Ὁ Ἰησοῦς καί οἱ γυναῖκες
(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ-15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016-
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016)
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἶχαν καί μεγάλη ἰδέα γιά τίς γυναῖκες. Ἀνέχονταν τήν παρουσία τους στίς ἑορτές, ἀλλά δέν εἶχαν ποτέ σκεφθεῖ νά τίς περιλάβουν στίς διδασκαλία τους. Ἀντιθέτως ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπαξιοῦσε νά συνομιλεῖ μ’ αὐτές καί γιά τά πιό ὑψηλά θέματα. Ὅταν κάθησε μόνος Του κοντά σ’ ἕνα ἀπό τά πηγάδια τῆς Συχάρ (ἡ σημερινή Ναμπλούς =Νεάπολις τοῦ Ἰσραήλ) καί ἔφθασε ἡ Σαμαρείτιδα πού εἶχε τούς πέντε ἄνδρες, δέν δίστασε παρόλο πού ἦταν γυναίκα καί ἐχθρός τοῦ ἔθνους Του νά τῆς ἀναγγείλει τήν ἀλήθεια:
« Εἶναι ὅμως κοντά ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, πού οἱ πραγματικοί λατρευτές θά λατρέψουν τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια· γιατί ἔτσι τούς θέλει ὁ Πατέρας αὐτούς πού τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοί πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν λατρεύουν μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού φανερώνει τήν ἀλήθεια»[1].
* * * * *
Ἡ περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας δέν ἦταν οὔτε ἡ μοναδική οὔτε ἡ ἐξαίρεση, διότι σ’ ὁλόκληρη τήν ζωή Του καί τήν διδασκαλία Του, στήν ἀπολυτρωτική διακονία Του συμπεριέλαβε καί τήν ἐξύψωση τῆς γυναίκας, τήν τίμησε καί τήν εὐεργέτησε.
Κι οἱ γυναῖκες Τόν περιέβαλαν μέ σεβασμό καί ἀφοσίωση. Σταματοῦσαν ὅταν Τόν ἔβλεπαν νά διέρχεται. Τόν ἀκολουθοῦσαν στίς περιοδεῖες Του. Τόν ἄκουαν μέ προσοχή, ὅταν συνδιαλέγετο μέ φίλους καί ἀγνώστους. Περιεκύκλωναν τήν οἰκία πού ἐπρόκειτο νά εἰσέλθει. Τοῦ πρόσφεραν τά παιδιά τους νά τά εὐλογήσει. Ἄγγιζαν τά ἐνδύματά Του γιά νά γιατρευτοῦν ἀπό τίς ἀσθένειές τους. Θεωροῦσαν εὐτυχία ἄν μποροῦσαν νά Τόν ἀκολουθοῦν. Ὅλες θά μποροῦσαν νά συμφωνήσουν μ’ ἐκείνη πού μέσα ἀπό τόν ὄχλο σήκωσε φωνή καί Τοῦ φώναξε:
«Χαρά στή μάνα πού σέ γέννησε καί σέ θήλασε»[2].
Πολλές Τόν ἀκολούθησαν μέχρι τόν θάνατό Του, ἡ Σαλώμη πού ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου, ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ πού ἦταν μητέρα τοῦ ἄλλου Ἰακώβου, ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία ἀπό τήν Βηθανία οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου. Ὅλες ἤθελαν νά Τόν ὑπηρετοῦν, νά Τοῦ προσφέρουν φαγητό, νά Τόν φιλοξενοῦν, νά Τόν ξεκουράζουν στό σπίτι τους. Μερικές εἶχαν τήν εὐτυχία νά Τόν βοηθοῦν μέ τό χρῆμα τους ὅπως μαρτυροῦν οἱ εὐαγγελικές πηγές :
«Λίγο καιρό ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς περιόδευε ἀπό πόλη σέ πόλη καί ἀπό χωριό σέ χωριό, κηρύττοντας καί φέρνοντας τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μαζί του ἦταν καί οἱ δώδεκα μαθητές του, καθώς καί μερικές γυναῖκες, πού εἶχαν θεραπευτεῖ ἀπό ἀρρώστιες καί βάσανα, ἀπό δαιμονικά πνεύματα καί ἀσθένειες. Αὐτές ἦταν ἡ Μαρία, πού ὀνομαζόταν Μαγδαληνή, ἀπ’ τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς εἶχε βγάλει ἑπτά δαιμόνια, ἡ Ἰωάννα ἡ γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ἀξιωματούχου τοῦ Ἡρώδη, ἡ Σουσάννα καί ἄλλες πολλές, πού τόν ὑπηρετοῦσαν μέ τά ὑπάρχοντά τους»[3].
Οἱ γυναῖκες, στίς ὁποῖες ἡ ἀγάπη εἶναι φυσικό δῶρο προτοῦ γίνει μέσο ἠθικῆς τελειοποιήσεώς τους δείχθηκαν, ὅπως πάντα, ἀπέναντι στό Χριστό πιό γενναιόψυχες ἀπό τούς ἄνδρες.
* * * * *
Οἱ γυναῖκες, λοιπόν, Τόν λάτρευαν καί ὁ οἶκτος Του πλήρωνε τήν ἀγάπη τους. Καμία ἀπ’ ὅσες ἀπευθύνθηκαν σ’ Αὐτόν δέν ἀπέπεμψε, δέν ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του καί τήν προσοχή Του στά αἰτήματά τους.
Τά κλάματα τῆς χήρας στήν Ναυΐν Τόν συγκίνησαν κι ἀνάστησε τό νεκρό γιό της. Οἱ ἱκεσίες τῆς Χαναναίας, ἄν καί ἦταν μία ἀλλόφυλη, Τόν λύγισαν καί θεράπευσε τήν κόρη της, θεράπευσε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί παρά τίς διαμαρτυρίες τοῦ Ἀρχισυνάγωγου τήν γυναῖκα πού γιά δεκαοχτώ χρόνια ἦταν συγκύπτουσα καί βασανιζόταν ἀπό τήν ἀσθένειά της.
Στίς πρῶτες Του περιοδεῖες ἐλευθέρωσε ἀπό τόν πυρετό τήν πενθερά τοῦ Πέτρου καί ἀπό τά πονηρά πνεύματα τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή. Ἀνέστησε τήν θυγατέρα τοῦ Ἰάειρου καί γιάτρευσε τήν αἱμμοροοῦσα πού εἶχε δώδεκα χρόνια τήν ἀσθένεια καί τήν ἀπελπισία.
* * * * *
Μία ἄλλη φορά στήν Ἱερουσαλήμ ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται μπροστά σέ μία γυναίκα. Εἶναι ἐκείνη πού οἱ αὐστηροί Φαρισαῖοι τήν συνέλαβαν ἐπ’ αὐτοφόρῳ νά μοιχεύει καί τήν ἔφεραν σπρώχνοντάς την στόν Ἰησοῦ νά τήν δικάσει. Ὁ Ἰησοῦς πού καταδικάζει τήν μοιχεία, ὅμοια καταδικάζει τήν ἀνανδρία τῶν ὕπουλων κατασκόπων, τήν χαιρεκακία τῶν ἀσπλάγχων, τό θράσος τῶν ἁμαρτωλῶν πού θέλουν νά γίνουν δικαστές. Γι’ αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνθηκε στούς κατηγόρους τῆς γυναίκας καί τούς εἶπε : «Ὅποιος ἀνάμεσά σας εἶναι ἀναμάρτητος ἄς ρίξει πρῶτος πέτρα πάνω της»[4].
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ μέγας Διδάσκαλος ἔδειξε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἔνοχοι γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν μας. Εἴμαστε ὅλοι καί δίχως ἐξαίρεση, οἱ ἀναγκαῖοι καί οἱ καθημερινοί συνένοχοι ἐκείνων πού τιμωροῦνται γιά μᾶς. Ἡ μοιχαλίδα δέν θά εἶχε ἁμαρτήσει, ἄν οἱ ἄνδρες δέν τήν προκαλοῦσαν, ἄν ὁ ἄνδρας της ἤξερε περισσότερο νά τήν ἀγαπᾶ· ὁ κλέφτης δέν θά ἔκανε ληστεῖες, ἄν ἡ καρδιά τῶν πλουσίων ἦταν λιγότερη σκληρή· ὁ φονιάς δέν θά σκότωνε, ἄν δέν τόν πρόσβαλαν καί δέν τόν ἔσπρωχαν· δέν θά ὑπῆρχαν πόρνες, ἄν οἱ ἀρσενικοί ἤξεραν νά συμπεριφέρονται πραγματικά ὡς ἄντρες.
Μόνο οἱ ἀθῶοι θά εἶχαν τό δικαίωμα νά δικάσουν. Ἀλλά πάνω στήν γῆ δέν ὑπάρχουν ἀθῶοι κι ἄν ὑπῆρχαν δέν θά ἦταν πιό ἐπιεικεῖς ἀπό αὐστηροί, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος :
«Σ’ ὅλους νά δείχνετε τήν καλοσύνη σας»[5].
Ἀλλά καμία γυναῖκα δέν Τόν ἀγάπησε ὅσο ἡ πόρνη πού ἄδειασε πάνω Του ἕνα ἀλαβάστρινο μυροδοχεῖο μέ τό πανάκριβο μῦρο τοῦ νάρδου καί Τόν ἔλουσε μέ τά δάκρυα τῆς μετάνοιας της στό σπίτι ἑνός γέρου ὑποκριτή Φαρισαίου τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ.
Ὁ Ἰησοῦς συγχώρησε τήν πόρνη γυναίκα ἐπειδή ὡς παντογνώστης γνώριζε ὅτι προτοῦ μπεῖ ἐκεῖνο τό βράδυ σ’ αὐτό τό σπίτι εἶχε ἀλλάξει εἶχε γίνει ἄλλη ἀπ’ αὐτό πού ἦταν μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Ὁ Ἰησοῦς δέχθηκε τήν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τῆς γυναίκας ἐπειδή ἦταν βέβαιος, ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ὁριστική ἀλλαγή ζωῆς καί συμπεριφορᾶς, εἰλικρινοῦς μετάνοιας.
* * * * *
Ἡ Ἐκκλησία στήν κορυφή τῶν πιστῶν τοποθέτησε μία γυναίκα μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, Ἐκείνη πού συγκέντρωσε ἐπάνω της, μόνη ἀνάμεσα σ’ ὅλες, ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς γυναίκας, τῆς Παρθενίας καί τῆς Μητρότητος, πού ὑπέφερε γιά μᾶς ἀπό τήν νύχτα τῆς Βηθλεέμ μέχρι τήν νύχτα τοῦ Γολγοθᾶ.
[1] « Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάννου δ΄ 23-24).
[2] «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοί οὗς ἐθήλασας» (Λουκᾶ ια΄ 27).
[3] «Καί ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ, καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, καὶ ᾿Ιωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου ῾Ηρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκᾶ η΄ 1-3).
[4] «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν» (Ἰωάννου η΄ 7).
[5] «Τό ἐπιεικές ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσι ἀνθρώποις» (Πρός Φιλιππησίους δ΄ 5).