Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024

«Τήν πίστιν τετήρηκα»

(Πρός Τιμόθεον Β΄, δ΄ 7)

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

Πρόλογος

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέστειλε τούς ἁγίους Μαθητές καί Ἀποστόλους νά διδάξουν τούς ἀνθρώπους τίς θεῖες ἀλήθειες τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά ἀποδεχθοῦν ἐνσυνείδητα καί μέ ἐλεύθερη βούληση νά μετανοήσουν γιά τήν ζωή τήν περίοδο πού ἦσαν εἰδωλολάτρες καί ὑπηρετοῦσαν τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, νά πιστέψουν στόν ἀληθινό καί ζωντανό Θεό, νά βαπτισθοῦν στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά ἐνταχθοῦν στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τίμια.

Τό ἔργο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων συνέχισαν καί συνεχίζουν οἱ διάδοχοί τους, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολή τῶν Ἐπισκόπων συνεπῶς εἶναι τριπλή κατά τήν ἐξουσία πού μετέδωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

α΄. νά διδάσκουν τίς ἀποκαλυφθεῖσες ἀπ’ Αὐτόν θεῖες ἀλήθειες, οἰκοδομώντας τήν Ἐκκλησία καί καταρτίζοντας τούς πιστούς.

β΄. νά ἱερουργοῦν τά μυστήρια μέ τά ὁποῖα ἁγιάζονται οἱ πιστοί.

γ΄. νά κυβερνοῦν τούς πιστούς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Εὐαγγελίου, ὁδηγώντας τους ἀσφαλῶς πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν ἀνατεθεῖσα σέ μᾶς τούς Ἐπισκόπους διακονία ὀφείλουμε νά διδάσκουμε στούς πιστούς τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν φανέρωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτό γράψαμε τό μικρό αὐτό τευχίδιο πού περιλαμβάνει συνοπτικά τήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας γιά νά βοηθήσουμε τούς πιστούς νά μείνουν σταθεροί στήν γνήσια καί αὐθεντική πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί νά μήν παρασύρονται ἀπό γραώδεις μύθους καί ἐπιζήμιες γιά τήν ψυχή τους πλάνες.

                                                                        Ἔγραφα στήν Καισαριανή

         1 Αὐγούστου 2016   

  1. Τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται πρός τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑνωμένης καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, πού διατηρήθηκε ἀκεραία καί ἀνόθευτος διά μέσου τῶν αἰώνων, ὥστε μέ τήν ἀκλόνητη ἐμμονή Της στήν ἀρχαιοπαράδοτη δογματική πίστη ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἀναδεικνύεται ὅτι ἀποτελεῖ προέκταση καί ἀδιάκοπη συνέχεια ἤ μᾶλλον ἑνότητα καί ταυτότητα πρός τήν ἀρχαία Ἐκκλησία, Αὐτή πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, ἑδραιώθηκε καί ἐξαπλώθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί ὀργανώθηκε καί λαμπρύνθηκε ἀπό τίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους καί τίς Τοπικές.

Πηγή καί βάση ἡ ὀρθόδοξη δογματική καί διδασκαλία ἔχει τήν θεία Ἀποκάλυψη πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση. Τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωροῦνται ἀποκεκαλυμένες ἀλήθειες ἀπό τόν Θεό καί γι’ αὐτό κέκτηνται θεῖο καί ἄρα ἀπόλυτο καί αἰώνιο καί ὑποχρεωτικό κῦρος γιά ὅλους τούς πιστούς. Οἱ θεῖες ἀλήθειες παραμένουν ἀμετάβλητες ἐσαεί, τίς ἑρμηνεύει ἀλάθητα καί διαφυλάττει ἀκέραιες καί ἀναλλοίωτες ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία διά τοῦ ἐνοικοῦντος σ’ Αὐτή Ἁγίου Πνεύματος πού τήν ποδηγετεῖ μέ τήν ἔμπνευσή Του «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάννου ιστ΄ 13).

 

  1. Περί τοῦ ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία διατηρεῖ ἀναλλοίωτη τήν περί τοῦ ἑνός, καί τριαδικοῦ Θεοῦ δογματική διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή διακηρύχθηκε ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, παραδόθηκε ἀπό τούς ἀγίους Ἀποστόλους, διατυπώθηκε ἀπό τίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἑρμηνεύθηκε καί ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες καί Οἰκουμενικούς διδασκάλους καί ἔκτοτε διδάσκεται ἀπό τήν Ἐκκλησία  καί μάλιστα διά τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως (εἶναι τό γνωστό μας «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεό....») καί πολυάριθμους ὑπέροχους ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου θείας Λατρείας. Ἑπομένως ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πάντων τῶν αἰώνων πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε μαζί μέ τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί ὅλους τούς ἀρχαίους ἁγίους Πατέρες καί θεολόγους Διδασκάλους τήν κοινή πίστη μας, ὅπως αὐτή συνοψίσθηκε ἀπό τόν κορυφαῖο ἅγιο Πατέρα μας καί πρύτανι τῶν διδασκάλων Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν : Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν ....

«Πιστεύομεν ...εἰς ἕνα Θεόν, μίαν ἀρχὴν ἄναρχον, ἄκτιστον, ἀγέννητον ἀνόλεθρόν τε καὶ ἀθάνατον, αἰώνιον, ἄπειρον, ἀπερίγραπτον, ἀπεριόριστον, ἀπειροδύναμον, ἁπλοῦν, ἀσύνθετον, ἀσώματον, ἄρρευστον, ἀπαθῆ, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀόρατον, πηγὴν ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, φῶς νοερόν, ἀπρόσιτον· δύναμιν οὐδενὶ μέτρῳ γνωριζομένην, μόνῳ δὲ τῷ οἰκείῳ βουλήματι μετρουμένην πάντα γάρ, ὅσα θέλει, δύναται πάντων κτισμάτων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικὴν καὶ συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατοῦσαν καὶ ἄρχουσαν καὶ βασιλεύουσαν ἀτελευτήτῳ καὶ ἀθανάτῳ βασιλείᾳ, μηδὲν ἐναντίον ἔχουσαν, πάντα πληροῦσαν, ὑπ᾿ οὐδενὸς περιεχομένην, αὐτὴν δὲ μᾶλλον περιέχουσαν τὰ σύμπαντα καὶ συνέχουσαν καὶ προέχουσαν· ἀχράντως ταῖς ὅλαις οὐσίαις ἐπιβατεύουσαν καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ πάσης οὐσίας ἐξῃρημένην ὡς ὑπερούσιον καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα οὖσαν, ὑπέρθεον, ὑπεράγαθον, ὑπερπλήρη, τὰς ὅλας ἀρχὰς καὶ τάξεις ἀφορίζουσαν καὶ πάσης ἀρχῆς καὶ τάξεως ὑπεριδρυμένην ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ζωὴν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν, αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωήν, αὐτοουσίαν ὡς μὴ παρ᾿ ἑτέρου τὸ εἶναι ἔχουσαν ἤ τι τῶν ὅσα ἐστίν, αὐτὴν δὲ πηγὴν οὖσαν τοῦ εἶναι τοῖς οὖσι, τοῖς ζῶσι τῆς ζωῆς, τοῖς λόγου μετέχουσι τοῦ λόγου, τοῖς πᾶσι πάντων ἀγαθῶν αἰτίαν· πάντα εἰδυῖαν πρὶν γενέσεως αὐτῶν· μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ἐνέργειαν, μίαν ἀρχήν, μίαν ἐξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, ἐν τρισὶ τελείαις ὑποστάσεσι γνωριζομένην» (Ἔκδοσις Ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ι, 8. Migne P.G. 94, 808/9)  

Δηλαδή : «Πιστεύουμε σέ ἕνα Θεό, σέ μία ἀρχή ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀγέννητη καί ἀνόλεθρη καί ἀθάνατη, αἰώνια, ἄπειρη, ἀπερίγραπτη, ἀπεριόριστη, ἀπειροδύναμη, ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀσώματη, ἄρρευστη, ἀπαθῆ, ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἀόρατη, πηγή ἀγαθότητος καί δικαιοσύνης, φῶς νοερό, ἀπρόσιτο, δύναμη, πού δέν γνωρίζεται μέ κανένα μέτρο ἀλλά μόνο μετριέται μέ τήν συγγενῆ βούληση- γιατί τά πάντα μπορεῖ νά κάνει, ὅσα θέλει-, ἀρχή πού δημιούργησε ὅλα τά κτίσματα, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, πού συνέχει καί συντηρεῖ τά πάντα, προνοεῖ γιά ὅλα, κρατεῖ τά πάντα καί κυβερνᾶ καί βασιλεύει μέ ἀτέλειωτη καί ἀθάνατη βασιλεία, τίποτε δέν ἔχει ἀντίθετό της, ὅλα τά γεμίζει, δέν περιέχεται ἀπό κανένα, μᾶλλον αὐτή περιέχει τά σύμπαντα καί τά συνέχει καί προεξέχει, μέ καθαρό καί ἀμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σέ ὅλες τίς οὐσίες καί εἶναι ὑψωμένη πέρα ἀπό ὅλα καί ἀπό κάθε οὐσία, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τήν οὐσία καί πάνω ἀπό τά ὄντα, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη, ὑπερπλήρης, πού διαχωρίζει ὅλες τίς ἀρχές καί τίς τάξεις καί εἶναι θεμελιωμένη πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί τάξη, πάνω ἀπό τήν οὐσία καί τή ζωή καί τόν λόγο καί τήν ἔννοια, ἀτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωή, αὐτοουσία, γιατί δέν ἔχει ἀπό κάποιον ἄλλον τήν ὕπαρξη ἤ κάτι ἀπό ὅσα εἶναι, ἐνῶ ἡ ἴδια εἶναι πηγή τῆς ὑπάρξεως γιά τά ὄντα, τῆς ζωῆς γιά τούς ζῶντες, τοῦ λόγου γιά ὅσους μετέχουν στόν λόγο, αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν γιά ὅλους, πού γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν, μία οὐσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἀρχή, μία ἐξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, πού γνωρίζεται σέ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις».

Τήν μέν ΜΟΝΑΔΑ νοοῦμε ἀφ’ ἑνός ἀπό τήν ταυτότητα καί ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας ἀφ’ ἑτέρου καί ἀπό τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῶν ἰδιοτήτων καί τῶν ἐνεργειῶν καί τοῦ θελήματος. Τά τρία πρόσωπα εἶναι ἑνωμένα καί ταυτίζονται στίς ἰδιότητες, τίς ἐνέργειες καί τό θέλημα.

Τήν δέ ΤΡΙΑΔΑ νοοῦμε ἀφ’ ἑνός ἐκ τῆς διακρίσεως τῶν τριῶν προσώπων ἀφ’ ἑτέρου ἐκ τῆς διαφορᾶς τῶν προόδων τους δηλαδή τῶν ὑπάρξεών τους. Τά τρία θεῖα πρόσωπα διακρίνονται τό ἕνα ἀπό τά ἄλλα δύο ἤ διαιροῦνται χωρίς νά ἀποχωρίζονται ἔχοντας τό καθένα τό πλήρωμα τῆς θεότητος, εἶναι τέλειος Θεός, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία διαμένει ἀδιαίρετος καί ἀμέριστη. Ὁ Πατήρ εἶναι τέλειος Θεός, καί διακρίνεται τῶν ἄλλων προσώπων καθ’ ὅσον γεννᾶ ἀϊδίως τόν Υἱόν καί ἐκπορεύει τό πνεῦμα τό Ἅγιον. Θεός γεννᾶ Θεό. Ὁ Υἱός εἶναι τέλειος Θεός καθ’ ὅσον γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καθ’ ὅσον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός.

Ὥστε οἱ ὑποστατικές ἰδιότητες τῶν τριῶν προσώπων εἶναι :

Τοῦ μέν πατρός ἡ ἀγεννησία καί ἡ πατρότης, τοῦ δέ Υἱοῦ ἡ γέννησις καί ἡ υἱότητα καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση ἤ προβολή ἤ ἔκπεμψη.

Στήν ὀρθόδοξη θεολογία διακρίνουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἄκτιστη καί πού παραμένει ἀπρόσιτη, ἄγνωστη, ἀμέθεκτη ἀπό τά κτιστά ὄντα, καί τίς θεῖες ἐνέργειες πού εἶναι ἄκτιστες ἀλλά μεθεκτές καί μέ τίς ὁποῖες σώζεται καί δοξάζεται ὁ ἄνθρωπος.

  1. Περί τῆς δημιουργίας.

Ὁ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἐκδέχεται τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ὡς πράξη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία ὁ Ἴδιος ἀπ’ εὐθείας καί χωρίς τήν διαμεσολάβηση κτιστοῦ ὄντος ἤ δυνέμεως ἐδημιούργησε ἐλεύθερα, χωρίς δηλαδή νά ἐξαναγκασθεῖ, τόν κόσμο παράγοντας τά ὁρατά καί τά ἀόρατα ἀπό τήν ἀνυπαρξία εἰς τήν ὕπαρξη. Οὕτως ὁ Τριαδικός Θεός ἐξ ἄκρας ἀγαθότητος ἐδημιούργησε ἐντός τοῦ χρόνου πρῶτον τόν ἀόρατο, νοερό καί πνευματικό κόσμο (τούς Ἄγγελους), ἔπειτα τόν ὁρατό, αἰσθητό καί ὑλικό κόσμο χωρίς νά χρησιμοποιήσει κάποια προϋπάρχουσα ὕλη καί τελευταῖο τόν πνευματικουλικό ἄνθρωπο.

Ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν ὁρατό κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός μέ μόνο τόν λόγο Του σέ ἕξ ἡμέρες ἐντελῶς ἐλεύθερα ἐλαυνόμενος ἀπό μόνο τό ἀγαθό καί παντοκρατορικό βούλημα Του πρός δόξαν Ἑαυτοῦ καί ἠθική τελείωση καί μακαριότητα τῶν λογικῶν καί ἐλευθέρων δημιουργημάτων Του.

Ἑπομένως ὁ κόσμος δέν ἔγινε μόνος του, δέν εἶναι αὐθύπαρκτος, οὔτε ὑφίσταται πρίν δημιουργηθεῖ, οὔτε δημιουργήθηκε ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως, τῆς ἀγαθότητος, τῆς πανσοφίας καί τῆς παντοδυναμίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ὁ κόσμος δέν ἀπέρρευσε κατά φυσικό τρόπο ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι κτιστή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ δημιουργία ὡς ἐλευθέρα πράξη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι αἰώνια, ἀλλά ἔχει ἀρχήν χρονικήν καί θά ἔχει καί τέλος.

Σύμφωνα μέ τήν διήγηση τῆς Γενέσεως ὁ Θεός ἐδημιούργησε τά ὄντα προοδευτικῶς τό φῶς, τό νερό, τό φυτικό βασίλειο (φυτά καί δέντρα), τά οὐράνια σώματα (ἥλιος καί ἀστέρες), τό ζωϊκό βασίλειο (τά ἑρπετά, τά πτηνά, ά χερσαῖα ζῶα, τά θηρία καί τά κτήνη) . Ἡ δημιουργία προέβαινε ἐκ τῶν ἁπλουστέρων εἰς τά συνθετότερα καί ἐκ τῶν ἀτελεστέρων εἰς τά τελειότερα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐξέλιξη ἀποδέχεται καί ἡ Ἐκκλησία. Ἐπίσης ὁ Θεός ἐδημιούργησε τά εἴδη καί τά γένη καθορίσας καί τόν τρόπο ἀναπαραγωγῆς τους, ἄλλα μέ σπόρους, ἄλλα μέ γέννηση, ἄλλα ἄλλως. Σύμφωνα μέ αὐτό τό νόμο τά κάθε φυτό παράγει σπόρο ἀπό τόν ὁποῖο θά φυτρώσει ἕνα ἄλλο ἴδιο φυτό καί τά ζῶα τό καθένα γεννᾶ τό ὁμοούσιό του π.χ. ἡ γάτα γεννᾶ γάτα, ὁ ἀετός γεννᾶς ἀετό καί τό ἑρπετό γεννᾶ ἑρπετό. Συνεπῶς καί ὁ ἄνθρωπος γεννᾶ ἄνθρωπο καί ὁ Θεός γεννᾶ Θεό.

Τά εἴδη καί τά γένη διατηροῦνται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς δημιουργίας τους καί δέν συγχέονται. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ὅτι τούς λόγους τῶν ὄντων, δηλαδή τό λόγο γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκαν τά ὄντα καί τό σκοπό πού ἐξυπηρετοῦν καί γνωρίζει μόνο ὁ Δημιουργός τους καί αὐτούς τούς λόγους τῶν ὄντων καί τούς νόμους πού διέπουν τήν δημιουργία ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους πού θαυμάζοντες ὁμολογοῦν ὅτι «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε» (Ψαλμός ργ΄ (ρδ΄) 24 ).

Ὁ Θεός δημιουργήσας τόν κόσμο δέν κατέλιπε αὐτόν εἰς τήν τύχη τους, ἀλλ’ ἐξακολούθησε νά μεριμνᾶ γι’ αὐτόν μέ τήν πρόνοιά Του, συντηρώντας, κυβερνώντας καί κατευθύνοντας τον πρός τόν τελικό σκοπό του.

α΄. Περί Ἀγγέλων

Πρῶτοι ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα δημιουργήθηκαν οἱ Ἄγγελοι ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τόν Θεό «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι' αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται» (Πρός Κολοσσαεῖς α΄, 16).

Κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν θεολόγον «Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤρκει τῇ ἀγαθότητι τοῦτο, τὸ κινεῖσθαι μόνον τῇ ἑαυτῆς θεωρίᾳ, ἀλλ' ἔδει χεθῆναι τὸ ἀγαθὸν καὶ ὁδεῦσαι, ὡς πλείονα εἶναι τὰ εὐεργετούμενα (τοῦτο γὰρ τῆς ἄκρας ἦν ἀγαθότητος)· πρῶτον μὲν ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους· καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ἦν, Λόγῳ συμπληρούμενον, καὶ Πνεύματι τελειούμενον· καὶ οὕτως ὑπέστησαν λαμπρότητες δεύτεραι, λειτουργοὶ τῆς πρώτης λαμπρότητος, εἴτε νοερὰ πνεύματα, εἴτε πῦρ, οἷον ἄϋλον καὶ ἀσώματον, εἴτε τινὰ φύσιν ἄλλην ὅτι ἐγγυτάτω τῶν εἰρημένων, ταύτας ὑποληπτέον» (Λόγος 38 § 9 Migne P.G. 36, 320)

            Δηλαδή: «Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν τοῦτο ἀρκετό στήν ἀγαθότητα, τό νά κινεῖται μόνο μέ τήν σκέψη της, ἀλλά ἔπρεπε νά διασκορπισθεῖ τό ἀγαθό καί νά ἐξαπλωθεῖ, μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά γίνουν περισσότερα τά εὐεργετούμενα (διότι αὐτό ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀπείρου ἀγαθότητας), κατ’ ἀρχήν μέν νά δημιουργεῖ μέ τήν σκέψη τούς ἀγγέλους καί τίς οὐράνιες δυνάμεις. Καί ἡ σκέψη της γίνεται ἔργο τό ὁποῖο συμπληρώνεται ἀπό τό Λόγο καί ὁλοκληρώνεται ἀπό τό Πνεῦμα. Καί ἔτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, ὑπηρέτες τῆς πρώτης λαμπρότητας, τίς ὁποῖες πρέπει νά θεωρήσουμε εἴτε νοερά πνεύματα, εἴτε πῦρ κατά κάποιο τρόπο ἄυλο καί ἀσώματο, εἴτε ὡς κάποια ἄλλη φύση, ἡ ὁποία ταιριάζει ὅσο τό δυνατό περισσότερο πρός τά λεχθέντα».

            Τό ὄνομα Ἄγγελος εἶναι δηλωτικό ὄχι τῆς οὐσίας, ἀλλά τῆς ἰδιότητος καί διακονίας του, ὅπως ἀγγέλει στούς ἀνθρώπους τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

            Κατά τόν ἅγιο Ἰώαννη τόν Δαμασκηνό ἄγγελος εἶναι «οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατά χάριν ἐν τῇ φύσει τό ἀθάνατον εἰληφυῖα» (Ἔκδοσις Ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως, ΙΙ, Γ΄. Migne P.G. 94, 865).

Δηλαδή : «Οὐσία νοερή, ἀεικίνητη, αὐτεξούσια, ἀσώματη, λειτουργός τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει λάβει τήν ἀθανασία στήν φύση κατά χάρη» 

            Οἱ Ἄγγελοι κατατάσσονται σέ ἐννέα τάγματα προβαίνοντα κατά τήν ἀνιοῦσαν ὡς ἑξῆς:

            Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἀρχαί, Ἐξουσίαι, Δυνάμεις, Κυριότητες, Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ.

Ἔργο τῶν ἀγαθῶν Ἀγγέλων εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ διακονία στήν διακυβέρνηση τοῦ κόσμου καί ἡ καθόλου ἐκπλήρωση τοῦ θείου θελήματος, ἀφ’ ἑτέρου ἡ προστασία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ χρησιμοποίησή τους ἀπό τόν Θεό ὡς «λειτουργικῶν πνευμάτων εἰς διακονίαν ἀποστελλομένων διά τούς μέλλοντες κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Πρός Ἑβραίους α΄ 14).

β΄. Περί Δαιμόνων

Τῶν ἀγαθῶν Ἀγγέλων διεκρίθησαν οἱ Δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἄν καί δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό ὁμοίως ὡς ἀγαθοί καί ἦσαν ἀπό τήν ἴδια φύση μέ αὐτή τῶν Ἀγγέλων ἐξέπεσαν ἀπό ἀλαζονεία καί ἔγιναν κακοί χρησιμοποιήσαντες ἑκουσίως καταχρηστικῶς τό αὐτεξούσιό τους, ἐπειδή ὡς κτιστοί ἦσαν δεκτικοί τροπῆς καί ἀλλοιώσεως. Μόνο ἡ θεία φύση εἶναι ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη.

Μετά δέ τήν πτώση τους ἐστεροποιήθηκαν στό κακό καί δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς δυνατότητα μετανοίας γιά νά τύχουν ἀφέσεως καί ἀποκαταστάσεως. Τούτου ἕνεκα μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς πολεμοῦν γιά νά μήν τύχουν ἀφέσεως καί ἀποκαταστάσεως, ἀλλά νά καταδικασθοῦν κι αὐτοί μαζί τους στήν αἰώνια τιμωρία.

Ὅπως οἱ Ἄγγελοι κατατάσσονται σέ τάγματα ἔτσι καί οἱ Δαίμονες ἀναλόγως τῆς κακίας καί τοῦ μίσους πού ἔχουν γιά τούς ἀνθρώπους καί γιά ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή τόν Θεό δέν δύνανται νά πολεμήσουν ἐπειδή «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακώβου β΄, 19) φθονοῦν καί ἐπιτίθενται στά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὅμως τά ἔργα Του τά προστατεύει μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους.

Ἔργο τῶν πονηρῶν πνευμάτων εἶναι νά ἀντιστρατεύονται καί νά ἀντενεργοῦν κατά τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων παρασύροντας αὐτούς στήν ἁμαρτία χωρίς νά δύνανται καί νά ἐξαναγκάζουν τούς λογικούς καί ἐλεύθερους ἀνθρώπους πού δύνανται νά ἀντισταθοῦν πρός τίς μεθόδους τοῦ διαβόλου (Πρός Ἐφεσίους στ΄, 11).

Ἔτσι ὁ Σατανᾶς ἀπέβη ὁ πολέμιος τῶν σωτηρίων βουλῶν καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί γενικά ὁ προσωπικός φορέας καί ἀρχηγέτης τοῦ κακοῦ στόν κόσμο, γι’ αὐτό καί «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰωάννου γ΄ 8).   

γ΄. Περί τοῦ ὁρατοῦ κόσμου

  

  1. Περί τοῦ ἀνθρώπου

Ἀφοῦ ὁ Θεός δημιούργησε τόν πνευματικό κόσμο καί ὑλικό κόσμο τελευταῖο ἔπλασε «ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι» (Μεγάλου Βασιλείου εἰς τήν μάρτυρα Ἰουλίττα 6 Migne P.G. 31, 253) καί τόν ἐκ πνεύματος καί ὕλης «σύνθετον» (Μεγάλου Βασιλείου εἰς τόν Ἡσαΐαν 1,13 καί Ψαλμό 32, 6 Migne P.G. 30, 140· 29, 337) καί μικτό ἄνθρωπο «ἐκ δύο οὐσιῶν συστησάμενος αὐτόν οὕτως ὥστε νά ἀνήκει κατά μέν τήν ψυχή ἤ τό πνεῦμα του στόν πνευματικό κόσμο κατά δέ τό σῶμα του στόν ὑλικό κόσμο, ἀποτελώντας τρόπο τινά τόν κρίκο πού συνάπτει τούς δύο αὐτούς προδημιουργηθέντες κόσμους καί τόν σύνδεσμο «τῆς ἀοράτου τε καί ὁρατῆς φύσεως» κατά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο (Λόγος 38 §11 Migne P.G. 36, 317 καί ἑξῆς, 632).

Ὁ ἐκ τῆς πνευματικῆς ψυχῆς καί ὑλικοῦ σώματος συγκείμενος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τό μοναδικό στόν κόσμο πνευματουλικό καί ψυχοσωματικό ὄν στό ὁποῖο συνετελέσθηκε κατά τήν ἐλεύθερη δημιουργική βούληση τοῦ Θεοῦ τέλειος,  μοναδικός καί ἰδιότυπος συνδυασμός ὕλης καί πνεύματος.   

Τήν ὑπεροχή καί μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι ὅλων τῶν δημιουργημάτων ἐξαίρουν στούς λόγους τους καί τίς πραγματεῖες τους οἱ θεοφόροι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀσύγκριτη αὐτή ὑπεροχή καί ἀξία τοῦ ἀνθρώπου νοεῖται ἐκ τοῦ ὅτι οὗτος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» (Γενέσεως α΄ 26).

Καί τό μέν κατ’ εἰκόνα τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιο τό δέ καθ’ ὁμοίωσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωση στή σχέση καί ἀναφορά καί τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.

Οἱ Πατέρες ἐνδιέτριψαν φωτιζόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐξηγήσουν τά στόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου θέματα, νά ἑρμηνεύσουν τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» (Ἰωάννου Δαμασκηνοιῦ ΙΙ, 12 Migne P.G. 94, 920) στήν σχέση καί ἀναφορά καί τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ὡς ἐκ τούτου κατά τόν ἀποδιδόμενο στόν Μέγα Βασίλειο «τό μέν κατ’ εἰκόνα φύσει δέδοται ἡμῖν καί ἀμετάβλητον ἐξ ἀρχῆς καί εἰς τό τέλος συμπάρεστι, τό δέ καθ’ ὁμοίωσιν ἐκ προαιρέσεως καί οἴκοθεν κατορθοῦμεν ὕστερον ...ἔσχατον ἐκ τῶν ἔργων μου καί τῶν περί τά καλά πόνων καί τῆς πρός ὅλην ζωήν ἐναρέτου διαγωγῆς περιγίγνεται μοι ... διά τῆς οἰκείας σπουδῆς ...ἐκ τοῦ χρηστότητα ἀναλαβεῖν · οὕτω δέ τό καθ’ ὁμοίωσιν» (Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου 20 Migne 30, 29 ἑξ., 32). «δυνάμει μέν ἐστί αὐτό τό κατ’ εἰκόνα, ἐνεργείᾳ δέ τό καί ἀντιποιηθῆναι τῆς ἀρετῆς καί πράξει κατορθῶσαι τό καλόν καί οὕτως ἐλθεῖν διά τῆς ἀρίστης πολιτείας εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ» (Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α΄ εἰς τά τῆς Γρταφῦης ῥήματα «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν» ἔκδοση W. Jaeger, σ. 31α. ).

Ἔκφραση τοῦ κατ’ εἰκόνα ἀποτελοῦσε ἡ ἀρχέγονη δικαιοσύνη, δηλαδή ἡ προπτωτική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος ὅταν πλάσθηκε ἀπό τόν Δημιουργό του πού περιελάμβανε : «τήν κυριαρχία αὐτοῦ ἐπί τῶν ζώων καί πάσης τῆς κτίσεως, τήν δυνατότητα τῆς ἀθανασίας καί τῆς ἀναμαρτησίας, τήν εὐθύτητα καί ἀκακίαν ἤ τό ἀκέραιον καί ἄτρωτον» (Μεγάλου Βασιλείου : Εἰς τόν Ἡσαΐαν 7, 202 Migne P.G. 30, 465), τήν ἀπάθειαν καί ἀφθαρσίαν καί ἔλλειψιν πόνου καί θλίψεων τήν ἀληθῆ θεογνωσίαν καί «θεωρίαν» καί ἄμεση κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ καί τήν κατοχή πολλῶν ἄλλων γνώσεων (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ΙΙ, 11, 12, 30 Migne P.G. 94, 912 ἑξ., 920 ἑξ.,  976 ἑξ. 1168 ἑξ.) 

Τοιουτοτρόπως ὁ Θεός ἔπλασε τόν «ἄκακον, εὐθύ, ἐνάρετον, ἄλυπον, ἀμέριμνον, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένον, πᾶσιν ἀγαθοῖς κομῶντα, ... ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος, τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα,...καὶ - πέρας τοῦ μυστηρίου - τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον, θεούμενον δὲ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καὶ οὐκ εἰς τὴν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν.

᾿Εποίησεν δὲ αὐτὸν φύσιν ἀναμάρτητον καὶ θέλησιν αὐτεξούσιον. ᾿Αναμάρτητον δὲ φημὶ οὐχ εἰς μὴ ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν, ἀλλ' οὐκ ὡς ἐν τῇ φύσει τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον, ἤτοι ἐξουσίαν ἔχοντα μένειν καὶ προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ τῇ θείᾳ συνεργούμενον χάριτι, ὡσαύτως καὶ τρέπεσθαι ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ ἐν τῷ κακῷ γίνεσθαι τοῦ Θεοῦ παραχωροῦντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον»  (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ μν. ἐ. ΙΙ 12, Migne 94, 921. 924).

Δηλαδή : «Ὁ Θεός λοιπόν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἄκακο, εὐθύ, ἐνάρετο, ἄλυπο, ἀμέριμνο, λαμπρυνόμενο μέ κάθε ἀρετή, στολισμένο μέ μέ ὅλα τά ἀγαθά ...ἐπίγειο καί οὐράνιο, πρόσκαιρο καί ἀθάνατο, ὁρατό καί νούμενο, μέσον μεγαλείου καί ταπεινότητος, τόν ἴδιο πνεῦμα καί σάρκα,...καί πέρας τοῦ μυστηρίου- νά θεώνεται μέ τήν τάση πρός τόν Θεό, νά θεώνεται ὅμως μέ τήν μετοχή στή θεία λάμψη καί ὄχι νά μεταβαίνει στή θεία οὐσία.

Τόν δημιούργησε λοιπόν ὡς φύση ἀναμάρτητη καί θέληση αὐτεξούσια. Ἀναμάρτητο τόν θεωρῶ ὄχι γιατί δέν ἐπιδέχεται ἁμαρτία, ἀλλά γιατί δέν ἔχει στή φύση του τήν τάση πρός τήν ἁμαρτία, ἐνῶ φυσικά τήν ἔχει στήν προαίρεση ἐπειδή δηλαδή ἔχει ἐξουσία νά μείνει καί νά προκόβει στό ἀγαθό συνεργαζόμενος μέ τήν θεία χάρη, ἐπίσης καί νά τρέπεται ἀπό τό καλό καί νά πηγαίνει πρός τό κακό, ἀφοῦ ὁ Θεός κάνει τήν παραχώρηση ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσίου»

Ἡ ὅλη προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου σέ ἦτο ἀπολύτως τελεία καί ἀνεπίδεκτος προόδου καί ἀναπτύξεως, δηλαδή ἡ λεγομένη τελειότης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δέν ἦτο ἀπόλυτος ἀλλά σχετική καί συνεπῶς ἐπιδεικτική μεγαλυτέρας ἀναπτύξεως καί προόδου μέ τήν συνεργασία τῆς θείας χάριτος καί τῶν φυσικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καί αὐτεξούσιος πρός τελειοποίηση καί μετατροπή τοῦ κατ’ εἰκόνα στήν καθ’ ὁμοίωση.

Πράγματι οἱ πρωτόπλαστοι οὔτε τέλειοι ἠθικῶς ἐπλάσθησαν, διότι τοῦτο θά ἐσήμαινε ἔλλειψη ἐλευθέρας βουλήσεως καί οἱ πράξεις τους θά ἦσαν ἄνευ ἠθικῆς σημασίας, οὔτε φύσει ἀτελεῖς, διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει αἴτιος τῆς πτώσεως τους θά ἦτο ὁ Θεός.

Ἑπομένως στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ἐνυπῆρχε ἡ δυνατότητα εἴτε νά προέλθει ἡ ἠθική τελείωση αὐτοῦ καί ἀνάπτυξη του καί ἡ μετατροπή τοῦ «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁμοίωση» βοηθούσης τῆς θείας χάριτος, εἴτε νά ἐκπέσει ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν θεία χάρη.

Ἡ προπατορική ἁμαρτία ἦτο ἡ ἐκ φιλαυτίας καί ὑπερηφανείας ἐλεύθερη παράβαση ἀπό τούς πρωτοπλάστους τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ πούς ἐξέφρασε τήν βούληση τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς.

Ἡ ἁμαρτία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀποτυχία τῶν πρωτοπλάστων νά πραγματοποιήσουν τόν ἀρχικό προορισμό τους.

Ἀποτέλεσματα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὑπῆρξαν τοῦτο μέν ἡ ἀχρείωση καί ἀμαύρωση τῆς θείας εἰκόνος στόν ἄνθρωπο, οὐχί ὅμως καί ἡ παντελής ἀπόσβεση καί ἐξαφάνισή της τοῦτο δέ ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν θείων δώρων πού διακοσμοῦσαν τήν ἀνθρώπινη φύση πού ἀποτελοῦσαν τήν ἀρχέγονη κατάσταση, τήν προπτωτική κατάσταση, ἡ διακοπή ἐσωτερικῆς καί ἀμέσου ἐπικοινωνίας τοῦ πεσόντος μέ τόν Θεό καί ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ χάρη, ἡ ἐξασθένηση καί διαστροφή τῶν πνευματικῶν, βουλητικῶν καί συναισθηματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου καί καθόλου ἡ πνευματική καί σωματική φθορά καί ἀσθένεια τῆς φύσεώς του καί τέλος, ὁ θάνατος καί ὁ φυσικός καί ὁ πνευματικός καί ὁ αἰώνιος, πού παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά μή καταστεῖ τό κακό ἀθάνατο πού δέν ἀποτελεῖ ἰδικό Του ἔργο.

Συγχρόνως ὅταν ἐξέπεσεν ὁ ἄνθρωπος ἡ φύση ἐπαναστάτησε κατά τοῦ κυριάρχου της ἀνθρώπου πού ὑποτάχθηκε στήν ματαιότητα (Πρός Ρωμαίους η΄ 19-23).

Ἡ ἁμαρτία τῶν προπατόρων μέ ὅλες τίς συνέπειες καί τίς ποινές μεταδίδεται κληρονομικά σ’ ὁλόκληρο τό καταγόμενο ἀπ’ αὐτούς ἀθρώπινο γένος, οὕτως ὥστε «οὐδείς καθαρός ἐστιν ἀπό ρύπον, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐστιν τῆς γῆς» (Ἰώβ ιδ΄ 4).    

  1. Τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας

(τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ )

Γιά τήν σωτηρία καί ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας πραγματεύεται τήν θεία περί τόν ἄνθρωπο «οἰκονομία» πού περιλαμβάνει τήν προαιώνια βουλή, ἀπόφαση καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά νά σώσει ἀπό ἄφατη φιλανθρωπία τόν πεσόντα ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο ἄνθρωπο μέ τήν σέ ὁρισμένο χρόνο ἐνσάρκωση τοῦ Σωτῆρα καί τοῦ ὅλου ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου Του.

Κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομία ἀνάκλησις ἐστίν ἀπό τῆς ἐκπτώσεως καί ἐπάνοδος εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπό τῆς διά παρακοῆς γενομένης ἀλλοτριώσεως» (Περί Ἁγίου Πνεύματος 15, 35 Migne P.G. 32, 128).

Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο ὁ Θεός «εὗρε ταύτην τήν οἰκονομίαν διά τῆς χάριτος » (Εἰς Ἐφεσίους Α΄ §4, Migne P.G. 62, 16).

Πρός ἀνάκληση λοιπόν ἀπό τῆς ἐκπτώσεως καί σωτηρία τοῦ ἁμαρτήσαντος καί πεσόντος ἀνθρωπίνου γένους καί διαλλαγή καί οἰκείωσή του μέ τόν Θεό ἐξαπέστειλε Οὗτος ἀπό ἄκρα ἀπολυτρωτική ἀγάπη καί ἄφατη φιλανθρωπία τόν μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του στόν κόσμο, ὥστε δι’ Αὐτοῦ «τῆς ἁμαρτίας τυραννὶς ἀναιρεθῇ, ἵνα καθαιρεθῇ τοῦ διαβόλου ἀκρόπολις, ἵνα τμηθῇ τοῦ θανάτου τὰ νεῦρα, ἵνα ἀνοιγῶσιν ἡμῖν αἱ τοῦ οὐρανοῦ πύλαι, ἵνα ἀφανισθῇ ἀρά, ἵνα προτέρα καταδίκη λυθῇ» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι ἀφορῶσαι τάς ἐν Κωνσταντινουπόλει ταραχάς καί τάς δύο αὐτοῦ ἐξορίας, (Λόγος IB), Πρός τούς σκανδαλισθέντας ἐπί ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις….PG 52, ;;;;)

Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἀποσταλείς ἀπό τόν Θεό Λυτρωτής, κλίνας οὐρανούς κατῆλθε ὅτε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅτι δηλαδή συμπληρώθηκε ὁ ὁρισμένος χρόνος, κατῆλθε στή γῆ καί ὑπάρχων Θεός τέλειος φανερώθηκε μέ ἀνθρώπινη φύση καί ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος, προσλαβών ἀτρέπτως πλήρη καί τέλεια ἀνθρώπινη φύση ἐκ πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί μέ αὐτό τόν τρόπο «μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων χρηματίζει ὁ μόνος φιλάνθρωπος» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, μνημονευθέν ἔργο ΙΙΙ, 1 Migne P.G. 94, 984).

Ὅπως ὁ πρῶτος Ἀδάμ παρέσυρε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος στήν ἁμαρτία καί τήν φθορά καί τόν θάνατο, γενόμενος αἴτιος καί δημιουργός τῆς καθολικῆς ἁμαρτωλότητος ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δυνάμει τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀναλαβών καί ἑνώσας μέ τήν θεία ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν θεράπευσε, τήν ἀνέπλασε, τήν ἁγίασε, καί τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο, γενόμενος αἴτιος «σωτηρίας αἰωνίου» (Πρός Ἑβραίους ε΄ 9), πάλι δυνάμει τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Τό σχέδιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας «προητοίμαστο καὶ πρὶν γενέσθαι ἡμᾶς, μᾶλλον δὲ καὶ πρὸ τῆς καταβολῆς τοῦ κόσμου» ὅτε «κτίζων ἡμᾶς διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ὁ τῶν ὅλων Θεὸς, καὶ εἰδὼς τὰ ἡμῶν ὑπὲρ ἡμᾶς, ..., προετοιμάζει ....τὴν περὶ τῆς σωτηρίας ἡμῶν οἰκονομίαν, ἵνα, κἂν ἀπατηθέντες παρὰ τοῦ ὄφεως ἐκπέσωμεν, μὴ τέλεον ἀπομείνωμεν νεκροὶ, ἀλλ' ἔχοντες ἐν τῷ Λόγῳ τὴν προητοιμασμένην ἡμῖν λύτρωσίν τε καὶ σωτηρίαν, πάλιν ἀναστάντες, ἀθάνατοι διαμείνωμεν» (Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν ΙΙ 765, Migne P.G. 26, 305).

Βεβαίως ἡ σωτηρία εἶναι ἔργο τοῦ Ἑνός ἐν Τριάδι Θεοῦ διότι ὅπου ἐνεργεῖ ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος συνεργεῖ συγχρόνως πᾶσα ἡ Ἁγία Τριάδα.

Ἡ θεία οἰκονομία νοεῖται ἀφ’ ἑνός μέν ὡς ἀπολύτρωση ἐξ ἀντικειμένου ἀπό τόν Λυτρωτή γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο πραγματοποιηθεῖσα ἐφάπαξ, ἐφ’ ἑτέρου δέ ὡς προσωπική οἰκείωση ἀπό καθένα ἄνθρωπο τῆς ἐξ ἀντικειμένου ἀπολυτρώσεως διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία.

α΄. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ

Κατά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (α΄ 14), τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Πρός Τιμόθεον Α΄ γ΄, 16).

Πράγματι, κατά τόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό « ὁ θεῖος Λόγος, ἐνοικήσας τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου ἀπεριγράπτως ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει ἐκ τῶν ἁγνῶν τῆς Ἀειπαρθένου αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ ὑπεστήσατο ἀπαρχὴν προσλαβόμενος τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος, οὐ σπερματικῶς, ἀλλά δημιουργικώς ....διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτὸς ὁ Λόγος γενόμενος τῇ σαρκὶ ὑπόστασις» (Μνημ. ἔργ. ΙΙΙ, 2 Migne P.G. 94, 985)

Δηλαδή : «Ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἡ ὑπόσταση στή σάρκα· γιατί ὁ Θεός Λόγος δέν ἑνώθηκε μέ σάρκα πού προϋπῆρχε καί εἶχε ὑπόσταση, ἀλλά ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στήν μήτρα τῆς Ἁγίας Παρθένου, χωρίς νά περικλειστεῖ, οἰκοδόμησε στή δική του ὑπόσταση ἀπό τά ἁγνά αἵματα τῆς Παρθένου σάρκα ἐμψυχωμένη μέ λογική καί νοερή ψυχή, προσλαμβάνοντάς την ὡς ἀπαρχή τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος, ὄχι μέ σπέρμα ἀλλά μέ δημιουργική δύναμη διά μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔγινε στή σάρκα ὑπόσταση».

Σύμφωνα μέ  τήν διδασκαλία τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεία καί ἀνθρωπίνη, διέμειναν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως (κατά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ), ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως (κατά τοῦ Νεστοριανισμοῦ) (Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη : Τά Δογματικά....τόμος Ι, σελ. 165).

Οἱ δύο φύσεις μετά τήν ἕνωση διέμειναν ἀκραιφνεῖς καί ἀναλλοίωτες. Ἡ ὑποστατική αὐτή ἕνωση τῶν δύο φύσεων ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη λογική καί σκέψη καί παραμένει ἀπερινόητος καί ἄφραστος καί ἄρρητος καί ἀπόρρητος, θά παραμείνει ἐσαεί ἀχώριστος καί ἀδιάλυτος.

Ἀλλ’ ἀφοῦ στόν Ἰησοῦ Χριστό εἶναι δύο φύσεις ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, ἄρα  σ’ Αὐτόν ὑπάρχουν καί δύο φυσικές θελήσεις αὐτεξούσιες, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη καί δύο φυσικές ἐνέργειες ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη καί δύο φυσικά αὐτεξούσια τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, ὅπως καί ἡ σοφία καί ἡ γνώση θεία καί ἀνθρώπινη.

Οἱ δύο θελήσεις δέν ἦσαν ἐνάντιες ἡ μία στήν ἄλλη οὔτε ἀντέπιπταν πὔτε ἀντιπάλαιαν ἀλλ’ ἀρμονικά θέλουσες τό ἴδιον μέ τό δικό της ἡ καθεμιά τρόπο καί μάλιστα ἡ ἀσθενής καί ἀτελής ἀνθρώπινη θέληση ὑπετάσσετο ἐλεύθερα καί αὐτεξούσια στή τελεία καί παντοδύναμη θεία θέληση.

Κατά ταῦτα ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας λόγῳ τῆς γεννήσεώς Του ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τέλειος Θεός ἔχων τά πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας, πλήν τῆς ἀγεννησίας, ὅπως εἴδαμε στά περί τῶν θείων προσώπων ὑποστατικά ἰδιώματα, συνάμα εἶναι λόγῳ τῆς γεννήσεώς Του ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας, τέλειος ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ἔχων πάντα ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος πλήν τῆς ἁμαρτίας.

Ἐκ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων συνάγονται οἱ ἑπόμενες δογματικές ἀκολουθίες

ἡ περιχώρηση τῶν δύο φύσεων μεταξύ τους

ἡ ἀντίδοση ἤ κοινοποίηση τῶν ἰδιωμάτων καί τῶν ὀνομάτων τους

ἡ οἰκείωση καί θεώση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως

ἡ φυσική υἱότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἀνθρώπου Υἱός Θεοῦ καί Υἱός ἀνθρώπου

ἡ προσκύνηση καί λατρεία Αὐτοῦ καί κατά τήν ἀνθρωπίνη φύση

ἡ ἀναμαρτησία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως

ὁ ἐμπλουτισμός τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως καί δυνάμεως

ἡ προσηγορία τῆς ἁγίας Μητέρας Του ὡς ὄντως Θεοτόκου καί Θεομήτορος ὡς ἐδογμάτισε ἡ Γ΄ καί ἐπανέλαβε ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος.

β΄. Τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρα

Ὡς Θεός καί ἄνθρωπος ὁ Σωτῆρας ἀπελύτρωσε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο καί «ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καὶ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν, τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν» (Πρός Κολοσσαεῖς α΄, 13, 14).

Ἀπελύτρωσε δέ τό ἀνθρώπινο γένος διά τῆς κατά τήν ἐνανθρώπηση ἀναλήψεως καί θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διά τῆς θείας διδασκαλίας καί τοῦ παραδείγματός Του καί κατ’ ἐξοχήν διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του καί τῆς ἀναστάσεώς Του ἤτοι δι’ ὁλοκλήρου τῆς ἐπί γῆς ἐπιφανείας καί σωτηριώδους ἐνεργείας Του.

Στήν ἀπολύτρωση περιλαμβάνεται βεβαίως καί ἡ ὑπ’ Αὐτοῦ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κιβωτοῦ καί ἐργαστηρίου τῆς σωτηρίας ἐντός τῆς Ὁποίας κάθε ἄνθρωπος ἐλευθέρως ἐντασσόμενος δύναται νά προσοικειωθεῖ ὑποκειμενικῶς, νά ἰδιοποιηθεῖ, νά ἐπιτύχει τήν δική του σωτηρία συμμετέχοντας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐνεργουμένης μέ τήν ἀγάπη πίστη του ὑπό τήν ἰσχυρή πάντοτε «ροπή» καί «σύμμαχο» τῆς κατηρχομένης καί ὁλοκληρώνουσας τό ἔργο τῆς σωτηρίας κάθε ἀνθρώπου θείας Χάριτος.

Γενικῶς οἱ Ἕλληνες Πατέρες καί θεολόγοι ἐξῆραν τούς τέσσερεις κυρίους σταθμούς τῆς ἀπολυτρωτικῆς ἐνεργείας τοῦ Σωτῆρος, ἤτοι :

α) Τήν ἐνανθρώπηση, διά τῆς ὁποίας ὁ Σωτῆρας εὐθύς κατά τόν Εὐαγγελισμό, ἀναλαβών πᾶσα τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἑνώσας μετά τῆς θείας ἀνακαίνησε, ἁγίασε, ἀπαφθάρτισε καί ἐθέωσε «δυνάμει» αὐτήν, μεταδούς σ’ αὐτή θεία ζωή οὕτω ἀπειργάσατο τήν ἀπαρχήν τῆς ἀπολυτρώσεως.

β) Τήν θεία διδασκαλία καί ἠθική νομοθεσία Του, μέ τήν ὁποία ὡς κατ’ ἐξοχήν προφήτης, Διδάσκαλος καί ὕψιστος ἠθικός Νομοθέτης ἀπευθύνθηκε πρός τόν πλανηθέντα νοῦ του ἀνθρώπου καί τόν ἐφώτισε διά θείας διδασκαλίας καί ἠθικῆς νομοθεσίας πού ἐπεσφράγησε μέ τόν ὑποδειγματικό βίο Του.

γ) Τόν σταυρικό θάνατό Του, μέ τόν ὁποῖο ὡς μέγας Ἀρχιερεύς προσέφερε τόν Ἑαυτό Του θυσίαν ἐξιλαστήρια στόν Θεό Πατέρα γιά νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τόν συμφιλιώσει μέ τόν Ἅγιο Θεό.  

δ) Τήν ἀνάστασή Του, μέ τήν ὁποία ὡς Βασιλεύς παντοδύναμος ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καί συναστήσας τόν ἄνθρωπο ἀπό τοῦ θανάτου στήν ζωή, ἀνῆλθε στούς οὐρανούς καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

Ἐπί πλέον ἐπισφραγίζων τήν ἀπολύτρωση ἵδρυσε πρός διαιώνιση της τήν Ἐκκλησία τήν Ὁποία αὐτός κυβερνᾶ ἀοράτως.

Συνοπτικῶς διά μέ τῆς ἐνανθρωπίσεώς Του ὁ Σωτῆρας ἀρχίζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του διδάσκοντας μέχρι τῆς σταυρώσεως φανερώνει τό προφητικό ἀξίωμά Του, στήν ἐξιλαστήρια θυσία Του ἐπί τοῦ σταυροῦ φανερώνει τό ἀρχιερατικό ἀξιώμά Του καί μέ τήν ἀνάστασή Του, ἀναληψή Του, καθέδρα Του ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας φανερώνει τό βασιλικό ἀξιωμά Του.

Τήν περί τῶν τριῶν ἀξιωμάτων τοῦ Λυτρωτοῦ αὐτή διδασκαλία ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφων περί Αὐτοῦ ὅτι «ἐγενήθη ἡμῖν σ ο φ ί α  ἀπὸ Θεοῦ, δ ι κ α ι ο σ ύ ν η   τε καὶ ἁ γ ι α σ μ ὸ ς καὶ ἀ π ο λ ύ τ ρ ω σ ι ς » (Πρός Κορινθίους Α΄ α΄, 30).

γ΄. Ἡ οἰκείωση τῆς σωτηρίας

            Ἀλλά ἡ ἐξ ἀντικειμένου συντελεσθεῖσα ἱστορικῶς ἀπολύτρωση εἶναι ἀνάγκη νά καταστεῖ ὑποκειμενική προσωπική προσοικειουμένη καί ἰδιοποιουμένη ἀπό τόν καθένα ἄνθρωπο πού ὀφείλει νά ἐπιδιώκει καί νά ἐργάζεται μετά φόβου καί τρόμου τήν σωτηρία του (Πρός Φιλιππησίους β΄, 12) μέ τήν σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατοικεῖ ἐντός του.

            Ἡ προσωπική σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται αὐτόματα, μαγικά, ἐξωτερικά καί μηχανικά ἀλλά ὡς ἀποτέλεσμα δύο παραγόντων τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἤτοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑνός καί τῆς ἐλευθέρας συνεργείας τοῦ ἀνθρώπου ἀφ’ ἑτέρου ἡγουμένου βεβαίως καί ἐπικρατοῦντος τοῦ θείου παράγοντος.

Σύμφωνα μέ αὐτά ὁ πανάγαθος Θεός ἐνεργεῖ μέ τήν Χάρη Του τήν κλήση, τόν φωτισμό, τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἔπειτα τήν δικαίωση, τήν ἀναγέννηση καί τόν ἁγιασμό του στήν Ἐκκλησία δωρεάν ἐπί τῇ βάσῃ καί δυνάμει τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρα.

Ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος ἀποδεχόμενος τήν Χάρη πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός συνεργάζεται ἐλεύθερα στό ἔργο τῆς δικῆς του σωτηρίας μέ τήν ὀρθή πίστη, τά ἀγαθά ἔργα του δηλαδή τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ὑπακοή στό θεῖο θέλημα.

δ΄. Ἡ Ἐκκλησία .........................................................(ἀπό ἡμερολόγιο 2017 -Ἑπτάλοφος)

ε΄. Τά ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας

 Ἡ ὑπάρχουσα στήν Ἐκκλησία καί χορηγουμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία στούς πιστούς δικαιοῦσα καί ἁγιάζουσα θεία Χάρη μεταδίδεται σ’ αὐτούς μέ τά ἅγια Μυστήρια, τά ὁποῖα εἶναι θεοσύστατες τελετές μεταδίδουσες μυστηριωδῶς τήν ἀόρατην θείαν Χάρη μέ αἰσθητά στοιχεῖα καί μέσα.

Ὥστε τά ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀξίως μεταλαμβανόμενα ἀποβαίνουν ὄργανα καί μέσα μεταδοτικά τῆς σώζουσας θείας Χάριτος καθιστώντας τούς πιστούς κοινωνούς τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος ἑνώνοντας αὐτούς μέ τόν Θεό.

Μέσῳ τῶν ἁγίων Μυστηρίων ἐπενεργεῖ ἐπί τῶν ἀνθρώπων ἡ σωτήρια δύναμη τοῦ Θεοῦ καί μέ αὐτό τό τρόπο ὁλοκληρώνεται ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν μέ τήν Χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἕνεκα τούτου τά ἅγια Μυστήρια κατέχουν τέτοια θέση στήν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ὥστε καί αὐτή «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται διά τῶν Μυστηρίων, σῶμα οὖσα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους», ὅπως διδάσκει ὁ Θεσσαλονικεύς τοῦ ιδ΄ αἰῶνος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας :

«Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡςἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης. Καὶ γὰρ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ τὰ μυστήρια…τοὺς πιστοὺς ἤδη διὰ τὸ αἷμα τοῦτο ζῶντας τὴν ἐν τῷ Χριστῷ ζωὴν καὶ τῆς κεφαλῆς ὡς ἀληθῶς ἐκείνης ἐξηρτημένους, καὶ τοῦτο περικειμένους τὸ σῶμα, διὰ ταῦτα οὐδὲν ἀπεικὸς ἐνταῦθα διὰ τῶν μυστηρίων τὴν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι» (Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας, 37, 38 Migne P.G. 150, 452-453).

Τά ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑπτά, ἤτοι : Τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ἡ Μετάνοια, ἡ Ἱερωσύνη, ὁ Γάμος καί τό Εὐχέλαιον.

Ἀπ’ αὐτά τά τρία, τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, ἡ Χειροτονία δέν ἐπαναλαμβάνονται, τά ὑπόλοιπα ἡ θεία Εὐχαριστία, ἡ Μετάνοια, ὁ Γάμος καί τό Εὐχέλαιο ἐπαναλαμβάνονται.

Καθένα ἀπό τά ἅγια Μυστήρια μεταδίδει στούς πιστούς ἰδιαίτερη θεία Χάρηω : Τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ἀναγεννῶσα καί δικαιώνουσα, ἡ θεία Εὐχαριστία τρέφουσα πνευματικῶς καί ἁγιάζουσα θεραπεύουσα τήν ψυχή καί τό σῶμα, ἡ Μετάνοια καί τό Εὐχέλαιον, καί ἡ Ἱερωσύνη καί ὁ Γάμος ἱκανοῦσα σέ εἰδικά καθήκοντα.

Ἡ ἐνέργεια τῶν ἁγίων Μυστηρίων ὀφείλεται στό ὅτι συνεστήθησαν καί τελέσθηκαν ἀπό τόν Κύριο πού εἶναι ὁ ἀόρατος τελετάρχης τους καί μυσταγωγός μας. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν τελεσή τους ἀό κληρικό ἔχοντα ἀποστολική διαδοχή πού ἐξασφαλίζεται μέ τήν χειροτονία του στήν Ἐκκλησία ὅπου διατηρεῖται ἡ ἀποστολική διαδοχή καί τελοῦνται γιά τό σκοπό πού ἱδρύθηκαν γιά ἀνθρώπους πού διαθέτουν ὀρθή πίστη καί ἔχουν προετοιμασθεῖ κατάλληλα γιά νά συμμετάσχουν σ’ αὐτά.

Ὁ τελῶν τά ἅγια Μυστήρια λειτουργός εἶναι ἁπλῶς τό ὄργανον τοῦ ἀοράτου ἐνεργοῦντος καί τελεταρχοῦντος αὐτά Κυρίου.

Διδάσκει σχετικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος

«Καὶ δι’ ἀναξίων εἴωθεν ἐνεργῶν ὁ Θεός. Οὐδέν γὰρ ἄνθρωπος εἰς τά προκείμενα εἰσάγει ἀλλά τό πᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως ἔργον ἐστί, κἀκεῖνος ἐστὶν ἡμᾶς ὁ μυσταγωγὸς» (Ὁμιλία 8η εἰς τήν πρός Κορινθίους Α §1 Migne P.G. 61, 69).

Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, πιστεύουσα ὅτι ἡ θεία Χάρη δέν ἐνεργεῖ ἐκτός τῆς ἀληθοῦς  Ἐκκλησίας δέν ἀναγνωρίζει κατ’ ἀκρίβεια τά ἐκτός αὐτῆς τελούμενα μυστήρια, μόνο δε σέ ὅλως ἐξαιρετικές περιπτώσεις δύναται «κατ’ οἰκονομίαν» καί συγκατάβασιν νά ἀναγνωρίσει τά μυστήρια ὅσων ἐπιθυμοῦν νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί προέρχονται ἀπό ἑτεροδόξους.

  1. Τό ἅγιο Βάπτισμα.

Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πού θεωρεῖται λουτρό τῆς παλιγγενεσίας καί ἀνακαινίσεως ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα οἱ πιστοί ἀποθέτουν τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί ἐνδύονται τόν Χριστόν καί ὡς διά θύρας εἰσέρχονται στήν Ἐκκλησία τό βασίλειο τῆς Χάριτος, λαμβάνοντες τήν ἀναγέννηση καί τήν ἀνακαίνιση καί ἀναδημιουργία καί ἀναστοιχείωση τῆς φύσεώς τους κάι ἀνάπλαση τῆς θείας εἰκόνας ἐντός τους γινόμενοι οὕτω μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος, τοῦ Χριστοῦ, υἱοί Θεοῦ κατά χάρη καί θείας φύσεως κοινωνοί.

Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἐλάβομεν, ἁγιασμόν, πνεύματος μετάληψιν, υἱοθεσίαν, ζωήν αἰώνιον» (14η Ὁμιλία εἰς τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων §3 Migne P.G. 60, 285).

Κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι «Βάπτισμα αἰχμαλώτοις λύτρον, ὀφλημάτων ἄφεσις, θάνατος ἁμαρτίας, παλιγγενεσία ψυχῆς, ἔνδυμα φωτεινόν, σφραγὶς ἀνεπιχείρητος, ὄχημα πρὸς οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον, υἱοθεσίας χάρισμα» (13 Ὁμιλία §5 Migne 31, 433).

Πράγματι διά τοῦ μυστηρίου τούτου οἱ ἄνθρωποι πιστεύοντες καθαίρονται ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία καί ὅλες τίς προσωπικές προαιρετικές ἁμαρτίες, ὅταν βαπτίζονται ἐνήλικες, ἐκριζουμένου καί ἐξαφανιζομένου μέ τήν ἐνοχή καί τίς ποινές καί αὐτοῦ τοῦ σώματος της ἁμαρτίας οὕτως συμφιλιώνονται μέ τόν Θεό Πατέρα καί δικαιώνονται καί ἀξιώνονται τήν θεία υἱοθεσία κατά χάρη, πολιτιγραφούμενοι μεταξύ τῶν μελῶν- πολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας καθστάμενοι μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τό ὁποῖο διαμορφώνεται καί ὑπάρχει μέ τό Βάπτισμα.

Πρός σύσταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖα τά ἑξῆς :

Νά τελεῖται στήν ἀληθινή Ἐκκλησία ἀπό τελετουργό διαθέτοντα ἀποστολική διαδοχή

ἡ τριττή κατάδυση καί ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου στό ἁγιασμένο ὕδωρ

ἡ ἐκφώνηση τῶν Κυριακῶν λόγων κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου

«Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τό ὄνομά του) εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τό κανονικό τοῦτο τύπο τοῦ Βαπτίσματος μόνο γνωρίζει ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Σύνοδοι καί οἱ Πατέρες ἀπό τούς ὁποίους περιοριζόμαστε να ἀναφέρουμε μόνο τόν Μέγα Βασίλειο πού γράφει:

«Ἐν τρισὶν οὖν καταδύσεσι καὶ ἰσαρίθμοις ταῖς ἐπικλήσεσι, τὸ μέγα μυστήριον τοῦ βαπτίσματος τελειοῦται, ἵνα καὶ ὁ τοῦ θανάτου τύπος ἐξεικονισθῇ καὶ τῇ παραδόσει τῆς θεογνωσίας τὰς ψυχὰς φωτισθῶσιν οἱ βαπτιζόμενοι» (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 15, 35 Migne P.G. 32, 129).

  1. Τό ἅγιο Χρῖσμα.

Μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος οἱ βαπτισμένοι λαμβάνουν τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν δύναμή Του πού ἐνισχύει καί ἀναπτύσσει τήν πνευματική ζωή πού ἄρχισε μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Διότι «τῷ μὲν φαινομένῳ μύρῳ τὸ σῶμα χρίεται, τῷ δὲ ἁγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι ἡ ψυχὴ ἁγιάζεται», (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων 3η Μυσταγωγική Κατήχηση §3 Migne 33, 1092)

Δηλαδή : «Ἐνῶ τό σῶμα χρίεται μέ τό Ἅγιο Μῦρο, ἡ ψυχή ἁγιάζεται μέ τό Ἅγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα» ἐπειδή τό χρῖσμα

«τοῦτο ἐστί τό Ἅγιον Πνεῦμα χάρισμα, καὶ Πνεύματος Ἁγίου παρουσίᾳ τῆς αὐτοῦ θεότητος ἐνεργητικὸν γινόμενον» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων 3η Μυσταγωγική Κατήχηση §3 Migne 33, 1092)

Δηλαδή : «Εἶναι ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μέσα σ’ αὐτό καί μέ αὐτό εἶναι παρών καί δρᾶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός».

Τοιουτοτρόπως, ἐνῷ τό Βάπτισμα χορηγεῖ νέαν πνευματικήν ἐν Χριστῷ φύση, τό Χρῖσμα διαπτύσσει αὐτήν παραιτέρω καί ὁλοκληρώνει καί τελειοποεῖ καί διαμορφώνει τόν Χριστό στόν νέο Χριστιανό. Μέ τίς ἐνέργειές του αὐτό τό ἅγιο Χρῖσμα ἀποτελεῖ βεβαίωση καί ἐπιστέγασμα τοῦ Βαπτίσματος.

Γιά τόν λόγο αὐτό τό Ἅγιο Χρῖσμα εἶναι ἑνωμένο μέ τό Βάπτισμα τελούμενο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐθύ, «τοῖς ἀναβεβηκόσιν ἀπό τῆς κολυμβήθρας τῶν ἱερῶν ναμάτων» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων 3η Μυσταγωγική Κατήχηση §1 Migne 33, 1089)

Δηλαδή : «Ὅταν βγήκατε ἀπό τήν κολυμβήθρα τῶν βαπτιστήριων ὑδάτων».

Ὁ 48ος (μη΄) ἱερός Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἐπιτάσσει:

«Δεῖ τούς φωτιζομένους μετά τό βάπτισμα χρίεσθαι χρίσματι ἐπουρανίῳ, καί μετόχους εἶναι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Γ. Α. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων,  Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1992, τ. Γ΄, σ. 215)

Ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος χρίει σταυροειδῶς τά διάφορα αἰσθητήρια καί μέλη τοῦ σώματος τῶν νεοβαπτισθέντων μέ ἅγιο Μῦρο λέγοντας : «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν».

  1. Ἡ θεία Εὐχαριστία

Μέ τό ἅγιο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μεταλαμβάνοντες οἱ πιστοί τοῦ ἀληθινοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἑνώνονται μαζί Του μυστικά καί συσσωματώνονται καθιστάμενοι «σύσσωμοι» καί «σύναιμοι» καί «χριστοφόροι» καί «θεοφόροι» κατά τούς γνωστούς παλαιοχριστιανικούς χαρακτηρισμούς.

Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων «Μεταλαμβόντοντες σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ, σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ. Οὕτω γὰρ καὶ χριστοφόροι γινόμεθα, τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τοῦ αἵματος εἰς τὰ ἡμέτερα ἀναδιδομένου μέλη. Οὕτω κατὰ τὸν μακάριον Πέτρον θείας κοινωνοὶ γινόμεθα φύσεως» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων 4η Μυσταγωγική Κατήχηση §3 Migne 33, 1100)

Δηλαδή : «Ἀφοῦ μεταλάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γινόμαστε ἕνα σῶμα καί ἕνα αἷμα μέ τόν Χριστό. Μέ τόν τρόπο αὐτό γινόμαστε καί Χριστοφόροι ἐφόσον ἔτσι διαδίδεται καί κυκλοφορεῖ σ’ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας τό δικό Του Σῶμα καί τό δικό Του Αἷμα. Καί ὅπως λέει ὁ μακάριος Πέτρος, γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως».

Ἡ ἔνταξη τῶν πιστῶν στό πανάγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό συνεπάγεται τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή ὅπως ἀναφέρεται στήν εὐχή τῶν Προηγιασμένων κατά τήν ὁποία προσευχόμαστε ὅπως «μεταλαμβάνοντες τῶν θείων τούτων ἁγιασμάτων, καὶ ὑπ' Αὐτῶν ζωοποιούμενοι, ἑνωθῶμεν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν, ...ὅπως ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν καὶ ἐμπεριπατοῦντος τοῦ Λόγου, γενώμεθα ναὸς τοῦ Παναγίου καὶ προσκυνητοῦ Πνεύματος, λελυτρωμένοι πάσης διαβολικῆς μεθοδείας, ἐν πράξει, ἤ λόγῳ, ἤ κατὰ διάνοιαν ἐνεργουμένης, καὶ τύχωμεν τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν τῆς ἀπολαύσεως».

Κατά τήν θεία Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου οἱ πιστοί κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στήν θεία Εὐχαριστία «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς συγχώρησιν πλημμελημάτων, εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς παρρησίαν τήν πρός σέ, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν πλήρωμα καί κληρονομίαν».

Καί ἡ μέν ψυχή τῶν κοινωνούντων καθαίρεται καί ἁγιαάζεται καί τρέφεται πνευματικῶς καί ἀφθαρτίζεται μυστικῶς, τό δέ σῶμα δέχεται τό σπέρμα τῆς ἀφθαρσίας καί ἀναστάσεως καί ἀθανασίας καί αἰωνίου ζωῆς ὁμοίως μετά τῆς ψυχῆς.

Ὁμοίως οἱ κονωνοῦντες τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Κυρίου «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστῷ γινόμενοι» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων 4η Μυσταγωγική Κατήχηση §1 Migne P.G. 33, 1017)

Προκόπτουν στόν ἁγιασμό ὡς μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματός Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία συναπτόμενοι καί κοινωνοῦντες καί μαζί Του καί μεταξύ τους (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, 24η Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Κορινθίους Α΄ Migne P.G. 61, 200).

Τό ἅγιο τοῦτο Μυστήριο τελεῖται ἀπό Ἐπίσκοπο ἤ Πρεσβύτερο μέ ἔνζυμο ἄρτο καί οἶνο στόν ὁποῖο ἔχει προστεθεῖ ὕδωρ, ἡ δέ μεταβολή τῶν εἰδῶν τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόον τελετουργό μέ τούς λόγους:

«Κατάπεμψον τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφἡμᾶ ςκαί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα, καί ποίησον τόν ἄρτον τοῦτο τίμιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου, τό δέ  ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλών τῷ πνευματί σου τῷ Ἁγίῳ».

Τό Ἅγιο τοῦτο Μυστήριο εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅπως καί τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Γιά τό λόγο αὐτό κοινωνοῦν μετά τήν δέουσα προπαρασκευή ἀπό ἀμφότερα τά μέρη ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί κληρικοί καί λαϊκοί κατά τό Ματθαίου κστ΄ 27 ἀκόμη καί τά νήπια εὐθύς ἀμέσως μετά τό Βάπτισμά τους σύμφωνα μέ τό Ἰωάννου γ΄, 5.

Ἐκτός ἀπ’ αὐτά ἡ θεία Εὐχαριστίς εἶναι οὐ μόνον ἅγιον καί θεῖον μυστήριον ἀλλά συνάμα καί θυσία, τό μέν εὐχαριστήριος καί ἱκετήριος καί δοξολογία τό δέ  ἱλαστήριος προσφερομένη ἀναιμάκτως πρός τόν Θεό «διά πάντα» γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο γιά πᾶσα τήν Ἐκκλησία «ὑπέρ τῆς οἰκουμένης, ὑπέρ τῆς ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...ὑπέρ πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ζώντων τε καί κεκοιμημένων ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου» ἡ ὁποία θυσία δέν θά παύσει νά τελεῖται ἕως τῆς τελευταίας κρίσεως.

  1. Ἡ Μετάνοια.

Μέ τό Ἅγιο Μυστήριο τῆς Μετανοίας παρέχεται ἀπό τόν Θεό ἄφεση πασῶν τῶν μετά τό Βάπτισμα ἁμαρτιῶν στούς εἰλικρινῶς μετανοοῦντες καί ἐξομολογουμένους αὐτές ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ Πρεσβυτέρου. Γι’ αὐτό καί ἡ Μετάνοια χαρακτηρίζεται κατά κάποιο τρόπο ὡς δεύτερο Βάπτισμα.

Κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρέχει καί ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἐνῷ ὁ τελῶν τό Μυστήριον Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος εἶναι ὄργανο πού ἐξαγγέλει τήν ἄφεση. Πάντως κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι «ἀναγκαῖον τοῖς πεπιστευμένοις τήν οἰκονομίαν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐξομολογεῖσθε τά ἁμαρτήματα» (Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν 288. Migne P.G. 31, 1284)

Δηλαδή : «»

Ἡ παρεχομένη συγχώρηση στούς πιστούς κατόπιν ἀληθοῦς καί εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως εἶναι πλήρης καί τελεία, οὐδεμιᾶς συμπληρώσεως χρήζουσα. Τά ἐπιβαλλόμενα στούς ἐξομολογουμένους ἐπιτίμια εἶναι φάρμακα ἰαματικά πρός στερέωσιν τῆς ἐπιτευχθείσης ἠθικῆς ἀναρρώσεως καί ἰάσεως καί ἐκριζώσεως τῶν παθῶν. Θεωροῦνται μέσα θεραπευτικά καί παιδαγωγικά καί διορθωτικά γιά νά βελτιωθοῦν καί νά σταθεροποιηθοῦν οἱ ἁμαρτάνοντες στήν ἀρετή.

  1. Ἡ Ἱερωσύνη

Μέ τό ἅγιο Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης χειροτονοῦνται οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπίθεση ἐπ’ αὐτοῦ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ κατάσταση μέ τήν χειροτονία τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ Διακόνου, μαρτυρεῖται φανερώτατα ἀπό τήν Καινη Διαθήκη καί τήν ἀρχαιοπαράδοτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί συνεχίζεται κανονικά καί ἀκατάπαυστα στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, ἀνάγουσα τήν ἀρχή της μέ τήν ἀποστολική διαδοχή στούς ἁγίους Ἀποστόλους.

Τό ἅγιο Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης κατέχει μεγάλη σημασία στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία γιά τήν σωτηρία τῶν πιστῶν. Τήν γνησιότητα καί αὐθεντικότητα τῶν Ἐπισκόπων, τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν Διακόνων τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ἡ ἀποστολική διαδοχή καί ἡ χειροτονία τους. Εὐλόγως οὐδείς δικαιοῦται στήν Ἐκκλησία νά τελεῖ ἱερατικά καί ποιμαντικά καθήκοντα ἄνευ Ἱερωσύνης.

  1. Ὁ Γάμος

Μέ τό ἅγιο Μυστήριο τοῦ Γάμου ἁγιάζεται ἡ ἐλεύθερη ἕνωση τῶν συζύγων μέ τήν μετάδοση σ’ αὐτούς τῆς θείας Χάριτος πρός ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ἑνώσεώς τους.

Γιά νά τελεσθεῖ τό Μυστήριο τοῦτο ἀπαραίτητα εἶναι νά εἶναι βαπτισμένοοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά δηλώνεται δημόσια ἡ ἀμοιβαί καί ἑκούσια συγκατάθεση τῶν συζευγμένων καί ἡ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ Πρεσβυτέρου γιά νά μεταδοθεῖ ἡ θεία Χάρη. Ἡ ἕνωση τῶν συζύγων εἶναι ἀδιάλυτη. Ἐπιτρέπεται κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου νά ἐκδίδεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο διαζύγιο γιά λόγους μοιχείας. Ὁ θάνατος τοῦ ἑνός συζύγου λύει τόν Γάμον.

Ἀργότερα γιά τήν λύση ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Γάμου προστέθηκαν κι ἄλλοι λόγοι.

Στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία μετά τήν διάλυση τοῦ Γάμου δύναται κατά συγκατάβαση νά ἐπιτραπεῖ καί δεύτερος καί τρίτος Γάμος, ποτέ ὅμως τέταρτος. Ἀπαγορεύεται ὅμως νά ἔλθουν εἰς κοινωνία Γάμου πρόσωπα συνδεόμενα μέ συγγένεια ἐξ αἵματος ἤ ἐξ ἀγχιστείας ἤ πνευματικῶς πού συνιστᾶται ὅταν μεσολαβεῖ τό Μυστηρίο τοῦ Βαπτίσματος μέχρι ὁρισμένου βαθμοῦ.

  1. Τό Εὐχέλαιο.

Μέ τό ἅγιο Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ἐπικαλούμαστε τήν θεία Χάρη γιά τήν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τοῦ σώματος καί τῆ ψυχῆς.

Τό Μυστήριοα τοῦτο τελεῖται ἀπό ἕνα ἤ περισσότερους ἕως ἑπτά Πρεσβυτέρων μέ σταυροειδῆ ἐπαλοιφή διαφόρων μελῶν τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου μέ ἁγιασμένο ἔλαιο σέ ἐλαφρῶς ἤ βαρέως ἀσθενοῦντες καί ἀποσκοπεῖ κυρίως μέν στήν ἴαση τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, δευτερευόντως δέ στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί μάλιστα αὐτῶν πού συνδέονται μέ τήν ἀσθένεια ἤ αὐτῶν πού δέν εἶναι δυνατόν ἕνεκα ἀσθένειας νά ἐξομολογηθοῦν.

Στήν Ὁμολογία τοῦ Μητροφάνη Κριτοπούλου ἀναφέρεται γιά τό Μυστήριο τοῦτο

«Καλεῖται δὲ τοῦτο εὐχέλαιον, οὐκ ἐσχάτη χρίσις· οὐ γὰρ μένομεν τὰ λοίσθια τοῦ κάμνοντος, καὶ τότ’ εἰς ταύτην ἐρχόμεθα, ἀλλ’ ἔτι ἐλπίδας ἀγαθὰς ἔχοντες ὑπὲρ τῆς ὑγείας ἐκείνου, χρώμεθα τούτῳ τῷ μυστηρίῳ, εἴτ’ οὖν μυστηριώδει τελετῇ, δεόμενοι τοῦ Θεοῦ ἰατρεῦσαι τοῦτον καὶ τῆς νόσου διὰ τάχους ἀπαλλάξαι. Ὥστε οὐχ ἅπαξ τοῦ βίου, ἀλλὰ καὶ πολλάκις ἔκεστι χρῆσθαι τούτῳ καθὰ καὶ τοῖς ἰαματικοῖς φαρμάκοις τοσαυτάκις χρώμεθα, ὁσάκις νοσήσωμεν» (Ἰωάννου Καρμίρη: Τά Δογματικά....τόμος ΙΙ, σελ. 544-545).

στ΄.  Τά ἔσχατα

Ὁ θάνατος καί τά πέραν αὐτοῦ

Κατά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου τό μέν ὑλικό καί χοϊκό φθαρτό καί θνητό σῶμα του φθείρεται καί ἀποσυντίθεται καί διαλύεται στά ἐξ ὧν συνετέθη, ἐν ᾧ ἡ ἄλυτος καί πνευματική καί ἄφθαρτος καί ἀθάνατος ψυχή κρίνεται κατά τήν πρώτη καί μερική κρίση καί εἶτα εἰσέρχεται στήν ἐν τῷ Ἅδῃ μέση κατάσταση πού ἐκτείνεται μέχρι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε θά συντελεσθεῖ ἡ κοινή ἀνάσταση πάντων τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ὁποία θά ἐπέλθη ἡ ἐπανένωση τῶν ψυχῶν μέ τά ἀναστημένα σώματα. Μετά ἀκολουθεῖ ἡ ἔσχατη καί τελική κρίση καί ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τήν ὁποία θά ἀκολουθήσει γιά ἄλλους ἡ αἰώνια ζωή καί γιά ἄλλους ἡ αἰώνια κόλαση.

 Κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοί πιστεύουν ὅτι:

Ὁ θάνατος, πού εἶναι συνέπεια τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί γι’ αὐτό καθολικό φαινόμενο δέν σημαίνει ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά μέσο μεταλλλαγῆς τῆς καταστάσεως του ἀπό μικτῆς πνευματοϋλικῆς σέ πνευματική μόνο, πού ἀποτελεῖ τόν ἀληθῆ τελικό σκοπό τῆς ἐπιγείου ὑπάρξεώς του.

Μέ τόν θάνατο τερματίζεται ἡ τελική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκλειομένης κάθε περαιτέρω ἐξελίξεώς της καί ἀρχίζει ἡ ἀνταπόδοση.

Ἔπειτα ἀποθνήσκοντες οἱ ἄνθρωποι κρίνονται μερικῶς καί προκαταρκτικῶς ἀπό τό Θεό μέ κριτήριο τήν πίστη καί ἀποδοχή τῆς ἀπολυτρώσεως ὡς καί τήν ἠθική ζωή τους.

Οὕτως οἱ ψυχές χωριζόμενες ἀπό τά σώματα ἐκδημοῦν παρευθύς εἰσερχόμενες στήν μέση κατάσταση τῶν μέν ἀγαθῶν πρός ἄνωση καί εὐφροσύνημ τῶν δέ ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν πρός ὀδύνη καί λύπη.

Εὐρισκόμενες στήν μέση κατάσταση οἱ ψυχές προθεωροῦν καί προαισθάνονται καί προγεύονται τῆς μελλούσης πλήρους καί τελείας ἀνταμοιβῆς ἤ τιμωρίας, ἀπολαύσεως ἤ κατακρίσεως, μακαριότητος ἤ δυστυχίας πού ἐπιφυλάσσεται γι’ αὐτές μετά τήν γενική κρίση, προαπολαμβάνουσες σχετικῆς μόνο μακαριότητος ἤ σχετικῆς δυστυχίας καί θλίψεως ἐπειδή εἴτε τήν πλήρη μακαριότητα εἴτε τήν πλήρη θλίψη θά λάβουν κατά τήν ἔσχατη κρίση καί τήν αἰώνιο ζωή.

Τό ἴδιο ἰσχύει εἰδικώτερα καί γιά τίς ψυχές τῶν δικαίων καί ἁγίων κατά τόν Γρηγόριο τόν θεολόγο πού διδάσκει ὅτι :

«ψυχὴ πᾶσα καλή τε καὶ θεοφιλής, ἐπειδὰν τοῦ συνδεδεμένου λυθεῖσα σώματος ἐνθένδε ἀπαλλαγῇ, εὐθὺς μὲν ἐν συναισθήσει καὶ θεωρίᾳ τοῦ μένοντος αὐτὴν καλοῦ γενομένη,...θαυμασίαν τινὰ ἡδονὴν ἥδεται καὶ ἀγάλλεται ...καὶ οἷον ἤδη τῇ φαντασίᾳ καρποῦται τὴν ἀποκειμένην μακαριότητα· μικρὸν δ' ὕστερον καὶ τὸ συγγενὲς σαρκίον ἀπολαβοῦσα, ᾧ τὰ ἐκεῖθεν συνεφιλο- σόφησε, παρὰ τῆς καὶ δούσης καὶ πιστευθείσης γῆς, τρόπον ὃν οἶδεν ὁ ταῦτα συνδήσας καὶ διαλύσας Θεός, τούτῳ συγκληρονομεῖ τῆς ἐκεῖθεν δόξης»  (Λόγος εἰς Καισάριον 7, 21 Migne P.G. 35, 781-84).

Δηλαδή : «»

            Ἐννοεῖται ὅτι ἡ φύση τῶν ἀμοιβῶν ἤ ποινῶν τῶν ψυχῶν στόν Ἅδη δέν εἶναι ὑλικές καί ὀργανικές ἀλλά ὑπεραισθητή καί ἀνάλογη πρός τήν φύση τῶν ψυχῶν.

            Ὅπως στήν παροῦσα ζωή διακρίνονται διάφοροι βαθμίδες δικαιώσεως καί ἁγιασμοῦ οὕτω καί στήν μέση κατάσταση ἀντιστοίχως διακρίνονται διάφοροι βαθμοί μακαριότητος ἤ δυστυχίας, ἀναλόγως πρός τήν στιγμήν τοῦ θανάτου τῶν ἀνθρώπων ἠθική κατάστασή τους. Γι’ αὐτό προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά μᾶς παραλάβει ἀπό τήν παροῦσα ζωή «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει»

            Στήν μέση κατάσταση οἱ ψυχές διατηροῦν πλήρη αὐτοσυνειδησία καί ἔχουν τό ἄτρεπτον.

Ἕνεκα τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν ψυχῶν ὑφίσταται σχέση μεταξύ τῶν εὑρισκομένων στήν μέση κατάσταση ψυχῶν τῶν τεθνεώτων καί τῶν ἐπί τῆς γῆς ζώντων, μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ ὁ δεσμός της δέν διακόπτεται ἀπό τόν θάνατο καί ὅλα τά μέλη ἀποτελοῦν τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι οἱ Ἅγιοι δέονται καί πρεσβεύουν πρός τόν Θεό ὑπέρ τῶν ζώντων ἀδελφῶν τους. Χωρίς οἱ πρεσβεῖες τους νά προσκρούουν στό μεσιτικό ἔργο τοῦ ἑνός καί μόνο Μεσίτου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό τούς Ἁγίους δέν καλοῦμε μεσίτες ἀλλά πρέσβεις καί ἱκέτες πρός τόν Θεόν. Οἱ ζῶντες ἐξαιτοῦνται τίς πρός τόν Θεόν πρεσβεῖες τους καί καθιερώνουν ἑορτές καί ναούς γι’ αὐτούς ἀπονέμοντες τιμή καί σχετική προσκύνηση καί ὄχι λατρεία πού ἀνήκει μόνο στό Θεό.

Πέραν δέ τούτων στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία οἱ ζῶντες προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους μέ τήν τέλεση ὑπέρ αὐτῶν θείων Λειτουργιῶν, δεήσεων, εὐχῶν, ἐλεημοσυνῶν. Γιά ὅλα αὐτά μαρτυροῦν τά λειτουργικά κείμενα καί τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ἡ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία διδάσκει τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πού θά ἀναστήσει ὅλους τούς ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένους γιά νά ἐπακολουθήσει ἡ γενική κρίση πού θά ἀποτελέσει τήν τελευταία πράξη τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματό Του.

Ἡ Δευτέρα Παρουσία θά εἶναι ἔνδοξη, ὁ χρόνος πού θά συμβεῖ εἶναι ἄγνωστος μόνο μερικά προγνωστικά σημεῖα παρέχονται στά 24ο καί 25ο κεφάλαια τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου.

Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία θά ἀναστηθοῦν ὅλοι νεκροί δίκαιοι καί ἄδικοι, τά σώματα θά ἑνωθοῦν μέ τίς ψυχές ὥστε οἱ ἀμοιβές ἤ οἱ ποινές να ἀποδοθοῦν καί στήν ψυχή καί στό σῶμα μέ τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος ἔπραξε τό ἀγαθόν ἤ τό κακόν.

Μετά θά ἀκολουθήσει ἡ καθολική κρίση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ δέ ἀπόφαση τοῦ κριτοῦ γιά τούς δικαίους θά εἶναι ἡ εἴσοδός τους στήν αἰώνια ζωή γιά δέ τούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς ἡ αἰώνια κόλαση, διακρινομένων διαφόρων βαθμίδων εἴτε μακαριότητος εἴτε κολάσεως ὅπως στήν μέση κατάσταση.

Τέλος θα ἐπέλθει ἡ συντέλεια τοῦ παρόντος κόσμου δηλαδή ἡ «παλιγγενεσία» καί ἀνακαίνισή του μέ τήν μεταβολή τοῦ σχήματος καί τῆς συστάσεώς του καί γενικῆς τοῦ ἐξωραϊσμοῦ καί τῆς μεταμορφώσεως αὐτοῦ, ὥστε «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν προσδοκῶμεν» (Β΄ Πέτρου γ΄, 13) παρά τοῦ εἰπόντος «ἰδοῦ καινά ποιῶ τά πάντα» (Ἀποκαλύψεως κα΄, 5).

Κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, ὁ κόσμος «ἐπί τό κρεῖττον μετασχηματισθήσεται ...πάντα ἐκποδών γίνεται τά τῆς φθορᾶς, τῆς ἀφθάρτου δόξης ἐπικρατούσης πανταχοῦ» (Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα 1, 10 Migne P.G. 47, 291) καταργουμένου τοῦ κακοῦ καί τῶν ὀργάνων του.

Τοιουτοτρόπως θά προέλθει νέος δοξασμένος κόσμος στόν ὁποῖο θά ἔχει ἀποκατασταθεῖ ἡ διά τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας διασαλευθεῖσα καί ἀνατραπεῖσα κοσμική τάξη καί ἁρμονία καί ἡ ὑποταγεῖσα στήν ματαιότητα κτίση «οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Πρός Ρωμαίους η΄, 20-21)

Τότε ὁ Κύριος θά ἔχει ὁλοκληρώσει τό ἔργο πού Τοῦ ἀνατέθηκε : « εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν... ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Πρός Κορινθίους Α΄ ιε΄ 24, 28).

Ἐπίλογος.

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαῤῥησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ, διὰ τὸν κοινὸν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμονες.

Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν...» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων....,Ἔκδοση Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, τόμος Γ, σελ. 406).

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images