«Ἁλιεῖς ἀνθρώπων»
Κυριακή Β΄ Ματθαίου
«δεῦτε ὀπίσω μου
καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»
(Ματθαίου δ΄, 19)
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί ἀδερφοί, μᾶς μιλᾶ γιά τό κάλεσμα τῶν πρώτων μαθητῶν ἀπό τόν Κύριο. Οἱ μαθητές αὐτοί ἦταν δύο ζευγάρια ἀδελφῶν. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ Πέτρος καί ὁ Ἀνδρέας καί ἀπό τό ἄλλο ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης.
Τούς καλεῖ λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς νά τόν ἀκολουθήσουν καί νά γίνουν μύσται του. Καί ἐκεῖνοι παρατοῦν εὐθύς πλοῖα καί δίχτυα καί δικούς τους καί τόν ἀκολουθοῦν. Ἄκουσαν τήν πρόσκλησή του. Τούς ἄρεσε πολύ ἡ ὑπόσχεση, πού τούς ἔδωσε. Δέν τήν πολυκατάλαβαν ἴσως. Ἀλλά ἔνιωσαν, πώς ὁ Κύριος τούς χρειαζόταν, τούς θεωροῦσε κατάλληλους γιά τό ἔργο του. Καί ὅτι ἡ καινούργια τους ἀπασχόληση θά ἦταν πολύ πιό σπουδαία. Τί τούς ὑποσχέθηκε; «Ἐλᾶτε πίσω μου, τούς εἶπε, καί θά σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων».
Τήν τέχνη, πού εἴχατε, δέν θά τήν ἐγκαταλείψετε ὁλότελα. Καί κοντά μου τήν ἴδια περίπου ἀσχολία θά ἔχετε. Δίχτυα θά ρίχνετε μέσα στή νύχτα τοῦ κόσμου καί θά ψαρεύετε στά νερά τῆς ἁμαρτίας τίς ψυχές.
Οἱ τέσσερις ἀδελφοί ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα του. Ἄφησαν τίς δικές τους βάρκες καί πῆγαν νά πιάσουν δουλειά στήν τράτα τοῦ Ἰησοῦ. Ἕνα ἀόρατο πλοῖο πού δέν ἦταν ἄλλο ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὁ Ἀνδρέας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης ἔμαθαν ἀπό τόν θεῖο ἐργοδότη τους τήν τέχνη τοῦ ὑπερφυσικοῦ ψαρέματος, στό ὁποῖο προβιβάστηκαν ἀπό τή μιά ὥρα στήν ἄλλη. Ὁ Ἰησοῦς, μέ τήν κατιδίαν διδαχή, πού ἔκανε στούς Ἀποστόλους του, τούς καθόρισε ὅλους τούς τρόπους τῆς δουλειᾶς τους. Τούς ἔμαθε πρῶτα-πρῶτα νά μήν ὑπερηφανεύονται, ἀλλά νά θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἁπλό ὄργανο δικό του. Τούς παρέδωσε τό θεῖο του εὐαγγέλιο καί τούς δίδαξε πώς νά τό ρίχνουν σάν δίχτυ στίς ψυχές γιά νά τίς αἰχμαλωτίζουν σέ αὐτό. Τούς προφύλαξε ἀπό τούς κινδύνους τοῦ ὑλικοῦ πλούτου καί τῆς ἀνθρώπινης σοφίας λέγοντάς τους ὅτι δέν ἔπρεπε νά παίρνουν στόν ἀποστολικό τους δρόμο, οὔτε δισάκι καί νά μή φοροῦν οὔτε ὑποδήματα, καθώς ἐπίσης καί ὅτι τό πνεῦμα τό ἅγιο θά τούς ὁδηγοῦσε σέ ὅλη τήν ἀλήθεια, χωρίς νά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν σοφία τοῦ κόσμου τούτου. Τούς προειδοποίησε, ὅτι τό ψάρεμα πού θά ἔκαναν, θά ἦταν πολύ πιό κοπιαστικό ἀπό τό ἄλλο ἐκεῖνο πού ἤξεραν. Ὅτι θά ἀντιμετώπιζαν τρικυμίες δινές, πού θά ξεσήκωνε ἐναντίον τους μέ διωγμούς ὁ διάβολος. Καί ὅτι στό τέλος, σχεδόν γιά ὅλους, θά ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ὅτι θά παρέδιδαν τό πνεῦμα ὄχι πάνω σέ κανένα μαλακό κρεβάτι, ἀλλά στό πόδι.
Ὅλα αὐτά τά μεγάλα πράγματα τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Ἰησοῦς κι ἐκεῖνοι τά δέχτηκαν μέ προθυμία μέ ἁπλότητα μέ πίστη μέσα στό στῆθος τους. Καί ὅταν, φωτισμένοι καί δυναμωμένοι ἀπό τίς φλόγες τοῦ Παράκλητου, κατά τήν Πεντηκοστή. Ξεκίνησαν γιά τό ὑπερφυσικό του ἔργο, συμπεριφέρθηκαν ἀκριβῶς σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού εἶχαν πάρει.
Δέν λιποψύχησαν μπροστά στά ἐμπόδια, τούς κόπους καί τίς ἀντιξοότητες. Δέν παρασύρθηκαν ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἀναπαύσεως. Δέν πρόδωσαν τόν Κύριο τούς σέ ὅ,τι περιμένει ἀπό αὐτούς.
Ξανοίχτηκαν ὄχι πιά σέ μιά λίμνη, ὅπως ἦταν ἡ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ἀλλά στήν Οἰκουμένη. Καί ἄρχισαν μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, νά σαγηνεύουν τούς ἀνθρώπους καί νά τούς τραβοῦν πάνω στό σωτήριο σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, σκύβοντας ἀπό τήν κουπαστή της καί λαχταρώντας πάνω ἀπό τά βάθη τῆς ἁμαρτίας νά μήν τούς ξεφύγει καμιά ψυχή, πού ἔπλεε μέσα σέ αὐτά.
Πολλές φορές, κατά τίς ἀποστολικές τους πορεῖες καί ἔννοιες, θά θυμήθηκαν, ἀγαπητοί μου ἀδερφοί, ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τά λόγια ἐκεῖνα. Μέ τά ὁποῖα τούς εἶχε καλέσει ὁ Κύριος καί πού τότε δέν θά τό εἶχαν βαθιά ἐννοήσει: «ἐλᾶτε πίσω μου καί θά σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων». Καί οἱ καρδιές τους θά πλημμύριζαν ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Χριστό γιά τό ἔργο αὐτό, πού τούς εἶχε ἀναθέσει καί πού ἦταν τό πιό ἔνδοξο τό πιό μεγάλο ἀπό τά ἐπίγεια ἔργα.
Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως, δέν ὑψηλοφρονοῦσαν. Ἤξεραν πώς ὅλα τους ἐκεῖνα τά θαυμαστά κατορθώματα ὀφείλονταν στήν χάρη τοῦ Κυρίου τους. Καί γι’ αὐτό δέν ἔβρισκαν ἄλλο τίτλο πιό ποθητό πιό ἀκριβό, πιό δίκαιο γιά τόν ἑαυτό τους ἀπό τίς λέξεις «δοῦλος Θεοῦ». Αὐτές ἔθεταν δίπλα στό ὄνομα τους, ὅταν ἔγραφαν τίς Ἐπιστολές τους στούς Χριστιανούς, παρέχοντας ἔτσι κι σέ ἐμᾶς τό παράδειγμα νά μήν ἀποδίνουμε καμιά ἀξία στόν ἑαυτό μας, ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά ἁπλώνεται τό εὐαγγέλιο γύρω μας.