ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Οι Ισραηλίτες πίστεψαν ότι ο Μεσσίας, ο Χριστός, θα ήταν δικός τους μόνο Σωτήρας ,ένας εγκόσμιος βασιλιάς, που θα αποκαθιστούσε ισχυρό, ένδοξο και σεβαστό το Βασίλειο τους. Αλλά και οι δώδεκα μαθητές του Κύριου τα ίδια πίστευαν, έλπιζαν, και περίμεναν. Έπρεπε όμως, προπαντός αυτοί, να απαλλαγούν από την πλανημένη αυτή αντίληψη · να κατανοήσουν σαφώς ότι ο Χριστός ήταν Σωτήρας όλων των ανθρώπων και ότι το αυριανό έργο τους, ως αποστολών του Χριστού, θα απέβλεπε σε όλη την οικουμένη · θα ήταν οι οικουμενικοί διδάσκαλοι. Βεβαίως δίδαξε ο Χριστός, ότι υπήρχαν και άλλα πρόβατα έξω από τα όρια της αυλής του Ισραήλ, ανυπολόγιστος αριθμός καλοπροαίρετων ανθρώπων, τους οποίους έπρεπε να καλέσει στη σωτηρία. Είχε πει ότι από Ανατολών και δυσμών, από όλα τα σημεία του κόσμου, θα πιστέψουν και θα γίνουν πολίτες της βασιλείας του αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων. Αλλά οι μαθητές δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίσουν το βάθος και το πλάτος αυτής της διδασκαλίας. Έπρεπε να τους δοθεί ένα εποπτικό μάθημα, ώστε οι ίδιοι να ομολογήσουν, ότι και οι ειδωλολάτρες ήταν άξιοι σωτηρίας και να παρακαλέσουν μάλιστα το Χριστό για αυτούς.
Και ιδού ότι παρέλαβε ο Κύριος αυτούς τους δώδεκα μαθητές, εξήλθε πέραν από τα όρια της Γαλιλαίας και εισήλθε στην ειδωλολατρική περιοχή της Φοινίκης, των αρχαίων πόλεων Τύρου και Σιδώνος. Εκεί όμως μια ειδωλολάτρισσα, η οποία είχε προφανώς πολλά ακούσει περί αυτού, για την αγάπη του προς όλους και μάλιστα προς τους ασθενείς και πάσχοντες, για τα αναρίθμητα θαύματα του, θεραπεία ασθενών και εκδίωξη δαιμόνιων, τον αναζήτησε και έσπευσε εις συνάντηση του.
Βρισκόταν αυτή υπό το κράτος μεγάλης θλίψεως, φοβέρας και ανυπέρβλητου δοκιμασίας. Η κόρη της βασανιζόταν φρικτά από έναν κακούργο δαιμόνιο. Η ταλαιπωρία της κόρης ήταν δικός της οξύς πόνος. Πίστευε, ότι μόνο ο Χριστός μπορούσε να εκδιώξει το πονηρό δαιμόνιο. Και λοιπόν, έτρεξε προς το Σωτήρα και με κραυγή ισχυρή, που μαρτυρούσε όχι μόνο τον πόνο της ως μητέρας, αλλά και τη βαθιά της πίστη, παρακαλέσε θερμώς το Χριστό, να την λυπηθεί, να την ελεήσει, θεραπεύοντας την κόρη της. « Ἐλέησον μέ Κύριε Υἱέ Δαυίδ · ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται ». Σε μένα, την πονούσα μητέρα, θα δείξεις το έλεος σου και θα κάνεις το θαύμα σου. Κύριε, γιε Δαυίδ, δίωξε από την κόρη μου το πονηρό δαιμόνιο.
Εμπρός σε αυτή την τόσο ζωντανή πίστη και τη θερμή παράκληση θα περίμενε κανείς να δει το Χριστό, να απαντά αμέσως, να προσφέρει το έλεος του, να αποδέχεται την ικεσία της μητέρας και να θεραπεύσει την κόρη. Αλλά προς μεγάλη έκπληξη και αυτών ακόμη των μαθητών φάνηκε, ότι δεν έδιδε καμία σημασία στην ταλαίπωρη εκείνη μητέρα, ότι αδιαφορούσε στη σπαρακτική δέηση της ,ότι δεν πρόσεχε τη θερμή πίστη της. Δεν της απάντησε καθόλου. Σε καμιά άλλη περίπτωση δεν είχε δείξει ο Κύριος τέτοια ψυχρότητα και αδιαφορία. Επειδή όμως εκείνη επέμενε στην όλο θερμή παράκληση της μεσιτεύσαν για αυτήν οι ίδιοι οι μαθητές. « Κύριε, τοῦ εἶπαν, ἄκουσε καί κάνε δεκτή τήν παράκλησή της. Λυπήσου τήν. Κάνε αὐτό, πού μέ τόσο πόνο ψυχῆς σου ζητεῖ, καί ἀφῆστε τήν νά φύγει. Μᾶς ἀκολουθεῖ ἀπό κοντά καί κράζει τόσο σπαρακτικά »! Οι μαθητές συγκινήθηκαν, θαύμασαν την πίστη και την επιμονή της και, Ιουδαίοι αυτοί, παρεκάλεσαν το διδάσκαλο να ελεήσει μια αλλοεθνή , μία ειδωλολάτρισσα.
Όμως η καρδιά του Χριστού είχε πλημμυρίσει πολύ περισσότερο από την καρδιά των μαθητών με απέραντη συμπάθεια προς την ταλαίπωρη εκείνη μητέρα, αλλά και με αγαλλίαση για την πίστη της. Εν τούτοις εξακολουθούσε να φαίνεται άκαμπτος. Εκείνη εξακολουθούσε συνεχώς να κράζει και αυτός σιωπούσε. Οι μαθητές παρακαλούσαν πάλι και αυτός φαίνεται ανυποχώρητος, είχε όμως το σκοπό του. Θα εκπληρώσει το αίτημα της. Αλλά έπρεπε να λάμψει περισσότερο η πίστη, ή επιμονή και η ταπεινοφροσύνη της. Έπρεπε να εννοήσουν καλά οι μαθητές, ότι και οι ειδωλολάτρες είναι άξιοι του ελέους του, περισσότερο μάλιστα από τους Εβραίους. Η απάντηση του Χριστού προς τους μαθητές ήταν, ότι « ἐγώ δέν ἔχω σταλεῖ παρά μόνο γιά τά χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ».
Η απάντηση αυτή , φαινομενικά σύμφωνη προς τις προκαταλήψεις των μαθητών, αποκαρδιωτική όμως για την Χαναναία με τον τρόπο που ελέχθη, ικανή να απελπίσει οποιονδήποτε, δεν είναι αποθάρρυνε, δεν επισκίασε την πίστη της. Ήλθε αυτή μπροστά στον Ιησού, έπεσε με ευλάβεια πολύ στα πόδια του, τον προσκυνούσε και επαναλάμβανε : « Κύριε, βοήθησε μέ ».Η νέα απάντηση του Κυρίου ήταν περισσότερο αποκαρδιωτική για αυτήν . « Δέν εἶναι καλό, εἶπε, νά πάρει κανείς τό ψωμί ἀπό τά παιδιά του καί νά τό πετάξει στά σκυλάκια » . Οποιοσδήποτε άλλος θα απογοητευόταν, ίσως και θα διαμαρτυρόταν διότι θα είχε αποκληθεί « σκυλάκι ».Η Χαναναία όμως όχι. Με μια αξιοθαύμαστη ετοιμότητα, που της έδινε η πίστη και η ταπεινοφροσύνη της απάντησε, « ναί, Κύριε, σωστό εἶναι αὐτό, ἀλλά καί τά σκυλάκια τρῶνε ἀπό τά ψίχουλα, πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους »!
Τι άλλο χρειάζεται , για να λάμψει η μεγάλη πίστη της; Ποιο περισσότερο εποπτικό και ριζοσπαστικό μάθημα χρειαζόταν, για να πειστούν οι μαθητές, ότι και οι ειδωλολάτρες είναι άξιοι της αγάπης του Χριστού και της σωτηρίας; Άφησε ο Κύριος τη φαινομενική αδιαφορία του, για να εκδηλώσει πλούσια πλέον τη στοργή, αλλά και την εκτίμηση, προς την γυναίκα εκείνη. Στράφηκε και προς αυτήν, της έπλεξε θερμό εγκώμιο, επαίνεσε την πίστιν, την οποίαν και τόσες άλλες αρετές συνόδευαν, και εκπλήρωσε το αίτημα της. « Ω γύναι, της είπε, μεγάλη σου η πίστις. Γεννηθήτω σοι ως θέλεις ». Και προσθέτει ο ιερός ευαγγελιστής ότι « Ιαθη η θυγάτηρ αυτής από της ωρας εκείνης ». Μυστική διαταγή δόθηκε από τον Κύριο οδικό κατά τη στιγμή εκείνη εναντίον του πονηρού πνεύματος. Και εκείνο , τρέμοντας ενώπιον της θειας δυνάμεως, έφυγε αμέσως από την κόρη, η οποία ανέκτησε πλήρη και απρόσβλητη πλέον από την επήρεια του πονηρού, την υγεία και γενικότερα την προσωπικότητα της.
Η Χαναναία υπήρξε και ένα σύμβολο. Εκπροσωπούσε ενώπιον των μαθητών ολόκληρο τον Εθνικό κόσμο. Ήταν κατά τη καταγωγή Συροφοίνισσα τα ειδωλολάτρισσα, Ελληνίς κατά την μόρφωσιν και Ρωμαία κατά την υπηκοότητα.
Από το συγκλονιστικό αυτό γεγονός ας πάρουμε και εμείς δύο, από τα πολλά, μεγάλα διδάγματα. Πρώτον, να επιμένουμε με πίστη στην προσευχή μας, έστω και αν δεν λαμβάνουμε άμεσα την απάντηση. Ο Κύριος μας ακούει πάντοτε, θα εκπληρώσει όμως το αίτημα στον καιρό, που αυτός κρίνει κατάλληλο. Αλλά και αν δεν μας δώσει αυτό, που του ζητούμε, θα μας χαρίσει άλλες δωρεές και ευλογίες. Η προσευχή έχει πάντοτε αγαθά αποτελέσματα για μας. Δεύτερον δε, ότι δεν πρέπει ποτέ να αποκλείουμε από τη σωτηρία κανέναν, έστω και αν είναι αμαρτωλός και ασεβής, ειδωλολάτρης και άθεος. Το έλεος του Κυρίου και οι σωτήριες ενέργειες της Πανάγαθου Πρόνοιας του είναι ανεξερεύνητες.