Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Πρόδρομος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

«ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» (Ἰωάννου ε΄ 35)

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.

            Ἡ σεβάσμια ἑορτή τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Προφήτου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου συγκαλεῖ τούς πιστούς νά τιμήσουν τόν μεγάλο ἄνδρα πού ὑπηρέτησε μέ τήν ζωή του, τό κήρυγμα καί τό θανάτό του τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

            Ἰδού πῶς ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (†638) ἐξυμνεῖ ἀπαριθμώντας τά μεγαλεῖα καί μυστήρια καί τήν πληθύν τῶν θαυμάτων πού συντελέσθηκαν στήν ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ «Τήν γέννησιν εἴποι πρώτην ἥν ὁ Γαβριήλ προεμήνυσε ὡς χαρᾶς ἐσομένην τῷ κόσμῳ προοίμιον; Ἀλλά τήν κυοφορίαν ἥν ἡ στεῖρα γραῦς ὡς ὑπερφυᾶ περιέκρυβε; Ἀλλά τήν ἐγγάστριον ὄρχησιν τήν πρώτην Θεόν ἐγγάστριον πᾶσι κυρύξασαν;  Ἀλλά τήν ἐκ στείρας ἀπότεξιν ἱστορεῖν ἐπεθύμησε; Ἀλλά καί πορείαν τριήμερον ἤνυσε καί χρόνον τριμηνιαῖον παρέμεινεν, ἵνα τήν θαυμαστήν σου θεωρήσασα γέννησιν τό τῆς Τριάδος ἑνός μήτηρ ἀπειρόγαμος ἔσεσθαι οὐ συνελήφθη βεβαίως τε καί ἀραρότως πιστεύσειεν; Ἀλλά τήν γαλούχησιν ἥν ξηρός σοι μασθός θηλήν διά γῆρας βαθύ παραδόξως προέχευεν; Ἀλλά τήν ἐν ἐρήμῳ δίαιταν ἥν ὁ κόσμος χωρεῖν οὐκ ἠδύνατο, τήν ἐκ τῆς ἐρήμου πρός τόν Ἰσραήλ τελευταίαν καί πρώτην ἀνάδειξιν δι’ ἧς αὐτοῖς τόν Χριστόν ἐξεκάλυπτε, καί τήν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν ἐκήρυτε. Ἀλλά τόν Ἰορδάνην ἐν ᾧ τόν λεών ἐκαθάριζες, καί δι’ οὗ δε Χριστός ἐκαθάρισε, λειτουργόν σε λαβών ποιήσας τοῦ οἰκείου βαπτίσματος ; Τήν νομοθεσίαν ἥν φιλανθρώπως τοῖς πειθομένοις ἐθέσπιζες; Τήν ἀπειλήν ἥν ἐμβριθῶς τοῖς ἀπειθοῦσι προέφερες; Τήν παῤῥησίαν δι’ ἧς ἄρχοντας καί βασιλέας κατέπληττες, καί ἥν ἀξίως ὁ βασιλεύς Ἡρώδης ἐτρόμασε, καί εἰ πάθει γυναίου τό δέος ἀπέβαλε; Τήν γενναίαν ἀποτομήν καί τῆς τιμίας κεφαλῆς τήν ἀφαίρεσιν, δι’ ἧς σεαυτόν διπλοῦν τοῦ Σωτῆρος κατέστησας Πρόδρομον, οὐκ ἐπί γῆς μόνον αὐτοῦ προϊών καί προτρέχων, ἀλλά καί εἰς ᾅδην γιγνόμενος Πρόδρομος καραδοκοῦσι καί μένουσιν, ὥσπερ τοῖς ἐπί γῆς προκηρύττων αὐτοῦ τήν σωτήριον ἄφεσιν; » (P.G. 87 Γ΄ στ. 3325)

            Α΄ Ἐπάξια Τιμή

            Θεωροῦμε εὔκαιρο νά ἐπισημάνουμε ὅσα τιμητικά ἔχουν λεχθεῖ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη καί τήν διακονία του ἀπό:

1ον. Τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ.

            Ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἐπισκέφθηκε τόν Πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τόν Προφήτη Ζαχαρία, τόν ἱερέα γιά νά τοῦ ἀναγγείλει τήν γέννηση τοῦ υἱοῦ του, εἶπε.

            «Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὄνομα αὐτοἸωάννην· καἔσται χαρά σοι καἀγαλλίασις, καὶ πολλοἐπὶ τῇ γενέσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον » (Λουκᾶ α΄ 13-17)

Δηλαδή: «Μὴ φοβᾶσαι. Ζαχαρία, γιατί ἡ προσευχή σου εἰσακούστηκε καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ σοῦ γεννήσει γιό, καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Θὰ νιώσεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, καὶ θὰ χαροῦν πολλοὶ γιὰ τὴ γέννησή του. Ἡ προσφορά του θὰ εἶναι μεγάλη στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου· κρασὶ καὶ ἄλλα δυνατὰ ποτὰ δὲ θὰ πιεῖ· θὰ εἶναι γεμᾶτος μὲ Πνεῦμα Ἅγιο ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του καὶ θὰ κάνει πολλοὺς Ἰσραηλίῖες νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Κύριο τὸ Θεό τους. Αὐτὸς θὰ προπορευτεῖ στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία. Θὰ συμφιλιώσει πατέρες μὲ παιδιά, καὶ θὰ κάνει τοὺς ἀσεβεῖς νὰ ἀποκτήσουν τὴ φρόνηση τῶν δικαίων. Ἔτσι θὰ ἑτοιμάσει τὸ λαὸ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Κύριο »

            Ἀπό τούς προφητικούς λόγους τοῦ Ἀρχαγγέλου πού εἶπε στόν Ζαχαρία τόν πατέρα τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου πληροφορούμαστε γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη καί τήν ἀποστολή του:

            α΄ «ἔσται χαρά σοι καί ἀγαλλίασις». Ἡ γέννησή του εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος στόν στεῖρο καί ἄτεκνο πατέρα του θά σοῦ δώσει χαρά, ἀφοῦ θά λύσει τά δεσμά τῆς ἀτεκνίας καί θά ἐξαφανίσει τήν ντροπή πού αἰσθάνεσαι γι’ αὐτή τήν ἀδυναμία σου.

            β΄ «πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». Ἡ γέννησή του θά γίνει πρόξενος χαρᾶς καί εὐφροσύνης σέ πολλούς ἀνθρώπους, ἕνεκα τοῦ ὅτι ὅπως εἶχε προαναγγελθεῖ θά εἶναι ὁ Πρόδρομος τοῦ Μεσσία. Ἡ γέννηση του θά διεμηνύσει τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία πού ἀνέμεναν οἱ ἄνθρωποι γιά νά τούς σώσει. 

            γ΄ «ἔσται μέγας ἐνώπιον Κυρίου». Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος θά ἀναδεικνύετο μέγας μπροστά στό Θεό, δηλαδή κατά τήν ἐκτίμηση τοῦ Θεοῦ. Πράγματι ὁ Κύριος μας ἐπιβεβαίωσε αὐτή τήν προφητεία λέγοντας γιά τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο ὅτι «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστο» (Ματθαίου ια΄ 11).

            δ΄ «καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ». Ὅτι ὁ Ἰωάννης δέν θά ἔπινε οἶνο καί ποτά πού προκαλοῦν μέθη καί ὁδηγοῦν σέ ἀσέλγειες. Θά ἀπεῖχε δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές τῆς ἁμαρτίας.  

            ε΄ «Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτο». Ὅτι θά ἦτο πεπληρωμένος Πνεύματος ἁγίου, ἐνῶ ἀκόμα θά εὑρίσκετο στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Σ’ αὐτό ὀφείλεται καί τό γεγονός, ὅτι ἐσκίρτησε ἀπό χαρά ἐνῷ ἀκόμη ἦταν ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ὅταν ἡ Παρθένος Μαρία καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ τούς ἐπισκέφθηκε. (Λουκᾶ α΄ 41)

            στ΄ «πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν». Ὅτι μέ τό κήρυγμά του θά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις τῶν Ἰουδαίων μέ τόν Θεό, διδάσκοντάς τους τήν οὐσία τῆς θρησκείας τους.  

            ζ΄ «αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον». Ὅτι θά ἐνεργεῖ μέ τήν δύναμη πού κήρυττε καί ἐνεργοῦσε ὁ Προφήτης Ἠλίας γιά νά ἀποκαταστήσει τίς διαταραγμένες ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν ἀποστασία σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Θεοῦ μέ τό κήρυγμά Του.

* * * * *

2ον. Τόν Ζαχαρία τόν πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.

            Ὅταν γεννήθηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὁ πατέρας του ὁ Προφήτης Ζαχαρίας καί ἱερέας προφήτευσε γιά τόν γιό του, περιγράφοντας τήν προσωπικότητα του καί τήν ἀποστολή του ὡς ἑξῆς:

            «Καὶ σὺ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης» (Λουκᾶ α΄ 76-79)

Δηλαδή: «Κι ἐσύ, παιδὶ μου, θὰ ὀνομαστεῖς προφήτης τοῦ ὕψιστου Θεοῦ, γιατί θὰ προπορευτεῖς πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἑτοιμάσεις τὸ δρόμο του κάνοντας γνωστὰ στὸ λαὸ του τὴ σωτηρία μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μας εἶναι γεμᾶτος εὐσπλαχνία. Ἔκανε ν’ ἀνατείλει γιὰ μᾶς ἕνα φῶς ἀπὸ ψηλά, γιὰ νὰ φωτίσει αὐτοὺς πού ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου,  καὶ νὰ ὁδηγήσει τὰ βήματά μας στὸ δρόμο τῆς εἰρήνης».

* * * * *

3ον. Τούς  σύγχρονούς του Ἰουδαίους.

Ὁ Ἰουδαϊκός λαός, οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του δηλαδή, σέβονταν τόν ἅγιο Ἰωάννη:

α΄ Ὡς προφήτη:

Στόν δημόσιο διάλογο πού διηξήχθη μεταξύ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Φαρισαίων τήν ἑπομένη  τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, οἱ Φαρισαῖοι ρώτησαν τόν Κύριο νά τούς δικαιολογήσει ὅσα εἶχαν συμβεῖ τήν προηγουμένη ἡμέρα. Ὁ Κύριος τούς ἔθεσε ὅρο γιά νά τούς ἀπαντήσει νά Τοῦ δώσουν ἀπάντηση στό ἐρώτημά Του γιά τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ἐάν ἦταν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἤ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Τότε οἱ Φαρισαῖοι ἀποστομώθηκαν, διότι ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅποια ἀπάντηση κι’ ἄν ἔδιδαν θά ἐλέγχονταν (Ματθαίου κα΄ 23-27). Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅμως ἀποτυπώνει καί τήν ἐκτίμηση πού εἶχε ὁ Ἰουδαϊκός λαός γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη πού τόν ἐγνώριζαν καί οἱ Φαρισαῖοι.  

«Ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην» (Ματθαίου κα΄ 26)

Δηλαδή: «Ἂν πάλι ποῦμε: «ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», φοβόμαστε τὸν κόσμο, γιατὶ ὅλοι τὸν Ἰωάννη τὸν θεωροῦν προφήτη».

β΄ Ἐπειδή κατήγετο ἀπό ἱερατική οἰκογένεια.

Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών. Ἐπειδή ἡ Ἀαρωνική ἱερωσύνη τῶν Ἰουδαίων ἦταν κληρονομική, ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τους καί οἱ ἱερεῖς τους ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών. Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερεύς πού ἀνῆκε στήν ἐφημερία Ἀβιά (Λουκᾶ α΄ 5).

Τό Ἰουδαϊκό ἱερατεῖο εἶχε διαιρεθεῖ ἀπό τόν βασιλέα Δαβίδ σέ εἴκοσι τέσσαρες τάξεις (ἐφημερίες) πρός διευκόλυνση καί τελειοτέρα ἐκτέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν στόν Ναό τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἡ ἐφημερία Ἀβιά ἦτο ἡ ὄγδοη τάξη τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἱερατείου. (Α΄ Παραλειπομένων κδ΄ 10).

Ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών κατά τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἦσαν ἱερεῖς, ὁ δέ πρωτότοκος αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν ἦταν ἀρχιερεύς. Ὁ Ἀαρών εἶχε τέσσαρες υἱούς τόν Ναδάβ, τόν Ἀβιούδ, τόν Ἐλεάζαρ καί Ἰθαμάρ. Οἱ δύο πρῶτοι κατακάηκαν, τιμωρηθέντες ἐπειδή δέν προσέφεραν ὅπως προβλεπόταν τήν θυσία τοῦ θυμιάματος στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. Ἀπό τόν περιορισμό αὐτό οἱ ἱερεῖς προέρχονταν κληρονομικά μόνο ἀπό τίς δύο αὐτές οἰκογένειες τῶν υἱῶν τοῦ Ἀαρών Ἐλεάζαρ καί Ἰθαμάρ. Ἐννοεῖται, ὅτι ὁ ἀρχικός ἀριθμός τῶν ἱερέων ἦτο ἐλάχιστος, καί ἀνεπαρκής πρός τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ (Ἰησοῦ τοῦ Ναυή γ΄ 6 καί στ΄ 4). Προοδευτικά ὅμως ἐπειδή ἐπιτρεπόταν σ’ αὐτούς ὁ γάμος, οἱ ἱερεῖς ηὐξήθησαν καταπληκτικά. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρεται, ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Δαβίδ τρεῖς χιλιάδες ἑπτακόσιοι (3.700) ἱερεῖς ἑνώθηκαν μαζί του στήν Χεβρώνα πού ἦταν ἡ πόλη πού δροῦσε, ἀναγνωρίζοντάς τον βασιλιά (Α΄ Χρονικῶν ἤ Παραλειπομένων ιβ΄ 27).

Ἐπειδή εἶχαν πληνθυνθεῖ ὑπερβολικά καί πρός ἀποφυγή συγχύσεων, ἀταξιῶν, καί στερήσεων, καί πρό πάντων γιά τήν τάξη καί τήν ἀκριβῆ ἐκτέλεση τῶν ἱεροτελεστιῶν διαιρέθηκαν ἀπό τόν Δαβίδ σέ εἰκοσιτέσσαρες τάξεις, ὅπως ἀναφέρεται στό Α΄ Παραλειπομένων κδ΄1-19:

 

«Ἐπίσης οἱ ἱερεῖς, ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών, κατανεμήθηκαν σέ τμήματα. Γιοί τοῦ Ἀαρών ἦταν οἱ Ναδάβ, Ἀβιούδ, Ἑλεάζαρ καί Ἰθαμάρ. Ὁ Ναδάβ ὅμως καί ὁ Ἀβιούδ πέθαναν πρίν ἀπό τόν πατέρα τους, χωρίς ν’ ἀφήσουν γιούς· ἔτσι ἱερεῖς ἔγιναν ὁ Ἐλεάζαρ καί ὁ Ἰθάμαρ. Ὁ Δαβίδ μέ τήν βοήθειά τοῦ Σαδώκ, ἀπογόνου τοῦ Ἐλεάζαρ, καί μέ βοήθεια τοῦ Ἀχιμέλεχ, ἀπογόνου τοῦ Ἰθαμάρ, κατένειμε τούς ἱερεῖς, ἀνάλογα μέ τήν ὑπηρεσία πού ἐπρόκειτο νά προσφέρουν. Ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἐλεάζαρ βρέθηκαν περισσότεροι ἀρχηγοί παρά ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἰθάμαρ, καί γι’ αὐτό ἡ κατανομή τους ἔγινε ὡς ἑξῆς : Ἐπειδή ὑπῆρχαν καί ἀπόγονοι τοῦ Ἐλεάζαρ καί ἀπόγονοι τοῦ Ἰθάμαρ πού ἦταν προϊστάμενοι τοῦ ναοῦ καί πνευματικοί ἀρχηγοί, ἡ κατανομή του σέ ὁμάδες ἔγινε μέ κλήρωση.

Ἕνας ἀπό τούς λευΐτες, ὁ γραμματέας Σεμαΐας, γιός τοῦ Ναθαναήλ, τούς κατέγραψε παρουσία τοῦ βασιλιά καί τῶν ἀρχόντων, τοῦ ἱερέα Σαδώκ, τοῦ Ἀχιμέλεχ γιού του Ἀβιάθαρ, καί παρουσία τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἱερατικῶν καί λευιτικῶν οἰκογενειῶν· τράβηξε κλῆρο γιά δύο οἰκογένειες ἀπό τόν Ἐλεάζαρ καί γιά μία ἀπό τόν Ἰθάμαρ.

Οἱ ἐπικεφαλής τῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες καθορίστηκαν μέ κλήρωση, εἶναι κατά σειρά οἱ ἑξῆς: 1. Ἱεωϊαρίβ 2. Ἱεδαΐας 3. Χαρήμ 4.Σεωρίμ 5. Μαλκίας 6. Μειαμίν 7. Κώς 8. Ἀβιά 9. Ἰησοῦς 10. Σεχανίας 11. Ἐλιασείβ 12. Ἰακίμ 13. Ὀφφά 14. Ἰεσεβάβ 15. Βιλγά 16.Ἰμμέρ 17. Ἐζείρ 18. Ἀφισῆ 19. Πεθαΐας 20. Ἐζεκήλ 21. Ἰαχίν 22. Γαμούλ 23. Δελαΐας 24. Μααζίας.

Μ’ αὐτή τήν σειρά σχηματίστηκαν οἱ ὁμάδες γιά νά ὑπηρετοῦν στό ναό τοῦ Κυρίου. Τά καθήκοντα τους τούς ἀνατέθηκαν σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες πού εἶχαν δοθεῖ ἀπό τόν πρόγονό τους, τόν Ἀαρών, καθώς τόν εἶχε διατάξει ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ».  

Ἑκάστῃ δέ τάξη ἱερέων ἱερουργοῦσε καθ’ ὅλο τό ἔτος δίς τοὐλάχιστον, ἀλλαττομένη κάθε σάββατο ·  ἑκάστης τάξεως τῶν ἱερέων ἤρχει ὁ ἀρχιερεύς.

Ἡ χειροτονία τῶν ἱερέων ἐγίνετο μετά μεγάλης πομπῆς, καί μεγαλοπρεπείας, καί διά λαμπρῶν τελετῶν (Ἔξοδος κθ΄, 1-37 καί Λευϊτικό θ΄), πού διαρκοῦσαν ἐπί ἑπτά ὁλόκληρες ἡμέρες καί περιελάμβαναν θυσίες, καθαρισμούς, ραντισμούς αἵματος, χρίσεις ἐλαίου, συχνές περιβολές στολῶν καί τά σχετικά.  

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄν καί ἠδύνατο νά ἱερατεύει καί μάλιστα ὡς πρωτότοκος νά εἶναι καί ἀρχιερεύς, προτίμησε νά ἀναχωρήσει στήν ἔρημο.   

γ΄ Γιά τόν ἀσκητικό βίο του.

Ἀπό τούς Εὐαγγελιστές πληροφορούμαστε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ζοῦσε στήν ἔρημο βίο λιτό ἀποφεύγοντας τήν πολυτέλεια καί τήν τρυφηλή ζωή.

«Τό δέ παιδίον ηὔξανε καί ἐκραταιοῦντο πνεύματι, καί ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως τῆς ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρός τόνἸσραήλ» (Λουκᾶ α΄80)

Δηλαδή : «Τό παιδί μεγάλωνε καί τό πνεῦμα του δυνάμωνε. Ζοῦσε στίς ἐρημιές, ὥς τήν ἡμέρα πού ἐμφανίστηκε στό λαό τοῦ Ἰσραήλ».

«Αὐτὸς δἸωάννης εἶχεν τἔνδυμα αὐτοἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφἦν αὐτοἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον » (Ματθαίου γ΄ 4)

Δηλαδή: «Ὁ Ἰωάννης φοροῦσε ροῦχα ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ ζώνη δερμάτινη στὴ μέση του. Ἡ τροφὴ του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἀπὸ ἀγριομέλισσες».

δ΄ Ἐπειδή τόν θεωροῦσαν, ὅτι ἦταν ὁ Μεσσίας.

Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει στό Εὐαγγέλιό του, ὅτι οἱ σύγχρονοι του Ἰουδαῖοι προβληματίζονταν βλέποντας καί ἀκούοντας τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή καί διερωτῶντο μήπως αὐτός ἦταν ὁ Μεσσίας.

«Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοἸωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός » (Λουκᾶ γ΄ 15)

Δηλαδή: «Καθὼς ὁ κόσμος περίμενε κι ὅλοι σκέφτονταν μέσα τους γιὰ τὸν Ἰωάννη, μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός».

Μάλιστα δέ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πού ἦταν μαθητής τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ διεξοδικά ἀναφέρει τίς ἀπαντήσεις πού ἔδιδε ὁ δάσκαλός του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στά ἐπίμονα ἐρωτήματα τῶν Φαρισαίων ἐάν εἶναι ὁ Μεσσίας. Τούς ἀνέφερε τήν προφητεία τοῦ προφήτου Ἠσαΐου γιά τό ἑαυτό του πού εἶχε πεῖ ὅτι μιά φωνή θά κηρύττει στήν ἔρημο νά ἑτοιμασθοῦν οἱ ἄνθρωποι νά ὑποδεχθοῦν τόν Μεσσία.   

«Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοἸωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἸουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευίτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· Σὺ τίς εἶ;  καὡμολόγησεν καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὡμολόγησεν ὅτι Ἐγὼ οὐκ εἰμὁ Χριστός.  καἠρώτησαν αὐτόν· Τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ ; καὶ λέγει· Οὐκ εἰμί. Ὁ προφήτης εἶ σύ; καἀπεκρίθη, Οὔ. εἶπoν οὖν αὐτῷ· Τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; ἔφη· Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.  Καἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων· καἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;  ἀπεκρίθη αὐτοῖς Ἰωάννης λέγων· Ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε, αὐτὸς ἐστιν ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οἐγὼ οὐκ εἰμἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοὑποδήματος. Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοἸορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων» (Ἰωάννου α΄ 19-28)

Δηλαδή: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία πού ἔδωσε ὁ Ἰωάννης, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες ἔστειλαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ λευίτες νὰ τὸν ρωτήσουν: «Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι;» Τότε αὐτὸς διακήρυξε καὶ δὲν ἀρνήθηκε· διακήρυξε ἀπερίφραστα: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Μεσσίας». «Τότε λοιπόν;” Τὸν ρώτησαν. «Μήπως εἶσαι ὁ Ἠλίας;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ὄχι, δὲν εἶμαι». «Μήπως εἶσαι ὁ προφήτης πού περιμένουμε;» Κι ἀπάντησε: «Ὄχι». Τότε τοῦ εἶπαν: «Ποιὸς εἶσαι; ὥστε νὰ δώσουμε ἀπόκριση σ’ αὐτοὺς πού μᾶς ἔστειλαν· τί ἔχεις νὰ πεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου;» Εἶπε: Ἐγὼ εἶμαι, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του προφήτη Ἠσαΐα,  ἡ φωνὴ ἐκείνου πού κράζει στὴν ἔρημο: “Ἰσιῶστε τὸ δρόμο, νὰ περάσει ὁ Κύριος”. Μεταξὺ τῶν ἀπεσταλμένων ἦταν καὶ Φαρισαῖοι, πού τὸν ρώτησαν: “Γιατί, λοιπόν, βαφτίζεις, ἀφοῦ δὲν εἶσαι οὔτε ὁ Μεσσίας οὔτε ὁ Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης πού περιμένουμε;»Αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: “Ἐγὼ βαπτίζω μὲ νερὸ ἀνάμεσά σας ὅμως βρίσκεται κιόλας ἐκεῖνος ποῦ ἐσεῖς δὲν τὸν γνωρίζετε. Αὐτὸς εἶναι πού ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ μένα, πού ὅμως ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ μένα, κι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπ’ τὰ ὑποδήματά του». Αὐτὰ συνέβαιναν στὴ Βηθανία, πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἐκεῖ πού βάπτιζε ὁ Ἰωάννης»  

ε΄ Ἡ ἀναγνώρισή του ἦταν καθολική :

Οἱ εὐαγγελιστές δέν ἀποσιώπησαν τό γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶχε μεγάλο κῦρος στόν Ἰουδαϊκό λαό πού τόν ἐσέβοντο καί τόν ἀναγνώριζαν καί συμμορφονόντουσαν μέ τίς προτροπές του.

«Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοἸορδάνου, καἐβαπτίζοντο ἐν τἸορδάνῃ ποταμὑπ' αὐτοἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν » (Ματθαίου γ΄ 5)

Δηλαδή : «Σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο πήγαινε τότε ὅλος ὁ κόσμος, ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα κι ἀπ’ ὅλη τὴν Ἰουδαία, κι ἀπ’ ὅλη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη. Ἔρχονταν καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη ποταμό, καθὼς ὁμολογοῦσαν τὶς ἁμαρτίες τους»

στ΄ Τό κήρυγμά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἱκανοποιοῦσε τόν λαό:

Οἱ Ἰουδαῖοι δόξαζαν τόν Θεό ἀκούοντας τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ πού ἱκανοποιοῦσε τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ Θεός δέν τούς εἶχε ἐγκαταλείψει.   

«Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου » (Λουκᾶ ζ΄ 29)

Δηλαδή : «Ὅλος ὁ κόσμος, πού ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννη, ἀκόμη κι οἱ τελῶνες βαφτίστηκαν ἀπ’ αὐτόν, γιατί πίστεψαν πώς τὸν  ἔστειλε ὁ Θεός».

       * * * * *

4ον.  Τόν Ἡρώδη

Ὁ Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας ὁ κυβερνήτης τῆς Γαλιλαίας καί τῆς Ὑπεριοδρανίας στήν περιοχή πού ἔζησε καί ἔδρασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, καθώς μαρτυροῦν οἱ εὐαγγελιστές, σέβεταν τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή, ἐπειδή τόν θεωροῦσε ἄνδρα δίκαιο καί ἅγιο καί ἄκουε εὐχάριστα τό κήρυγμά του.

«Ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καἀκούσας αὐτοῦ πολλἐποίει καἡδέως αὐτοἤκουε » (Μάρκου στ΄ 20)

Δηλαδή : «Γιατὶ ὁ Ἡρώδης φοβόταν τὸν Ἰωάννη, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι ἦταν δίκαιος κι ἅγιος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ τὸν προστάτευε· ἔκανε πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ πού τὸν ἄκουσε νὰ λέει καὶ τὸν ἄκουγε εὐχαρίστως ».

Ὁ Ἠρῴδης ἐνόμιζε ἀκόμα ὅταν πληροφορήθηκε τήν δράση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής.  

«Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ, καὶ εἶπεν τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. Ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καἔθετο ἐν φυλακῇ διἩρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοἀδελφοῦ αὐτοῦ· ἔλεγεν γὰρ αὐτἸωάννης· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον » (Ματθαίου ιδ΄ 1-5)

Δηλαδή: «Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἄκουσε ὁ τετράρχης  Ἡρώδης γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε στοὺς δούλους του: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, πού ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ γι’ αὐτὸ κάνει θαύματα». Ὁ Ἡρώδης εἶχε πιάσει τὸν Ἰωάννη, τὸν εἶχε δέσει καὶ τὸν εἶχε ρίξει στὴ φυλακὴ ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: «Δὲ σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἔχεις αὐτὴ γιὰ γυναίκα». Κι ὁ Ἡρώδης ἤθελε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀλλὰ φοβήθηκε τὸν κόσμο, ἐπειδὴ τὸν πίστευαν γιὰ προφήτη».

* * * * *

 

5ον. Τόν Κύριό μας  Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀναφέρθηκε στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή μέ τιμητικούς καί ἐγκωμιαστικούς  λόγους βοηθώντας τούς μαθητές Του νά κατανοήσουν α΄ τήν ὑπεροχή καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ β΄ τήν σχέση του μαζί Του  γ΄ τήν ἀποστολή πού κλήθηκε νά ἐπιτελέσει.  

α΄ «Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου· Τί ἐξήλθετε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; 8 ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; προφήτην; ναί λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. οὗτος γὰρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν» (Ματθαίου ια΄ 7-11)

Δηλαδή:  «’Ενῶ ἔφευγαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νά μιλάει στόν κόσμο γιά τόν Ἰωάννη: “Τί βγήκατε νά δεῖτε στήν ἔρημο; Καλάμι πού τό πάει πέρα δῶθε ὁ ἄνεμος;  Ἤ μήπως βγήκατε νά δεῖτε ἄνθρωπο ντυμένο μέ πολυτελή ροῦχα; Αὐτοί πού φοροῦν πολυτελή ροῦχα βρίσκονται στά ἀνάκτορα. Ἐσεῖς ὅμως τί πήγατε νά δεῖτε; Προφήτη; Ναί, σᾶς λέω· εἶναι μάλιστα καί περισσότερο ἀπό προφήτης, γιατί εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο λέει ἡ Γραφή: Νά, ἐγώ στέλνω τόν ἀγγελιαφόρο μου πρίν ἀπό σένα γιά νά προετοιμάσει τό δρόμο σου. Βεβαιώνω πώς μάνα δέ γέννησε ὥς τώρα ἄνθρωπο πιο μεγάλο ἀπό τόν Ἰωάννη τό βαπτιστή. Ὁ πιό μικρός ὅμως στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερός του»

β΄ «Ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει» (Ματθαίου ια΄ 18)

Δηλαδή:  «Τὸ ἴδιο κάνει κι αὐτὴ ἡ γενιά· ἦρθε ὁ Ἰωάννης, πού δὲν ἔτρωγε καὶ δὲν ἔπινε, καὶ εἶπαν: “εἶναι δαιμονισμένος”»

γ΄ «Ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτ » (Ματθαίου κα΄ 32)

Δηλαδή:  «Γιατί ἦρθε σ’ ἐσᾶς ὁ Ἰωάννης κηρύττοντας τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, καὶ δὲν τὸν πιστέψατε· οἱ τελῶνες ὅμως καὶ οἱ πόρνες τὸν πίστεψαν· ἐνῶ ἐσεῖς, παρ’ ὅλο πού τοὺς εἴδατε, δὲ μετανιώσατε οὔτε τότε γιὰ νὰ τὸν πιστέψετε».

* * * * *

6ον. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωσήπου

Παραθέτουμε καί τήν ἐξωβιβλική μαρτυρία τοῦ Ἰουδαίου ἱστορικοῦ τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Ἰωσήπου γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη:

«Τισί δέ τῶν Ἰουδαίων ἐδόκει ὀλωλέναι τόν Ἡρώδου στρατόν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί μάλα δικαίως τινυμένου κατά ποινήν Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου βαπτιστοῦ. κτείνει γάρ δή τοῦτον Ἡρώδης ἀγαθόν ἄνδρα καί τοῖς Ἰουδαίοις κελεύοντα ἀρετήν ἐπασκοῦσιν καί τά πρός ἀλλήλους δικαιοσύνηῃ καί πρός τόν Θεόν εὐσεβείᾳ χρωμένοις βαπτισμῷ συνιέναι· οὕτω γάρ δή καί τήν βάπτισιν ἀποδεκτήν αὐτῷ φανεῖσθαι μή ἐπί τινων ἁμαρτάδων παραιτήσει χρωμένων, ἀλλ’ ἐφ’ ἁγνείᾳ τοῦ σώματος, ἅτε δή καί τῆς ψυχῆς δικαιοσύνη προεκκεκαθαρμένης. καί τῶν ἄλλων συστρεφομένων, καί γάρ ἥσθησαν ἐπί πλεῖστον τῇ ἀκροάσει τῶν λόγων, δείσας Ἡρώδης τό ἐπί τοσόνδε πιθανόν αὐτοῦ τοῖς ἀνθρώποις μή ἐπί ἀποστάσει τινί φέροι, πάντα γάρ ἐῴκεσαν συμβουλῇ τῇ ἐκείνου πράξοντες, πολύ κρεῖττον ἡγεῖται πρίν τι νεώτερον ἐξ αὐτοῦ γενέσθαι προλαβών ἀνελεῖν τοῦ μεταβολῆς γενομένης [μή] εἰς πράγματα ἐμπεσών μετανοεῖν. καί ὁ μέν ὑποψίᾳ τῇ Ἡρώδου δέσμιος εἰς τόν Μαχαιροῦντα πεμφθείς τό προειρημένον φρούριον ταύτῃ  κτίννυται. τοῖς δέ Ἰουδαίοις δόξαν ἐπί τιμωρίᾳ τῇ ἐκείνου τόν ὄλεθρον ἐπί τῷ στρατεύματι γενέσθαι τοῦ θεοῦ κακῶσαι Ἡρώδην θέλοντος» (Ἰώσηπου, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία, βιβλίο (18) ΙΗ΄ §V2, Σειρά Ἀρχαία Ἑλληνική Γραμματεία «Οἱ Ἕλληνες» Ἰώσηπος, Ἅπαντα τ. 14, Ἰουδαϊκῆς Ἀρχαιολογίας-Βιβλία ΙΖ΄, ΙΗ΄, ἐκδ. Κάκτος 1998 )  

Δηλαδή: «Σέ ὁρισμένους ὅμως Ἰουδαίους ἡ καταστροφή τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἡρώδη (σ.σ. στόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως τῆς Ἀραβίας Ἀρέτα) φάνηκε ὡς θεία δίκη, ἤ τουλάχιστον δίκαιη ἐκδίκηση, ἐξαιτίας τῆς ποινῆς πού εἶχε ἐπιβάλει στόν Ἰωάννη, τόν ἀποκαλούμενο Βαπτιστή. Ὁ Ἡρώδης τόν εἶχε σκοτώσει, μολονότι ἦταν καλός ἄνθρωπος καί παρότρυνε τούς Ἰουδαίους νά ζοῦν ἐνάρετη ζωή, νά εἶναι δίκαιοι πρός τούς συμπολίτες τους καί εὐλαβεῖς πρός τόν Θεό, καί πράττοντας ἔτσι νά βαπτίζονται, γιατί ἔτσι μόνο θά γινόταν ἡ βάπτιση δεκτή ἀπό τόν Θεό, ἄν δέν τη χρησιμοποιοῦσαν γιά νά κερδίσουν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλά γιά νά ἐξαγνίσουν τό σῶμα τους ἐφόσον καί ἡ ψυχή εἶχε ἤδη ἐξαγνιστεῖ μέσῳ τῆς δικαιοσύνης τους. Καθώς ἦταν πολλοί ἐκεῖνοι πού τόν ἀκολούθησαν, ἐπειδή ἔνιωθαν μεγάλη ἀγαλλίαση ἀπό τά κηρύγματά του, ὁ Ἡρώδης φοβήθηκε ὅτι ἡ εὐγλωττία του, πού ἔχει τόσο μεγάλη ἐπιρροή στούς ἀνθρώπους, μπορεῖ νά ὁδηγοῦσε σέ ξεσηκωμό, διότι φαινόνταν ὡς νά καθοδηγοῦνταν ἀπό τόν Ἰωάννη στά πάντα ὅσα ἔκαναν. Ὁ Ἡρώδης ἀποφάσισε λοιπόν ὅτι ἦταν καλύτερα ἄν χτυποῦσε πρῶτος καί ἀπαλλασόταν ἀπ’ αὐτόν, πρίν ἡ δουλειά του ὁδηγήσει σέ ξεσηκωμό, ἀπό τό νά περιμένει τήν ἀλλαγή τῆς κατάστασης καί τόν βροῦν συμφορές γιά τίς ὁποῖες θά μετάνιωνε. Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης, ἐξαιτίας τῶν ὑποψιῶν τοῦ Ἡρώδη, μεταφέρθηκε δέσμιος στόν Μαχαιροῦντα, τό φρούριο πού ἀναφέραμε προηγουμένως, καί ἐκεῖ ἐκτελέστηκε. Ἡ ἄποψη λοιπόν τῶν Ἰουδαίων ἦταν ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἡρώδη ἦταν ἡ τιμωρία του γιά τόν θάνατο τοῦ Ἰωάννη, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».

* * * * *

Β΄

Τό κήρυγμα τοῦ  ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.

Θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε ἕνα σύντομο διάγραμμα τοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.

1ον Ὁ Ἰωάννης κηρύττει τήν ριζική μεταστροφή τοῦ ἀνθρώπου, τήν μετάνοια. Ὡς τόπος δράσεώς του ἀναφέρεται ἡ ἔρημος κοντά στόν Ἰορδάνη ὡς χρόνος τό 150 ἔτος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Τιβερίου (Λουκᾶ γ΄ 1) δηλαδή τό 28/29 μ.Χ. ἤ 27/28 μ.Χ.

Μέ τήν ἔξοδο του στήν ἔρημο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐξαίρει τόν ἐσχατολογικό χαρακτῆρα τοῦ κυρύγματος του. Γιατί ὅπως κάποτε ὁ Ἰσραηλιτικός λαός βίωσε στήν ἔρημο τήν ἐγγύτητα καί τήν θαυμασία βοήθεια τοῦ Θεοῦ του, ἔτσι ἀναμενόταν πώς ὁ Θεός στούς ἔσχατους χρόνους πάλι στήν ἔρημο θά ἔλθει κοντά στό λαό Του.

2ον Ὁ ἅγιος Ἰωάννης κηρύττει πώς τό τελικό δικαστήριο ἔφτασε καί προσκαλεῖ σέ μετάνοια κατά τήν ἔσχατη ὥρα. Ἡ ἐρχόμενη κρίση διαλύει κάθε ἀσφάλεια πού νομίζει κανείς ὅτι ἔχει καί ἀφαιρεῖ τήν ὅποια ἀξία τῆς ἐπίκλησις πώς ἀνήκει στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ.

«Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας· καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τἈβραάμ. ἤδη δἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται » (Ματθαίου γ΄ 7-10)

Δηλαδή: « χις γεννήματα, ποιός σς επε πώς τσι θά ξεφύγετε πό τήν ργή το Θεο πού πλησιάζει: Ἄν θέλετε νά γλιτώσετε, κάνετε ργα πού ταιριάζουν σ’ ατούς πού πραγματικά μετανοον. Και μήν αταπατάστε λέγοντας, «καταγόμαστε πό τόν βραάμ». Νά εστε βέβαιοι πώς Θεός, κόμη κι π’ ατές δ τίς πέτρες μπορε νά κάνει πογόνους του βραάμ. Τό τσεκούρι βρίσκεται κιόλας στή ρίζα τν δέντρων. Κάθε δέντρο πού δέ δίνει καλό καρπό θά κοπε σύρριζα καί θά ριχτε στή φωτιά » (Πρβλ. Λουκᾶ γ΄7-9).

3ον Ἀναγγέλλει τήν ταχεία ἔλευση τοῦ ἐρχομένου πού θά στήσει τό δικαστήριο. Δέν ἀναφέρεται τό ὄνομά του, δέν μνημονεύεται ὁ ἀναμενόμενος ἀπό τόν λαό Υἱός τοῦ Δαβίδ. Στό κήρυγμα τοῦ Βαπτιστοῦ γίνεται λόγος γιά τόν ἐρχόμενο (Ματθαίου γ΄1) γιά τόν ἰσχυρότερο (Μάρκου α΄ 7) ἤ «γι’ αὐτόν» (Μάρκου α΄ 8). Στόν Ἰωάννη δοκιμάζεται ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος (γ΄31). Ἐξαίρει τήν σαφή ὑπεροχή τοῦ ἐρχόμενον, πῶς δηλαδή εἶναι ἀξιος νά τοῦ προσφέρει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἐσχάτου τῶν δούλων καί νά τοῦ λύσει τά κορδόνια ἀπό τά σανδάλια του. Ὁ ἐρχόμενος κρατάει στό χέρι του τό φτυάρι γιά νά ξεχωρίσει τό στάρι ἀπό τό ἄχυρο, νά φέρει τό στάρι στήν ἀποθήκη καί νά ρίξει τό ἄχυρο στήν φωτιά (Ματθαίου γ΄ 12, Λουκᾶ γ΄ 17).

Ὁ Ἰωάννης βαφτίζει μέ νερό, ὁ ἐρχόμενος ὅμως θά βαφτίσει μέ φωτιά δηλαδή θά ἐπιτελέσει τό ἐσχατολογικό δικαστήριο.

4ον Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τελεῖ τό βάπτισμα μετανοίας. Τό στοιχεῖο αὐτό ὑπῆρξε χαρακτηριστικό τῆς δραστηριότητος του ὥστε νά λάβει τό προσωνύμιο Βαπτιστής. Τό Βάπτισμα τελεῖται ἐν ὄψει τοῦ ἐγγίζοντος δικαστηρίου τῆς ὀργῆς, ὥστε οἱ βαπτιζόμενοι νά καθαρισθοῦν καί νά σωθοῦν. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δέν θά τούς διαφυλάξει ἀπό τήν ἐπερχόμενη καταστροφή.

5ον Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στόν Ἰωάννη γιά νά βαπτισθεῖ (Μάρκου α΄ 9). Ἡ πληροφορία αὐτή ἔχει ἀναμφισβήτητα ἱστορικό χαρακτῆρα καί περιεχόμενο. Αὐτή ὅμως ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ δημιουργεῖ τήν ἐρώτηση γιατί ὁ Ἰησοῦς νά δεχθεῖ νά βαπτισθεῖ τό «βάπτισμα τῆς μετανοίας».

Ἀπάντηση μᾶς δίδει ὁ διάλογος πού διεξήχθει μεταξύ τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Ἰησοῦ (Ματθαίου γ΄ 14).

Μέ τό βάπτισμά Του ὁ Ἰησοῦς τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του μεταξύ τῶν ἁμαρτωλῶν. Μέ τό «σύ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» τοῦ Ψαλμοῦ β΄ 7 διακηρύσσεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἰσέρχεται στό μεσσιανικό του λειτούργημα. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτεται πώς εἶναι αὐτός πού εἶναι ὁ ἀγαπητός υἱός, ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ.  

* * * * *

Γ΄

Ἡ ἀποδοχή τοῦ κηρύγματος

τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

 

Στήν συνέχεια θά δοῦμε τό πῶς οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ἀποδέχονταν τό κήρυγμά του:

1ον. Ὁ Ἰουδαϊκός λαός ἀποδεχόταν τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καί ἔπραττε σύμφωνα μ’ αὐτό.

Ἀπό τίς ἀναφορές τῶν Εὐαγγελιστῶν συνάγεται, ὅτι ὁ Ἰουδαϊκός λαός ἐκτιμοῦσε τόν ἅγιο Ἰωάννη, ἐπειδή τόν θεωροῦσε προφήτη. Ἀκόμη οἱ σύγχρονοι του Ἰουδαῖοι τόν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας (Λουκᾶ γ΄15). Γι’ αὐτό καί ἀποδέχονταν τό κήρυγμα του καί προσήρχοντο νά βαπτιστοῦν ἐξομολογούμενοι τίς ἁμαρτίες τους.

 «Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοἸορδάνο. Καί ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνη ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν » (Ματθαίου γ΄5-6)

Δηλαδή : «Σ’ ατὸν τόν νθρωπο πήγαινε τότε λος κόσμος, πὸ τὰ εροσόλυμα κι π’ λη τὴν ουδαία, κι π’ λη τὴν περιοχὴ το ορδάνη. Ἔρχονταν καί τούς βάφτιζε στόν Ἰορδάνη ποταμό, καθώς ὁμολογοῦσαν τίς ἁμαρτίες τους».

Οἱ Ἰουδαῖοι ἔδειχαν τήν ἱκανοποίησή τους δοξάζοντας τόν Θεό πού τούς ἔστειλε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή.    

«Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου » (Λουκᾶ ζ΄29)

Δηλαδή : «Ὅλος ὁ κόσμος, πού ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννη, ἀκόμη κι οἱ τελῶνες βαφτίστηκαν ἀπ’ αὐτόν, γιατί πίστεψαν πώς τὸν ἔστειλε ὁ Θεός »

* * * * *

 

2ον. Οἱ πνευματικοί Ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων δέν λάμβαναν ὑπ’ ὄψι τους ὅσα κήρυττε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής.

Ὁ Κύριος στηλίτευσε τούς ἀρχιερεῖς (θρησκευτικοί ἡγέτες) καί τούς πρεσβυτέρους (πολιτικοί ἡγέτες) τῶν Ἰουδαίων πού δέν ἀνταποκρίθηκαν στό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ νά μετανοήσουν καί νά βαπτιστοῦν.  

«Ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτ » (Ματθαίου κα΄32)

Δηλαδή : «Γιατί ἦρθε σ’ ἐσᾶς ὁ Ἰωάννης κηρύττοντας τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, καὶ δὲν τὸν πιστέψατε· οἱ τελῶνες ὅμως καὶ οἱ πόρνες τὸν πίστεψαν· ἐνῶ ἐσεῖς, παρ’ ὅλο πού τοὺς εἴδατε, δὲ μετανιώσατε οὔτε τότε γιὰ νὰ τὸν πιστέψετε»

* * * * *

3ον. Ὁ κυβερνήτης τῆς Γαλιλαίας καί τῆς Ὑπεριορδανίας, τῆς περιοχῆς στήν ὁποία ὑπάγονταν καί ἡ περιοχή πού ἐκήρυττε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ὁ Ἠρώδης ὁ Ἀντίπας ἐσέβετο τόν ἅγιο Ἰωάννη, ἄκουε εὐχάριστα τό κήρυγμά του, ἀλλά δέν ἐφήρμοζε αὐτά πού ἄκουε. Ἡ προσοχή του ἦταν ἐπιφανειακή, ρηχή, χωρίς οὐσιαστική ἀποδοχή. Γι’ αὐτό καί ὅταν κλήθηκε νά τηρήσει τήν ὑπόσχεση του πρός τήν ἀνεψιά του Σαλώμη (ἦταν θυγατέρα τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ του Φιλίππου) δέν δίστασε νά ἀποκεφαλίσει τόν ἅγιο.

«Ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καἀκούσας αὐτοῦ πολλἐποίει καἡδέως αὐτοἤκουε » (Μάρκου στ΄ 20)

Δηλαδή : «Γιατί ὁ Ἡρώδης φοβόταν τὸν Ἰωάννη, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι ἦταν δίκαιος κι ἅγιος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ τὸν προστάτευε· ἔκανε πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ πού τὸν ἄκουσε νὰ λέει καὶ τὸν ἄκουγε εὐχαρίστως » 

«Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτο » (Μάρκου στ΄ 26-27)

Δηλαδή : «Ὁ βασιλιὰς λυπήθηκε, ἐξαιτίας ὅμως τοῦ ὅρκου ποῦ εἶχε δώσει μπροστὰ στοὺς καλεσμένους δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ ἀρνηθεῖ. Ἔστειλε τότε ἀμέσως ὁ βασιλιὰς ἕνα στρατιώτη τῆς φρουρᾶς μὲ τὴ διαταγὴ νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη » 

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά ἀναφέρουμε μερικές χρήσιμες πληροφορίες γιά τούς πολιτικούς Κυβερνῆτες τῆς περιοχῆς αὐτῆς τῆς ἐποχῆς τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τίς Ἰουδαϊκές ἱστορικές πηγές.  

Μέ τό ὄνομα Ἡρῴδης (ἀνεπτυγμένη μορφή του εἶναι Ἡρωΐδης, δηλαδή υἱός ἥρωος) ἀναφέρονται διάφοροι Κυβερνῆτες τῆς περιοχῆς. Τέσσαρες ἀπό αὐτούς ἦσαν οἱ κυριώτεροι πού ἀναφέρονται στήν Καινή Διαθήκη (Ἡρώδης ὁ Μέγας, Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄ καί Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Β΄).

* * * * *

Δ΄

Οἱ Ἡρῶδες

  1. Ἡρῴδης ὁ Μέγας: Γυιός τοῦ Ἰδουμαίου Ἀνθύπατου τῆς Ἰουδαίας Ἀντίπα ἤ Ἄντίπατρου καί τῆς ἐπίσης Ἰδουμαίας Κύπρου (Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία βιβλίο ΙΔ΄ §§ I,3 καί VII,3. Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ σ. 185-189 καί 227). Κατάγονταν ἀπό τήν Ἰδουμαία, εἶναι ἡ περιοχή στά νότια τῆς Ἰουδαίας ἀνάμεσα στή Νεκρά θάλασσα καί τόν κόλπο τῆς Ἄκαμπα, τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Δέν ἦταν συνεπῶς Ἰουδαῖος. Ὁρίσθηκε ἀπό τόν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα τό 40 π.Χ. Τετράρχης δηλαδή Κυβερνήτης τῆς Ἰουδαίας, ὅμως μετά ἕ0να ἔτος, ἐξεδιώχθη ἀπό τόν ἀντίπαλο του Ἀντίγονο καί κατέφυγε στή Ρώμη. Σύντομα, μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ Ρωμαίου στρατηγοῦ Ἀντωνίου, ἀναγνωρίστηκε βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας καί ἐπανερχόμενος κατέλαβε τήν Ἱερουσαλήμ καί κατέστρεψε τήν οἰκογένεια τῶν Μακκαβαίων πού ἦσαν ἀντίπαλοι του. Ὅταν τό 31 π.Χ. ὁ Ἀντώνιος ἀνετράπη ἀπό τόν Αὔγουστο στή μάχη τοῦ Ἀκτίου, ζήτησε ἀμέσως τή φιλία τοῦ νικητοῦ κι’ ἔλαβε πλήρη κατοχή τοῦ Βασιλείου τῶν Μακκαβαίων· στήν Ἰουδαία, Σαμάρεια, Γαλιλαία, Περαία καί Ἰδουμαία. Ἡ ἐν γένει πολιτική του, ὑπῆρξε πλήρης ἀντιθέσεων. Ἐπεζήτησε λ.χ. τήν φιλία καί ἀναγνώριση ὅλων τῶν Ἰουδαίων, ἀνοικοδομώντας τόν Ναό τῆς Ἱερουσαλήμ, (ἄρχισε τό 18 ἔτος τῆς βασιλείας του, τό 20 π.Χ. καί περατώθηκε μετά τό θάνατό του, ἡ ἀνοικοδόμηση διήρκεσε σαράντα χρόνια (Ἰωάννου β΄ 20), ὀχυρώνοντας καί διευρύνοντας τήν Ἱερουσαλήμ κ.λπ. Ταυτόχρονα ὅμως, προσπαθώντας νά ἐκρωμαΐση τόν τόπο, ἔχτισε Ρωμαϊκά ἀμφιθέατρα καί ναούς, καθιέρωσε πενταετεῖς ἀθλητικούς ἀγῶνες κ.ἄ. Γι’ αὐτό καί δέν μπόρεσε νά κερδίση τήν ἀγάπη τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τόν μισοῦσαν καί ὡς ἐγκάθετο ἡγεμόνα καί γιά τήν πρωτοφανῆ σκληρότητα καί θηριωδία του. Δολοφόνησε τόν ἀρχιερέα Ὑρκανό, τήν σύζυγό του Μαριάμνη καί τούς δύο γυιούς του, Ἀλέξανδρο καί Ἀριστόβουλο. Ἀπό τό ἐπιθανάτιο κρεβάτι του, διέταξε νά δολοφονηθεῖ ὁ ἀπό ἄλλη γυναῖκα γυιός του Ἀντίπατρος. Καί ἀπό τό ἴδιο κρεβάτι, διέταξε νά κλειστοῦν ὅλοι οἱ Πρεσβύτεροι, Ἰουδαῖοι ἄρχοντες, στόν Ἱππόδρομο τῆς Ἱεριχοῦς καί νά φονευθοῦν μόλις ἀνακοινωθεῖ τό νέο τοῦ θανάτου του, ὥστε «νά χυθοῦν λίγα τουλάχιστον δάκρυα στήν κηδεία του». Ἡ διαταγή του αὐτή, εὐτυχῶς δέν ἐκτελέστηκε. Λίγο πρό τοῦ θανάτου του, τό 6 μ.Χ., γεννήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός στή Βηθλεέμ, ἡ δέ σφαγή τῶν νηπίων δέν ἦταν παρά μικρό μόνον δεῖγμα τῆς φοβερῆς ζήλειας καί τῶν ἀνείπωτων φόβων, πού συγκλόνιζαν τόν θηριώδη τοῦτο ἄρχοντα. Πέθανε τό 4 μ.Χ. (Ματθαίου β΄1-22 καί Λουκᾶ α΄5). Κολοσσιαῖα ποσά διετέθηκαν στήν κηδεία του.

Θά παραθέσουμε τίς πληροφορίες πού ἀναφέρει ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικός γιά τήν ἀσθένεια, τόν θάνατο, τήν κηδεία καί τήν διαθήκη τοῦ θηριώδους  αὐτοῦ κυβερνήτη.

α΄ Γιά τήν ἀσθένειά του.

 (5) «Ἡρώδῃ δέ μειζόνως ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο δίκην ὧν παρανομήσειεν ἐκπρασσομένου τοῦ θεοῦ· πῦρ μέν γάρ μαλακόν ἦν οὐχ ὧδε πολλήν ἀποσημαῖνον  τοῖς ἐπαφωμένοις τήν φλόγωσιν ὁπόσην τοῖς ἐντός προσετίθει τήν κάκωσιν. ἐπιθυμία δέ δεινή τοῦ δέξασθαί τι ἀπ’ αὐτοῦ, οὐ γάρ ἦν μή οὐχ ὑπουργεῖν, καί ἕλκωσις τῶν τε ἐντέρων καί μάλιστα τοῦ κόλου δειναί ἀλγηδόνες, καί φλέγμα ὑγρόν περί τούς πόδας καί διαυγές· παραπλησία δέ καί περί τό ἦτρον κάκωσις ἦν, ναι μήν καί τοῦ αἰδοίου σῆψις σκώληκας ἐμποιοῦσα, πνεύματός τε ὀρθία ἔντασις καί αὐτή λίαν ἀηδής ἀχθηδόνι τε τῆς ἀποφορᾶς καί τῷ πυκνῷ τοῦ ἄσθματος, ἐσπασμένος τε περί πᾶν ἦν μέρος ἰσχύν οὐχ ὑπομενητήν προστιθέμενος. ἐλέγετο οὖν ὑπό τῶν θειαζόντων καί οἷς ταῦτα προαποφθέγγεσθαι σοφίᾳ πρόκειται, ποινήν τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς ταύτην ὁ θεός εἰσπράσσεσθαι παρά τοῦ βασιλέως. καίπερ δέ μειζόνως ἤ ἀντίσχοι ἄν τις ταλαιπωρούμενος ἐν ἐλπίδι τοῦ ἀνασφαλοῦντος ἦν, ἰατρούς τε μετεπέμπων καί ὁπόσα ἀρωγά ὑπαγορεύσειαν χρῆσθαι μή ἀποτετραμμένος, ποταμόν τε περάσας Ἰορδάνην θερμοῖς τοῖς κατά Καλλιρρόην αὑτόν παρεδίδου, ἅπερ σύν τῇ ἐς πάντα ἀρετῇ καί πότιμά ἐστιν· ἔξεισιν δέ τό ὕδωρ τοῦτο εἰς λίμνην τήν ἀσφαλτοφόρον λεγομένην. κἀνταῦθα τοῖς ἰατροῖς δοκῆσαν ὥστε ἀναθάλπειν αὐτόν, καθεθείς εἰς πύελον πλέων ἐλαίου δόξαν μεταστάσεως ἐνεποίησεν αὐτοῖς. τῶν δέ οἰκετῶν οἰμωγῇ χρωμένων περιενεγκών καί μηδ’ ἥντινα ἀμφί τοῦ σωθησομένου ἐλπίδα ἔχων τοῖς στρατιώταις ἀνά πεντήκοντα δραχμάς ἑκάστῳ κελεύει νεμηθῆναι· πολλά δέ καί τοῖς ἡγεμόσιν αὐτῶν καί φίλοις τοῖς αὐτοῦ ἐδωρεῖτο. καί παρῆν αὖθις ἐπί Ἱεριχοῦντος μέλαινά τε αὐτόν ᾕρει χολή ἐπί πᾶσν ἐξαγριαίνουσα, ὥστε δή τελευτῶν πρᾶξιν τοιάνδε ἐπινοεῖ· ἀφικομένων προστάγματι τῷ αὐτοῦ  Ἰουδαίων ἀνδρῶν παντός τοῦ ἔθνους ὁποίποτε ἀξιολόγων· πολλοί δέ ἐγένοντο ὡς τοῦ παντός ἔθνους κατακεκλημένου καί πάντων ἀκροασαμένων τοῦ διατάγματος, εἰς γάρ θάνατον ἦν ἀνακείμενα τοῖς ἀλογήσασι τῶν ἐπιστολῶν ἐμμαινομένου πᾶσιν τοῦ βασιλέως ὁμοίως τοῖς τε ἀναιτίοις καί παρεσχηκόσιν αἰτίαν· συγκλείσας αὐτούς πάντας ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τήν τε ἀδελφήν αὐτοῦ Σαλώμην καί τόν ἄνδρα αὐτῆς Ἀλεξᾶν μεταπέμψας τεθνήξεσθαι μέν οὐ πόρρω ἔλεγεν ἐπί τοσόνδε τῶν ἀλγηδόνων αὐτόν περιεπουσῶν· καί τόδε μέν οἰστόν τε καί πᾶσι φίλον παρατυγχάνειν, τό δέ ὀλοφυρμῶν τε ἄπορον καί πένθους ἐνδεᾶ ὁποῖον ἐπί βασιλεῖ πράσσοιτο ἄν μάλιστα αὐτῷ λυπηρόν εἶναι· οὐ γάρ ἀποσκοποῦν τήν Ἰουδαίων διάνοιαν, ὡς εὐκτός αὐτοῖς καί πάνυ κεχαρισμένος ὁ θάνατος αὐτοῦ διά τό καί ζῶντος ἐπί ἀποστάσει ἐπείγεσθαι καί ὕβρει τῶν ὑπ’ αὐτοῦ προτιθεμένων· ἔργον δ’ ἄρα ἐκείνων εἶναι κούφισίν τινα αὐτῷ ψηφίσασθαι τοῦ ἐπί τοιοῖσδε ἀλγεινοῦ· τά αὐτά γάρ δή φρονῆσαι δόξῃ τῇ αὐτοῦ μή ἀπειπαμένων μέγαν τε αὐτοῦ τόν ἐπιτάφιον γενέσθαι καί ὁποῖος οὐδ’ ἄλλοις βασιλέων καί πένθος διά τοῦ ἔθνους ἅπαντος ἐκ ψυχῆς ὀλοφυραμένων ἐπί παιδιᾷ καί γέλωτι αὐτοῦ. ἐπάν οὖν θεάσωνται τήν ψυχήν ἀφέντα αὐτόν, περιστήσαντας τῷ ἱπποδρόμῳ τό στρατιωτικό ἀγνοοῦν ἔτι τόν θάνατον αὐτοῦ, μή γάρ πρότερον εἰς τούς πολλούς ἐξενεγκεῖν ἤ τάδε πρᾶξαι κελεύειν, ἀκοντίσαι τούς ἐγκαθειργμένους, καί πάντας τοῦτον ἀνελόντας τόν τρόπον διχόθεν αὐτόν οὐχ ἁμαρτήσαντας τοῦ εὐφρανοῦντος, κυρώσει τε ὧν ἐπιστείλειεν αὐτοῖς μέλλων τελευτᾶν καί τῷ πένθει ἀξιολόγῳ τετιμῆσθαι. καί ὁ μέν μετά δακρύων ποτνιώμενος καί τοῦ συγγενοῦς τήν εὔνοιαν καί πίστιν τοῦ θείου προσκαλῶν ἐπέσκηπτε μή ἠτιμῶσθαι ἀξιῶν, κἀκεῖνοι ὡμολόγουν οὐ παραβήσεσθαι» (Ἰώσηπος, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία βιβλίο ΙΖ΄§ VI 5, Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1998, τ. 14 σελ. 84-85).

Δηλαδή : « Ἡ ἀρρώστια τοῦ Ἡρώδη γινόταν ὅλο καί χειρότερη, καθώς ὁ Θεός τοῦ ἐπέβαλε δίκαιη τιμωρία γιά τίς παράνομες πράξεις του. Ὁ πυρετός πού εἶχε ἦταν μικρός καί δέν πρόδιδε φλεγμονή στό ἄγγιγμα τόσο ὅσο προκαλοῦσε ἐσωτερικές ζημίες. Ἀπ’ αὐτό εἶχε τρομερή ἐπιθυμία γιά φαγητό, τέτοια πού δέν μποροῦσε νά κρατηθεῖ. Ἔπασχε ἐπίσης ἀπό ἕλκος τῶν ἐντέρων μέ φρικτούς πόνους ἀπό ὀξεία κολίτιδα, καί ἀπό ὑγρή, διάφανη πυόρροια στά πόδια. Παραπλήσια φλεγμονή εἶχε καί στό ὑπογάστριο, καθώς καί μία μορφή γάγγραινας τῶν γεννητικῶν του ὀργάνων πού ἔβγαζε σκουλήκια. Ἡ ἀναπνοή του ἔβγαινε μέ δυσκολία καί ἦταν πολύ δυσάρεστη ἐξαιτίας τῆς ἀποφορᾶς καί τοῦ συνεχοῦς λαχανιάσματος. Εἶχε ἐπίσης σπασμούς σέ κάθε μέλος, πού τοῦ προκαλοῦσαν ἀνυπόφορους πόνους. Λεγόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ κι ἀπό ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ μεγάλη σοφία τούς εἶχε ὁδηγήσει νά διακηρύττουν τίς ἀπόψεις τους σχετικά μέ τέτοια θέματα, ὅτι ὅλα τοῦτα ἦταν ἡ ποινή πού ὁ Θεός ἀποσποῦσε ἀπό τόν βασιλιά γιά τή μεγάλη του ἀσέβεια. Ἀλλά μολονότι ὑπέφερε πολύ περισσότερο ἀπ' ὅσο μποροῦσε νά ἀντέξει, εἶχε ἀκόμα ἐλπίδες ὅτι θά ἀνέρρωνε, κι ἔτσι κάλεσε τούς γιατρούς του κι ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει ὁποιαδήποτε θεραπεία τοῦ πρότειναν. Πέρασε λοιπόν τόν ποταμό Ἰορδάνη καί ἔκανε λουτρά στίς θερμές πηγές στήν Καλλιρρόη, τό νερό τῶν ὁποίων ἐκτός ἀπό τίς ἄλλες ἀρετές του ἦταν ἐπιπλέον καί πόσιμο. Αὐτό τό νερό χυνόταν στή λίμνη τήν ἀσφαλτοφόρο, ὅπως τήν ἔλεγαν. Ὅταν οἵ γιατροί ἀποφάσισαν νά ζεστάνουν τό σῶμα του ἐκεῖ καί τόν κάθισαν σέ μπανιερά μέ (ζεστό) λάδι, ἔδειξε νά πεθαίνει, ἀλλά συνῆλθε ἀπό τίς οἰμωγές τῶν ὑπηρετῶν του. Καθώς δέν εἶχε πλέον τήν παραμικρή ἐλπίδα νά ἀναρρώσει, ἔδωσε διαταγή νά μοιραστοῦν ἀπό πενήντα δραχμές σέ κάθε στρατιώτη. Ἔδωσε ἐπίσης σημαντικά ποσά στούς ἀξιωματικούς του καί στούς φίλους του. Στή συνέχεια, γιά ἀκόμα μία φορά πῆγε στήν Ἱεριχῶ, ὅπου τόν κυρίευσε ἄσχημη διάθεση καί τόν ἔκανε τόσο πικρόχολο μ’ ὅλους πού, ἄν καί ἑτοιμοθάνατος, ἐπινόησε τά παρακάτω σχέδιο: οἱ ἐπιφανεῖς, Ἰουδαῖοι διατάχτηκαν νά ἔρθουν σ’ αὐτόν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ ἔθνους, καί ὅλοι ὑπάκουσαν στό διάταγμά του, καθώς θάνατος περίμενε ὅποιον δέν ὑπάκουγε τίς γραπτές του διαταγές. Ὁ βασιλιάς, πού ἦταν ὀργισμένος μέ ὅλους ἀνεξαιρέτως, τόσο μέ τούς ἀθώους ὅσο καί μέ ἐκείνους πού θεωροῦνταν ἔνοχοι, ἔβαλε νά τούς κλίσουν στόν ἱππόδρομο φώναξε τότε τήν ἀδελφή του Σαλώμη καί τόν σύζυγο της Ἀλεξᾶ καί τούς εἶπε ὅτι θά πέθαινε σύντομα ἀπό τούς πόνους πού εἶχαν ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλα τά μέλη τοῦ κορμιοῦ του. Ὁ θάνατος εἶναι κάτι πού ὑποφέρεται καί ἄλλωστε εἶναι κοινό γιά ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλά τό νά φύγει χωρίς τούς θρήνους καί τό πένθος πού συνηθίζονται ὅταν πεθάνει βασιλιάς ἦταν ἐξαιρετικά ὀδυνηρή σκέψη γι’ αὐτόν. Δέν ἦταν τυφλός σχετικά μέ τά αἰσθήματα τῶν Ἰουδαίων καί ἤξερε πόσο ἔντονα εὔχονταν τόν θάνατό του καί πόσο μεγάλη εὐχαρίστηση θά τούς προκαλοῦσε, ἐπειδή ἀκόμα καί στή διάρκεια τῆς ζωῆς του ἦταν πρόθυμοι νά ἐξεγερθοῦν καί νά δείξουν ἐναντίωση στά ἔργα του. Ἦταν λοιπόν εὐθύνη τούς (εἶπε στή Σαλώμη καί τόν Ἀλεξᾶ), νά υἱοθετήσουν κάποιο σχέδιο πού θά ἀνακούφιζε τό ὀδυνηρό του συναίσθημα σχετικά μέ τούτη τήν κατάσταση. Ἄν δέν ἦταν ἀπρόθυμοι νά δεχτοῦν τό δικό του σχέδιο, εἶπε, θά εἶχε τόσο μεγάλη κηδεία ὅσο κανείς ἄλλος βασιλιάς καί θά ἔπεφτε σέ τέτοιο πένθος ὅλο τό ἔθνος, πού θά θρηνοῦσε μέ τήν ψυχή του ἀντί νά τόν κοροδεύει καί νά τόν περιγελᾶ. Ὅταν, λοιπόν, θά ἔβλεπαν ὅτι ἄφησε τήν τελευταία του πνοή, ἔπρεπε νά τοποθετήσουν στρατιῶτες γύρω ἀπό τόν ἱππόδρομο, πού δέν ἤξεραν γιά τόν θάνατό του, καθώς δέν θά κοινοποιοῦσαν τά νέα προτοῦ πάρουν τά παρακάτω μέτρα, καί νά τούς διατάξουν νά σκοτώσουν ὅλους ὅσους ἦταν κλεισμένοι ἐκεῖ, καθώς, ἄν τούς σκότωναν μ’ αὐτό τόν τρόπο, θά κατάφερναν νά τόν κάνουν εὐτυχισμένο γιά δύο πράγματα, δηλαδή γιά τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν πού τούς εἶχε δώσει ὅταν ἐπρόκειτο νά πεθάνει καί ἐπειδή ὁ λαός θά τόν τιμοῦσε μέ καταφανές πένθος. Μέ δάκρυα τούς παρακάλεσε νά τά κάνουν ἐτοῦτα, κάνοντας ἔκκληση στήν οἰκογενειακή στοργή καί στήν πίστη τους στόν Θεό καί παρακαλώντας τους νά μήν τόν ἀφήσουν χωρίς τιμές. Ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τούς ὑποσχέθηκαν νά μήν ἀγνοήσουν τίς ἐπιθυμίες του»

β΄ Ἡ κηδεία του.

«Ἐντεῦθεν δέ τάφον ἡτοίμαζον τῷ βασιλεῖ μελῆσαν Ἀρχελάῳ πολυτελεστάτην γενέσθαι τήν ἐκκομιδήν τοῦ πατρός καί πάντα τόν κόσμον προκομίσαντος εἰς ὅ συμπομπεύσειε τῷ νεκρῷ. ἐφέρετο δέ ἐπί κλίνης χρυσέας λίθοις πολυτελέσιν καί ποικίλοις διαπεπασμένης, στρωμνή τε ἦν ἀλουργής καί ἠμπέσχετο προφυρίσιν ὁ νεκρός διαδήματι ἠσκημένος ὑπερκειμένου στεφάνου χρυσέου σκῆπτρόν τε τῇ δεξιᾷ παρακείμενον. περί τε τήν κλίνην οἵ τέ υἱεῖς καί τό πλῆθος ἦν τῶν συγγενῶν, ἐπί δέ τούτοις τό στρατιωτικόν κατά οἰκεῖα ἔθνη ἤ προσηγορίας διέκειντο αὐτοῖς νεμηθέντες, πρῶτοι μέν οἱ δορυφόροι, μετά δέ τό Θρᾴκιον, ἐπί δέ τούτοις ὁπόσοι Γερμανῶν, καί τό Γαλατικόν μετ’ αὐτούς, ἐν τῷ κόσμῳ πάντες τῷ πολεμηστηρίῳ. τούτων δέ κατόπιν ἤδη πᾶς ὁ στρατός ὥσπερ ἐς πόλεμον ἐξοδεύοντες [ὥσπερ] ὑπό λοχαγῶν ἀγόμενοι καί τοῖς ταξιαρχοῦσιν αὐτῶν. τούτοις ἐπετετάχατο πεντακόσιοι τῶν οἰκετῶν ἀρωματοφόροι. ᾔεσαν δέ ἐπί Ἡρωδίου στάδια ὀκτώ· τῇδε γάρ αὐτῷ ἐγένοντο αἱ ταφαί κελεύσματι τῷ αὐτοῦ. Ἡρώδης μέν δή τοῦτον ἐτελεύτα τόν τρόπον».  (Ἰώσηπος, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία βιβλίο ΙΖ΄§ VIΙΙ 3, Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1998 τ. 14 σελ.96-97).    

Δηλαδή : «Ἀπό κεῖ καί μετά ἄρχισαν τίς προετοιμασίες γιά τήν κηδεία τοῦ βασιλιά. Ὁ Ἀρχέλαος ἀποφάσισε πώς ἡ ταφή τοῦ πατέρα του ἔπρεπε νά εἶναι ἡ πολυτελέστερη ὅλων, ἔτσι προσκόμισε κάθε δυνατό διάκοσμο καί κόσμημα γιά νά συνοδέψουν τόν νεκρό. Ὁ νεκρός φερόταν πάνω σέ χρυσή κλίνη καταστόλιστη μέ πολύτιμους λίθους καί σέ ὁλοπόρφυρα στρωσίδια, ντυμένος τήν πορφύρα καί φορώντας διάδημα πάνω ἀπό τό ὁποῖο εἶχε τοποθετηθεῖ χρυσή κορόνα, ἐνῶ πλάϊ στό δεξί του χέρι κείτονταν τό σκῆπτρο του. Γύρω ἀπό τήν κλίνη, βρίσκονταν οἱ γιοί του καί τό πλῆθος τῶν συγγενῶν του, ἐνῶ ἀπό πίσω ἀκολουθοῦσε ὁ στρατός παρατεταγμένος κατά ἐθνικότητες καί ὀνομασίες. Ὁ στρατός ἦταν παρατεταγμένος μέ τήν παρακάτω σειρά: πρώτοι οι σωματοφύλακες, κατόπιν οἱ Θρᾶκες, τούς ἀκολουθοῦσαν ὅσοι Γερμανοί ὑπῆρχαν καί μετά οἱ Γαλάτες. Οἱ ἄνδρες αὐτοί εἶχαν πολεμική ἐξάρτυση. Ἀμέσως μετά ἀπ’ αὐτούς ἐρχόταν ὁλόκληρος ὁ στρατός, ὠσάν νά βάδιζε σέ μάχη, ὁδηγούμενος ἀπό τούς λοχαγούς καί τούς ταξιάρχους. Ἀκολουθοῦσαν πεντακόσιοι ὑπηρέτες πού μετέφεραν ἀρώματα, Ὅλοι αὐτοί περπάτησαν ὀκτώ στάδια μέχρι τό Ἡρώδειο, διότι ἐκεῖ ἔγινε ἡ ταφή σύμφωνα μέ τήν παραγγελία του. Μ’ αὐτό λοιπόν τόν τρόπο πέθανε ὁ Ἡρώδης».

 

γ΄ Ἡ διαθήκη του.

«Καῖσαρ δ’ ἀκούσας διαλύει μέν τό συνέδριον, ὀλίγων δ’ ἡμερῶν ὕστερον Ἀρχέλαον βασιλέα μέν οὐκ ἀποφαίνεται, τῆς δ’ ἡμίσεως χώρας ἥπερ Ἡρώδῃ ὑπετέλει ἐθνάρχην καθίσταται, τιμήσειεν ἀξιώματι βασιλείας ὑπισχνούμενος, εἴπερ τήν εἰς αὐτήν ἀρετήν προσφέροιτο. τήν δ’ ἑτέραν ἡμίσειαν νείμας διχῇ δυσίν Ἡρώδου παισίν ἑτέροις παρεδίδου Φιλίππῳ καί Ἀντίπᾳ τῷ πρός Ἀρχέλαον τόν ἀδελφόν ἀμφισβητήσαντι περί τῆς ὅλης ἀρχῆς. καί τούτῳ μεν ἥ τε Περαία καί τό Γαλιλαῖον ὑπετέλουν, φορά τέ ἦν τάλαντα διακόσια τό ἐπ’ ἔτος. Βαταναία δέ σύν Τράχωνι καί Αὐρανῖτις σύν τινι μέρει οἴκου τοῦ Ζηνοδώρου λεγομένου Φιλίππῳ τάλαντα ἑκατόν προσέφερεν· τά δ’ Ἀρχελάῳ συντελοῦντα Ἰδουμαῖοί τε καί Ἰουδαί τό τε Σαμαρειτικόν. τετάρτην μοῖραν οὗτοι τῶν φόρων παραλέλυντο Καίσαρος αὐτοῖς κούφισιν ψηφισαμένου διά τό μή συναποστῆναι τῇ λοιπῇ πληθύι. καί ἦσαν πόλεις αἵ Ἀρχελάῳ ὑπετέλουν Στράτωνός τε πύργος καί Σεβαστή σύν Ἰόππῃ καί Ἱεροσολύμοις· Γάζαν γάρ καί Γάδαρα καί Ἵππον, Ἑλληνίδες εἰσίν πόλεις, ἀπορρήξας αὐτοῦ τῆς ἀκροάσεως Συρίας προσθήκην ποιεῖται. προσῄ δέ Ἀρχελάῳ φορά χρημάτων τό κατ’ ἐνιαυτόν εἰς τάλαντα ἑξακόσια ἐξ ἧς παρέλαβεν ἀρχῆς» (Ἰώσηπος, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία βιβλίο ΙΖ΄§ ΧΙ 4, Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1998 τ.14 σελ. 144-145)

Δηλαδή: «Ἀφοῦ ἄκουσε (καί τίς δύο πλευρές) ὁ Καίσαρας ἔλυσε τή συνεδρίαση. Μερικές μέρες ἀργότερα διόρισε τόν Ἀρχέλαο ὄχι βασιλιά ἀλλά ἐθνάρχη τῆς μισῆς περιοχῆς πού ἦταν ὑποτελής στόν Ἡρώδη, καί ὑποσχέθηκε νά τόν ἀνταμείψει μέ τόν τίτλο τοῦ Βασιλιά, ἄν ἀποδεικνυόταν ἱκανός νά ἔχει αὐτή τήν ἰδιότητα. Τήν ὑπόλοιπη περιοχή τή μοίρασε σέ δύο μέρη καί τά ἔδωσε στούς ἄλλους δύο γιούς τοῦ Ἡρώδη, τόν Φίλιππο καί τόν Ἀντίπα, ὁ τελευταῖος ἀπό τούς ὁποίους εἶχε διεκδικήσει τό δικαίωμα γιά ὁλόκληρο τό βασίλειο ἀπό τόν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Ὁ Ἀντίπας ἔλαβε τίς προσόδους τῆς Περαίας καί τῆς Γαλιλαίας, πού ἀποφέρουν ἐτήσιο φόρο διακοσίων ταλάντων. Ἡ Βαταναία μαζί μέ τήν Τραχωνίτιδα, τήν Αὐρανίτιδα καί ἕνα μέρος τοῦ λεγομένου οἴκου τοῦ Ζηνοδώρου ἀπέφεραν ἔσοδα ἑκατό ταλάντων στόν Φίλιππο. Τόσο ἡ Ἰδουμαία ὅσο καί ἡ Ἰουδαία δόθηκαν ὑποτελεῖς στόν Ἀρχέλαο, καθώς καί ἡ περιοχή τῶν Σαμαρειτῶν, ἀπό τούς ὁποίους ὁ Καίσαρας ἀφαίρεσε τό ἕνα τέταρτο τοῦ φόρου· διέταξε τούτη τή μείωση ἐπειδή δεν εἶχαν ἑνωθεῖ μέ τούς ὑπολοίπους στήν ἐξέγερση. Δόθηκαν καί πόλεις ὑποτελεῖς στόν Ἀρχέλαο, ὅπως ὁ πύργος τοῦ Στράτωνα, ἡ Σεβαστή, ἡ Ἰόππη καί τά Ἱεροσόλυμα. Ὅσο γιά τή Γάζα καί τόν Ἵππο, πού ἦταν πόλεις ἑλληνικές, ὁ Καίσαρας τίς ἀπέσπασε ἀπό τή δική του περιοχή καί τίς πρόσθεσε στή Συρία. Τά χρήματα πού ἔφθαναν στόν Ἀρχέλαο ὡς ἐτήσιος φόρος ἀπό τήν περιοχή πού τοῦ δθηκε γιά νά κυβερνήσει, ἔφταναν τό ποσό τῶν ἑξακοσίων ταλάντων».

  1. Ὁ Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας: Γιός τοῦ Ἡρῴδου τοῦ Μεγάλου ἐκ τῆς συζύγου του Μαλθάκης τῆς Σαμαρείτιδος καί ἀδελφός τοῦ Ἀρχελάου (Ματθαίου β΄ 22), μέ τόν ὁποῖο ἐκπαιδεύθηκε στή Ρώμη· Αὐτός μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του διωρίσθηκε ἀπό τόν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Αὔγουστο Τετράρχης (Κυβερνήτης) τῆς Γαλιλαίας καί τῆς Περαίας, δηλαδή τοῦ μεσημβρινοῦ μέρους τῆς χώρας πρός ἀνατολάς τοῦ Ἰορδάνου (Στήν σημερινή Ἰορδανία). Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος τόν ἀποκαλεῖ βασιλέα (στ΄14)· Ὁ Κύριος μας, ὡς Γαλιλαῖος, ἀνῆκε στήν δικαιοδοσία αὐτοῦ τοῦ Ἡρῴδου (Λουκᾶ κγ΄ 6-12). Πρῶτα ἐνυμφεύθη τήν θυγατέρα τοῦ Ἄραβος βασιλέως Ἀρέτα·  ἔπειτα δέ, τήν ἀπέπεμψε, ἐπειδή ἐρωτεύθηκε τήν ἀνεψιά του Ἡρωδιάδα, (πού ἦταν θυγατέρα τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ του Ἀριστοβούλου) καί συζύγος τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡρῴδου τοῦ Φιλίππου.

Ἔκτισε τήν Τιβεριάδα, στή θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, προσπαθώντας νά δώση ἑλληνική ἐμφάνιση στήν περιοχή του. Αὐτό τόν Ἡρῴδη, ὁ Κύριος ὠνόμασε «πονηρή ἀλεποῦ» (Λουκᾶ ιγ΄ 31) καί σ’ αὐτόν στάλθηκε ἀπό τόν Πιλᾶτο γιά νά κριθεῖ (Λουκᾶ κγ΄ 6-12). Ὁ γάμος του μέ τήν Ἡρωδιάδα, τήν σύζυγο τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ του Φιλίππου, δέν τοῦ ἔφερε παρά ταραχή καί σύγχυση (Ματθαίου ιδ΄ 1-6· Μάρκου στ΄ 14-29). Νικήθηκε στή μάχη μέ τόν πατέρα τῆς νόμιμης καί διωγμένης συζύγου του, κόρης τοῦ Ἀρέτα, Ἄραβα μονάρχη. Ἡ φιλοδοξία τῆς Ἡρωδιάδος πάλι, τόν ἀποστέρησε τελικά τῆς ἐξουσίας του καί τόν ἔστειλε ἐξορία. Ἡ συμπεριφορά του ἀπέναντι στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή, εἶναι ἀσφαλῶς γνωστή (Μάρκου η΄ 15·  Πράξεωνδ΄ 27· ιγ΄ 1).

Μέ τήν προτροπή τῆς νέας συζύγου του μετέβηκε στήν Ρώμη ἐκλιπαρώντας νά λάβει τήν προσωνυμία καί τόν βαθμό βασιλέως·  Ἀλλά κατηγορήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Καλλιγούλα, καί φυλακίσθηκε στήν Λυών τῆς Γαλλίας περί τό 41 μ.Χ. ἔτος·  Οἱ δέ ἐπαρχίες, πού διοικοῦσε, δόθηκαν στόν Ἡρῴδη τόν Ἀγρίππα, ἀνεψιό του καί ἀδελφό τῆς Ἡρωδιάδος, πού ἦταν καί ὁ κατήγορός του στόν αὐτοκράτορα. Ὁ Ἡρώδης αὐτός Ἀντίπας, καθ’ ὅν χρόνον ἦτο Κυβερνήτης μέ αἴτηση τῆς Ἡρωδιάδος, διέταξε καί θανάτωσαν τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν βαπτιστή, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο τῆς Μαχαιροῦντος (Ματθαίου ιδ΄1-12· Μάρκου στ΄14-29).

  1. Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄: Γνωστός στήν ἱστορία ὡς Ἡρῴδης Ἀγρίππας Α΄ ἤ ὁ Πρεσβύτερος καί στήν Καινή Διαθήκη ὡς Ἡρῴδης (Πράξεων ιβ΄). Γυιός τοῦ Ἀριστοβούλου καί τῆς Βερενίκης καί ἐγγονός τοῦ Ἡρῴδη τοῦ Μεγάλου. Οἱ αὐτοκράτορες Καλλιγούλας καί Κλαύδιος, τόν ἔκαμαν κυβερνήτη τῆς Ἰουδαίας καί Τραχωνιτίδος, μετά τῆς Γαλιλαίας καί Περαίας καί τελικά τῆς Ἰουδαίας καί Σαμάρειας. Ἐφόνευσε τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο καί πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων γιά νά εὐχαριστήσει τούς Ἰουδαίους καί φυλάκισε τόν Πέτρο, μέ σκοπό νά τόν ἐκτελέσει τό Πάσχα (Πράξεων ιβ΄ 2-4). Πέθανε κακός κακῶς παταχθείς ἀπό «ἀγγέλου Κυρίου» ἐπειδή δέχθηκε νά δοξασθεῖ ὡς Θεός καί δέν ἔδωσε τήν τιμή στόν Θεό (Πράξεων ιβ΄ 20-23). Βλ. καί Ἰωσήπου (Ἀρχαιολογία ΧΙΧ, §8 Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ ΣΕΛ. 135-141). Βασίλευσε, ἀπό τό 40-44 μ.Χ.
  1. Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Β΄: Γνωστός στήν ἱστορία ὡς Ἡρῴδης Ἀγρίππας Β΄ ὁ Νεώτερος καί στήν Καινή Διαθήκη ὡς Ἀγρίππας. Ἀναφέρεται μόνο στίς Πράξεις στά κεφάλαια κε΄ καί κστ΄. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἦταν 17 χρόνων. Ἀνῆλθε στήν πολιτική ἐξουσία τό 50 μ.Χ. ἀρχικά ὡς κυβερνήτης τῆς Χαλκίδος, μέ ἐξουσία νά ὁρίζει τόν ἀρχιερέα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ. Τό 53 μ.Χ. μεταφέρθηκε στίς Τετραρχίες (Διοικήσεις) τῶν Φιλίππου (Ἰτουραίας καί Τραχωνίτιδος) καί Λυσανία (Ἀβιληνῆς) καί τοῦ ἐδόθη ὁ τίτλος τοῦ «βασιλέως». Ὁ Νέρων, τό 54 μ.Χ. πρόσθεσε στό βασίλειό του τήν Γαλιλαία καί Περαία. Ὅταν ὁ Φῆστος ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἰουδαίας, ὁ Ἀγρίππας, συνοδευόμενος ἀπό τήν ἀδελφή καί σύζυγό του Βερενίκη, ἀνέβηκε στήν Καισάρεια γιά νά τόν χαιρετίση. Ἦταν τότε, πού ὁ Παῦλος ἐμφανίστηκε μπροστά του (Πράξεων κε΄ 23, κστ΄32). Μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπεσύρθη στήν Ρώμη μέ τή Βερενίκη. Ἀπέθανε τό 100 μ.Χ.

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images