ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
Ο Θεός δεν θέλει να θλιβόμαστε και να πονούμε. Αυτός που εμφύτευσε σε μας τον πόθο της χαράς, θέλει να διερχόμαστε τις ημέρες της επιγείου ζωής μας με άνεση, με ειρήνη, με χαρά. Αλλά, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, όπως μας κατάντησε, εμάς και το περιβάλλον μας, η αμαρτία, η θλίψη είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή και σωτήρια. Είναι ένα από τα άριστα παιδαγωγικά μέσα και ιαματικά φάρμακα για την πνευματική μας θεραπεία και τόνωση.
Βλέπετε τον τυφλό της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Ποιός ξέρει, από πόσο χρόνο είχε χάσει το φως των ματιών του. Ζούσε μέσα σε ένα αδιαπέραστο σκοτάδι. Η νύκτα και η μέρα ήταν το ίδιο σκοτεινά για αυτόν. Άκουγε ανθρώπους, αλλά δεν τους αντίκριζε. Απολάμβανε τη θαλπωρή του ηλίου , αλλά δεν έβλεπε το γλυκό του φως. Αισθανόταν το άρωμα των λουλουδιών, αλλά δεν έβλεπε την ωραιότητα των χρωμάτων. Και επιπλέον ήταν φτωχός. Δεν είχε τα μέσα της συντηρήσεώς του, ούτε και τη δυνατότητα να εργαστεί, για να οικονομήσει τα προς το ζην. Προσπαθούσε να ζει από τις ελεημοσύνες των διαβατών. Χειμώνα- καλοκαίρι «ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτων», ιστορεί ο ιερός ευαγγελιστής. Κάπου εκεί σε κάποια κοσμοσύχναστη οδό καθόταν παράμερα, άπλωνε το χέρι του, θρηνολογούσε τη θλίψη του, και εκλιπαρούσε την ελεημοσύνη των περαστικών. «ἀδελφοί, θὰ ἔλεγε, βοηθῆστε ἕναν ταλαίπωρο τυφλὸ καὶ φτωχὸ». Μεγάλη θλίψη · τυφλός και πτωχός, μόνος και έρημος!
Αλλά Ιδού ότι η θλίψη αυτή του χάρισε ένα αφάνταστα μεγάλο καλό ή μάλλον πολλά μεγάλα καλά. Εν πρώτοις γιγάντωσε και έκαμε σταθερή ως βράχο την πίστη του προς το Χριστό. Ασφαλώς δεν είχε πληροφορηθεί τα περί του Χριστού, του «υἱοῦ Δαυὶδ». Πίστεψε, ότι αυτός, που έκανε πλήθος θαυμάτων, ήταν ο μόνος, που είχε την δύναμη και τη θέληση να το θεραπεύσει. Η πίστη αυτή φλόγισε τον πόθο να γνωρίσει το Χριστό, να τον πλησιάσει, να γονατίσει μπροστά του, να ζητήσει έλεός του. Ασφαλώς δε πολλές φορές θα είχε προσευχηθεί για αυτό προς τον Θεό. Και ξαφνικά κάποια ημέρα άκουσε μεγάλο θόρυβο πολλών βημάτων, ανθρώπους σε πυκνές μάζες που πεζοπορούσαν. Ήταν οι συνοδεύοντες τον Κύριο κατά την τελευταία αυτού πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Ρώτησε με δικαιολογημένη την περιέργεια ο τυφλός, ίσως και με κάποια ελπίδα, τι συμβαίνει, και εκείνοι του απήντησαν, ότι διέρχεται ο Ιησούς. Αυτός, επειδή δεν μπορούσε να δει, που μέσα στο πλήθος ήταν ο Χριστός, «ἐβόησε», έκραξε με όλη του τη δύναμιν, με φωνή, που την δυνάμωσε η πίστη, φώναζε και έλεγε : «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαβὶδ , ἐλέησον μὲ».
Οι άλλοι, ανάλγητοι στη συμφορά του τυφλού, ασυγκίνητοι από τη θέρμη και ικεσία του, τον επέπλητταν, τον διέταζαν να σιωπήσει, ίσως και διότι νόμιζαν, ότι κάποιο χρηματικό βοήθημα θα ζητούσε από τον Κύριο. Αυτός όμως να σιωπήσει; Αλλά περίμενε, ποιός ξέρει από πόσο χρόνο, αυτή την ποθητή συνάντηση. Δεν θα την άφηνε ανεκμετάλλευτη, όσο και αν τον πίεζαν οι άλλοι. Ή τώρα ή ποτέ, σκεπτόταν. Και λοιπόν επέμενε κράζων. Τι θα τον ωφελούσε η πίστη χωρίς την τόσο απαραίτητη ευλογημένη αυτή επίμονη; και ενώ οι άλλοι, ίσως με κάποιο βάρβαρο τρόπο και σκληρούς λόγους ήθελαν να τον υποχρεώσουν να σιωπήσει, «αὐτὸς πολλῶ μᾶλλον ἔκραζε Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον μὲ».
Και ιδού ότι η κραυγή του εισακούστηκε, η δέηση του έγινε δεκτή . Στάθηκε ο Ιησούς, έδωσε εντολή να οδηγήσουν τον τυφλό ενώπιον του, και τον ρώτησε «τί θέλεις νὰ σοὺ κάνω;» εκείνος απάντησε : «νὰ μοῦ δώσεις τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, θέλω νὰ ἀναβλέψω». Ο Πανάγαθος και παντοδύναμος Κύριος είπε «ἀναβλεψον ἡ πίστη σου σέσωκεσε» το μεγάλο θαύμα έγινε. Η τύφλωση των οφθαλμών παρήλθε, το σκότος διαλύθηκε, γεμάτος δε από απερίγραπτη χαρά είδε το Κύριο, είδε τους άλλους ανθρώπους, τον γύρω κόσμο και «ἠκολούθει τὸν Κύριο δοξάζων τὸν Θεὸν» αλλά «καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεω»
Η πίστη αμοίφθηκε, η επιμονή νίκησε, η θλίψη πέρασε και ο τέως τυφλός με ασυγκρίτως μεγαλύτερη πίστη τώρα ακολουθούσε το Κύριο για να πάρει μετά τη θεραπεία του σώματος και τη σωτηρία της ψυχής! Ευλογημένη θλίψη, θα έλεγε και θα ξανάλεγε · μου άνοιξες τα μάτια της ψυχής, για να γνωρίσω τον δρόμο του ουρανού!
Αλήθεια · ευλογημένη και τρισευλογημένη είναι η θλίψη, όταν τη βλέπει ο άνθρωπος και τη δέχεται ως έκφραση της αγάπης του Θεού, ως στοργική παιδαγωγία, εκ μέρους του Πανάγαθου πατρός, ως ένα αποτελεσματικό μέσο ηθικής καθάρσεως, ψυχικής τελειώσεως.
Τέτοια είναι κάθε θλίψη, και σε αυτό τον σκοπό αποβλέπει · να μας συνδέσει στενότερα προς τον Θεόν , να τονώσει περισσότερο την πίστη μας, να κάνει θερμότερη την προσευχή μας, να αποσπάσει το νου και την καρδιά μας από την αμαρτωλότητα του κόσμου και να μας προσανατολίσει προς τον Θεόν, προς τα ουράνια αγαθά. Βεβαίως πονάμε, ταλαιπωρούμεθα και υποφέρουμε κατά το διάστημα της θλίψεως. Αυτό άλλωστε σημαίνει και η λέξη, θλίψη. Αλλά η μεν θλίψη θα περάσει οπωσδήποτε. Η μεγάλη όμως ωφέλεια, η καλλιέργεια των αρετών, η πρόοδος στη πνευματική ζωή, η χαρά και η δόξα του ουρανού θα μένουν πασίχαρο αιώνιο κτήμα μας. Θλιβόμαστε ολίγον, για να χαρούμε αφάνταστα στους αιώνες των αιώνων! ο Απόστολος Παύλος γράφει, ότι «ἡ ὀλιγόχρονη , διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἐλαφρά, θλίψης, ἀπεργάζεται καὶ φέρνει ὡς κέρδος εἰς ἠμᾶς αἰώνιον βάρος δόξης, ὑπερβολικὰ μεγάλο καὶ ἀφάνταστο», όταν δεχόμαστε αυτήν με πίστη και αφοσίωση προς τον Θεόν.
Δώρο Θεού είναι η από το Θεό θλίψη. Ευχαριστία και δοξολογία πρέπει προς τον Θεό δι΄ αυτήν. Δεν θα παρακαλούμε βέβαια, το Θεό, να μας στέλνει θλίψεις. Αλλά όταν τις στέλνει, πρέπει να τις δεχόμαστε με χαρά, αποβλέποντες με πίστη στην ανεκτίμητο ωφέλεια, που μας φέρνουν. ΑΜΗΝ