Ἰησοῦς Χριστὸς
ὁ Σωτῆρ τοῦ κόσμου
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Δ α ν ι ή λ
Ἡ 1η ᾽Ιανουαρίου ἔχει τριπλοῦν νόημα. Εἶναιι πρῶτον ἡ συμβατικὴ ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου μὲ τὴν εἴσοδό μας στὸν νέο «ἐνιαυτὸν» τοῦ Κυρίου. Εἶναι δεύτερον ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου.
Γιά τούς περισσοτέρους τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖον κατέχει κεντρικὴ θέση εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους. Ἡ «Πρωτοχρονιά» ὅμως ἀπὸ ἀπόψεως λατρευτικῆς καὶ ὑμνολογικῆς εἶναι ἀσήμαντος καὶ οὐσιαστικῶς διέρχεται ἀπαρατήρητος. Καὶ αὐτό, διότι τὸ, ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἀρχίζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ σχετικὴ ὑμνολογία. «Ὅταν κατά τούς νεώτερους χρόνους ἡ ρωμαϊκὴ πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν ’Ανατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δὲν εἶχε πιά τὴ δύναμη νά τήν ἀφομοιώσει καὶ νά τήν ἐκχριστιανίσει. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στὴ μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχὴ τῆς ’Ινδίκτου, τὴν 1η Σεπτεμβρίου, σὲ μία ἡμέρα, πού δὲν ἦταν πιά Πρωτοχρονιά. Ἔτσι σήμερα ἕνα ἀπαραμίλλου κάλλους ὑμνογραφικὸ ὑλικὸ μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς παλαιᾶς Πρωτοχρονιάς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου». («Λογική Λατρεία» - ᾿Ιωάν. Φουντούλη, σελ. 351).
Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους δὲν εἶναι καὶ ἀδιάφορος. Γιά τὸν λόγο αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς εὐχαριστιακῆς μας συνάξεως γίνεται ἡ δοξολογία μὲ σχετικές δεήσεις γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου.
Βεβαίως, ἐκκλησιαστικῶς, βαρύτητα ἔχει ἡ σημερινὴ ἡμέρα, διότι μὲ τὴν μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν κοίμησίν του τὸ 379 μ.Χ. καὶ μᾶς τὸν προβάλλει ὡς τὸν ἀληθινὸν Ἱεράρχην, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγιότητά του, τά σοφά συγγράμματά του καὶ τὴν κοινωνικήν του δρᾶσιν ἀνεδείχθη πράγματι Φωστὴρ Μέγας καὶ «Οὐρανοφάντωρ», ἔλαμψε δηλαδὴ μέχρις οὐρανοῦ ἤ μᾶς ἐφανέρωσε τά τοῦ οὐρανοῦ. Σὲ κάθε περίσταση λοιπὸν δύναται νά καταστῆ τύπος καὶ ὑπογραμμὸς τῆς «καινῆς ζωῆς».
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἀκόμη ὡς μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ ἀναφέρεται εἰς ἓνα ἀσήμαντο, ἀπὸ πρώτης ἐπόψεως, περιστατικὸ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. ᾽Οκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν Γέννησιν ἔχομεν τὴν Περιτομὴν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κατ’ αὐτὴν ὀνοματοδοσία Του. Κατά τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον ἕκαστον ἄρρεν παιδίον ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν γέννησίν του ἔπρεπε νά περιτέμνεται, νά τοῦ γίνεται δηλαδὴ μία ἐλαφρά τομὴ εἰς ἓν μέρος τοῦ σώματός του. Καὶ ή περιτομὴ αὐτὴ ἦτο σημάδι ὅτι ἀνήκει εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ διαφέρει ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας.
Γιά τὸν Κύριον ἡ πράξη αὐτὴ εἶχε βαθύτερο νόημα. Δὲν τήν ὑπέστη τυχαίως καὶ συμβατικῶς, γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ἁπλῶς εἷς τύπος. Ἡ Περιτομή Του ὑπῆρξε μία ἀκόμη βεβαίωση ὅτι εἶχε τελείαν τήν ἀνθρωπίνην μορφήν καὶ φύσιν, τήν ὁποία «ἀναλλοιώτως » προσέλαβε «Θεὸς ὢν κατ’ οὐσίαν», ὅπως λέγει καὶ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
Τήν ἡμέρα τῆς Περιτομῆς Του ὁ Κύριος ἔλαβε καὶ τὸ προσωπικόν Του ὄνομα Ἰησοῦς, πού σημαίνει Σωτήρ.
Ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν ἑορτὴν εἴθισται νά ἀνταλλάσσωνται εὐχαὶ καί νά ἀκούωνται μηνύματα, ἐπιθυμῶ να σᾶς ἐκφράσω ὡρισμένες μου σκέψεις. Αὐτὲς ἔχουν τήν ἀφετηρίαν τους στὸ ἀνθρώπινον ὄνομα πού λαμβάνει ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας τήν ὀγδόη ἀπὸ τήν ἔνσαρκη παρουσία Του ἡμέρα.
Στοὺς Ἑβραίους, τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖον ἐδίδετο εἰς πᾶν νέον παιδίον, ἦτο ἐκφραστικὸν τοῦ τρόπου ζωῆς του ἤ τῆς ἀποστολῆς του ἤ τῆς ἀπασχολήσεώς του. Ὅταν λοιπὸν ὁ δίκαιος ’Ιωσήφ, ὁ προστάτης τῆς ἁγίας Οἰκογενείας, κατελήφθη ἀπὸ ὑποψίες, ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπεσκέφθη, διά νά «διασκεδάση» αὐτὲς τὶς ὑπόνοιες καὶ ἐπιφυλάξεις ὄχι μόνον τὸν παροτρύνει νά μή φοβηθῆ «παραλαβεῖν Μαριάμ», ἀλλά καὶ τοῦ ὑποδεικνύει, ὅταν γεννηθῆ τὸ παιδίον, «νά καλέσῃ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ’Ιησοῦν· α ὐ τ ὸ ς γ ὰ ρ σ ώ σ ε ι τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». (Ματθαίου α΄, 21).
Ἀλλά καὶ ὅταν ὁ Ἄγγελος Κυρίου ἐπισκέπτεται τοὺς Ποιμένας, οἱ ὁποῖοι «ἦσαν ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τήν ποίμνην αὐτῶν», τοὺς «εὐαγγελίζεται χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ)»· καί ἡ χαρὰ ἡ μεγάλη δι’ ὅλον τὸν λαὸν ἦτο ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος» (Λουκᾶ β΄, 8-11)
Οὕτως ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου προαναγγέλλεται ὡς ἔλευσις Σωτῆρος. Οἱ πρῶτοι πιστοί, ἀλλὰ καὶ εἰς τήν συνέχειαν ἡ Ἐκκλησία μέχρι σήμερον ἀποδέχεται ὅτι ὁ μοναδικὸς Σωτήρ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Οἱ μάρτυρες τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον ἀρχόντων καὶ λαοῦ, μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς τους βεβαιώνουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξεων δ΄, 12).
Ἡ ἐμπειρία δύο χιλιάδων χρόνων, ἐμπειρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διεμορφώθη διὰ μέσου ἐπωδύνων καὶ σκληρῶν δοκιμασιῶν καὶ ἀνθρωπίνων ἀπογοητεύσεων, ὁμολογεῖ ὅτι «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς» (’Ιωάννου δ΄, 42).
Αὐτή ὅμως τήν μεγάλη ἀλήθεια ἔρχονται μερικὲς φορὲς κάποια ἐρωτήματα, γιὰ νὰ τήν θέσουν σὲ ἀμφισβήτηση καὶ νὰ ἐπιφέρουν σύγχυση. Τὰ ἐρωτήματα ἐκκινοῦν ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς σωτηρίας πού φέρει ὁ Κύριος ’Ιησοῦς. ’Απὸ ποῖον κακὸν ἤ κίκδυνον ἤ φόβον μᾶς σώζει;
᾽Ασφαλῶς ἔρχεται ὡς Λυτρωτής, γιὰ νὰ μᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰς συνεπείας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους, τοῦ ᾽Αδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Ὁ Κύριος ἐλύτρωσε καί λυτρώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τήν ὑποδούλωση στήν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἀστοχία καί ἀποτυχία στίς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεό, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τόν «κατά φύσιν» τρόπον ζωῆς καί μᾶς ὁδηγεῖ στὸν «παρὰ φύσιν». Μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸν προορισμό μας, ἀπὸ τήν ἐπικοινωνίαν μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς παραδίδει ἕρμαια στίς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ στήν φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἡ σωτηρία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ κατ᾽ ἀρχήν ἐδῶ ἀποβλέπει· νὰ ἀποκαταστήσει τήν πρώτην σχέση μας μὲ τὸν Θεόν, νὰ μᾶς ἀπελευθερώση ἀπὸ τήν ἐπήρειαν τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς χαρίσῃ τήν νίκην κατὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως σημειώνει ὅμως καὶ ἐκ ἕνας σύγχρονος Θεολόγος: «Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ ἔνσαρκη οἰκονομία του δὲν ἐξαντλοῦνται στήν ἀπολύτρωση, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς συνέπειες τοῦ λάθους τοῦ ’Αδάμ. Ὁ Κύριος λύτρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τήν ὑποδούλωση στήν ἁμαρτία, τὸ διάβολο καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ πραγματοποίησε τὸ ἔργο πού δὲν εἶχε πραγματοποιήσει ὁ ’Αδάμ. Τὸν ἕνωσε μὲ τὸ Θεὸ χαρίζοντάς του τὸ ἀληθινὸ ἐν Θεῷ ε ἶ ν α ι καὶ ὑψώνοντάς τον σὲ καινή κτίση. Ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο ἀρνητικά, λυτρώνοντάς τον ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ καὶ θετικά, ὁλοκληρώνοντας τὸ εἰκονικό προπτωτικὸ εἶναι του. Ἡ σχέση του μὲ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι μόνο ἰαματική. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάτι πολύ εὑρύτερο ἀπὸ τήν ἀπολύτρωση, συμπίπτει μὲ τή θ έ ω ση» (Παν. Νέλλας – Ζῶον θεούμενον - σελ. 40).
Ἰδού γιατὶ καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ «ἁπλή συνέπεια τῆς νίκης τοῦ διαβόλου ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς πράξεως τοῦ Σατανᾶ. Ἡ ἕνωση τής θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἔγινε ἐπειδή ἀποτελοῦσε τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ... Πρὶν ἐνωθεῖ ὑποστατικὰ ἡ θεία μὲ τήν ἀνθρώπινη φύση, ὁ ἄνθρωπος ἦταν καί προπτωτικά πρό Χριστοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι εἶχε καὶ τότε, παρόλο πού δὲν εἶχε ἁμαρτήσει, ἀ ν ά γ κ η σ ω τ η ρ ί α ς, ἀφοῦ ἦταν ἀτελὴς καὶ ἀνολοκλήρωτος, «νήπιος» (Ζῶον θεούμενον, σελ. 38-39).
Ἑπομένως ὁ Κύριός μας μᾶς σώζει κατ᾽ ἀρχὴν ἀρνητικῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατον. Ἡ σωτηρία του ὅμως δὲν ἀρκεῖται εἰς αὐτὴν τὴν ἀπαλλαγὴν καὶ εἰς αὐτὴν τὴν λύτρωση. Προχωρεῖ σὲ μία περισσότερον θετικὴ, πλέον οὐσιαστικὴ σωτηρία.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ μαζί του ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας διακηρύσσουν ὅτι «Αὐτὸς γἀρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» ἤ, ὅπως διατυπώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «πτωχεύει γάρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵνα ἐγὼ πλουτίσω τὴν αὐτοῦ θεότητα... κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν’ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως... μεταλαμβάνει τῆς ἐµῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώση καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος λη΄, Εἰς τὰ Θαοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 325).
Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπόν, καταλήγει συμπερασματικῶς ὁ Ἄγγλος ’Ορθόδοξος Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ σὲ πρόσφατον βιβλίον του «δὲν εἶναι μόνο ἕνας τρόπος γιά ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσματα τοῦ προπατορικοῦ ἀμαρτήματος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στό ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξομοίωση. Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· κι ἔτσι ἀπὸ τὴν πρώτη-πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα, ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, κατὰ κάποιο τρόπο, εἶχε ὑπονοηθεῖ. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιά τὴν Ἐνσάρκωση δὲ βρίσκεται στὴν ἀμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴ μὴ πεπτωκυῖα φύση του, στὴν ὕπαρξή του πού ἔγινε σύμφωνα μὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸ Θεὸ» (Κάλλιστος Γουέαρ - ᾽Ορθόδοξος δρόμος - σελ. 84).
«Ἡ ’Ενσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο γιά τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σημαίνει, μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια, νά «χριστοποιηθεῖ»· ἡ θεϊκή ὁμοιότητα πού καλούμαστε νά φτάσουμε εἶναι ἡ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούμεθα», θεοποιούμαστε, γινόμαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄, 4). Προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του μᾶς ἔχει κάνει υἱούς τοῦ Θεοῦ κατὰ Χάρη... Ὁ Χριστός δηλαδὴ μᾶς σώζει μὲ τὸ νὰ γίνει ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς· μᾶς θεραπεύει παίρνοντας τὴ διασπασμένη μας ἀνθρώπινη φύση μέσα στὸν ἑαυτόν Του, «προσλαμβάνοντάς» την, ἔτσι ποὺ νὰ εἶναι δική του, μπαίνοντας στὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία μας καὶ γνωρίζοντάς την ἐκ τῶν ἔσω, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἀπὸ μᾶς. Ἀλλ’ ἄν αὐτή ἡ συμμετοχὴ Του στὴν ἀνθρωπότητά μας ἦταν κατά κάποιο τρόπο ἀτελὴς, τότε καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θά ἦταν ἐπίσης ἀτελὴς. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει φέρει καθολικὴ σωτηρία, τότε συνάγεται ὅτι ἔχει προσλάβει τὰ πάντα» (Κάλλιστος Γουέαρ, σελ. 88).
Ὁ Χριστός ἑπομένως εἶναι Σωτὴρ, ὄχι μόνον διότι μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τὸν διάβολον καί τὸν θάνατον. Εἶναι ἀκόμη ὁ Σωτὴρ μας καὶ διότι, λαμβάνοντας ὅλη τὴν ἀνθρωπίνη φύση καὶ μετέχοντας σὲ ὅλες τὶς σ υ ν έ π ε ι ε ς τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, μᾶς καθιστᾶ «σώους», δηλαδὴ ἀκεραίους, πλήρεις, ὁλοκλήρους.
Καὶ τὸ σημαντικώτερο εἶναι ὅτι ὁ Σωτὴρ Χριστὸς «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμόθεον β΄, 4).
Πέραν πάσης διαφορᾶς φυλετικῆς, ἐθνικῆς, ταξικῆς, ἰδεολογικῆς, κοινωνικῆς κ.λ. ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ ὅλου «τοῦ κόσμου» (᾿Ιωάννου δ', 42) καὶ «πάντων τῶν ἀνθρώπων» (Πρὸς Τιμόθεον δ', 44). Καὶ γιὰ τὸν πλέον «ἐλάχιστο» καὶ τὸν πλέον «μηδαμινὸν» ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτήρ. Καμμία φορὰ ἐμεῖς οἱ «θρησκευτικοί» ἄνθρωποι σκεπτόμαστε καὶ ἐνεργοῦμε ἐγωκεντρικῶς καὶ μὲ πολλὴ ἰδιοτέλεια. Μὲ τὴν ὅλην νοοτροπίαν μας καὶ στάση φανερώνομεν ὅτι ὁ Σωτὴρ Χριστὸς εἶναι ἀποκλειστικῶς ἰδικός μας. Χωρὶς νὰ τὸ ὑποστηρίζουμε ἐξωτερικῶς, προδίδουμε συχνὰ αὐτήν τὴν ἀποκλειστικότητά μας. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ἡ σωτηρία τὴν ὁποίαν κατεργάζεται ὁ Κὺριος ’Ιησοῦς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀκολουθεῖ «δρόμους ἀνεξιχνιάστους καὶ ἀνεξερευνήτους» (Πρὸς Ρωμαίους ια’, 33). «Πόρναι καὶ τελῶναι καὶ λησταὶ»-καὶ ὡρισμένοι σύγχρονοι «ἄθεοι» καὶ «ἄπιστοι» εὑρίσκουν τὴν σωτηρίαν καὶ ἄλλοι συμβατικῶς καὶ ὑποκριτικῶς «πιστοὶ» ὡς αἱ «μωραὶ παρθένοι» μένουν ἔξω τοῦ «Νυμφῶνος». Καὶ συχνὰ ἐπαναλαμβάνεται ὁ λόγος ὁ εὐαγγελικός- «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι» (Ματθαίου ιθ΄, 30).
Καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ παρήγορο καὶ πολὺ ἐλπιδοφόρο. ᾽Εκεῖ ποὺ ἀνθρωπίνως ἔχει ἀπωλεσθῆ ἡ ἐλπὶς καὶ μία βαθεῖα θλῖψη μᾶς καταλαμβάνει γιά τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο, ὁ Σωτὴρ Χριστὸς μᾶς ἐμφανίζει τοὺς ἐκλεκτοὺς Του διὰ μέσου ἀπιθάνων καὶ ἀνυποψιάστων γιὰ ἐμᾶς καταστάσεων.
᾿Αλλὰ καὶ γενικώτερον, ὅταν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου παρουσιάζωνται ἀπαισιόδοξα καὶ τὸ μέλλον, ἄδηλον, προδιαγράφεται πλῆρες κινδύνων καὶ φόβων καί ἀγωνιῶν, ὁ Σωτὴρ Χριστὸς εἶναι «ἐν μέσῳ ἡμῶν». Καὶ σήμερον «προσλαμβάνει» τὶς ἀποτυχίες, τὶς ἀστοχίες, τὶς ἀπογοητεύσεις, τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀγωνίες μας, γιὰ νὰ τὶς θεραπεύσει. Εἶναι ὁ «ἀοράτως συνών». Ὁ πάντοτε ἀοράτως παρών. ᾿Αναμένει τὶς ἐπικλήσεις καὶ τὰς προσκλήσεις μας, γιὰ νὰ ἐπέμβει σωτήριως, γιὰ νὰ «συνεργήση» ὥστε τὰ πάντα νὰ οδηγήσουν εἰς «ἀγαθὸν» (Πρὸς Ρωμαίους η΄, 28).
Καὶ πράγματι ὁ πιστὸς τί ἔχει νὰ φοβηθῆ, ὅταν γνωρίζῃ ὅτι ὁ ’Εμμανουὴλ εἶναι παρών; «᾽Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς» (Ματθαίου α', 23). ’Αφοῦ ὁ ᾽Εμμανουήλ, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι μαζί μας, μετέχει καὶ κοινωνεῖ εἰς ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς μας, τί ἔχομεν νὰ φοβηθῶμεν; Ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ἔχει σώσει ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ τὸν θάνατον, ποῖον κίνδυνο καὶ ποῖο φόβο εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς δημιουργήσουν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὅσον ἀπειλητικὰ καὶ ἂν ἐμφανίζωνται; Πόλεμοι, λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, κρίσεις οἰκονομικές, ἀναστατώσεις, ποικίλα «κύματα» τῆς πολυταράχου καθηµερινῆς ζωῆς ἀπειλοῦν νὰ ἀφαιρέσουν τήν πεποίθησή μας ὅτι εἶναι «μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός».
Στὶς κρίσιμες ὅμως αὐτὲς στιγμὲς, πού κατά τρόπον ἐπώδυνον δοκιμάζεται ἡ πίστη μας, ἄς ἀκούεται ἐντὸς ἡμῶν ὁ λόγος τοῦ ψαλμῳδοῦ: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ᾽ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου (δηλαδὴ ὁποιαδηποτε δοκιμασία ἐπιτρέπεις) καὶ ἡ βακτηρία σου (δηλαδὴ ἡ στήριξις καί ἐνίσχυσίς σου) αὐταί με παρεκάλεσαν» (Ψαλμοῦ κβ΄, 4).
Κατά τήν διάρκειαν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν δυσαρέστων ἤ τρομακτικῶν γεγονότων τῆς ζωῆς, δέν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ὅτι ὁ Σωτήρ Χριστός μὲ τὸ ἄπειρο καὶ ἀνεξερεύνητο «ἔλεός Του καταδιώξει ἡμᾶς πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Ψαλµοῦ κβ΄, 6).
Τελειώνοντας τὶς σκέψεις μου αὐτές μὲ τήν εὐκαιρίαν τῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἐπιθυμῶ νὰ εὐχηθῶ πρὸς ὅλους σας πᾶσαν εὐτυχίαν παρὰ Κυρίου καὶ πᾶσαν εὐλογίαν. Ἀκόμη ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Σωτὴρ τοῦ σύμπαντος κόσμου, νὰ χαρίζῃ καιροὺς εἰρηνικοὺς καὶ χρόνους καταλλήλους διὰ τὴν σωτηρίαν «ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πάντων τῶν ἀνθρώπων».