Η ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ
(Κυριακή Η΄ Ματθαίου-Ματθαίου 14, 14-22)
«Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολύν ὄχλον
καί εὐσπλαγχνίθη ἐπ’ αὐτούς» (Ματθαίου 14, 14)
Σ ύ ν ο ψ ι ς
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ᾿Ιησοῦ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο ὄχλο μᾶς δίδει μιὰ ἀφορμὴ νὰ μελετήσωμε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ δοῦμε ὅτι:
Α) Ὁ Θεὸς ἀναμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ ὑπομονή. Παρ᾽ ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λέγουν «ἀπόστα ἀπ᾽ ἐμοῦ», ὁ Θεὸς μακροϑυμεῖ καὶ τοὺς ἀνέχεται. Εἶναι μακρόϑυμος καὶ πολυέλαιος.
Β) Ὁ Θεὸς ἀναζητεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ ἐπιμονή. Κάνει ϑαύματα εὐσπλαγχνίας γιὰ νὰ τοὺς σώσῃ. Πολλαπλασιάζει τὶς παραβολές του γιὰ νὰ ἐξηγήση τὴν εὐσπλαγχνία του: παραβολὴ τοῦ καλοῦ βοσκοῦ, τῆς χαμένης δραχμῆς, τοῦ ἀπολωλότος προβάτου.
Γ) Ὁ Θεὸς δέχεται τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ προστρέχει σ᾽ Αὐτόν. Ἄς ἐνθυμηϑοῦμε τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἔκανε στὸν ἄσωτο υἱὸ καὶ τὴ χαρὰ τοῦ καλοῦ βοσκοῦ, ὅταν εὑρίσκη «τὸ ἀπολωλὸς».
Ἀ ν ά π τ υ ξ ι ς
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ᾿Ιησοῦ πρὸς τὸν ὄχλο ἦταν μεγάλη. Ἡ πατρική του καρδιὰ μπρὸς σὲ τόση δυστυχία, ποὺ καθημερινῶς συναντοῦσε, ἔμεινε βαθειὰ συγικινημένη καὶ διαρκῶς ἐπενέβαινε θαυματουργικὰ γιὰ νὰ τὴν ἀνακουφίση ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τὸ σημερινὸ κείμενο. «Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον καὶ εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν». Σὲ ἄλλη παρόμοια περίστασι ποὺ εἶδε πολὺ ὄχλο «εὐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἧσαν ἐσκυλμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡσεὶ πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματϑ. 9,36). Ὁ ἴδιος ἀκόμα πρὶν ἀπὸ ἕνα ἄλλο θαῦμα πολλαπλασιασμοῦ ἄρτου, ὅταν εἶδε τὸν ὄχλο νὰ προσκαρτερῆ
κοντά του χωρὶς νὰ ἔχη τίποτε νὰ φάγη ἀνεφώνησε «σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον» (Ματθ. 15, 32).
Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ θεανθρώπου ᾿Ιησοῦ γιὰ τὸν ὄχλο μᾶς δίδει τὴν ἀφορμὴ νὰ μελετήσωμε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ δοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς
α) ἀναμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ ὑπομονή,
β) τοὺς ἀναζητᾶ μὲ ἐπιμονὴ καὶ
γ)τοὺς δέχεται μὲ χαρά.
Ὁ Θεὸς ἀναμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὲ ὑπομονή. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε πόση εὐσπλαγχνία ὑπάρχει στὴν ἀναμονὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε ἐννοήσει τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, τὴν ἀποστροφὴ ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γι’ αὐτὴν καὶ τοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νὰ τὸν ἐξαναγκάζουν νὰ τὴν τιμωρήση χωρὶς ἀναβολή.
Τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐπαναστατῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θανάσιμη ἁμαρτία; Σηκώνει ἐπαναστατικὸ χέρι ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Καὶ τοῦ λέγει «ἀπόστα ἀπ᾽ ἐμοῦ· τὰς ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰὼβ 21, 14). Μακριὰ ἀπὸ μένα. ᾿Εγὼ δὲ θέλω νὰ γνωρίζω τοὺς νόμους σου. Καὶ ἔτσι, μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ μὲ αὐτὴ τὴ διαγωγὴ οἱ ἁμαρτωλοὶ ξανασταυρώνουν τὸν Χριστὸν «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 6, 6). Τί τόλμη! Τί θράσος! Τί ἱεροσυλεία! Τοὺς φορεῖς αὐτοὺς τῆς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν συντριβῆ, ὁ ὑπομονετικὸς Θεὸς τοὺς ἀνέχεται πενήντα καὶ ἑξήντα χρόνια· «ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν» (Ρωμ. 9,22). Μὲ πολλὴ μακροθυμία ἀνέχεται ἀγγεῖα ἄξια νὰ ἐπισύρουν τὴν ὀργή του, ποὺ μόνα των τοποθέτησαν τὸν ἑαυτόν των στὴν ἀπώλεια. Τρέφει τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς περιθάλπει, τοὺς εὐεργετεῖ. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ σκανδαλισθοῦν οἱ δίκαιοι ἀπὸ τέτοιο μέγεθος μακροθυμίας. Καὶ στὸν ἴδιο ἀπευθύνουν τὰ παράπονά των καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ ἔλθη τιμωρὸς στοὺς ἁμαρτωλούς : «᾿Ανάστα, ὁ Θεός, δίκασον τὴν δίκην σου· μνήσθητι τοῦ ὀδεινισμοῦ σου τοῦ ὑπὸ ἄφρονος ὅλην τὴν ἡμέραν» «Σήκω ἐπάνω, ὦ Θεὲ καὶ δίκασε τὴν ὑπόθεσί σου. Στὸ πρόσωπό μας ὑβρίζεσαι Σὺ. Ἐνθυμήσου τὸν ὀνειδισμό, ποὺ σοῦ ἀπευθύνουν καθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέρα, αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἀσέβειά των ἔγιναν ἄφρονες». Οἱ κακοὶ καταχρῶνται μιᾶς καλωσύνης, ποὺ μὲ τὴ διεστραμένη καρδιά των δὲν μποροῦν νὰ ἐννοήσουν καὶ καυχῶνται γιὰ τὶς προσβολές των ἐναντίον τοῦ οὐρανοῦ: «Ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται» (Ψαλμ. 93,3). Θέλουν νὰ πεισθοῦν ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ τιμωρεῖ παρευθὺς τὰ σφάλματα, εἶναι Θεὸς ποὺ δὲν τὰ βλέπει: «Καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; Καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστῳ». «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λαμβάνη εἴδησι ὁ Θεὸς γιὰ ὅ,τι συμβαίνει στὴ γῆ; Καὶ ὑπάρχει πράγματι γνῶσις τούτων στὸν Ὕψιστο». Μήπως ὁ Κύριος ἀδυνατεῖ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ; Ἐκεῖνος μὲ ἕνα του βλέμμα κάνει τὴ γῆ νὰ τρέμη (Πρβλ. Ψαλμ. 103, 32) καὶ μένει ἀδιάφορος στὶς προσβολὲς ποὺ λαμβάνει; Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται, μισεῖ τὴν ἁμαρτία. Μόνο στὴν Κόλασι ἠμπορεῖ κάπως νὰ τιμωρηθῆ ἡ ἁμαρτία, μόνον μὲ τὰ δάκρυα ἑνὸς Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγνισθῆ, μόνον μὲ τὸν θάνατο ἑνὸς Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐπανορθωθῆ.
Σὲ ἕνα Θεό, τόσον ἐχθρὸ τῆς ἁμαρτίας. Τόση ὑπομονὴ στὴν ἀνοχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ! Τὶ θαῦμα εὐσπλαγχνίας!
«Μένει ὁ Θεός... τοῦ ἐλεῆσαι ὑμᾶς» (Ἠσ. 30, 18) –
«Μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μὴ βουλόμενός τινος ἀπολέσαι, ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β΄ Πέτρ. 3,9)
- «Παρορᾶς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν» (Σοφ. Σολ. 11, 24).
᾿Ιδοὺ τὶ κρατεῖ τὸ βραχίονά του καὶ τὸν ἐμποδίζει νὰ κατέλθη τιμωρὸς ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ διαρκῶς τὸν προσβάλλουν· ἡ εὐσπλαγχνία του
Οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ ζητοῦν νὰ ἐκριζωθοῦν τὰ ζιζάνια ποὺ κακὸς ἄνθρωπος ἔσπειρε στὸν ἀγρό του: «Θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτὰ;» (Ματθ. 13, 29) καὶ ᾿Εκεῖνος ἀπαντᾶ «οὐ» ὄχι, γιατὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀπεριόριστη, καὶ μακροθυμεῖ, γιατὶ μακρόθυμος καὶ πολυέλεος εἶναι ὁ Κύριος.
Ὁ Θεὸς ἀναζητεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς μέ ἐπιμονή. Στὴν τάξι τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ὅταν πρόκειται γιὰ συμφιλίωσι, ὁ ἔνοχος κάνει τὰ πρῶτα διαβήματα, στὴν τάξι τῆς σωτηρίας, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἔνοχος, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ δίκαιος, κι ὅμως ὁ Θεὸς ἀναζητεῖ τὸν ἄνθρωπον. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνη θαύματα αὐστηρότητος γιὰ νὰ μᾶς τιμωρήση, κάνει θαύματα εὐσπλαγχνίας γιὰ νὰ μᾶς σώση. Τὸν ἀπεφύγαμε παρ᾽ ὅ,τι ἡ φωνὴ τῆς χάριτός του μᾶς ἔλεγε : «Τί πᾶς νὰ κάνης;» Μᾶς καλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ποὺ μᾶς φωνάζει : «Τί ἔκανες;» Μᾶς ταράσσει, μᾶς ἀνησυχεῖ,
μᾶς προβάλλει ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινήση : τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ θανάτου, τὶς τιμωρίες τῆς μελλούσης ζωῆς, τὶς εὐεργεσίες του, τὴν δικαιοσύνη του, τὴν εὐσπλαγχνία του... Μᾶς παρακολουθεῖ πατρικά, καὶ μᾶς προσφέρει εὐνοϊκὲς στιγμές...
-Χωρὶς αὐτὲς τί θὰ γινώμεθα;- Κι ὅμως ἐμεῖς ψυχροί, ἀδιάφοροι, τρελοὶ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὸ κάλεσμά του ἢ πιὸ ἄστατοι ἀπὸ τὰ παιδιά, δὲν ἀποφασίζομε νὰ πᾶμε κοντά του. Πρέπει νὰ ἐπαναλάβωμε μὲ τὸν Δαυίδ: «Ἐπλανήθην, ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην» (Ψαλμ. 118, 176).
Γιὰ νὰ μᾶς ἐξηγήση τὴν εὐσπλαγχνία του πολλαπλασιάζει τὶς παραβολές του. Παρομοιάζει τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν καλὸ βοσκό, ποὺ ἀφήνει τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατά του καὶ τρέχει στὴν ἀναζήτησι τοῦ ἑνὸς πλανεμένου. Ποῦ εὑρίσκεται τὸ ἕνα πρόβατον; Θὰ προφθάση νὰ τὸ σώση; Τρέχει. Διασχίζει κοιλάδες. Δὲν θὰ ἀναπαυθῆ ἕως ὅτου δὲν τὸ εὕρη καὶ ἕως ὅτου δὲν τὸ ἐπαναφέρη στὴν ποίμνη μὲ τὰ ἄλλα.
᾿Απερίσκεπτο καὶ ἀνόητο πρόβατο, ἀκολούθησε τὰ ἔνστικτά του, σταμάτησε ἀπὸ χορτάρι σὲ χορτάρι σὲ ἕνα τίποτα... ἀπομακρύνθηκε καὶ χάθηκε... Αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας εἰκόνα, ὅταν πλανώμεθα, ἀλλὰ πόσο μᾶς εἶναι εὐχάριστο νὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ βοσκοῦ! Ἔτσι ἡ Γραφὴ μᾶς Τὸν παριστάνει,
ἄλλοτε κουρασμένο ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία «κεκμηκότα ἐκ τῆς ὁδοῦ» (Ἰωάνν. 4,6), ἄλλοτε διψασμένο «δός μοι πιεῖν» (Αὐτόθι),
ἄλλοτε συγκινημένο ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ πλησίον «εὐσπλαγχνίσθη» (Λουκ. 7, 13),
ἄλλοτε δακρυσμένο γιὰ τὴ δυστυχία ποὺ μᾶς ἀναμένει «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτὴν» (Λουκ. 19, 41).
Μετὰ τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ ποιμένος, ὁ Κύριος προσθέτει καὶ δευτέρα, στὴν ὁποία θὰ προσθέση καὶ τρίτη, πάντα γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύση ἐμπιστοσύνη στὴν ἄπειρό του εὐσπλαγχνία. Μιὰ γυναίκα εἶχε δέκα δραχμές. Ἔχασε τὴ μία. Παρευθὺς ἀνάβει τὴ λάμπα καὶ ξεσηκώνει ὅλο τὸ σπίτι της γιὰ νὰ τὴν εὕρη (Λουκ. 15, 8).
Θὰ ἔλεγε κανείς, Θεέ μου, ὅτι εἴμεθα ἀναγκαῖοι στὴν εὐτυχία σου, καὶ ὅτι θεωρεῖς τίποτε ὅ,τι κατέχεις. Φροντίζεις τόσο γιὰ νὰ ἐπανεύρης ὅ,τι ἔχασες.
Ὁ Θεὸς δέχεται μὲ χαρά τὸν ἁμαρτωλό ποὺ προστρέχει σ᾽ αὐτόν. Ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἔγινε στὸν ἄσωτο υἱό, τὴν ἑορτὴ καὶ τὶς χαρές ποὺ ἠκολούθησαν τὴν ἐπιστροφή του. Ἄν τὸν ἐβλέπαμε καθισμένο στὸ τραπέζι κοντὰ στὸν πατέρα του, ποιός ὁ πατὴρ ἢ ὁ υἱὸς θὰ μᾶς φαινόταν πιὸ ἱκανοποιημένος; Καὶ ὁ βοσκός, ὅταν εὑρῆκε τὸ πρόβατό του μὲ τὶ ἱκανοποίησι καὶ χαρὰ δὲν τὸ ἐναπέθεσε στοὺς ὤμους του. Μόλις ἔφθασε στὴ στάνη καλεῖ καὶ τοὺς γειτόνους νὰ συγχαροῦν μαζί του γιατὶ εὑρῆκε τὸ χαμένο του πρόβατο «συγχάρητέ μοι ὅτι τὸ ἀπολωλὸς εὑρέθη» (Λουκᾶ 15, 6).