ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ
ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Με τόλμη και παρρησία προφητική ο Απόστολος Παύλος αντιμετωπίζει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, ένα μεγάλο πρόβλημα της πρώτης Εκκλησίας, που σε τελευταία ανάλυση αναφέρεται στη σχέση του τύπου προς την ουσία. Η αξία του τύπου είναι σχετική και βρίσκεται πάντα σε σχέση ευθέως ανάλογη με την υπηρεσία που προσφέρει στην ουσία. Όταν μάλιστα πρόκειται περί θρησκευτικού τύπου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε η πιο πάνω σχέση έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί η ουσία εδώ δεν είναι άλλο παρά η λύτρωση του ανθρώπου.
Το πρόβλημα στην αρχαία Εκκλησία ήταν αν θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικές ή όχι για τους χριστιανούς οι διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Η πράξη της περιτομής σαν έκφραση της υποταγής στο νομό γίνεται το επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των «Ἰουδαιζόντων» και τον «ἐξ Ἐθνῶν» χριστιανών. Η περιτομή είναι προϋπόθεση και αναγκαία προπαρασκευή για το χριστιανικό βάπτισμα, ισχυρίζονται οι πρώτοι. Μπορούμε να φτάσουμε στη σωτηρία που μας έφερε ο Χριστός χωρίς να περάσουμε από το δρόμο του ιουδαικού νόμου, υποστηρίζουν οι δεύτεροι και προσθέτουν : «τά ἀρχαία παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα»(Β΄Κορ.ε΄17). Μέσα σε αυτή τη διχογνωμία, που ήταν η πρώτη θύελλα, η πρώτη δοκιμασία «ἐκ τῶν ἔσω» στη ζωή της Εκκλησίας, ο Παύλος υψώνει τη φωνή και το ανάστημα του και γίνεται οδηγός. Πιστεύοντας στο λυτρωτικό βάθος και πλάτος της χριστιανικής αποκαλύψεως βλέπει την πράξη της περιτομής σαν ένα τύπο όχι μόνο άχρηστο, αλλά και δεσμευτικό της «κατά Χριστόν» ελευθερίας. Δεν συμβιβάζεται με τη σκοπιμότητα που είναι εις βάρος της αλήθειας. Δεν φοβάται την αντίδραση και το διωγμό. Ο συμβιβασμός είναι για αυτόν δείγμα δειλίας που διακονεί την ανθρωπαρέσκεια. «ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπησαι ἕν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμας περιτέμνεσθαι, μόνον ἴνα μήν τῷ σταυρό τοῦ Χριστοῦ διώκονται»(Γαλ.στ΄12),γράφει. Μια τέτοια στάση στο θέμα της περιτομής δεν είναι απλώς Προοδευτική για το πνεύμα της εποχής εκείνης, είναι στην κυριολεξία ριζοσπαστική. Εισάγει μια καινοτομία που προκαλεί σεισμό στο ιουδαϊκό περιβάλλον. Όμως χάρη σε αυτήν την καινοτομία η νέα θρησκεία κατακτά τα έθνη, εξαπλώνεται στα πέρατα της γης και χαρίζει τη λύτρωση στα εκατομμύρια σκλάβων. Μέσα από τα ερείπια των νομικών τύπων η «Καινή κτίσις» εμφανίζεται στον κόσμο.
Πέρασαν από τότε είκοσι σχεδόν αιώνες. Τα προβλήματα ποτέ δεν έλειψαν από την Εκκλησία. Όμως ποτέ δεν ήταν πιο πολλά και πιο μεγάλα από ότι στην κοσμογονική εποχή μας. Σήμερα μάλιστα θα έλεγε κανείς πως τα προβλήματα της Εκκλησίας συνοψίζονται σε ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα, παρόμοιο με εκείνο της πρώτης εποχής, όσο και αν μερικοί επιμένουν να το αγνοούν. Δεν είναι βέβαια πρόβλημα «περιτομῆς» και «ἀκροβυστίας», αλλά τύπου και ουσίας, που εμφανίζεται ιδιαίτερα οξύ στους ανθρώπους με βαθιές πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις.
Πολλοί θρησκευτικοί τύποι και σύμβολα έχουν χάσει στον καιρό μας το ουσιαστικό περιεχόμενο τους και όχι μόνο δεν υπηρετούν πια τη λύτρωση του ανθρώπου, αλλά τη δυσκολεύουν. Αντί να ξεκουράζουν τον «κοπιώντα καί πεφορτισμένον πᾶν» άνθρωπο της διαστημικής εποχής προσθέτουν «φορτία δυσβάστακτα» στους ώμους του. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως όλοι αυτοί οι τύποι στους καιρούς που δημιουργήθηκαν εξυπηρετούσαν κάποιο μεγάλο σκοπό, ικανοποιούσαν ανάγκες των ανθρώπων, διευκόλυναν τον πνευματικό τους αγώνα, την επίπονη πορεία τους προς το απόλυτο. Το να δεχθούμε όμως πως αυτοί οι τύποι έχουν για όλες τις εποχές και για κάθε τόπο την ίδια σημασία είναι σαν να μεταστρέφουμε το μέσο, σε σκοπό. Τότε ο άνθρωπος αντί να λυτρώνεται γίνεται σκλάβος. Η απολυτοποίηση του τύπου αποβαίνει πάντα εις βάρος της ουσίας.
Τούτο είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο στο χώρο της θρησκείας. Γιατί μια τέτοια απολυτοποίηση φτωχαίνει τη θρησκευτική έμπνευση, καταδικάζει σε στασιμότητα τη θρησκευτική ζωή, της αφαιρεί τη δυνατότητα να δημιουργήσει και να λυτρώσει. Κάτι τέτοιο, αλλοίμονο, αν συμβαίνει στη δική μας περίπτωση. Η απολυτοποίηση των τύπων του παρελθόντος μας έκανε ανίκανους να δημιουργήσουμε τη δική μας παράδοση, σαν φυσική συνέχεια αυτής του παρελθόντος και σαν εισαγωγή σε αυτήν του μέλλοντος. Όλες οι δημιουργίες μας, από το χώρο της θρησκευτικής τέχνης όσο αυτόν του θεολογικού στοχασμού , δεν είναι παρά αντιγραφές. Κάθε τι το καινούργιο μας φοβίζει.
Είναι ανάγκη ζωτική για τη σύγχρονη Εκκλησία να μάθει να ξεχωρίζει μέσα της το ανθρώπινο στοιχείο από το θεϊκό. Εκείνο που είναι αποκάλυψη Θεική από αυτό που είναι κατασκεύασμα ανθρώπινο. Το πρώτο αναφέρεται στην ουσία, το δεύτερο στον τύπο. Αν προβάλλει και το ανθρώπινο σαν θεϊκό για να το προστατεύσει από την κριτική και την αμφισβήτηση, θα φτάσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντί να προστατεύσει το ανθρώπινο, θα θέσει υπό αμφισβήτηση το θεϊκό, εκείνο που πραγματικά βρίσκεται πέρα από κάθε κριτική. Μια τέτοια σύγχυση ταυτίζει την τύχη του ανθρώπινου και του θεϊκού στοιχείου μέσα στην Εκκλησία. Έτσι ο ανήσυχος σύγχρονος άνθρωπος το απορρίπτει και αρνείται τον τύπο, αρνείται μαζί και την ουσία. Τούτο συμβαίνει σήμερα, κυρίως ανάμεσα στα ανήσυχα νιάτα, που έχουν όσο ποτέ άλλοτε αναπτυγμένο το κριτικό πνεύμα.
Η Εκκλησία σήμερα όσο ποτέ έχει ανάγκη ανθρώπων, ηγετών, με την τόλμη και τη δύναμη ενός Παύλου, για να επιχειρήσουν μια λυτρωτική μεταρρύθμιση και ανανέωση των τύπων, που θα οδηγήσει στην Ανάσταση η σταυρωμένη Αλήθεια. Τα προβλήματα της Εκκλησίας χρειάζονται λύσεις ριζοσπαστικές. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις τρικυμίες, με παυσίπονα και καταπλάσματα δεν θεραπεύονται πληγές που απαιτούν χειρουργικό νυστέρι. Αναζητούνται Προφήτες και Απόστολοι , έτοιμοι να δεχτούν την κριτική και τις επικρίσεις των σημερινών «ἰουδαϊζόντων», πρόθυμοι να κατηγορηθούν σαν «ψευδαπόστολοι» όπως ο Παύλος. Πέρα από τις επικρίσεις το μέλλον ανήκει σε αυτούς. Ο λαός του Θεού τους περιμένει και είναι έτοιμος να τους ακολουθήσει με πρωτοπόρα τα νιάτα. Ας κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Όσο και αν δυσκολευόμαστε να το παραδεχτούμε ο κόσμος γύρω μας δεν κρίνει πια την ποιότητα των κληρικών από το μήκος των μαλλιών, ούτε από το φάρδος του ράσου, αλλά από το πλησίασμα και τη διακονία του ανθρώπου. Ούτε τη γνησιότητα των χριστιανών από τον αριθμών των «κύριε, ἐλέησον» και το μέγεθος των κεριών, αλλά από τον πλούτο της καρδιάς. Αν βρεθούν τέτοιοι απόστολοι ανάμεσα μας, τότε από το νεκρό τύπο και τις σημερινές ατέρμονες συζητήσεις και διαμάχες μεταξύ «ἀκροβυστίας» και «περιτομῆς», θα αναπηδήσει μια ανανεωμένη, ελεύθερη και ζωντανή Εκκλησία χωρίς τα δεσμά του καινούργιου νόμου.