Π Α Υ Λ Ο Σ Ο Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Α Ν Ο Σ
Ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου :
Ἰσραηλίτης- Ἕλληνας- Ρωμαῖος πολίτης
Δοῦλος (ὑπηρέτης) Θεοῦ - Ἀπόστολος καί Διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
- Ἀπό τήν ἐπιστολή πρός Κορινθίους τοῦ τρίτου (μετά τόν πρῶτο Λῖνο καί τόν δεύτερο Ἀνέγκλητο) Ἐπισκόπου Ρώμης Κλήμεντος (92-101 μ.Χ.) πού εἶδε τούς μακαρίους Ἀποστόλους καί ἔζησε μαζί τους («ἑωρακώς τούς μακαρίους Ἀποστόλους καί συμβεβηκώς αὐτοῖς») πού γράφτηκε τριάντα χρόνια ἀργότερα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (67 ἤ 68 μ.Χ.) συμπεραίνουμε, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν θανατώθηκε χωρίς διατυπώσεις ὡς «ἐχθρός τοῦ λαοῦ», ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλ’ ὅτι ὡς Ρωμαῖος πολίτης, δηλαδή ἐλεύθερος, καταδικάσθηκε ὕστερα ἀπό κανονική δίκη πού ἔγινε ἀπό τό αὐτοκρατορικό δικαστήριο τῆς Ρώμης στόν διά τοῦ ξίφους θάνατο, πού δέν ἦταν ἀτιμωτικός. Τό ἀπόσπασμα πού θά ἀναφέρουμε ἀπό αὐτή τήν Α΄ ἐπιστολή δείχνει, ὅτι αὐτός πού γράφει εἶχε παρακολουθήσει τά γεγονότα ἀπό κοντά καί δύναται νά θεωρηθεῖ σάν μνημειώδης περίληψη τῆς ζωῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
«Διὰ ζῆλον καί ἔριν Παῦλος ὑπομονῆς βραβεῖον ἔδειξεν
ἑπτάκις δεσμὰ φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς,
κήρυξ γενόμενος ἔν τε τῇ ἀνατολῇ καὶ ἐν τῇ δύσει
τὸ γενναῖον τῆς πίστεως αὐτοῦ κλέος ἔλαβεν·
δικαιοσύνην διδάξας ὅλον τὸν κόσμον
καὶ ἐπὶ τὸ τέρμα τῆς δύσεως ἐλθὼν
καὶ μαρτυρήσας ἐπὶ τῶν ἡγουμένων,
οὕτως ἀπηλλάγη τοῦ κόσμου καὶ εἰς τὸν ἅγιον τόπον ἐπορεύθη, ὑπομονῆς γενόμενος μέγιστος ὑπογραμμός »
(Πρός Κορινθίους Α΄, ἐν Βιβλιοθήκῃ Ἑλλήνων Πατέρων, τ. 1, σελ. 15, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1955).
- Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἔχουσα προεστῶτα τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, πλαισιούμενο ἀπό τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἀποτίει σήμερα τήν ὀφειλομένη τιμή καί εὐγνωμοσύνη τῶν πιστῶν Ἑλλήνων στό μεγάλο Διδάσκαλό τους, τόν ἀναμορφωτή τῆς ζωῆς τους πού τούς ἀνέσυρε ἀπό τόν βυθό τῆς ἀγνοίας καί τούς ἐξήγαγε στό φῶς τῆς πίστεως στόν ἀληθινό καί ζωντανό Θεό, στόν πνευματικό Πατέρα τους καί ἱδρυτή τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας μας. Στίς πόλεις πού ἐπισκέφθηκε κατά τίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες του ἵδρυσε τίς πρῶτες ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί στήν Εὐρώπη, Χριστιανικές κοινότητες καί Ἐκκλησίες. Φίλιπποι Θεσσαλονίκη, Βέρροια, Ἀθήνα, Νικόπολις, Κόρινθος σεμνύνονται καί καυχῶνται γιά τό βαρύ χαρακτηρισμό τῶν Ἐκκλησιῶν τους νά ὀνομάζονται Ἀποστολικές.
Στούς Ἕλληνες Χριστιανούς ἔστειλε τίς 5 ἀπό σωζόμενες 14 ἐπιστολές του : Πρός Φιλιππησίους, 2 Πρός Θεσσαλονικεῖς, 2 Πρός Κορινθίους, ὁ ἴδιος λέγει πώς ἔστειλε 3.
- Ὅταν θέλουμε νά δώσουμε τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπαραιτήτως πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τήν αὐτοσυνειδησία πού ὁ ἴδιος ἔχει, ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του.
Αὐτά τά γνωρίσματα μποροῦμε νά τά κατατάξουμε σέ δύο ὁμάδες α΄. στά ἐπίγεια καί ἐξωτερικά κοσμικά καί β΄. στά ἐσωτερικά πνευματικά.
Ἐπίγεια – Κοσμικά
α΄. «Ἐγὼ μὲν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος» (Πράξεων κβ΄, 3)
«Ἐγώ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου» (Πράξεων κγ΄, 6).
Γιά τήν Ἰουδαϊκή καταγωγή του θά καυχηθεῖ, ὅτι εἶναι Ἰουδαῖος ἀπό τήν φυλή Βενιαμίν καί Φαρισαῖος ἀπό γονεῖς καί οἰκογένεια Φαρισαίων.
Τό ἑλληνικό ὄνομά του ἦταν Παῦλος, τό ἑβραϊκό τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε στήν οἰκογένειά του Σαούλ (δηλαδή «ἐξαιτηθείς») καί ἐξελληνισμένο Σαῦλος.
Ὁ πατέρας τοῦ Σαύλου, ὡς Φαρισαῖος, ἦταν ἄνθρωπος τῶν πιό αὐστηρῶν ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν κατευθύνσεων καί ἐμύησε τόν γιό του στήν γλώσσα τοῦ πρωτοτύπου τῆς Βίβλου στά Ἑβραϊκά. Στό σχολεῖο του εἶχε μελετήσει τήν Βίβλο καί ἀπό τήν Ἑλληνική μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα κατά τά ἄλλα στό σπίτι του μιλοῦσαν μεταξύ τους ἑλληνικά.
Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ἕνα ἐπιτυχημένο ἐκπαιδευτικό σύστημα. Αὐτό ἦταν τό μυστικό τῆς δυνάμεώς τους πού τούς διατηροῦσε ἑνωμένους καί συνδεδεμένους μέ τίς ρίζες τους, παρά τίς ἐθνικές περιπέτειές τους, ἐνῶ ζοῦσαν στήν διασπορά καί συχνά δοκίμαζαν τήν ἀπαρέσκεια, τήν ἀπόρριψη καί τόν διωγμό. Ὅταν τό παιδί ἦταν πέντε χρονῶν μάθαινε τά σπουδαιότερα ἀπό τά περιεχόμενα τοῦ Νόμου, μελετώντας α΄. τό πέμπτο καί ἕκτο κεφάλαιο τοῦ Δευτερονομίου, β΄. τό μεγάλο Χαλλέλ (Ἀλληλούϊα) πού ἀποτελοῦνταν ἀπό τούς Ψαλμούς 113 - 118 καί τό ἔψελναν στίς μεγάλες ἑορτές. Μάθαινε ἐπίσης καί τήν σημασία τῶν κυριωτέρων ἑορτῶν τοῦ ἱεροῦ ἔτους. Δέκα χρονῶν ἔπρεπε νά ἀρχίσει τήν ἀνάγνωση τῆς προφορικῆς παραδόσεως γιά τό νόημα τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δεκαπέντε χρονῶν τήν ἀνάγνωση τῆς διδασκαλίας πού ἑρμήνευε τόν Νόμο καί δεκαοκτώ χρονῶν ἔπρεπε νά ὁδηγηθεῖ στό γαμήλιο δωμάτιο.
Σύμφωνα μέ αὐτή τήν πρακτική δεκαπέντε χρόνων ὁ Σαῦλος μετεκόμισε οἰκογενειακῶς στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά ἐγγραφεῖ στό περίφημο Πανεπιστήμιο τοῦ Ναοῦ, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τό γεγονός, ὅτι καί ἡ ἀδελφή του ζοῦσε στά Ἱεροσόλυμα (Πράξεων κγ΄, 16).
Ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ Νομοδιδάσκαλοι, δηλαδή οἱ θεολόγοι τῆς Ἱερουσαλήμ ἦσαν χωρισμένοοι σέ δύο ρεύματα. Ἡ μία τοῦ συγκαταβατικοῦ καί ἐλαστικοῦ Χιλλέλ πού ἤξερε νά βρίσκει μία διέξοδο στήν σκληρότητα τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ Νόμου καί ἡ ἄλλη τοῦ Σαμαΐ, πού ἑρμήνευε τόν Νόμο κατά γράμμα. «Ὁ Γαμαλιὴλ Νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ» (Πράξεων ε΄, 34) ἐγγονός τοῦ Χιλλέλ ἦταν ἀντάξιος τοῦ μεγάλου προγόνου του. Ὁ Σαῦλος ἔγινε μαθητής καί θαυμαστής του καί ὁμολογεῖ ὅτι « καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας » (Πρός Γαλάτας α΄, 14). Τό «παρὰ πόδας τοῦ Γαμαλιήλ» μαρτυρεῖ τόν τρόπο πού δίδασκαν οἱ Νομοδιδάσκαλοι πού ἐκάθηντο σέ μία ὑψηλή ἕδρα καί οἱ μαθητές τους ἐκάθηντο κατά γῆς σέ ἡμικύκλιο κυριολεκτικῶς παρά τούς πόδας τοῦ διδασκάλου τους.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογούμενος στόν Ἀγρίππα μέ παρρησία καί καύχηση ἀναφέρεται στήν Ἰουδαϊκή ἀνατροφή του:
« Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἴσασι πάντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι, προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος » (Πράξεων κστ΄, 4-5)
«Καί φησιν· ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ ᾿Ιουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον » (Πράξεων κβ΄, 3)
«Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν» (Πρός Ρωμαίους ια΄, 1)
«Καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί. εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί, ἐγὼ μᾶλλον· περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους ᾿Ισραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, ῾Εβραῖος ἐξ ῾Εβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος» (Πρός Φιλιππησίους γ΄, 4-5)
Ὡς γνήσιος Νομοδιδάσκαλος ἀργότερα προτρύνει τό γνήσιο καί πολυαγαπητό πνευματικό υἱό του Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Ἀπόστολο Τιμόθεο νά ζεῖ καί νά συμπεριφέρεται σύμφωνα μέ τήν εὐσεβῆ ἀνατροφή του
«Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 14-15)
Μ’ αὐτές τίς Ἰουδαϊκές θεολογικές ἀρχές ζυμώθηκε ὁ Σαῦλος πού τόν ἐπηρέασαν καθοριστικά στήν ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας του, ὅπως ἐκτίθεται στίς ἐπιστολές του. Σ’ αὐτή τήν Σχολή διδάχθηκε τήν εὐρύτητα τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας, στήν ὁποία ὁ Θεός δέν θέτει ἀποκλεισμούς καί περιορισμούς.
«οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Πρός Γαλάτας γ΄, 28)
β΄. «Ταρσεύς τῆς Κιλικίας»
(Πράξεων κα΄, 39)
Αὐτά τά στοιχεῖα δίνει στόν Ρωμαῖο διοικητή κατά τήν σύλληψή του. Δύο ρεύματα λοιπόν ἑνώνονται μέσα του : ἀφ’ ἑνός ἡ ἰουδαϊκή καταγωγή καί ἀνατροφή του καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἑλληνική ἐκπαίδευσή του στήν ἐπαρχιακή πανεπιστημιακή πόλη τῆς Ταρσοῦ.
Τί ἦταν ὁ Ταρσός, στόν κόλπο τῆς Μερσίνας τῆς σημερινῆς Τουρκίας ; Ἕνας τόπος πανάρχαιας παγκόσμιας ἐπικοινωνίας, τό σύνορο δύο κόσμων τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ καί τοῦ σημιτικοβαβυλωνιακοῦ.
Σ’ αὐτή τήν πόλη γεννήθηκε καί μεγάλωσε ὁ Παῦλος. Σ’ αὐτή τήν πόλη μέ τίς ἐπιρροές ἀπό τήν Ἀνατολή, τόν Βορρᾶ, τόν Νότο καί τήν Δύση ἐκπαιδεύθηκε ὁ Παῦλος, ὡς Ἰουδαῖος μέ ἑλληνική παιδεία στήν Ταρσό. Σκεφτόταν, μιλοῦσε κι ἔγραφε ἑλληνικά, ὅπως στήν μητρική του γλῶσσα. Ἐνῷ ὁ Πέτρος μόλις ἔβγαινε σέ ἱεραποστολή ἔξω ἀπό τήν Παλαιστίνη χρειαζόταν μεταφραστή καί κυρίως ὅταν ἔγραφε ἐπιστολές τόν Σιλουανό καί τόν Μᾶρκο κατά τήν Α΄ Πέτρου ε΄, 12-13.
Οἱ Ἑλληνικές πόλεις ξεχώριζαν ἀπό τίς Ρωμαϊκές τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ πρώτου μετά Χριστόν αἰῶνα, ἀπό τό ὅτι ἄφηναν εὐρύτερο πεδίο γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ἐλεύθερης προσωπικότητος μέ τό ξάνοιγμα πρός τόν κόσμο καί μέ τήν μεγαλύτερη εὐκολία στό νά δέχωνται τήν ἐπίδραση ξένων πολιτισμῶν. Σ’ αὐτό τόν ἐλεύθερο ἀέρα ἔπρεπε νά ἀνατράφηκε ὁ μελλοντικός κήρυκας τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας πού τήν πνοή της αἰσθάνεται κάθε ἀναγνώστης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
«Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε » (Πρός Γαλάτας ε΄, 1)
Αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας ἔδωσε στόν ἀπόστολο Παῦλο τό χαρακτηριστικό ἐκεῖνο γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς του πού τόν ἀνέδειξε κήρυκα μιᾶς θρησκείας πού στέκεται πάνω ἀπό ὅλες τίς φυλές καί τίς τάξεις, διακηρύσσοντας ὅτι ὅλοι μποροῦν νά σωθοῦν μέ τήν πίστη, ὅλοι τό δῶρο αὐτό τοῦ Θεοῦ ἐξ ἴσου Ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, μποροῦν νά οἰκειοποιηθοῦν.
« Οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Πρός Κολοσσαεῖς γ΄, 11)
Ὁπωσδήποτε ἦταν ἐξαιρετικά προετοιμασμένος γιά τό ἔργο ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του νά καταρρίψει τό τεῖχος πού στεκόταν ἀνάμεσα στούς Ἰουδαίους καί τούς Εἰδωλολάτρες. Γράφει στοχαστικά :
«Στούς Ἰουδαίους ἐγενόμην ὡς Ἰουδαῖος, στούς εἰδωλολάτρες φέρθηκα ὡς εἰδωλολάτρης σ’ ὅλους ἔγινα τά πάντα γιά νά κερδίσω τούς πάντες γιά τόν Χριστό» (Πρός Κορινθίους θ΄, 2 καί ἑξῆς).
Στήν Ταρσό ἀπέκτησε τήν ἑλληνική παιδεία πού εἶναι ἔκδηλη σ’ ὁλόληρη τήν διακονία του.
Ὅταν μίλησε στόν Ἄρειο Πάγο στούς Ἀθηναίους ἀναφέρθηκε στούς Ἀθηναίους ποιητές χρησιμοποιώντας τούς λόγους τους:
«Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» (Πράξεων ιζ΄, 28 ) ἀπό τόν Ἄρατο τό Σολέα, Ἀλεξανδρινό ποιητή καί τό ἔργο του «Φαινόμενα καί Διοσημεῖα».
Στίς ἐπιστολές του χρησιμοποιεῖ γνῶμες διαφόρων σοφῶν τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κόσμου :
«Μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Πρός Κορινθίους Α΄, ιε΄, 33) ἀπό τόν Μένανδρο καί ἀπό τό ἔργο του «Θαΐς».
«Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (Πρός Τίτον α΄, 12 ) ἀπό τόν Ἐπιμενίδη καί ἀπό τό ἔργο του «Περί Χρησμῶν» (De oraculis).
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης στήν ἐπιστολή του πρός τόν ὁμώνυμό του Διάκονο Ἰσίδωρο σχολιάζει τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στήν Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γράφοντας ὅτι : «ὁ Παῦλος ὁ θεσπέσιος Ἀττική εἴληφε γλῶσσαν » (Ἐπιστολή λβ΄, (32α) Migne P.G. 78 στ. 1348).
γ΄. «Καίσαρα ἐπικαλοῦμαι» (Πράξεων κε΄, 16)
καί «Ρωμαῖος γεγένημαι» (Πράξεων κβ΄, 25-29)
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Παύλου εἶχε πάρει τήν Ρωμαϊκή ἰθαγένεια. Αὐστηρός χωρισμός μεταξύ Ἰουδαίων καί Εἰδωλολατρῶν στήν πόλη τῆς Ταρσοῦ δέν ὑπῆρχε, τούς συνέδεαν τά κοινά κρατικά καί δημοτικά συμφέροντα καί προσευχόταν, ἄν καί χωριστά γιά τήν εὐτυχία τῆς πόλεως καί τοῦ Αὐτοκράτορα. Αὐτό μᾶς ἐξηγεῖ τήν εὐρύτητα τοῦ πνεύματός του, τήν φιλική συμπεριφορά ἀπέναντι στούς εἰδωλολάτρες καί τήν πειθαρχημένη στάση του ἀπέναντι στό Κράτος πού τόν βοηθεῖ νά βρεῖ τίς φιλικές λέξεις καί προτροπές γιά προσευχή «ὑπέρ τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων» (Πρός Τιμόθεον Α΄, β΄, 2 καί Πρός Ρωμαίους ιγ΄, 1).
Αὐτή, ἡ συγκαταβατική νοοτροπία του ἀπέναντι στούς εἰδωλολάτρες καί στήν ἀξίωση τῶν αὐστηρῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν νά περιτέμνονται πρίν βαπτισθοῦν, ὅσοι πιστεύσουν στόν Ἰησοῦ Χριστό εἰδωλολάτρες ἐπηρέασε τήν ἀπόφαση στήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων μέ τήν κοινή στάση καί τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἰακώβου, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
«᾿Εξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως. Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι. καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον καθὼς καὶ ἡμῖν, καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι» (Πράξεων ιε΄, 5-11)
Ὁ Ἰάκωβος : «Διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν » (Πράξεων ιε΄, 19)
Οἱ δύο Ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰάκωβος ἐγνώριζαν τόν ταλανισμό τοῦ Κυρίου περί τῶν Γραμματέων (δηλαδή Νομοδιδασκάλων – Ραββίνων) καί Φαρισαίων ὅτι :
«Δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά» (Ματθαίου κγ΄, 4)
Ὡς Ρωμαῖος πολίτης μποροῦσε νά ταξιδεύει καί νά μετακινεῖται μέ ἄνεση, νά ἐπισκέπτεται ἀκόμη καί τήν Ρώμη πού ἀπηγορευόταν στούς Ἰουδαίους νά μένουν σ’ αὐτή. Ὁ Νέρωνας εἶχε ἐκδιώξει ἀπό τήν Ρώμη τούς Ἰουδαίους. Ἔτσι ὁ Ἀκύλας καί ἡ Πρίσκιλλα βρέθησαν νά ἐργάζονται στήν Κόρινθο.
Τήν ἰδιότητά του αὐτή ἐπικαλέσθηκε σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ Ρωμαῖοι πολῖτες ἐδικάζοντο μόνο ἀπό τό αὐτοκρατορικό Διακστήριο. Οἱ Ρωμαῖοι πολῖτες δέν ἐφυλακίζοντο στίς φυλακές καί ἐβασανίζοντο. Ἦταν δηλαδή ἐλεύθερος. Ὅλα αὐτά τά χρησιμοποίησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν διάδοση τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * * * *
Πνευματικά - Ἐσωτερικά
Στά πνευματικά ἐσωτερικά γνωρίσματα μποροῦμε νά κατατάξουμε καί τούς αὐτοχαρακτηρισμούς του
α΄. Δοῦλος δηλαδή ὑπηρέτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κατά τρεῖς τρόπους ὁ Παῦλος δύναται νά θεωρηθεῖ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ πρύτανις τῶν θεολόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰωάννης Δαμασκηνός:
« Τρεῖς εἰσὶ δουλείας τρόποι· εἷς μὲν ὁ κατὰ τὴν δημιουργίαν, καθ' ὅ φησιν, ὅτι Τὰ σύμπαντα δοῦλα σά (Ψαλμοῦ ριη΄(ριθ΄) 118, (119), 94). Ἕτερος δὲ ὁ ἀπὸ πίστεως, κατὰ τὸ εἰρημένον· Ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ (Πρός Ρωμαίους στ΄, 18). Ὁ τρίτος ὁ ἀπὸ τῆς πολιτείας κατὰ τὸ εἰρημένον· Μωϋσῆς ὁ θεράπων μου ἐτετελεύτηκεν (Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, (α΄, 2) θ΄,2)
Ἐπειδὴ τοίνυν κατὰ πάντας τοὺς τρόπους, τὸ τῆς δουλείας ἀξίωμα ἐδέδεικτο, εἰκότως ἐν καυχήματος τάξει προτάττει τοῦτο τῆς ἐπιστολῆς» (Migne PG τ. 95, στ. 441).
Πρός ἐκείνους πού δέν εἶχαν κατανοήσει τόν χαρακτήρα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας θά τονίσει ὅτι :
«Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Πρός Κορινθίους Α΄, δ΄, 1)
Μέ τούς αὐτοχαρακτηρισμούς του αὐτούς φανερώνει τήν ταπείνωσή του παρά τό γεγονός ὅτι γιά πολλά μποροῦσε νά καυχηθεῖ καί νά ἐπαρθεῖ, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή του στό ἔργο πού τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Κύριός μας. Γι’ αὐτό καί τό ἔργο του εὐλογήθηκε ἀπό τό Θεό καί καρποφόρησε πλούσια.
β΄. Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ
Σέ κάθε εὐκαιρία καί ἐπιστολή δηλώνει τήν ἀποστολή του, τήν ὑπηρεσία του, τήν διακονία του μεταξύ τῶν Ἐθνῶν, τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης διαχρονικῶς, ὅπως δηλώνει ὁ συγγραφεύς τῶν Πράξεων Ἀπόστολος Λουκᾶς ὅτι :
«εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν» (Πράξεων θ΄, 15-16)
«Καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε» (Πράξεων κβ΄, 21 )
Ἀπό Αὐτόν (δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό) ὑποστηρίζει ὅτι ἔλαβε τήν χάρη καί τήν ἀποστολή νά ὁδηγήσει ὅλα τά Ἔθνη στήν πίστη καί τήν ἀποδοχή τοῦ εὐαγγελίου γιά νά δοξασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πρός Ρωμαίους α΄, 5)
Καί στό τέλος τῆς διακονίας του πρό τοῦ ἐπικειμένου θανάτου του θά γράψει στόν πολυαγαπημένο μαθητή του ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο :
«Ἐγώ ἦρθε ἡ ὥρα νά χύσω τό αἷμα μου σπονδή στό Θεό, ἔφτασε ὁ καιρός νά φύγω ἀπό τόν κόσμο. Ἀγωνίστηκα τόν ὡραῖο ἀγώνα, ἔτρεξα τό δρόμο ὡς τό τέλος, φύλαξα τήν πίστη. Τώρα πιά μέ περιμένει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού μ’ αὐτό θά μέ ἀνταμείψει ὁ Κύριος ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ δίκαιος κριτής. Κι ὄχι μόνο ἐμένα, ἀλλά κι ὅλους ἐκείνους πού περιμένουν μέ ἀγάπη τόν ἐρχομό του» (Πρός Τιμόθεον Β΄, δ΄, 7-8)
Τόν Παῦλο, ἄν καί καυχόταν γιά τήν Ἰουδαϊκή καταγωγή του καί ἀνατροφή του, δέν μπορεῖς νά τόν χαρακτηρίσεις Ἰουδαῖο.
Ἄν καί διακρίθηκε γιά τήν ἑλληνική μόρφωσή του καί ἐκπαίδευσή του δέν μπορεῖς νά τόν ἀποκαλέσεις Ἕλληνα.
Ἄν καί ἦταν Ρωμαῖος πολίτης δηλαδή ἀπολάμβανε πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία καί δικαιώματα δέν ἀνήκει στούς Ρωμαίους.
Ὅλα αὐτά χρησίμευαν γιά νά ἀνέβη ψηλότερα ἀνώτερα ἀπό τά ἐφήμερα καί παροδικά ὅσο λαμπερά καί θελκτικά καί ἄν εἶναι.
Ποῦ τελικά ἀνήκει ὁ Παῦλος ;
Στήν Ἐκκλησία καί στούς Χριστιανούς
Εἶναι ὁ Παῦλος ὁ Χριστιανός
πού καυχήθηκε γιά τήν πίστη του στόν Ἰησοῦ Χριστό,
πού κήρυξε τόν Ἰησοῦ Χριστό σ’ ὁλοκληρη τήν ζωή του,
πού καυχήθηκε γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γιά τά παθήματα καί τίς ἀσθένειές του,
πού θυσιάσθηκε καί μαρτύρησε γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἔτρεφε ἀπεριόριστο θαυμασμό, τιμή καί ἀγάπη πρός τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Τοῦτο ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος λέγων:
«Ἅπαντας μέν φιλῶ τούς ἁγίους, μάλιστα δέ τόν μακάριον Παῦλον, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τήν σάλπιγγα τήν οὐράνιον τόν νυμφαγωγόν τοῦ Χριστοῦ» (Ὁμιλία εἰς τό Ὄφελον ἀνέχεσθαι μου μικρόν τῇ ἀφροσύνῃ, §α΄, Migne PG, τ. 51 σ. 301).
«Ἐκκαίομαι εἰς τόν τοῦ ἀνδρός πόθον καί διά τοῦτο συνεχῶς αὐτόν περιστρέφω οὐ παύομαι, καί ὥσπερ εἰς ἀρχέτυπον εἰκόνα τινά εἰς τήν τούτου ψυχήν ἐνορῶν ἐκπλήττομαι» (Ὁμιλία ια΄, Εἰς τήν Γένεσιν, Migne PG, τ. 53 σ.95)
Τούτου ἕνεκα εἰς πᾶσαν ὁμιλίαν ἐκσπᾶ εἰς ἐγκώμιον περί Αὐτοῦ καί παρουσιάζει τοῦτον πρός ἀθλητήν, στρατηγόν, λαμπάδα φαιδράν, στόμα τῆς οἰκουμένης, οὐρανῶν ὑψηλότερον, ὅν ὑπόπτερον, ἥλιον, πῦρ, πέλαγος ἀδάμαντα, χρυσόν κ. ἄ.
Σέ κάποια ὁμιλία του ἐπιλέγει «οὐκ ἔχω τι εἴπω, ὅσα γάρ ἄν εἴπω ἐλάττω τῆς ἀξίας τοῦ Παύλου ἐρῶ» (Ὁμιλία κε΄, Εἰς τάς Πράξεις §α, Migne PG, τ. 60 σ. 192)
Ἡ ζωή του ὁλόκληρη συμπυκνοῦται καί συνοψίζεται μέ τόν λόγο του :
«᾿Εμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Πρός Φιλιππησίους α΄, 21)
Ἐλέχθη στήν Συνοδική θεία Λειτουργία
τῆς 29 Ἰουνίου 2017
στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Παύλου τῆς ὁδοῦ Ψαρῶν
τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν,
Θρονική ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
γιά τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας
καί τήν ἐπέτειο Αὐτοκεφαλίας της 29.6.1850