“ Τίς ἐστίν οὗτος ; ”
Ἀπό τόν Ἰουδαϊκό λαό ἀκούσθηκε ἡ γεμάτη θαυμασμό καί ἀπορία ἐρώτησι “ Τίς ἐστίν οὗτος ; ” (Ματθαίου κα΄ 10), γιά τόν Κύριό μας.
Οἱ Ἰουδαῖοι Τόν ἀνεγνώριζαν ἐξωτερικά, ἀλλά δέν Τόν εἶχαν γνωρίσει βαθύτερα, δέν εἶχαν φθάσει κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο στήν τελεία γνῶσι, “ τήν ἐπίγνωσι τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ” (Ἐφεσίους δ΄ 13). Ἔζη ἀνάμεσά τους, ἀλλά δέν εἶχαν κατανοήσει τήν προσωπικότητά Του, τήν ἀποστολή Του καί τήν μοναδικότητα Του.
Ἐμεῖς ὅμως, Τόν ἔχουμε γνωρίσει; Kαί Τοῦ ἔχουμε δώσει τήν ἁρμόζουσα θέσι μέσα μας (στήν ψυχή μας) καί ἀνάμεσά μας (στήν κοινωνία μας);
α) Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ, στό ἔργο Του, στήν προαιώνια ὕπαρξή Του καί κατάστασί Του πρίν ἐνανθρωπήσει μέ τούς λόγους τοῦ εὐαγγελίου του “Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος…καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο …” (βλ. Ἰωάννου α΄, 1-5, 14).
Οἱ ὑψηλές αὐτές συλλήψεις τοῦ “ αὐτόπτου ” (Λουκᾶ α΄, 2) τοῦ Λόγου στηρίζονται στήν δημόσια διακήρυξι τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὡμίλησε γιά τόν Ἑαυτό Του καί ἔδειξε τήν διαφορά τῆς καταγωγῆς Του ἀπό αὐτή τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τήν ποιότητα τῆς ζωῆς Του. Εἶπε : “ Ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγώ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί. ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ ἐγώ οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ” (Ἰωάννου η΄ 23. Βλ. Ἰωάννου ιστ΄ 28).
Ὅσο σαφής εἶναι αὐτή ἡ διαφορά τῆς καταγωγῆς τοῦ Κυρίου μας ἀπό τήν καταγωγή τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, ἐξ ἴσου σαφεῖς εἶναι καί μερικές ἀκόμη διαφορές μεταξύ Αὐτοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, ὅπως αὐτῆς τῆς ἠθικῆς ἀνωτερότητος καί καταστάσεως Του, ἡ ὁποία ἐπεσημάνθη μέ τούς λόγους Του “ ἐγώ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί ” (Ἰωάννου ιζ΄ 16) καί τῆς ἐξουσίας Του ἐπί τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία ἐπεσημάνθη μέ τούς λόγους : “ὁ καιρός ὁ ἐμός οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρός ὁ ὑμέτερος πάντοτε ἐστίν ἕτοιμος ” (Ἰωάννου ζ΄ 6).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος του ἀναφέρεται σ’ αὐτή τήν διαφορά πού ὑφίσταται μεταξύ Χριστοῦ καί ἀνθρώπων ὡς πρός τήν καταγωγή καί τήν ἠθική ἀνωτερότητα τοῦ προσώπου Του, ἐξηγῶν συγχρόνως καί τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ( Ἑβραίους β΄ 14-17). Θά διευκρινήσει περαιτέρω ὅτι καί ἀληθής ἄνθρωπος ἦτο καί ἐξ ἴσου ἀληθῶς ἦτο “ κεχωρισμένος ἀπό τῶν ἁμαρτωλῶν ” (Ἑβραίους ζ΄ 26).
Ὅσο βαθύτερα γνωρίζουμε τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ τόσο περισσότερο μᾶς αἰχμαλωτίζει ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς καί μᾶς κινεῖ στό νά ἀνταποδώσουμε αὐτή τήν ἀγάπη Του καί ἐμεῖς μέ τήν πρός Αὐτόν ἀγάπη μας, ἀγαπῶντες τόν ἀγαπήσαντά μας.
β) Εἶναι Αὐτός, ὁ Ὁποῖος “ εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον ” (Ἰωάννου α΄, 11).
Μέ πικρία καί ἀπογοήτευσι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης σχολιάζει τήν συμπεριφορά τῶν συγχρόνων του Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε τά πάντα, γιά τόν Ὁποῖον ἐδημιουργήθησαν τά πάντα (Κολοσσαεῖς α΄ 15), γιά τόν Ὁποῖον ὡμιλεῖ ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη (Ἰωάννου ε΄ 26).
Ἀδυνατεῖ νά χωρέσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τό σκάνδαλο καί τήν πρόκλησι τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως γεγονός. Τήν ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἐπειδή σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Τό μυστήριο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὅμως ἔχει καί τήν ἄλλη ὄψι, τήν ὁποία δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε. Ἐμεῖς κυρίως τονίζουμε καί ἀναφερόμεθα στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἀπορρίψει τόν Θεό ἔτσι καί ὁ Θεός εἶναι ἐλεύθερος νά ἀπορρίψει τόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε, δέν ἐξεβίασε τούς ἀνθρώπους νά Τόν ἀποδεχθοῦν, τούς ἄφησε ἐλευθέρους νά ἀποφασίσουν. Εἶπε “ εἰς τίς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ” (Ματθαίου ιστ΄, 24)
Μέ ἔπαρσι καί ἐγωϊσμό ὁ ἄνθρωπος σηκώνει τό ἀνάστημα του μπροστά στόν Δημιουργό Του καί στόν Κύριο Του. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως Θεός Πατέρας δέν ἀκούει τήν αὐθάδεια καί ἀφροσύνη τοῦ πλάσματός Του καί συνεχίζει νά τό εὐεργετεῖ μέ τήν φιλανθρωπία Του. Τήν τελική κρίσι Του θά ἐκφέρει, ἀφοῦ παρέλθει ὁ “καιρός δεκτός” τῆς διά μετανοίας καί πίστεως ἐπιστροφῆς (B΄ Κορινθίους στ΄ 2, Λουκᾶ δ΄ 19). Γιά νά στηρίξει αὐτή τήν πορεία ἐπιστροφῆς εἶπε ὅτι “ θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ” (Α΄ Τιμ. β΄, 4).
γ) Εἶναι Αὐτός τοῦ Ὁποίου τήν πρός ἐμᾶς Ἀγάπη Του ὑμνεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφων στήν β΄ Ἐπιστολή του πρός Κορινθίους, ὅτι “γινώσκετε γάρ τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε ” (η΄ 9).
Στήν ἐνανθρώπησι ὁ Πλούσιος πτωχεύει καί οἱ πτωχοί γίνονται πλούσιοι. Πλούσιος εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός, διότι ἔχει τήν ζωή, τήν ἀθανασία, τήν σοφία, τήν δύναμι, τήν ἀγαθότητα, τήν μακροθυμία, τήν ταπείνωσι, τήν εὐσπλαγχνία καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Ὁ ἄνθρωπος οὐδεμία ἐξ αὐτῶν ἔχει. Τί ἔχει ; Θάνατο, ἀσθένεια, φθορά, ματαιότητα, ψεῦδος, πλεονεξία, πορνεία, ἀνηθικότητα, σκληρότητα, θυμό, ἀδιαφορία, καί ὅλες τίς κακίες. Ἔγινε μέ τήν καθοδήγησι τοῦ Διαβόλου πονηρός καί κακός.
Ἦλθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς καθαρίσει ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κακά τῆς πτωχείας μας καί νά μᾶς ἀναπλάσει μέ ὅλα τά ἀγαθά τῆς θείας ζωῆς.
Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τούς χριστιανούς : “ ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον …καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα” (Ἐφεσίους δ΄ 22-24. Πρβλ. Κολοσσαεῖς γ΄ 8-10 καί Ρωμαίους ιγ΄ 12-14.
δ) Εἶναι Αὐτός ὁ Ὁποῖος ἐδίδαξε μέ τήν ἐνανθρώπησι καί τήν ζωή Του τί εἶναι ταπείνωσι, ἀλλά καί ὅτι δι’ αὐτῆς ὑψοῦται ὁ ἄνθρωπος καί δοξάζεται ὁ Θεός (Βλ. Φιλιππησίους β΄ 6-11).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἔδειξε ὅτι ἀληθινό μεγαλεῖο καί ἀξία εἶναι ἡ ταπείνωσι. Οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ δόξα, οὔτε ἡ ἰσχύς, οὔτε ἡ γνῶσι, οὔτε ἡ κυριαρχία ὑψώνουν καί τιμοῦν τόν ἄνθρωπο. Ὅτι ἡ ταπείνωσι ὑψώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀνεβάζει στό θρόνο τοῦ Υἱοῦ καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ταπείνωσι καί ὑπακοή Του ἐδόξασε τόν Θεό Πατέρα. Ἄς στοχασθοῦμε μέ αὐτοεξέτασι ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε ταπεινοί καί ὑπάκουοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας.
ε) Εἶναι Αὐτός, ὁ Ὁποῖος διεκήρυξε ὅτι “ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι” (Ματθαίου κ΄ 28).
Μέ τούς λόγους Του αὐτούς ὁ Κύριος ἀνύψωσε τήν διακονία τοῦ ἀνθρώπου σέ ἔργο Θεοῦ. Γι’ ὅσους δέν τό ἔχουν καταλάβει αὐτό τό ἔχει διευκρινίσει μέ σαφήνεια, ὅταν ἔνιψε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του (Βλ. Ἰωάννου ιγ΄, 12-15).
στ) Εἶναι Αὐτός στόν Ὁποῖον ἁρμόζει καί ἐπιβάλλεται, ὅπως ὁ Θωμᾶς, νά γονατίσουμε καί νά ἀναφωνήσουμε μ’ ὅλη τήν δύναμι τῆς ὑπάρξεώς μας “Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ” (Ἰωάννου κ΄ 28). Αὐτή ἡ φωνή θά περάσει στήν αἰωνιότητα.
Σ’ ὅσους ἐρωτοῦν “τίς ἐστίν οὗτος ; ” ἀπαντῆστε ὅπως ἡ ἁγία Γραφή διδάσκει καί μαρτυρεῖ ὅτι “ ἐν τούτῳ ἐστίν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τόν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλεν τόν υἱόν αὐτοῦ ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ” (Α΄ Ἰωάννου δ΄ 10).
Χαρεῖτε το. Ζῆστε το. Κηρῦξτε το.