Κυριακή Παραλύτου
«καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια
ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς».
Ὡραῖο, ἀλλὰ καὶ πολὺ συμβολικὸ εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας, ποὺ καθὼς διηγεῖται τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀνέστησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Ἰόππη. Στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, λεγόταν Ταβιθὰ καὶ στὴν ἑλληνικὴ Δορκάς. Ἡ Δορκὰς εἶναι τὸ εὐγενικὸ καὶ εὐκίνητο ζῶο , ποὺ σήμερα τὸ λέμε ζαρκάδι. Αὐτὸ λοιπόν, τὸ ὄμορφο καὶ τόσο χρήσιμο ζαρκάδι, ποὺ στόλιζε τὴν ἀρχαία ἐκκλησία, ἐπανέφερε στὴν ζωὴ ὁ κορυφαῖος μαθητὴς τοῦ Κύριου ὕστερα ἀπὸ τὰ κλάματα καὶ τὶς παρακλήσεις τῶν ἄλλων γυναικῶν, ποὺ κοπίαζαν μαζὶ μὲ τὴν Ταβιθὰ στὰ ἔργα της εὐποιΐας.
Ἡ Δορκὰς δὲν ἦταν ἕνα ἁπλὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἡ εὐκίνητη, γρήγορη καὶ ἀκοίμητη σαΐτα, ποὺ ἀδιάκοπα πηγαινοερχόταν στὸν ἀργαλειὸ τῶν καλῶν ἔργων, μιὰ γυναῖκα πλούσια σὲ χριστιανικὴ ἐνεργητικότητα, μιὰ πρωταθλήτρια τῆς ἐλεημοσύνης.
Γνώριζε πολὺ καλὰ ἡ Δορκάς, πὼς ὅλα εἶναι μάταια, καὶ προσευχὲς καὶ λόγια καὶ τύποι, ἂν δὲν πλημμυρίζει ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλαλληλία. Ὁ Κύριος, στὸ ἅγιο εὐαγγέλιο του, εἶπε τὴν ἀγάπη πρώτη του ἐντολή. Τὴν ἔβαλε μέσα στὸ ἀνάκτορο τῶν ἀρετῶν, πάνω στὸν βασιλικὸ θρόνο. Χωρὶς τὴν ἀγάπη, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπομένει κούφια λέξη. Χωρὶς αὐτὴ καὶ τοὺς πλούσιους καρπούς της, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λογαριαστεῖ ἄξιος ἀκόλουθος καὶ μιμητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτή, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ περάσει τὸ κατώφλι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ἡ Δορκὰς δὲν ἔδινε νυσταγμὸ στὰ βλέφαρα της, δὲν ἄφηνε τὴν κόπωση νὰ κυριεύσει τὸ σῶμα της, δὲν ἔχανε καθόλου τὸν καιρό της, χωρὶς νὰ ἐκπληρώνει τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Θυμόταν πάντα, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ ἐπειδὴ ἤθελε διαρκῶς νὰ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν σωτῆρα της, τὸν γλυκύτατο νυμφίο Χριστό, ἀνέπνεε στὴν ἀγάπη, σκεφτόταν μὲ ἀγάπη, κινιόταν ἀπὸ ἀγάπη, ἐργαζόταν τὴν ἀγάπη.
Οἱ χριστιανοί τῆς Ἰόππης τὴν εἶχαν καμάρι τους καὶ οἱ ἄγγελοι ἔσκυβαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν θαύμαζαν. Κοινὴ ἦταν ἡ εὐχὴ στὸ θεῖο Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας νὰ φυλάει γιὰ πολὺ καιρὸ κάτω στὴ γῆ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο πλάσμα. Καὶ τὶς ἴδιες προσευχὲς ἔκαναν καὶ οἱ συνεργάτιδές της, οἱ χῆρες, ποὺ πῆγαν στὸν Πέτρο καὶ δείχνοντας του μὲ κλάματα τὰ ροῦχα καὶ τὰ ἄλλα ἐργόχειρα, ποὺ ἔφτιαχνε μαζί τους ἡ Δορκάς, τοῦ ζήτησαν νὰ τὴν ἀναστήσει.
Τὸ θαῦμα, ποὺ ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, εἶναι μεγάλο καὶ καταπληκτικό. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, βέβαια, ποὺ συναντᾶμε μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ μιὰ ἀνάσταση νεκροῦ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀναφέρεται ἕνα παρόμοιο θαῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία, ποὺ σήκωσε ἀπὸ τὸν θάνατο ἕνα παιδί, στὴν πόλη Σαρεπτά τῆς Σιδῶνος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔκανε τρεῖς Ἀναστάσεις: τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, τῆς μικρῆς κόρης τοῦ ἀρχισυνάγωγου στὴν Ἰεριχώ, καὶ τοῦ φίλου του Λαζάρου στὴν Βηθανία. Ἐπίσης, ξεφυλλίζοντας τὴν Καινὴ Διαθήκη παρακάτω, βλέπουμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, στὴν Τρωάδα νὰ ἀνασταίνει ἕνα παλικαράκι, τὸν Εὔτυχο ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν ὀροφὴ στὸ δάπεδο, ἔχοντάς τον πάρει ὁ ὕπνος, καθὼς ὁ Ἀπόστολος κήρυττε περασμένα μεσάνυχτα.
Ἡ ἀνάσταση, ὅμως, τῆς Δορκάδος ἀπὸ τὸν Πέτρο, ἔχει μιὰ ξεχωριστὴ σημασία. Φαίνεται, ἀνάμεσα σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ παρόμοια περιστατικά, σὰν ἡ πιὸ ἀναγκαία, σὰν ἡ πιὸ ἀπαραίτητη. Ἂν ὑπῆρχε μιὰ περίπτωση, ποὺ θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο στὸ Θεὸ νὰ μὴ ἀπαντήσει μὲ ἕνα τέτοιο θαῦμα, αὐτὴ ἡ περίπτωση εἶναι ἀσφαλῶς της Δορκάδος. Οἱ προσευχές, ποὺ ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό, τὰ λόγια καὶ τὰ δάκρυα τῶν χήρων πρὸς τὸν Πέτρο, κίνησαν εὔκολα τὸ θεῖο ἔλεος καὶ τὴ θεία δύναμη. Καὶ ἡ Δορκάς, τὸ ὄμορφο καὶ εὐλύγιστο ζαρκάδι, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν κάτω στὸν ἄνω παράδεισο, παραχωρήθηκε πάλι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἰόππης.
Ἦταν πραγματικά, πολὺ χρήσιμη, ἀπαραίτητη ἡ γυναῖκα αὐτὴ στὴν κάτω Ἐκκλησία. Ἡ ἀεικίνητη ἀγάπη της, ἡ ἀγάπη ἐκείνη ποὺ ἀνταποκρινόταν πλούσια σὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες, ἦταν ἕνας ζωντανὸς πυρσὸς τοῦ Ἁγίου πνεύματος, ποὺ φώτιζε καί ἀναγεννοῦσε καὶ στήριζε τὶς ψυχές. Ἔνσαρκη μετάφραση τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ τὴν διάβαζαν στὸ ἔργο τῆς ἀγάπης οἱ χριστιανοὶ καὶ καταλαβαίνουν ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Δορκὰς μὲ τὸ παράδειγμά της, ἦταν γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἰόππης ὁ ἐπιούσιος πνευματικὸς ἄρτος. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ ψωμί της ἐνεργοῦ, τῆς ἀκούραστης, τῆς πλούσιας ἀγάπης, τρέφονταν οἱ ψυχὲς καλύτερα ἀπὸ κάθε κήρυγμα.
Ἂν ἐκλείψουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τέτοια παραδείγματα, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι περιττὰ καὶ μάταια. Τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀκούγεται, καταντᾶ ἄδειος λόγος. Τὰ μυστήρια, ποὺ τελοῦνται, δὲν καρποφοροῦν. Καὶ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ κόσμου πάνω στὸν λυχνοστάτη, ἡ χριστιανοσύνη γίνεται λυχνάρι σκεπασμένο ἀπὸ τὸν μόδιο. Καὶ ἀπὸ «πόλις κειμένη ἐπάνω ὄρους», καταπίνεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι.
Ἡ χριστιανοσύνη τῶν ἡμερῶν μας δὲν ἔχει ἀρκετὲς δορκάδες εἶναι φτωχὴ σὲ ἀγάπη. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν φωτίζει πολὺ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε κάτι ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐψύγει», ψυχράθηκε δηλαδὴ καὶ ἔχασε ὁ κόσμος τὴν φλόγα της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σήμερα φτωχὴ σὲ ἀγάπη. Δὲν ἔχει ὁ νοητὸς κῆπος της νὰ ἐπιδείξει πολλὰ ζαρκάδια τῆς ἀγάπης. Ὅπως ἦταν ἡ γυναῖκα ἐκείνη, ποὺ ἀνάστησε ὁ Πέτρος.
Γι' αὐτὸ ἀδελφοί μου, γιὰ ὅσες δορκάδες ξέρουμε, ἂς παρακαλοῦμε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ τίς φυλάσσει ἀνάμεσά μας, νὰ μὴν βιαστεῖ νὰ τὶς πάρει στὴν βασιλεία του, ὅπως τὸ ἀξίζουν. Γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους μονάχα οἱ χριστιανικὲς ψυχὲς εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, τὸ φῶς τῆς ἐκκλησίας, τὸ καύχημα τῆς χριστιανοσύνης, Ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε μάταια στὸν κόσμο.
Καὶ στὴν προσευχή μας αὐτή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂς ἑνώσουμε καὶ ἕνα πόθο. Πῶς νὰ ἀνάψουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας μας, ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης. Πῶς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπραξία μας καὶ νὰ μεταβληθοῦμε σὲ τέτοια ὡραῖα ζαρκάδια τοῦ Θεοῦ.