούς στή δόξα, ἔπρεπε νά ὁδηγήσει τόν αἴτιο τῆς σωτηρίας τους στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου του μέ τό πάθος».
Μέ τόν τρόπο αὐτό πνευματική γέννηση καί πράξη στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας γίνονται ἕνα. Τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου μας καί ἡ Σταυρική Του θυσία εἶναι τό μεγαλύτερο καί πανανθρώπινο «κήρυγμα» γιά τήν Σωτηρία μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας δέν μιλοῦσε ἁπλῶς, ἀλλά μέ τό παράδειγμα, τήν ἅγια βιοτή του καί πάνω ἀπό ὅλα τήν θυσία Του κήρυξε τήν Ἀλήθεια πού ὁ Ἴδιος ἔφερε μέ τήν θεότητά Του. Μέτοχοι στήν λόγο του δέν σημαίνει ἁπλῶς νά ἀκοῦμε ἁπλῶς καί νά ἀποστηθίζουμε τόν θεῖο λόγο ἀλλά πρωτίστως νά ἐνστερνιζόμαστε τόν λόγο αὐτό καί νά τόν μεταπράττουμε σέ ἔργο καί ἐν Χριστῷ Ζωή πρός σωτηρία μας. Ἔτσι ὁ λόγος καί συνδέται μέ τόν Σωτῆρα μας, ὥστε νά γίνεται βέβαιος καί καρποφορεῖ ὥστε νά γίνεται λυσιτελής γιά τίς ἁμαρτίες μας καί τά πάθη μας
* * * * * *
γ΄. Ἡ μόρφωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή ἡ πνευματική παιδαγωγία, ἡ διαδικασία δηλαδή τῆς πνευματικῆς προόδου ἀναδεικνύει τούς υἱούς καί τίς θυγατέρες τοῦ Θεοῦ, χαρίζει δηλαδή στούς ἀνθρώπους τήν θεία υἱοθεσία. Αὐτό πρέπει νά γίνει καθημερινό μέλημά μας καί βίωμα.
Τό ἔργο αὐτό γιά νά ἐπιτελεσθεῖ ἀπαιτεῖ ὑπηρέτες καί συνεργάτες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀνθρώπους γιά νά διαπαιδαγωγήσουν τούς μαθητές τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά τούς φθάσουν στήν πνευματική ὡριμότητα, τελειότητα πού εἶναι νά ἀποκτήσουν τόν τέλειο χαρακτήρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὑψηγορεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
«Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι» (Πρός Ἐφεσίους δ΄ 13-14)
Δηλαδή : «Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη κι ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο τῆς εἶναι ὁ Χριστός. Δέ θά εἴμαστε πιά νήπια».
Ἡ περιγραφόμενη νηπιάζουσα κατάσταση δηλώνει τήν ραθυμία πού προαναφέραμε καί τήν ἔλειψη γνώσεως τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἀγώνας μας πρέπει νά ἔχει στόχο τήν πνευματική ὡριμότητά μας καί τό μέτρο αὐτῆς γίνεται ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ ἀγῶνας, ἡ ἀγωνία, ὁ κόπος αὐτῆς τῆς φροντίδας τῶν ἐργατῶν στό γεώργιο ἤ τήν οἰκοδομή τοῦ Θεοῦ (Πρός Κορινθίους Α΄ γ΄ 9) γιά τήν πνευματική πρόοδο καί προκοπή καί ὡρίμανση τῶν πιστῶν χαρακτηρίσθηκε πνευματικός τοκετός καί παρομοιάσθηκε ἀπο τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τούς πόνους καί τήν ἀγωνία τοῦ σωματικοῦ τοκετοῦ. Γράφει στούς Γαλάτες :
«Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν!» (δ΄ 19)
Δηλαδή : «Παιδιά μου, γιά σᾶς πάλι περνῶ τούς πόνους τῆς γέννας, ὥσπου νά διαμορφωθεῖ μέσα σᾶς ὁ Χριστός».
Ἔτσι περιγράφει τήν διαδικασία τῆς φορντίδας τῶν «γεωργῶν» ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, μέ σαφής προϋποθέσεις ὅρους καί ὅρια πρός ἐπίτευξη τοῦ ποθουμένου πού εἶναι ἡ Σωτηρία ὅλων μας.
* * * * * *
δ΄ Τό λειτουργικό κήρυγμα
μέσο γιά τήν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως
Ὁ μέγας θεολόγος ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει, ὅτι σκοπός ὅλης τῆς παιδαγωγίας τοῦ Θεοῦ πού ἐκτείνεται στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν νά ὁδηγήσει στήν πίστη πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό, οἱ ἄνθρωποι νά πιστέψουν στόν ἀληθινό καί ζωντανό Θεό καί στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πού ἀπέστειλε στόν κόσμο:
«Ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάννου ιζ΄ 3)
Δηλαδή : «Καί νά ποιά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Νά ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τό μόνο ἀληθινό Θεό, καθώς κι ἐκεῖνον πού ἔστειλες, τόν Ἰησοῦ Χριστό »
Καί ὁ Ἰωάνννης ὁ Χρυσόστομος ἄριστα θά ἐμπνευστεῖ καί θά ἑρμηνεύσει ἐπί τοῦ χωρίου τοῦ τούτου ἀποστόλου Παύλου λέγοντας :
«Γαλακτοτροφίᾳ προσέοικεν ἡ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παιδαγωγία, στερεᾷ δὲ τροφῇ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ φιλοσοφία· οὐδεὶς δὲ πρὶν ἢ θρέψαι γάλακτι, πρὸς τὴν στερεὰν ἄγει τροφήν » (PG 51, 284)
Θεωρεῖ δηλαδή τήν παιδαγωγία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς «γαλακτοτροφία» πού ἁρμόζει στά νεογέννητα τέκνα ἐνῶ τήν πνευματική τροφή τῆς Καινῆς Διαθήκης τήν χαρακτηρίζει ὡς «στερεά τροφή» πού ἁρμόζει στούς μεγαλυτέρους καί πιό ὥριμους. Ἐπισημαίνει δέ ὅτι δέν εἶναι σωστό νά τραφεῖ κανείς μέ στερά τροφή ἐάν δέν λάβει πρώτα τήν πρώτη τροφή πού εἶναι τό γάλα. Βλέπουμε ἐπίσης ὅτι δέν ἀντιτίθεται ἡ πρώτη στήν δεύτερη τροφή ἀλλά ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη. Ἡ στερεά τροφή δέν ἀναιρεῖ οὔτε ἀπορρίπτει τήν πρώτη γαλακτοτροφία. Ἀπεναντίας εἶναι χρήσιμη καί ἐπιβελβημένη. Ἔτσι λοιπόν καί στήν σχέση τοῦ κηρύγματος τῆς Παλαιᾶς μέ τήν Καινή Διαθήκη δέν ἔχουμε ἀντίθεση καί πνευματική ἀντιπαλότητα καθώς καί ἀναιρέσεις, ἀλλά ὁμιλοῦμε καί ἀποδεικνύουμε μέ τόν ἀναφερόμενο σ’ αὐτές θεῖο λόγο τήν συνέχειά τους, τήν συνέπειά τους καί τήν ἀλληλοσυμπλήρωσή τους. Καί αὐτό διότι μία εἶναι ἡ πηγή τους καί ἕνας ὁ σκοπός τους. Πηγή τους ὁ Τριαδικός Θεός καί σκοπός τους νά φανερώσουν στούς πιστούς τόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί τήν ὁδό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως στήν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ συνέτεινε ἡ νομοθεσία τοῦ Σινᾶ κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονε εἰς Χριστόν » (Πρός Γαλάτες γ΄ 24) ἔτσι καί τό λειτουργικό κήρυγμα ἔχει κέντρο τήν ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως «τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος » (Πρός Ἐφεσίους γ΄ 18) τῆς συγκαταβάσεως καί τοῦ ἐλέους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μιᾶς συγκαταβάσεως καί ἑνός ἐλέους πού προέρχεται ἀπό τήν ἄκτιστη θεία χάρη καί τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θά παραλληλίσει τό θεῖο αὐτό κήρυγμα ὡς «σπέρμα» πού μένει αἰωνίως καί συνεχίζει τήν παρουσία του στόν χρόνο αἰώνια. Τό ἀποστολικό καί κατ’ ἐπέκταση τό λειτουργικό κήρυγμα ἀποβαίνει σωτήριο παραμένει στίς καρδιές τῶν πιστῶν αἰωνίως. Δέν εἶναι οὔτε πρόχειρο καί πρόσκαιρο ἀλλά οὔτε καί φθαρτό καί γήϊνο:
«Καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται. Σπέρμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ εὐαγγελικὸν καὶ σωτήριον κήρυγμα, ὅπερ εἰς τὸν αἰῶνα διαμένει» (PG 27, 432)
* * * * * *
ε΄. Ὁ Χριστολογικός χαρακτῆρας τοῦ λειτουργικοῦ λόγου.
Ἔχοντες ὅλη αὐτή τήν γνώση καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως ὁ πιστός ὀφείλει νά θυμᾶται τόν Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν μαθητή του ἀπόστολο Τιμόθεο «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυίδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου» (Πρός Τιμόθεον Β΄ β΄ 8)
Τό λειτουργικό κήρυγμα ὑπενθυμίζει στούς πιστούς τούς σταθμούς τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐσεβείας, ὅτι .
« Ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον·
Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί,
ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι,
ὤφθη ἀγγέλοις,
ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν,
ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ,
ἀνελήφθη ἐν δόξῃ » (Πρός Τιμόθεον γ΄ 16).
Δηλαδή : «Καί ὅπως ὁμολογοῦμε, εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς πίστεως ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε: Ὁ Θεὸς φανερώθηκε ὡς ἄνθρωπος, τὸ Πνεῦμα ἀπέδειξε ποιὸς ἦταν· φανερώθηκε στοὺς ἀγγέλους, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, τὸν πίστεψε ὁ κόσμος, ἀναλήφθηκε μὲ δόξα ».
Ὁ χαρακτῆρας τοῦ λειτουργικοῦ κηρύγματος εἶναι Χριστολογικός καί ἀναφέρεται στήν προΰπαρξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γι’ Αὐτόν. Τό λειτουργικό κήρυγμα ἀναφέρεται στήν ζωή Του, στήν τήν ἐποχή Του, στόν χαρακτῆρα Του, στά ἔργα Του, στά σημεῖα, τίς ἀποδείξεις δηλαδή τῆς καταγωγῆς Του καί τῆς δυνάμεώς Του, στήν διδασκαλία Του, στόν σταυρικό θάνατό Του, στήν ἀνάστασή Του, στήν ἀνάληψή Του, στήν δευτέρα παρουσία Του. Ἀκόμα καί στίς δωρεές Του πρός τούς μαθητές Του.
* * * * * *
Συνεπῶς μέ τό λειτουργικό κήρυγμα οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται βαθμηδόν στήν ἐπίγνωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στήν κατανόηση τῶν ἀληθειῶν τῆς διδασκαλίας Του. Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἐάν αὐτό τό λειτουργικό κήρυγμα θά «λειτουργήσει» πρός σωτηρία ἤ πρός ἀπώλειά μας. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε τόσο ἐλεύθερους ὥστε καί τήν δυνατότητα μᾶς ἔδωσε νά Τόν ἀρνηθοῦμε. Ἐμεῖς ὀφείλουμε ἀπέναντι στήν αἰώνια ἀγάπη Του καί τό ἄπειρο ἐλεός Του νά δείξουμε τήν δική μας ἀγάπη πρώτα πρός Αὐτόν καί στήν συνέχεια στούς συνανθρώπους μας.
Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν θά μείνει νεκρή καί ἡ κατανόηση τῶν ἀληθειῶν τῆ διδασκαλίας Του θά μᾶς ὁδηγήσει στήν μεγάλη καί ζεστή ἀγκαλιά Του. Τό σύγχρονο λειτουργικό κήρυγμα μέ τόν τρόπο αὐτό καθίσταται μέσο παιδαγωγίας εἰς Χριστόν καί ἡ παιδαγωγία αὐτή ὅταν λειτουργήσει μέ τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις πού ἀναπτύξαμε στήν Ἐκκλησία μας γίνεται «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Πρός Τιμόθεον Β΄ δ΄ 8) τόν ὁποῖο εὔχομαι καί προσεύχομαι νά λάβουμε ὅλοι μας. Ἀμήν.