Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ἡ δίκη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τόσο στούς πιστούς ὅσο καί στούς ἀπίστους, σέ εἰδήμονες καί μή, ἀποδεικνύουσα ἀφενός μέν τό σκληρό μίσος τῶν ἐχθρῶν Του, ἀλλά ἀφετέρου τό ἀκτινοβολοῦν θεοπρεπές μεγαλεῖο τῆς παραστάσεώς Του στά διάφορα Δικαστήρια θρησκευτικά καί πολιτικά πού προσήχθη.
- Τά θρησκευτικά Διακαστήρια
Τό Ἰουδαϊκό Ἱερατεῖο εἶχε πολλούς λόγους νά ἐχθρεύεται τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πού μέ τό κήρυγμά Του κλόνησε τήν ἐμπιστοσύνη τῶν Ἰουδαίων στήν ἐξουσία τους καί ἀπέσπασε τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως κάνοντάς τους ἀφοσιωμένους σ’ Αὐτόν μαθητές, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη «Οἱ Φαρισαῖοι τότε εἶπαν μεταξύ τους: Βλέπετε πώς ἡ ἀναβολή δέν ὠφελεῖ· νά πού ὅλος ὁ κόσμος ἔτρεξε πίσω του»[1].
Ὅταν λοιπόν ἡ Ρωμαϊκή Φρουρά τῶν Ἱεροσολύμων καί οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων συνέλαβαν τόν Ἰησοῦ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ περί τά μέσα τῆς νύχτας τῆς Πέμπτης πρός τήν Παρασκευή ἄρχισε ἡ δοκιμασία Του πού κατέληξε στήν καταδίκη Του καί στόν θάνατο μέ σταύρωση.
Διαβάζοντας τά Εὐαγγέλια μέ ἐπιμέλεια καί προσοχή διαπιστώνουμε, ὅτι οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές ἱστοροῦν ἕξι δίκες, τέσσερις ἐμπαιγμούς, τρεῖς ἀθωώσεις, καί καταδίκη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
Ἡ δοκιμασία πού ὑπέστη ὁ Κύριος βρισκόμενος στά χέρια τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ἱερατείου ἦταν τριπλή δίκη
α΄. Ἀπό τόν Ἀρχιερέα Ἄννα,
β΄. Ἀπό τόν Ἀρχιερέα Καϊάφα καί
γ΄. Ἀπό τό Μέγα Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων
* * * * *
α΄. Ἐνώπιον τοῦ Ἄννα (α΄ φάση)
Ἡ πρώτη δίκη ἐνώπιον τοῦ Ἄννα ἀναφέρεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰώαννη :
«Οἱ στρατιῶτες μέ τό χιλίαρχο καί οἱ Ἰουδαῖοι φρουροί συνέλαβαν τότε τόν Ἰησοῦ, τόν ἔδεσαν καί τόν ἔφεραν πρῶτα στόν Ἄννα. Αὐτός ἦταν πεθερός τοῦ Καϊάφα, πού εἶχε ἐκείνη τή χρονιά τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα Ὁ Καϊάφας ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε δώσει τή συμβουλή στούς Ἰουδαίους ἄρχοντες, ὅτι συμφέρει νά πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος γιά τό καλό ὁλόκληρου του λαοῦ. Ὁ Σίμων Πέτρος κι ἕνας ἄλλος μαθητής ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Αὐτός ὁ ἄλλος μαθητής ἦταν γνωστός τοῦ ἀρχιερέα κι ἔτσι μπῆκε μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέα. Ὁ Πέτρος ὅμως στεκόταν ἀπ’ ἔξω, κοντά στήν πόρτα. Βγῆκε, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ ἄλλος μαθητής πού ἦταν γνωστός τοῦ ἀρχιερέα, μίλησε στή θυρωρό, κι ἐκείνη ἄφησε τόν Πέτρο νά μπεῖ. Ρωτάει τότε τόν Πέτρο ἡ νεαρή ὑπηρέτρια, ἡ θυρωρός: Μήπως εἶσαι κι ἐσύ ἀπό τούς μαθητές αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Λέει ἐκεῖνος: Ὄχι, δέν εἶμαι. Ἐκεῖ στέκονταν οἱ δοῦλοι καί οἱ φρουροί καί, ἐπειδή ἔκανε κρύο, εἶχαν ἀνάψει φωτιά καί ζεσταίνονταν. Ἦταν κι ὁ Πέτρος μαζί τους στεκόταν κι αὐτός καί ζεσταινόταν. Ὁ ἀρχιερέας ἔκανε ἐρωτήσεις στόν Ἰησοῦ γιά τούς μαθητές του καί γιά τή διδασκαλία του. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: Ἐγώ μίλησα φανερά στόν κόσμο. Μιλοῦσα πάντοτε στίς συναγωγές καί στό ναό, ὅπου μαζεύονται πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι· κρυφά δέ δίδαξα τίποτε. Γιατί ρωτᾶς ἐμένα; Ρώτησε αὐτούς πού ἄκουσαν τί τούς εἶπα. Αὐτοί ξέρουν ὅσα τούς εἶπα ἐγώ. Μόλις εἶπε αὐτά τά λόγια, ἕνας ἀπό τούς φρουρούς, πού ἦταν ἐκεῖ κοντά, ἔδωσε ἕνα ράπισμα στόν Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: «Ἔτσι ἀπαντᾶς στόν ἀρχιερέα; Ἄν εἶπα κάτι κακό, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς, πές ποιό ἦταν αὐτό, ἄν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μέ χτυπᾶς; Τότε ὁ Ἄννας ἔστειλε τόν Ἰησοῦ δεμένο, στόν ἀρχιερέα Καϊάφα»[2].
Ὁ Ἄννας ρώτησε τόν Κύριο «περί τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ καί περί τῆς διδαχῆς αὐτοῦ». Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε, ὅτι ὅλα τά ἔπραξε φανερά καί ὅτι δέν δίδαξε στά κρυφά. Συνεπῶς ὅσοι Τόν ἄκουαν μποροῦσαν νά πληροφορήσουν τόν Ἀρχιερέα γι’ αὐτά πού ἐνδιαφερόταν καί ρωτοῦσε νά μάθει. Ἡ ἀπάντηση αὐτή προκάλεσε ἕνα ὑπηρέτη τοῦ Ἀρχιερέα πού στεκόταν στήν αἴθουσα νά ραπίσει τόν Κύριο, διότι θεώρησε ὅτι ἡ ἀπάντησή Του δέν ταίριαζε πρός τόν Ἀρχιερέα. Ὁ Κύριος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας τό «Ἄν εἶπα κάτι κακό, πές ποιό ἦταν αὐτό, ἄν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μέ χτυπᾶς;»[3].
Ἀκολούθως ὁ Ἄννας παρέπεμψε τόν Κύριο νά δικασθεῖ ἀπό τόν Καϊάφα ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Ἀρχιερέας καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντα τοῦ ἀξιώματός του ἐκεῖνο τόν χρόνο καί ἦταν ἁρμόδιος νά δικάσει τόν Κύριο. Ἦταν γαμπρός τοῦ Ἄννα.
Ὁ Ἄννας εἶχε παυθεῖ ἀπό τούς Ρωμαίους ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιερέα καί τόν εἶχαν διαδεχθεῖ ὁ Φαβῆς, ἔπειτα ὁ υἱός τοῦ Ἐλεάζαρ καί στήν συνέχεια ὁ γαμπρός του Ἰωσήφ Καϊάφας. Οἱ αὐστηροί ὅμως τηρητές τοῦ Νόμου θεωροῦσαν τόν Ἄννα πάντοτε ὡς νόμιμο Ἀρχιερέα τους.
Ἀπό τόν Ἰώσηπο πού τόν θαύμαζε, πληροφορούμαστε γιά τόν χαρακτήρα του ὅτι ἦταν πανοῦργος, τυραννικός καί φιλόκοσμος Σαδδουκαῖος πλήρης χαμερποῦς κακίας καί εὐτέλειας. Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μοχθηροῦ ἀνθρώπου ἔφεραν τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου γιά νά ἀνακριθεῖ. Θεωρεῖται ὁ πλέον ἔνοχος γιά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προχωρημένη ἡλικία του, τό ἀξίωμά του καί ἡ ἐπιρροή του ἔδιναν ἐξαιρετική βαρύτητα στήν ἀπόφασή του. Ἦταν φίλος τῶν Ἡρωδῶν καί τῶν Πραιτώρων (Ρωμαίων Διοικητῶν). Φοβόταν μήπως ὁ Ἰησοῦς ἀποξενώσει τό πλῆθος ἀπό τήν ἐπιρροή τῶν Ἀρχιερέων.
Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαϊκές πηγές χαρακτηρίζουν τόν Ἄννα κορυφαῖο ἀντιπρόσωπο τῶν «γεννημάτων τῶν ἐχιδνῶν», ὅπως ἀποκαλοῦντο οἱ σκληρόκαρδοι, δύστροποι καί ἀνυπότακτοι.
* * * * *
β΄. Ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα (β΄ φάση)
Τήν δίκη ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος κστ΄ 57-68[4] καί Μᾶρκος ιδ΄ 53-65[5].
α΄. «Αὐτοί πού συλλάβανε τόν Ἰησοῦ τόν ἔσυραν στόν ἀρχιερέα Καϊάφα, ὅπου συνάχτηκαν οἱ γραμματεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι. Ὁ Πέτρος τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό μακριά ὡς τήν αὐλή στό παλάτι τοῦ ἀρχιερέα· ἐκεῖ μπῆκε μέσα καί κάθισε μέ τούς ὑπηρέτες, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ πρεσβύτεροι καί ὅλα τά μέλη τοῦ συνεδρίου ζητοῦσαν νά βροῦν μία ψεύτικη μαρτυρία σέ βάρος τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο. Παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδομάρτυρες, ἀλλά δέ βρῆκαν τήν κατηγορία πού ἤθελαν. Τελικά ὅμως παρουσιάστηκαν δύο ψευδομάρτυρες πού εἶπαν: Αὐτός εἶπε: μπορῶ νά γκρεμίσω τό ναό τοῦ Θεοῦ καί μέσα σέ τρεῖς μέρες νά τόν ξαναχτίσω. Ὁ ἀρχιερέας σηκώθηκε καί τοῦ εἶπε: Δέν ἔχεις νά πεῖς τίποτα; Τί εἶναι αὐτά πού σέ κατηγοροῦν; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωποῦσε. Κι ὁ ἀρχιερέας τοῦ εἶπε: Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, νά μᾶς πεῖς ἄν ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Εἶμαι, ὅπως μόνος σου τό εἶπες. Καί σᾶς λέω πώς σύντομα θά δεῖτε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου νά κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρχεται πάνω στά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ. Διέρρηξε τότε τά ἱμάτιά του ἀπό ἀγανάκτηση ὁ ἀρχιερέας καί εἶπε: Αὐτό εἶναι βλασφημία στό Θεό. Τί μᾶς χρειάζονται τώρα πιά οἱ μάρτυρες; Νά, τώρα δά ἀκούσατε τά βλάσφημα λόγια του. Τί ἀπόφαση παίρνετε; Κι αὐτοί ἀποκρίθηκαν: Εἶναι ἔνοχος καί πρέπει νά θανατωθεῖ. Τότε τόν ἔφτυσαν στό πρόσωπο καί τόν χτύπησαν, ἐνῶ ἄλλοι τοῦ ἔδιναν ραπίσματα, λέγοντας: Μεσσία σάν προφήτης πού εἶσαι, πές μας ποιός σέ χτύπησε;»
β΄. «Ἔσυραν τόν Ἰησοῦ στόν ἀρχιερέα· ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ γραμματεῖς. Ὁ Πέτρος τόν ἀκολούθησε ἀπό μακριά ὡς μέσα στήν αὐλή στό παλάτι τοῦ ἀρχιερέα· ἐκεῖ καθόταν μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά. Οἱ ἀρχιερεῖς κι ὁλόκληρο τά συνέδριο ἀναζητοῦσαν μία μαρτυρία ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο, ἀλλά δέν ἔβρισκαν. Πολλοί τόν κατηγοροῦσαν μέ ψεύτικες μαρτυρίες, μά οἱ μαρτυρίες δέ συμφωνοῦσαν μεταξύ τους. Παρουστάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες καί εἶπαν ἐναντίον του: Ἐμεῖς τόν ἀκούσαμε νά λέει: θά γκρεμίσω τό ναό αὐτόν πού ἔγινε ἀπό ἀνθρώπινα χέρια καί σέ τρεῖς μέρες θά οἰκοδομήσω ἄλλον, πού δέν θά τόν ἔχουν φτιάξει ἀνθρώπινα χέρια». Ἀλλά καί σ’ αὐτό δέ συμφωνοῦσαν οἱ μαρτυρίες τους. Σηκώθηκε τότε ὁ ἀρχιερέας στή μέση καί ρώτησε τόν Ἰησοῦ: Δέν ἔχεις νά πεῖς τίποτε; Τί εἶναι αὐτά πού σέ κατηγοροῦν; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωποῦσε καί δέν ἔδινε καμιά ἀπάντηση. Πάλι ὁ ἀρχιερέας τόν ρώτησε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ εὐλογημένου Θεοῦ; Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Ἐγώ εἶμαι. Καί θά δεῖτε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου νά κάθεται στά δεξιά τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, καί νά ἔρχεται πάνω στά σύννεφα τοῦ οὐρανού. Ὁ ἀρχιερέας τότε ξέσκισε τά ροῦχα του ἀπό ἀγανάκτηση καί εἶπε: Τί μᾶς χρειάζονται τώρα πιά οἱ μάρτυρες; Ἀκούσατε, βέβαια, τά βλάσφημα λόγια του. Τί ἀπόφαση παίρνετε; Καί ὅλοι ἔκριναν πώς εἶναι ἔνοχος καί πρέπει νά θανατωθεῖ. Ἄρχισαν, λοιπόν, μερικοί νά τόν φτύνουν. Τοῦ σκέπαζαν τό πρόσωπο, τόν χαστούκιζαν καί τόν ρωτοῦσαν: Ἀφοῦ εἶσαι προφήτης, πές μας ποιός εἶναι αὐτός πού σέ χτύπησε. Καί οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἔδιναν ραπίσματα».
Ὁ Καϊάφας ὅπως καί ὁ πενθερός του ἦταν Σαδδουκαῖος, ἐξίσου πανοῦργος καί ἀσυνείδητος ὅπως ὁ Ἄννας. Διέθετε ἀσθενή θέληση καί ἀσταθή χαρακτήρα. Σέ κάποια χαμηλή αἴθουσα τῆς οἰκίας του διεξήχθηκε τό δεύτερο καί ἰδιωτικό στάδιο τῆς δίκης.
Ὁ Ἰησοῦς, μέ τά χέρια πάντοτε δεμένα, σπρώχνεται στή μέση αὐτοῦ τοῦ καταγωγίου, ὅπως οἱ σκλάβοι σ’ ἕνα ρωμαϊκό ἀμφιθέατρο πού θά τούς ἔτρωγαν τά θηρία. Ὁ Ἄννας, πού εἶχε ἀνησυχήσει κάπως ἀπό τήν πρώτη του συνάντηση μέ τόν «αἱρεσιάρχη», εἶχε σπεύσει νά στρατολογήσει ψευδομάρτυρες μέσα ἀπό τούς ἔμπιστούς του, γιά νά μπορέσει, ἄν παρουσιαζόταν ἀνάγκη, νά ἐκμηδενίσει κάθε ἐνδεχομένη ὑπεράσπιση. Ἡ ἀκροαματική διαδικασία ἄρχισε μέ τήν κλήση αὐτῶν τῶν μαρτύρων, πού εἶχαν δασκαλευθεῖ καλά. Δύο ἀπό αὐτούς προχώρησαν κι ὁρκίσθηκαν πώς εἶχαν ἀκούσει τόν Ἰησοῦ νά λέγει: «Ἐγώ θά καταλύσω τόν ναό τοῦτον τόν χειροποίητον καί διά τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω»[6].
Μία παρόμοια κατηγορία ἀρκοῦσε. Πρόκειται γιά σοβαρή ἱεροσυλία καί βλασφημία, γιατί, γιά τόν Ἰουδαϊκό λαό, ὁ Ναός τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν ἡ μοναδική καί ἱερή κατοικία τοῦ Κυρίου. Τό ν’ ἀπειλήσει κανείς τόν Ναό, ἦταν σάν ν’ ἀπειλοῦσε τόν Θεό, τόν Θεό ὅλων τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλ’ αὐτά τά λόγια ὁ Ἰησοῦς δέν τά εἶπε ἔτσι ἤ τοὐλάχιστον δέν τά εἶπε ἔχοντα τήν ἔννοια πού τά παρουσίασαν. Ἀναμφιβόλως, εἶχε πεῖ πώς δέν θά ἔμενε ἀπό τόν Ναό λίθος ἐπί λίθον, ἀλλ’ ὄχι πώς αὐτό θά ἦταν ἔργο δικό Του. Λέγοντας ὅμως ὁ Χριστός πώς θ’ ἀνήγειρε σέ τρεῖς μέρες τόν κατεστραμμένο ναό, προεικόνιζε ἔτσι τήν ἀνάστασή Του. Κι αὐτό ἦταν τόσο ἀληθινό, ὥστε οἱ δύο μάρτυρες δέν μποροῦσαν νά συμφωνήσουν στήν πληροφορία τους, συγχίζοντας καί μπερδεύοντας τά λόγια τους. Θ’ ἀρκοῦσε ἕνας λόγος τοῦ Ἰησοῦ γιά νά τούς κάνει νά τά χάσουν. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς σιωποῦσε. Ὁ Ἀρχιερέας, ὀργισμένος ἀπό τήν σιωπή του, σηκώθηκε φωνάζοντας.
«Δέν ἔχεις νά πεῖς τίποτα; Τί εἶναι αὐτά ποῦ σέ κατηγοροῦν;»[7]. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς ἐξακολουθοῦσε νά σιωπᾶ.
Σ’ αὐτό τό στάδιο ἡ πανουργία τοῦ Ἱερατείου γιά νά ἐξασφαλίσει τήν σύμπραξη τῶν δύο ὁμάδων ἀφ’ ἑνός τῶν Φαρισαίων καί ἀφ’ ἑτέρου τῶν Σαδδουκαίων πού τούς χώριζαν πολιτικές, κοινωνικές καί ἰδεολογικές διαφορές μετέρχεται ἄλλη τακτική. Οἱ Σαδδουκαῖοι δέν ἀπετόλμησαν νά κατηγορήσουν τόν Κύριο, ὅτι δέν τηρεῖ τίς Ἰουδαϊκές παραδόσεις πού τηροῦσαν οἱ Φαρισαῖοι (ὅτι μαθητές Του ἔτρωγαν χωρίς νά νίψουν τά χέρια τους, ὅτι δέν τηροῦσε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ὅτι συνανεστράφετο μέ τούς τελῶνες καί τίς πόρνες καί ἄλλα) κι ἑπομένως δέν θά ἦσαν συνευδοκοῦντες στήν ἀπόφαση. Οἱ Φαρισαῖοι πάλι δέν ἐπιθυμοῦσαν νά κατηγορήσουν τόν Κύριο γιά τήν ἐκδίωξη τῶν ἐμπόρων ἀπό τόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων πού τήν θεωροῦσαν ἀπαράδεκτη συμπεριφορά, ἐπειδή θά ἐνοχλοῦσε τούς Σαδδουκαίους.
Ἔτσι ἀναζήτησαν ψευδομάρτυρες γιά νά στηριχθεῖ ἡ καταδικαστική ἀπόφασή τους καί νά συμπράξουν ὅλες μαζί οἱ παρατάξεις. Πολλές φορές ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί ἅρπαγες ζητοῦν ψευδομάρτυρες καί οἱ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ τούς προμηθεύουν πρόθυμα σ’ αὐτούς.
Ἄν καί οἱ πράκτορες τοῦ Ἱερατείου ἦταν πρόθυμοι νά ψεύδονται, ἀλλ’ ὅμως ὅσοι προσῆλθαν νά ψευδομαρτυρήσουν αὐτά πού κατέθεσαν κι αὐτοί οἱ ἄδικοι δικαστές δέν δέχθηκαν εὐσχημόνως τήν μαρτυρία τους.
Ὁ Κύριος σέ ὅλη αὐτή τήν ἀθλιότητα τῆς δολιότητάς τους σιωποῦσε. Ἡ μεγαλοπρεπής ἐκείνη σιωπή Του τούς τάρασσε, τούς συνέχεε, τούς μώραινε, τούς φόρτωνε τό ἀφόρητο βάρος τῆς αὐτοκαταδίκης τους.
Ὁ Καϊάφας κυριευμένος ἀπό ὀργή καί φόβο μήπως ἀποτύχει τό ὅλο σχέδιο γιά τήν θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ ἔφθασε σέ ἀπόνοια καί μανία. Σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του μέ ἀπειλητική διάθεση ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ καί Τόν ρώτησε : «Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, νά μᾶς πεῖς ἄν ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ»[8]. Ὁ Κύριος ἀπάντησε καταφατικά μέ τά λόγια : «Εἶμαι, ὅπως μόνος σου τό εἶπες. Καί σᾶς λέω πώς σύντομα θά δεῖτε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου νά κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρχεται πάνω στά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ»[9].
Ὁ ἄνομος δικαστής παριστάνοντας τραγικότερα τήν ἀπαίσια φρίκη του πού κατόρθωσε νά ἀναπληρώσει τίς ἐλλείψεις τῶν ψευδομαρτύρων, διαρρηγνύοντας τά ἱμάτιά του ἐνώπιον τοῦ Ἀληθοῦς καί ζητώντας τήν ἄμεση καταδίκη Ἐκείνου. Οἱ παριστάμενοι ἀπεφάνθηκαν «ἔνοχος θανάτου ἐστί». Τό σκοτεινό Συνέδριο διελύθηκε καί ἔληξε καί τό δεύτερο στάδιο τῆς δίκης, ἀνεμένοντας τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου.
Μέχρι τό πρωΐ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ναοῦ Τόν περιέπεξαν, Τόν ἐξύβρισαν, Τόν ράπισαν βρισκόμενον στήν αὐλή τοῦ Ἀρχιερέως. Αὐτές τίς φρικτές καί ἄθλιες ὧρες ὁ Κύριος τίς πέρασε μόνος Του. Σ’ αὐτή τήν αὐλή Τόν ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος λίγο πρίν χαράξει ἡ ἡμέρα καί ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Ὁ Κύριος ἔρριξε τό βλέμμα Του καί ὁ Πέτρος συγκλονίσθηκε ἐνθυμούμενος αὐτά πού τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στό ὑπερῶο, ὅτι θά Τόν ἀρνηθεῖ πρίν ἀνατείλει ἡ ἥλιος.
* * * * *
γ΄. Ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου (γ΄ φάση)
Τήν τρίτη φάση τῆς δίκης ἐνώπιον τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῶν Ἰουδαίων ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς (κβ΄ 66-71) :
«Ὅταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οἱ πρεσβύτεροι του λαοῦ, οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί τόν ἔσυραν στό συνέδριό τους. Ἐκεῖ τοῦ εἶπαν: Πές μας, ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός; τούς ἀπάντησε: Ἄν σᾶς τό πῶ δέ θά μέ πιστέψετε, κι ἄν σᾶς ρωτήσω δέ θά μοῦ ἀπαντήσετε, οὔτε θά μέ ἐλευθερώσετε. Ἀπό τώρα ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά κάθεται στά δεξιά τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Εἶπαν τότε ὅλοι: Ἐσύ, λοιπόν, εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; κι αὐτός τούς ἀποκρίθηκε: Ἐγώ εἶμαι, ὅπως ἐσεῖς οἱ ἴδιοι τό λέτε. Κι αὐτοί εἶπαν: Τί μᾶς χρειάζονται πιά οἱ μάρτυρες; τό ἀκούσαμε οἱ ἴδιοι ἀπό τό στόμα του»[10].
Ὅταν ἀνέτειλε ἡ ἀξιομνήμευτη ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς 14η τοῦ Ἰουδαϊκοῦ μηνός Νισάν ἔφεραν τόν Ἰησοῦν Χριστό στή στοά πού βρισκόταν στά νοτιοανατολικά τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ ὅλα τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου γιά τήν τρίτη καί πραγματική, ἀλλά πρώτη ἐπίσημη καί νομική δίκη Του. Σχεδόν ὅλοι ἦταν ἀδυσώπητοι ὑπέρ τοῦ θανάτου Του ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεων.
Τό Συνέδριο ἀπαρτιζόταν κανονικά ἀπό εἴκοσι τρεῖς ἱερεῖς, ἀπό εἴκοσι τρεῖς Γραμματεῖς, ἤ Νομοδιδασκάλους ἀπό εἴκοσι τρεῖς Πρεσβυτέρους, κι ἀπό δύο προέδρους, σύνολον ἑβδομήντα ἕνα μέλη, ὅσοι σχεδόν κι οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλά ἐκείνη τήν ἡμέρα μερικοί ἀπουσίαζαν, ἄλλοι γιατί ὁ φόβος τους μήπως προκληθεῖ ταραχή ἀπό τόν λαό ἦταν μεγαλύτερος ἀπό τό μίσος τους ἐναντίον τοῦ «ψευδοπροφήτη» κι ἄλλοι, λιγότεροι αὐτοί, πού δέν θά σήκωναν τό χέρι νά καταδικάσουν τόν Ἰησοῦ, ἀλλά καί δέν θά τολμοῦσαν νά Τόν ὑπερασπισθοῦν φανερά. Μεταξύ αὐτῶν τῶν τελευταίων ἦταν σίγουρα ὁ Νικόδημος, ὁ «ἐλθών νυκτός πρός τόν Ἰησοῦν» κι ὁ Ἰωσήφ ὁ Ἀριμαθείας, πού θά Τόν ἐνταφίαζε μ’ εὐλάβεια τήν ἴδια ἐκείνη νύχτα. Ἴσως καί ὁ Γαμαλιήλ, πού ἦταν ἤ γιός ἤ ἐγγονός τοῦ μεγάλου Ραβίνου Ἰλλήλ. Ὁ Γαμαλιήλ ἦταν καί ὁ Διδάσκαλος τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅλοι ἦταν Φαρισαῖοι ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος
Παρά τίς ἀπουσίες αὐτές, ὑπῆρχε ἀπαρτία· οἱ σύνεδροι, ἀντιπρόσωποι τοῦ Ναοῦ, τοῦ Νόμου καί τοῦ Χρήματος, περίμεναν ἀνυπόμονα νά ἐπικυρώσουν τήν ἀπόφαση τοῦ μίσους καί τοῦ θανάτου. Ἡ μεγάλη αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων, πού ἦταν κιόλας γεμάτη, παρουσίαζε μιά σκιερή εἰκόνα, τῆς ὁποίας τά πρόσωπα ἔμοιαζαν μέ φαντάσματα. Τό φῶς τῆς ἡμέρας δέν ἔμπαινε ἐκεῖ μέσα ἐλεύθερα καί μέσα στή διάφανη λευκότητα τῆς αὐγῆς οἱ κοκκινωπές φλόγες τῶν πυρσῶν χλώμιαζαν. Μέσα σ’ αὐτό τό παγερό ἡμίφως, οἱ δικασταί περίμεναν. Γέροντες βαρεῖς καί σκυθρωποί, ἀτάραχοι καί παγεροί, ἦταν καθισμένοι σέ ἡμικύκλιο, ἀκίνητοι κάτω ἀπό τούς λευκούς μανδύες τους· χάϊδευαν σιωπηλοί τά περιποιημένα γένεια τους καί περιέφεραν ἀγέρωχα τά μάτια τους στήν αἴθουσα. Τό βλέμμα τους εἶχε κάτι ἀπό τήν βουλιμία τοῦ ἀετοῦ. Τό ὑπόλοιπο τῆς αἴθουσας εἶχε καταλειφθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπηρεσίας. Ἀκόμη καί ὁ ἀέρας ἐκεῖ μέσα ἦταν βαρύς καί πνιγηρός.
Ἐκεῖ ἦταν οἱ Ἱερεῖς τῶν ὁποίων ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τήν πλεονεξία καί τήν ἰδιοτέλεια εἶχε ἀποδοκιμάσει· ἐκεῖ οἱ Πρεσβύτεροι τῶν ὁποίων τήν ὑποκρισία εἶχε στιγματίσει· ἐκεῖ οἱ Γραμματεῖς (οἱ Νομοδιδάσκαλοι) τῶν ὁποίων τήν ἀμάθεια εἶχε στηλιτεύσει καί οἱ χειρότεροι ὅλων οἱ φιλόκοσμοι, ἄπιστοι, ψευδοφιλόσοφοι Σαδδουκαῖοι, πάντοτε οἱ πιό σκληροί καί ἐπικίνδυνοι τῶν πολεμίων Του, τήν κενή σοφία τῶν ὁποίων τόσο αὐστηρά Ἐκεῖνος εἶχε συγχύσει.
Ὅλοι αὐτοί ἦσαν σφόδρα ὑπέρ τοῦ θανάτου Του· ὅλοι γεμᾶτοι ἀποστροφή κατά τῆς ἀπείρου ἀγαθότητός Του· ὅλοι γεμάτοι ἀπό φλογερό μίσος κατά ἁγνῆς φύσεως πού οὔτε κατά διάνοια μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν.
Τό Μέγα Συνέδριο, βρισκόμενο σέ δυσχέρεια νά καταδικάσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἐπαναστάτη κατά τῆς Ρωμαϊκῆς ἐξουσίας καί ἐπειδή ὅλα τά μέλη δέν εἶχαν παρευρεθεῖ στήν ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα διαδικασία, ἐπέλεξε τήν κατηγορία τῆς βλασφημίας μέ τήν ὁποία ἔληξε ἡ τρίτη φάση τῆς δίκης.
* * * * *
Ἀπό τήν παράλληλη ἀνάγνωση τῶν Εὐαγγελίων προκύπτει ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει τήν πρώτη καί διακριτικά τήν δεύτερη φάση. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν τήν δεύτερη, ἀλλά ὑπονοοῦν τήν τρίτη. Ὁ Λουκᾶς καίτοι ἀναφέρει τήν τρίτη καί αὐτός ἀφήνει χῶρο γιά τήν πρώτη καί δεύτερη.
Ἡ πρώτη φάση ἐνώπιον τοῦ Ἄννα ἦταν ἡ πρακτική, ἡ δεύτερη ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα ἡ δυναμική καί ἡ τρίτη ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου ἡ ἐνεργός καί ρητή, ὅτι ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. Κάθε μία ἀπό τίς τρεῖς αὐτές δοκιμασίες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θά ἠδύνατο νά θεωρηθεῖ ὡς κρισιμώτερη καί σπουδαιότερη τῶν τριῶν, ἐάν κρινόταν μόνη της. Ἡ τοῦ Ἄννα ἦταν ἡμιεπίσημη προανάκριση, ἡ τοῦ Καϊάφα ἡ πραγματική ἀπόφαση, ἡ τοῦ ὅλου Συνεδρίου τήν πρωΐα τῆς Παρασκευῆς, ἡ ὁριστική κύρωση.
* * * * *
- Τά Πολιτικά Δικαστήρια
Ἀπό τούς Ρωμαίους Διοικητές :
τόν Πιλᾶτο καί τόν Ἡρώδη Ἀντίπα
«Σταυρωθέντα τε ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου Πιλάτου» ἀναφέρεται στό Σύμβολο τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος (Διοικητοῦ) γίνεται γιά νά προσδιορισθεῖ ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁδηγήθηκε σέ δίκη καί σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Πιλᾶτος ἦταν ὁ λιγότερο ἔνοχος γιά πονηρία καί ἔχθρα ἔναντι Ἰησοῦ Χριστοῦ καί προθυμώτερος νά σώσει τήν ζωή Του.
Ὁ Πιλᾶτος ἦταν εὐνοϊκός πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό παρά τήν μάταιη ἐξέταση τοῦ Ἄννα, τήν κατόπιν ἐκβιασμοῦ ὁμολογία τοῦ Καϊάφα, τήν παράνομη ἀπόφαση τοῦ Συνεδρίου. Αὐτός προσπάθησε νά Τόν ἀπαλλάξει μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ἀσθενοῦς ὑπερηφάνειας του, μέ ὅλη τήν τόλμη τῆς ἔνοχης ἀνανδρίας του, μέ ὅλο τόν ἔλεο πού ἡ αἱμοχαρής φύση του μποροῦσε νά ἐκδηλώσει.
Ἡ τελευταία αὐτή δίκη ἐξελίχθηκε σέ τρία μέρη:
Πρῶτο μέρος ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, (οὐσιαστικά τέταρτη φάση)
Δεύτερο μέρος ἐνώπιον τοῦ Ἡρώδη Ἀντίπα (οὐσιαστικά πέμπτη φάση)
Τρίτο μέρος ἐνώπιον τοῦ Ποντίου Πιλάτου (οὐσιαστικά ἕκτη φάση),
Τό ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου α΄ μέρος τῆς πολιτικῆς δίκης
Περιλαμβάνει τριπλή μεταβολή σκηνῆς, τριπλή κατηγορία, τριπλή ἀθώωση ἀπό τούς Ρωμαίους, τριπλές διαμαρτυρίες καί ἐπιμονή τῶν Ἰουδαίων καί νουθεσία πρός τόν Πιλᾶτο καί τριττή προσπάθεια ἐκ μέρους του γιά νά ἀπαλλάξει τό θῦμα.
Τήν διαδικασία ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελιστές α΄. Ματθαῖος κζ΄ 1-31[11] :
«Ὅταν ξημέρωσε συνεδρίασαν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροί του συνεδρίου κι ἀποφάσισαν νά καταδικάσουν σέ θάνατο τόν Ἰησοῦ. Ἀφοῦ λοιπόν τόν ἔδεσαν, τόν πῆγαν καί τόν παρέδωσαν στόν Πόντιο Πιλάτο, τό Ρωμαῖο διοικητή. Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰούδας πού τόν εἶχε προδώσει πώς καταδικάστηκε ὁ Ἰησοῦς, μεταμελήθηκε· ἐπέστρεψε τά τριάντα ἀργύρια στούς ἀρχιερεῖς καί στούς πρεσβυτέρους τοῦ συνεδρίου καί εἶπε: Ἁμάρτησα, γιατί ἔστειλα στό θάνατο ἕναν ἀθῶο. Αὐτοί ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκαν: Κι ἐμᾶς τί μᾶς νοιάζει; Δικό σου εἶναι τό κρίμα. Ὁ Ἰούδας τότε πέταξε τά ἀργύρια στό ναό, ἔφυγε καί πῆγε καί κρεμάστηκε. Οἱ ἀρχιερεῖς μάζεψαν τά ἀργύρια καί εἶπαν: Αὐτά τά χρήματα στάζουν αἷμα καί δέν ἐπιτρέπεται νά μποῦν στό χρηματοκιβώτιο τοῦ ναοῦ. Ἔκαναν σύσκεψη κι ἀποφάσισαν ν’ ἀγοράσουν μ’ αὐτά τά χωράφι τοῦ κεραμέα, γιά νά θάβουν τούς ξένους. Γι’ αὐτό, τά χωράφι ἐκεῖνο ὀνομάστηκε Ἀγρός αἵματος, κι ἔτσι λέγεται ὡς τά σήμερα. Βγῆκε ἔτσι ἀληθινό αὐτό πού εἶχε προφητέψει ὁ Ἱερεμίας: Καί πῆραν τά τριάντα ἀργύρια, ὅσο τόν ἐκτίμησαν οἱ Ἰσραηλίτες πώς ἀξίζει καί τά ἔδωσαν γιά τό χωράφι τοῦ κεραμέα, ἔτσι καθώς μέ πρόσταξε ὁ Κύριος. Ὁ Ἰησοῦς στάθηκε μπροστά στό Ρωμαῖο διοικητή, κι ὁ διοικητής ἄρχισε τήν ἀνάκριση: Ἐσύ εἶσαι λοιπόν ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ναί, ὅπως τό λές. Κι ἄρχισαν νά τόν κατηγοροῦν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι, μά αὐτός δέν ἔδινε καμιά ἀπάντηση. Τότε τοῦ λέει ὁ Πιλάτος. Δέν ἀκοῦς πόσα σου καταμαρτυροῦν; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δέν ἔδωσε καμιά ἀπάντηση, κι ὁ διοικητής ἀπόρησε πολύ γι’ αὐτό. Ὑπήρχε ἡ συνήθεια κάθε Πάσχα νά ἐλευθερώνει ὁ Ρωμαῖος διοικητής ἕναν φυλακισμένο, ὅποιον θά τοῦ ζητοῦσε ὁ λαός. Στίς φυλακές βρισκόταν τότε ἕνας πασίγνωστος φυλακισμένος, πού λεγόταν Βαραββᾶς. Ὅταν συγκεντρώθηκε λοιπόν τό πλῆθος, ὁ Πιλάτος τούς ρώτησε: Ποιόν θέλετε νά ἐλευθερώσω; Τό Βαραββὰ ἤ τόν Ἰησοῦ, πού τόν λένε Μεσσία; Γιατί εἶχε καταλάβει πώς ἀπό φθόνο καί μόνο τοῦ εἶχαν παραδώσει τόν Ἰησοῦ. Κι ἐνῶ καθόταν στή δικαστική του ἕδρα, ἡ γυναίκα του τοῦ ἔστειλε μέ κάποιον ἐτοῦτο τό μήνυμα: Μήν κάνεις τίποτα ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀθώου, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκα ἀπόψε στ’ ὄνειρό μου ἐξαιτίας του. Στό μεταξύ οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροί τοῦ συνεδρίου ἔπεισαν τό πλῆθος νά ζητήσουν νά ἐλευθερωθεῖ ὁ Βαραββᾶς καί νά θανατωθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν λοιπόν τούς ξαναρώτησε ὁ διοικητής: Ποιό ἀπό τούς δύο θέλετε νά σᾶς ἐλευθερώσω; τό πλῆθος ἀποκρίθηκε: Τόν Βαραββᾶ!» Τούς λέει ὁ Πιλάτος: Καί τί νά τόν κάνω τόν Ἰησοῦ, πού τόν λένε Χριστό; Ὅλοι τοῦ λένε: Νά σταυρωθεῖ! Ὁ Πιλάτος ξαναρωτᾶ: Γιατί; Τί κακό ἔκανε; Τό πλῆθος ὅμως κραύγαζε μέ περισσότερη δύναμη: Νά σταυρωθεῖ! Ὅταν εἶδε ὁ Πιλάτος πώς ἔτσι δέν πετυχαίνει τίποτα, ἀλλά ἀντίθετο γίνεται περισσότερη ἀναταραχή, πῆρε νερό καί ἔνιψε τά χέρια του μπροστά στό πλῆθος, λέγοντας: Ἐγώ εἶμαι ἀθῶος γιά τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ δικαίου· τό κρίμα πάνω σας. Κι ἀποκρίθηκε ὅλος ὁ λαός καί εἶπε: Τό αἷμα του πάνω μας καί πάνω στά παιδιά μας. Τότε τούς ἀπέλυσε τό Βαραββᾶ, ἐνῶ τοῦ Ἰησοῦ τόν μαστίγωσε καί τόν παρέδωσε νά σταυρωθεῖ. Τότε οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου πῆραν τόν Ἰησοῦ στό διοικητήριο καί μάζεψαν γύρω του ὅλη τή φρουρά. Τοῦ ἔβγαλαν τά ροῦχα καί τόν ἕντυσαν μέ μία κόκκινη χλαίνη. Ἔπλεξαν ἕνα στεφάνι ἀπό ἀγκάθια καί τοῦ τό φόρεσαν στό κεφάλι σάν στέμμα, καί στό δεξί του χέρι τοῦ ἔβαλαν ἕνα καλάμι. Ὕστερα γονάτισαν μπροστά του καί τοῦ ἔλεγαν περιπαιχτικά: Ζήτω ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων! Ἔπειτα τόν ἔφτυσαν, τοῦ πῆραν τό καλάμι καί μ’ αὐτό τόν χτυποῦσαν στό κεφάλι. Κι ἀφοῦ τόν περιπαίξανε, τοῦ ἔβγαλαν τή χλαίνη, τόν ἔντυσαν μέ τά ροῦχα του καί τόν πῆγαν νά τόν σταυρώσουν».
β΄. ὁ Μᾶρκος ιε΄1-20
«Νωρίς τό πρωί οἱ ἀρχιερεῖς μέ τούς πρεσβυτέρους καί τούς γραμματεῖς κι ὁλόκληρο τό συνέδριο συγκεντρώθηκαν καί πῆραν τήν ἀπόφαση: ἀφοῦ ἔδεσαν τόν Ἰησοῦ, τόν πῆγαν καί τόν παρέδωσαν στόν Πιλάτο. Κι ὁ Πιλάτος τόν ρώτησε: Ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ναί, ὅπως τό λές. Οἱ ἀρχιερεῖς τότε τόν κατηγοροῦσαν γιά πολλά. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δέν ἔδωσε καμιά ἀπόκριση. Κι ὁ Πιλάτος πάλι τόν ρώτησε: Τίποτα δέν ἀποκρίνεσαι; Κοίτα γιά πόσα σέ κατηγοροῦν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δέν ἀποκρίθηκε πιά τίποτε, ἔτσι πού ὁ Πιλάτος νά ἀπορεῖ. Κάθε Πάσχα ὁ Πιλάτος ἀπέλυε ἕναν φυλακισμένο, ὅποιον ζητοῦσε ὁ λαός. Ἦταν τότε φυλακισμένος κάποιος πού λεγόταν Βαραββᾶς, μαζί μέ ἄλλους στασιαστές, πού κατά τήν ἐξέγερση εἶχαν διαπράξει φόνο. Τό πλῆθος ἄρχισε νά ζητάει μέ κραυγές νά κάνει ὁ Πιλάτος αὐτό πού ἔκανε πάντα. Κι ὁ Πιλάτος τούς ρώτησε: θέλετε νά σᾶς ἐλευθερώσω τό βασιλιά τῶν Ἰουδαίων; Γιατί κατάλαβε ὅτι ἀπό φθόνο τοῦ τόν εἶχαν παραδώσει οἱ ἀρχιερεῖς. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως ξεσήκωσαν τά πλήθη νά προτιμήσουν νά τούς ἐλευθερώσει τό Βαραββᾶ. Κι ὁ Πιλάτος τούς ρώτησε πάλι: Τί θέλετε, λοιπόν, νά κάνω αὐτόν πού ὀνομάζετε βασιλιά τῶν Ἰουδαίων; Αὐτοί πάλι φώναξαν: Σταύρωσέ τον! Ὁ Πιλάτος ὅμως τούς ἔλεγε: Μά γιατί, τί κακό ἔκανε; Αὐτοί ὅμως μέ περισσότερη δύναμη κραύγαζαν: Σταύρωσέ τον! Θέλοντας ὁ Πιλάτος νά ἱκανοποιήσει τά πλήθη, τούς ἐλευθέρωσε τό Βαραββᾶ, ἐνῶ τόν Ἰησοῦ τόν μαστίγωσε καί τόν παρέδωσε νά σταυρωθεῖ. Οἱ στρατιῶτες ἔφεραν τόν Ἰησοῦ στήν ἐσωτερική αὐλή, ἐκεῖ πού εἶναι τό διοικητήριο, καί φώναξαν ὅλη τή φρουρά· Τόν ἔντυσαν μέ κόκκινο μανδύα, ἔπλεξαν ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι καί τοῦ τό φόρεσαν στό κεφάλι σάν στέμμα. Κατόπι ἄρχισαν νά τόν χαιρετοῦν: Ζήτω ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων! Τόν χτυποῦσαν στό κεφάλι μέ καλάμι, τόν ἔφτυναν καί γονατιστοί τόν προσκυνοῦσαν. Κι ἀφοῦ τόν περιπαίξανε, τοῦ ἔβγαλαν τόν κόκκινο μανδύα, τόν ἔντυσαν μέ τά ροῦχα του καί τόν πῆγαν νά τόν σταυρώσουν»[12].
γ΄. ὁ Λουκᾶς κγ΄ 1-5 καί κγ΄ 13-25
«Τότε ὅλα τά μέλη τοῦ συνεδρίου σηκώθηκαν καί ἔσυραν τόν Ἰησοῦ στό Πιλάτο. Ἐκεῖ ἄρχισαν νά τόν κατηγοροῦν λέγοντας: Αὐτόν ἐδῶ τόν πιάσαμε νά ξεσηκώνει τό λαό μας, νά τόν ἐμποδίζει νά πληρώνει τούς φόρους στόν αὐτοκράτορα, καί νά ἰσχυρίζεται γιά τόν ἑαυτό του πώς εἶναι ὁ βασιλιάς, ὁ Μεσσίας. Ὁ Πιλάτος τότε τόν ρώτησε: Ὥστε ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων; κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ναί, ὅπως τό λές. Τότε ὁ Πιλάτος εἶπε στούς ἀρχιερεῖς καί στόν ὄχλο: Δέ βρίσκω καμιά αἰτία καταδίκης αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν, καί ἔλεγαν ὅτι ἀναστατώνει τό λαό μέ ὅσα διδάσκει σέ ὅλη τήν Ἰουδαία· ἄρχισε ἀπό τή Γαλιλαία καί ἔφτασε ὡς ἐδῶ...
Ὁ Πιλάτος συγκάλεσε τούς ἀρχιερεῖς, τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καί τό λαό καί τούς εἶπε: Μοῦ φέρατε ἐδῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ξεσηκώνει τό λαό. Εἴδατε, τόν ἀνέκρινα μπροστά σας καί δέν τόν βρῆκα ἔνοχο γιά τίποτε ἀπ’ ὅσα τόν κατηγορεῖτε· οὔτε ὅμως κι ὁ Ἡρώδης, στόν ὁποῖο σᾶς παρέπεμψα. Εἶναι φανερό ὅτι δέν ἔκανε τίποτε πού ν’ ἀξίζει τήν καταδίκη του σέ θάνατο. Γι’ αὐτό, λοιπόν, θά τόν βασανίσω καί θά τόν ἀπολύσω. Αὐτά τά εἶπε γιατί ἕνα ἔθιμο ὑποχρέωνε τόν Πιλάτο κατά τήν γιορτή νά ἐλευθερώνει ἕναν φυλακισμένο γιά χάρη τους. Ὅλο μαζί ὅμως τό πλῆθος κραύγαζε καί ἔλεγε: Σκότωσε τόν καί ἐλευθέρωσέ μας τό Βαραββᾶ. Αὐτόν τόν εἶχαν ρίξει στή φυλακή γιά κάποια ἐξέγερση πού εἶχε γίνει στήν πόλη καί γιά φόνο. Ὁ Πιλάτος, λοιπόν, ἐπειδή ἤθελε νά ἐλευθερώσει τόν Ἰησοῦ, τούς μίλησε ξανά· αὐτοί ὅμως φώναζαν κι ἔλεγαν: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» Ὁ Πιλάτος τούς εἶπε γιά τρίτη φορά: Τί κακό ἔκανε ὁ ἄνθρωπος; Δέν τοῦ βρῆκα τίποτα πού νά ἐπισύρει τά θανατική καταδίκη· θά τόν βασανίσω, λοιπόν, καί θά τόν ἐλευθερώσω. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν μέ δυνατές φωνές ζητώντας νά σταυρωθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ φωνές οἱ δικές τους καί τῶν ἀρχιερέων ὑπερίσχυαν καί ὁ Πιλάτος ἀποφάσισε νά κάνει δεκτό τό αἴτημά τους. Τούς ἐλευθέρωσε αὐτόν πού ζητοῦσαν, τό Βαραββᾶ, πού ἦταν φυλακισμένος γιά ἐξέγερση καί φόνο καί τόν Ἰησοῦ τόν παρέδωσε νά τόν κάνουν αὐτό πού ἤθελαν»[13].
δ΄. Ἰωάννης ιθ΄ 1-16
«Τότε διέταξε ὁ Πιλάτος καί πῆραν τόν Ἰησοῦ καί τόν μαστίγωσαν. Οἱ στρατιῶτες ἔπλεξαν ἕνα στεφάνι ἀπό ἀγκάθια καί τό ἔβαλαν στό κεφάλι του· τόν τύλιξαν μ’ ἕναν κατακόκκινο μανδύα, καί ἔλεγαν: ζήτω ὁ βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων! Καί τόν χτυποῦσαν στό πρόσωπο. Ὁ Πιλάτος βγῆκε πάλι ἔξω πρός τούς Ἰουδαίους καί τούς λέει: Κοιτάξτε, σᾶς τόν φέρνω ἐδῶ ἔξω γιά νά δεῖτε κι ἐσεῖς πώς δέν μπόρεσα νά τοῦ βρῶ κανένα λόγο γιά νά τόν καταδικάσω. Ἔφεραν, λοιπόν, ἔξω τόν Ἰησοῦ, πού φοροῦσε τό ἀγκάθινο στεφάνι καί τόν κατακόκκινο μανδύα. Τούς λέει ὁ Πιλάτος: ἰδού ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὅμως τόν εἶδαν ἔτσι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φρουροί τοῦ ναοῦ, ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά λένε: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον! τούς λέει ὁ Πιλάτος: Πάρτε τόν ἐσεῖς καί σταυρῶστε τον· ἐγώ δέν τοῦ βρίσκω καμιά αἰτία καταδίκης. Τοῦ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ἐμεῖς ἔχουμε νόμο, καί σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει, γιατί ἰσχυρίστηκε πώς εἶναι Υἱός Θεοῦ. Ὁ Πιλάτος, ὅταν ἄκουσε αὐτόν τό λόγο, φοβήθηκε ἀκόμη περισσότερο. Μπῆκε πάλι μέσα στό πραιτώριο καί λέει στόν Ἰησοῦ: Ἀπό ποῦ εἶσαι: Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν τοῦ ’δωσε ἀπόκριση. Τοῦ λέει τότε ὁ Πιλάτος: Σ’ ἐμένα δέν ἀποκρίνεσαι; Δέν ξέρεις πώς ἔχω ἐξουσία νά σέ σταυρώσω, ὅπως ἔχω ἐξουσία καί νά σέ ἀφήσω ἐλεύθερο; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Δέ θά εἶχες καμιά ἐξουσία πάνω μου, ἄν δέ σοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπό τό Θεό, γι’ αὐτό, ἐκεῖνος πού μέ παρέδωσε σ’ ἐσένα ἔχει μεγαλύτερο κρίμα ἀπό τό δικό σου. Ὁ Πιλάτος, ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια, προσπάθησε γιά ἄλλη μία φορά νά βρεῖ τρόπο νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο, οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως κραύγαζαν λέγοντας: Ἄν τόν ἐλευθερώσεις αὐτόν, δέν μπορεῖς νά εἶσαι φίλος του αὐτοκράτορα· ὅποιος κάνει τόν ἑαυτό του βασιλιᾶ, εἶναι ἐχθρός τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Πιλάτος, ὅταν ἄκουσε αὐτά τά λόγια, διέταξε νά φέρουν ἔξω τόν Ἰησοῦ κι ὁ ἴδιος κάθισε στήν ἕδρα τοῦ δικαστῆ, στόν τόπο πού ὀνομάζεται Λιθόστρωτο στά ἑβραϊκά «Γαββαθᾶ». Ἦταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή τοῦ Πάσχα. Λέει λοιπόν τότε ὁ Πιλάτος στούς Ἰουδαίους: Νά ὁ βασιλιάς σας! Τότε ἐκεῖνοι ἄρχισαν νά φωνάζουν μέ κραυγές: Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον! Τούς λέει ὁ Πιλάτος: Τό βασιλιά σας νά σταυρώσω; Ἀποκρίθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς: Δέν ἔχουμε ἄλλον βασιλιά, ἐκτός ἀπό τόν αὐτοκράτορα. Τότε ὁ Πιλάτος τούς τόν παρέδωσε, γιά νά σταυρωθεῖ»[14].
Ὁ Πιλᾶτος ὅταν ἀτένισε ἐκεῖνο τό ἔξαλλο μαινόμενο καί αἱμοχαρές πλῆθος καί ἀντιλήφθηκε τήν ἄγριες διαθέσεις του ρώτησε «Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά τοῦ ἀνθρώπου τούτου;»[15]. Ἀπό τήν ἀπάντηση πού ἔδωσαν στόν Πολιτικό Διοικητή, ἐκπρόσωπο τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα, συνάγεται ὅτι ἡ ἐρώτησή του τούς ἐξόργισε, διότι δέν περίμεναν ὅτι ὁ Πιλᾶτος θά δίκαζε, ἀλλά ὅτι θά ἔδινε τήν ἄδεια νά φονεύσουν καί νά φονεύσουν ὄχι ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι μέ λιθοβολισμό ἤ στραγγαλισμό, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού θανάτωναν οἱ Ρωμαῖοι μέ σταύρωση πού ἦταν φρικιαστική καί ἀπεχθής καί ἀπ’ αὐτούς.
Ὁ θάνατος μέ σταύρωση ἦτο φοβερώτατος, δημόσιος, βραδύς, ἐπονείδιστος, ἐνσυνείδητος, ἐπάρατος, ἐναγώνιος, χειρότερος τῶν δυνατῶν θανάτων.
Γι’ αὐτό στήν ἐρώτηση τοῦ Πιλάτου ἀπαντοῦν μέ τριπλές κατηγορίες, ὅτι διαστρέφει τό ἔθνος, ὅτι ἐμποδίζει τήν καταβολή φόρων στόν αὐτοκράτορα, ὅτι ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό Του βασιλέα.
Ὁ Πιλᾶτος ἐπέλεξε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν τρίτη κατηγορία. Τόν διάλογο μᾶς διέσωσε ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
Σ’ αὐτή τήν φάση ὁ Πιλᾶτος στρεφόμενος πρός τό πλῆθος ἀπήγγειλε τήν πρώτη φανερή καί χωρίς ἐνδοιασμούς ἀθώωση «ἐγώ οὐδεμίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν». Δέν εἶχε πεισθεῖ ὅτι ὁ Κύριός μας ἦταν ἔνοχος θανάτου.
Ἡ δημόσια αὐτή δήλωση φούντωσε τήν μανία τῶν ἐχθρῶν Ἐκείνου σέ ἀγριώτερη ἀκόμη φλόγα.
Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἄκουσε, ὅτι ξεκίνησε ἀπό τήν Γαλιλαία, ἀναζήτησε ὁδό διαφυγῆς, παραπέποντας τόν Ἰησοῦ Χριστό νά δικαστεῖ ἀπό τόν Ἡρώδη τόν Ἀντίπα πού βρισκόταν κι αὐτός στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα.
Τό ἐνώπιον του Ἡρώδου Ἀντίπα
β΄ μέρος τῆς πολιτικῆς δίκης (πέμπτη φάση τῆς διαδικασίας)
Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει τό περιστατικό (κγ΄ 6-12)
«Ὅταν ὁ Πιλάτος ἄκουσε γιά Γαλιλαία, ρώτησε νά μάθει ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἀπό ’κει. Κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὑπαγόταν στή δικαιοδοσία τοῦ Ἡρώδη τόν ἔστειλε σ’ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐκεῖνες τίς μέρες στά Ἱεροσόλυμα. Ὅταν ὁ Ἡρώδης εἶδε τόν Ἰησοῦ, χάρηκε πολύ. Γιατί ἀπό ἀρκετό καιρό ἤθελε νά τόν δεῖ, ὕστερα ἀπό τά πολλά πού ἄκουγε γι’ αὐτόν, καί ἔλπιζε τώρα νά τόν δεῖ νά κάνει καί κανένα θαῦμα. Τοῦ ἔκανε πολλές ἐρωτήσεις, αὐτός ὅμως δέν τοῦ ἔδινε καμιά ἀπάντηση. Ἐκεῖ βρίσκονταν καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι τόν κατηγοροῦσαν μέ πολύ πεῖσμα. Τότε ὁ Ἡρώδης μέ τούς στρατιῶτες του, ἀφοῦ τόν ἐξευτέλισε καί τήν περιγέλασε, τόν ἔντυσε μέ μία μεγαλόπρεπη στολή καί τόν ἔστειλε πίσω στόν Πιλάτο. Αὐτήν τήν ἡμέρα μάλιστα ὁ Ἡρώδης καί ὁ Πιλάτος συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους, πρωτύτερα εἶχαν ἐχθρικές σχέσεις»[16].
Πιό μυσητή μορφή ἀπό τόν Ἡρώδη τόν Ἀντίπα δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ ἱστορία ἀπό αὐτή, τοῦ φαύλου καί πανάθλιου Σαδδουκαίου τοῦ τυραννίσκου τοῦ πνιγμένου στήν ἀκολασία καί τό αἷμα.
Ὁ Ἀντίπας χάρηκε ὅταν εἶδε τόν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό, ἐπειδή ἤλπιζε ὅτι θά ἔκανε κάποιο θαῦμα γιά νά τέρψει τήν περιέργειά του. Προσφώνησε τόν Ἰησοῦ μέ πολλούς λόγους, ἀλλά δέν ἄκουσε οὔτε συλλαβή ὡς ἀπάντηση ἀπό τόν Ἰησοῦ.
Ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τήν χυδαία ἀγριότητα τοῦ Ἡρώδη καί τῶν αὐλικῶν του πού Τόν καταγέλασαν ὡς Ἱερέα, ὡς Προφήτη. Ἐνέπαιξαν μέ τήν πτωχεία Του καί τήν ἀθωότητά Του ἐνδύσαντες μέ «λαμπρή ἐσθήτα» (πιθανῶς λευκή-πού ἦταν ἱερατικό ἔνδυμα)[17].
Μετά τό ἐμπαιγμό τόν ἀπέστειλε πίσω στόν Πιλᾶτο, χωρίς νά Τόν καταδικάσει.
Αὐτή ἦταν ἡ πέμπτη δοκιμασία καί ἡ δεύτερη δημόσια ἀθώωσή Του.
Τό ἐνώπιον τοῦ Ποντίου Πιλάτου
δεύτερο μέρος τῆς πολιτικῆς δίκης (ἕκτη φάση)
Καθώς στάθηκε πάλι ἐνώπιον τοῦ ἀμηχάνους καί ἐνδοιάζοντος Πραίτωρος (Διοικητοῦ) ἄρχισε ἡ ἕκτη καί τελευταία ἐναγώνια φάση τῆς δίκης, ἡ ταραχώδης καί τρομερή ἐξέταση.
Ὁ Πιλᾶτος ἐκάθισε ἐπί τοῦ μεγαλοπρεποῦς βήματος ἴσως ἐπί τοῦ χρυσοῦ θρόνου τοῦ Ἀρχελάου. Εὑρίσκετο προβληματισμένος, διότι οἱ κατηγορίες δέν ἀπεδείκνυαν τό «ἔνοχος θανάτου» ἀλλά ἀναλογιζόμενος ὅτι ἡ τυχόν ἀθώωση τοῦ Ἰησοῦ θά προκαλοῦσε ταραχές πού ἤθελε νά ἀποφύγει διότι τρεῖς φορές στό παρελθόν συγκρούσθηκε μέ τήν Ἰουδαϊκή δυσειδαιμονία α΄. μέ τούς Σαμαρεῖτες τούς ὁποίους εἶχε ὑβρίσει καί πατάξει, β΄. μέ τούς Ἰουδαίους τούς ὁποίους εἶχε μαχαιρώσει ἐν μέσῳ τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου μέ τά χέρια τῶν μεταμφιεσμένων στρατιωτῶν του, καί γ΄. τῶν Γαλιλαίων τῶν ὁποίων τά αἵματα εἶχε ἀναμείξει μέ τίς θυσίες τους. Τό αἷμα ὅλων αὐτῶν ἔνιωθε ὅτι τόν ἔπνιγε.
Γι’ αὐτό προσφέρθηκε νά ἀπολύσει τόν Ἰησοῦ ὡς πρᾶξη ὄχι δικαιοσύνης ἀλλά χάριτος. Τότε ἐπίσης ἐπέδρασε καί τό δημόσιο μήνυμα τῆς συζύγου του Κλαυδίας Πρόκλας.
Ἡ ἐκδίκηση τῶν κακουργιῶν τοῦ παρελθόντος ἦτο ὅτι δέν ἠδύνατο πλέον νά πράξει ἀγαθό.
Τό Ἰουδαϊκό Ἱερατεῖο ἀνέσειε τόν ὄχλο νά ζητήσει νά ἀπολύσει τόν Βαραββᾶ καί νά σταυρώσει τόν Ἰησοῦ.
Τότε ὁ Πιλᾶτος μετέρχεται ἄλλο μέτρο « νά Τόν παιδεύσει καί νά Τόν ἀπολύσει» ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι μέ αὐξανόμενο θόρυβο ζητοῦσαν νά Τόν σταυρώσει. Ἀπολύει τόν ληστή καί τόν φονιά Βαραββᾶ τόν Ἰησοῦ Χριστό παραδίδει γιά νά μαστιγωθεῖ. Κατά τήν μαστίγωση ὁ κατάδικος γυμνωνόταν καί δενόταν γυμνός καί σκυφτός σέ κολῶνα καί ἐπί τῶν γυμνῶν νώτων του κατεφέροντο τά δερμάτινα λουρίδια τοῦ μαστιγίου στά ὁποῖα ἐκρέμωντο τεμάχια ὀστῶν καί μολύβια. Πολλές φορές τό μαστίγιο ἔπιπτε στό πρόσωπο καί στά μάτια. Αὐτή ἦταν τιμωρία τόσο βδελυρή καί ἀπαίσια ὥστε συνήθως ὁ δέσμιος λιποθυμοῦσε καί πολλές φορές πέθαινε ἀπό τούς πόνους. Μετά τήν φοβερή αὐτή ὠμότητα μαστιγώσεως ἀκολούθησε ὁ τρίτος καί πικρότερος προπηλακισμός ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Χριστοῦ ὡς Βασιλέως. Ὅταν ἐκορέσθη ἡ ἀγριότης τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν ὁ Πιλᾶτος ὁδήγησε τόν Ἰησοῦ Χριστό ἐνδεδυμένο τήν περιπαικτική κόκκινη χλαμύδα, τό ἀγκαθωτό στεφάνι, κρατῶντα τόν κάλαμο καί Τόν ἐπιδεικνύει στό πλῆθος μέ τήν φράση «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἡ μαστίγωση καί ὁ ἐμπαιγμός ἐπιβλήθηκαν ὡς βασανισμός γιά νά Τόν ἀφήσει ἐλεύθερο.
Ἀλλά τό πλῆθος τῶν Ἰουδαίων δέν ἱκανοποιήθηκε ἀπό τόν βασανισμό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτό ἐξεράγη σέ κραυγές ἐπιμένοντας «Σταύρωσον. Σταύρωσον αὐτόν», δέν θεώρησαν ἀρκετή τήν τιμωρία τοῦ Ἀθώου.
Ἁπλή ἡ θέα Ἐκείνου μέ τήν ἀνεκλάλητη αἰσχύνη Του καί τήν λύπη Του ἤλπιζε νά διεγείρει τόν οἶκτο. Ματαίως ὁ εἰδωλολάτρης στρατιώτης ἐπικαλεῖται τήν φιλανθρωπία παρά τοῦ Ἰουδαίου Ἀρχιερέως τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά δέν δονήθηκε ἀπό παλμό ἐλέους οὔτε ἡ φωνή τοῦ Πραίτωρος διέκοψε τόν μονότονο ὠρυγμό «Ἆρον, Ἆρον ! Σταύρωσον αὐτόν».
Ὁ Πιλᾶτος μέ ἄκρα ἀηδία εἶπε στούς Ἰουδαίους «ὅτι οὔχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν» πάρτε Τον καί σταυρῶστε Τον εἶναι ἡ τρίτη φορά πού διακηρύσσεται ὁ Κύριός μας ὡς ἀθῶος.
Ἐνῶ τούς ἐπιτρέπει νά Τόν σταυρώσουν, οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἀρκοῦνται, Τόν θέλουν συνένοχο, δέν ἐπιδιώκουν σιωπηλή ἐπίνευση, ἀλλά ἀπόλυτη κύρωση τῆς ἀπόφασής τους. Γι’ αὐτό δηλώνουν «Ἡμεῖς νόμον ἔχωμεν καί κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτόν Υἱόν Θεοῦ ἐποίησεν». Ὁ χαρακτηρισμός «Υἱός Θεοῦ» ἀκατανόητος γιά τόν εἰλωλολάτρη προκάλεσε τήν ἔκπληξη του γι’ αὐτό καί ἐπανέρχεται ἔμφοβος πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τόν ἐρωτᾶ «πόθεν εἶ σύ;». Ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπήντησε, καί ὁ Πιλᾶτος ἐξοργίσθηκε ἐπιτιμώντας τόν Ἰησοῦ ὅτι δέν συμπεριφέρεται σωστά πρός αὐτόν πού ἔχει ἐπάνω τήν ἐξουσία ζωῆς ἤ θανάτου καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπήντησε ὅτι ἡ ἐξουσία του εἶναι δοτή.
Μέ ταραγμένη τήν συνείδηση ὁ Πιλᾶτος ἐπιχειρεῖ τήν τελευταία προσπάθεια νά Τόν σώσει. Τόν ὁδήγησε στό λαμπρό λιθόστρωτο «Γαββαθά» μέ τά πράσινα μάρμαρα καί εἶπε στό λυσσόν πλῆθος «Ἴδε ὁ βασιλεύς ὑμῶν». Ἀλλά στούς Ἰουδαίους ἦτο αἰσχρόν ὄνειδος τό νά ὀνομάζει βασιλέα τους τό μαστιγωμένο Ἐκεῖνο Δεσμώτη.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἄν καί ἀπεστρέφοντο τήν Ρώμη ἐκραύγασαν ὅτι τόν μοναδικό Βασιλέα πού ἀναγνώριζαν εἶναι ὁ Καίσαρας καί ὅτι ἄν ὁ Πιλᾶτος ἀθώωνε Αὐτόν πού διατείνεται ὅτι εἶναι ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων δέν θά ἦταν φίλος τοῦ Καίσαρα.
Ὁ Πιλᾶτος ἀναλογίσθηκε τότε τόν Τιβέριο τόν γηραιόν κακοῦργο αὐτοκράτορα «τόν πλήρη ἐλκῶν καί πυρετῶν καί ἔχοντα ἐννέα ἤδη λέπρας». Τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε καταντήσει περισσότερο ἀπό ἄλλοτε μισάνθρωπος καί θηριώδης, ἐπειδή εἶχε ἀνακαλύψει τήν προδοσία τοῦ μόνου φίλου του Σεϊανοῦ στόν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος ὄφειλε τήν θέση του.
Τότε ὁ Πιλᾶτος ἔνιψε τά χέρια του ἀλλά ὄχι καί τήν συνείδησή του θέλοντας νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν εὐθύνη γιά τήν θανάτωση ἑνός ἀθώου.
Ὁ Ἰουδαϊκός ὄχλος ἀνέλαβε τήν εὐθύνη τοῦ θανάτου κραυγάζοντας «τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» (Ματθαίου κζ΄ 25) καί «τότε παρέδωσε αὐτόν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθεῖ» (Ματθαίου κζ΄ 26).
Α΄ Ἡ δίκη συνοπτικῶς
1η φάση Ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως Ἄννα
Ἐρώτηση περί τῶν Μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς διδασκαλίας Του.
Ράπισμα ὑπό δούλου τοῦ Ἀρχιερέως.
2η φάση Ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως Καϊάφα
Ψευδοπροφῆτες
Ἐρώτηση ἐάν εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὁ Καϊάφος ἐκλαμβάνει τήν καταφατική ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ὡς βλασφημία καί διαρηγνύει τά ἱμάτιά του. Ὁ Χριστός κρίνεται «ἔνοχος θανάτου».
3η φάση Ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων
Ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἐρώτηση ἐάν ὁ Κύριος εἶναι ὁ Μεσσίας καί ἐπαναλαμβάνει τήν δήλωση πού εἶχε κάνει ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως Καϊάφα. Τό Συνέδριον ὁριστικά καταδικάζει σέ θάνατο τόν Κύριο. Ἀλλά τήν ἐκτέλεση τῆς θανατικῆς ποινῆς ἔπρεπε νά ἐπικυρώσει ὁ πολιτικός Διοικητής δηλαδή ὁ Πόντιος Πιλᾶτος.
4η φάση Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου α΄ μέρος
Προσάγεται μέ τριπλή κατηγορία
α΄. Διαστροφή τοῦ Ἔθνους
β΄. Ἄρνηση καταβολῆς φόρων
γ΄. Ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι κοσμικός Βασιλεύς
Ὁ Πόντιος Πιλᾶτος δέν διαπιστώνει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «ἔνοχος θανάτου»
5η φάση Ἐνώπιον τοῦ Ἡρώδου Ἀντίπα
Ὁ ἕτερος Ρωμαῖος Διοικητής ἀφοῦ περιέπαιξε καί χλεύασε τόν Κύριο μέ τούς στρατιῶτες του δέν Τόν κατεδίκασε.
6η φάση Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου β΄ μέρος
α΄. Ἐρώτηση Πιλάτου «Σύ εἶ ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;»
β΄. Μαστίγωση
γ΄. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» καί τέλος
δ΄. «Ἴδε ὁ βασιλεύς ὑμῶν»
Ὁ Πιλᾶτος νίπτει τά χέρια του ὅτι δέν ἔχει εὐθύνη γιά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ καί παραδίδει τόν Κύριο γιά νά σταυρωθεῖ
Β΄ Ἀπόπειρες τοῦ Πιλάτου
νά ἐλευθερώσει τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό
α΄. Ἀποστολή στόν Ἡρώδη
β΄. Νά δοθεῖ χάρη ἕνεκα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα (Βαραββᾶν ἤ Ἰησοῦν)
γ΄. Ἐμπαιγμός ὑπό τῶν στρατιωτῶν
(ἀκάνθινο στέφανο, χλαμύδα, κάλαμος, - «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»
δ΄. Φόβος ὅταν ἄκουσε ὅτι εἶπε ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
ε΄. «Ἴδε ὁ βασιλεύς ὑμῶν».
Γ΄. Ὁ Κύριος τρεῖς φορές κηρύχθηκε ἀθῶος
δύο (2) ἀπό τόν Πιλᾶτο
- «ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰωάννου ιη΄38 )
- «ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν» (Ἰωάννου ιθ΄ 12)
καί μία (1) ἀπό τόν Ἡρώδη Ἀντίπα :
«εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ ῾Ηρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ»
(Λουκᾶ κγ΄ 10-11)
[1] «Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν» Ἰωάννου ιβ΄ 19.
[2] «Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ᾿Ιουδαίων συνέλαβον τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς ῎Ανναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. ᾿Ηκολούθει δὲ τῷ ᾿Ιησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον. λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί. εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ' αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. ῾Ο οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν ᾿Ιησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ ᾿Ιουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. τί με ἐπερωτᾷς; ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ράπισμα τῷ ᾿Ιησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ ῎Αννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα» (Ἰωάννου ιη΄ 12-24)
[3] «Εἰ κακῶς ἐλάλησα μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς τὶ μὲ δέρεις» Ἰωάννου ιη΄ 23.
[4] «Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν, καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν. καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί. τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;»
[5] «Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον».
[6] Μάρκου ιδ΄ 58.
[7] «Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;» Ματθαίου κστ΄ 62.
[8] «Εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» Ματθαίου κστ΄ 63.
[9] «Σὺ εἶπας καὶ ὄψεσθε τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» Ματθαίου κστ΄ 64.
[10] «Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν. εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε, ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε· ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. εἶπον δὲ πάντες· σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι. οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ».
[11] «Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ρῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν. συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω. ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι»
[12] «Καί εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· σὺ λέγεις. καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον. Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο. ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν. καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ. καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν»
[13] «Καί ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον. ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις. ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.....Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. ἀλλ᾿ οὐδὲ ῾Ηρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ. παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα. ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν· ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν. πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν ᾿Ιησοῦν. οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν,ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν»
[14] «Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε. καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτὸν καὶ ἔλεγον· χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ραπίσματα. ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει. ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς ᾿Ιουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ».
[15] Ἰωάννου ιη΄ 29.
[16] «Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας ῾Ηρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς ῾Ηρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ ῾Ηρῴδης ἰδὼν τὸν ᾿Ιησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ ῾Ηρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ. ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε ῾Ηρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς».
[17] Λουκᾶ κγ΄ 11.